Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Μετωπική Ιράν - ΗΠΑ στην Καραϊβική σε λίγα 24ωρα: Τι θα κάνει ο Τραμπ;


                                                  © AFP 2020 / Handout / Navy Office of Information
Ιρανικά πλοία στον Περσικό Κόλπο


 Άρης Χατζηστεφάνου
Μια μικρογραφία (ή αν προτιμάτε μια επανάληψη σαν φάρσα) της κρίσης των πυραύλων του 1962, που έφερε την ανθρωπότητα στα όρια του πυρηνικού ολοκαυτώματος, προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ και το Ιράν σε λίγα 24ωρα.


Καθώς ιρανικά δεξαμενόπλοια βρίσκονται καθ’ οδόν προς τη Βενεζουέλα, για να μεταφέρουν επεξεργασμένα καύσιμα τα οποία χρειάζεται απεγνωσμένα η οικονομία της χώρας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απειλεί την Τεχεράνη με άμεσες συνέπειες  εάν δεν διακόψει τη συνεργασία της με το Καράκας. Απαντώντας, το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε επίσημα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι οποιαδήποτε εχθρική κίνηση προς τα πλοία που φέρουν την ιρανική σημαία θα προκαλέσει «άμεση και αποφασιστική απάντηση».

Τα πλοία αναμένεται να φτάσουν στις 25 Μαΐου κοντά στις ακτές της Βενεζουέλας, δηλαδή σε μια περιοχή όπου ο αμερικανικός στόλος κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του, με διαφορετικά κάθε φορά προσχήματα - όπως η μάχη εναντίον των ναρκωτικών.

Κανένας δεν ανέμενε, φυσικά, τα επίπεδα της έντασης που κατέκλυσε τον πλανήτη πριν από σχεδόν 60 χρόνια, όταν σοβιετικά πλοία κινούνταν προς την Κούβα για να σπάσουν τον παράνομο αποκλεισμό που είχε επιβάλει ο Πρόεδρος Κένεντι, ύστερα από την ανακάλυψη πυραυλικών συστημάτων στο νησί. Συγκρίνοντας, όμως, τις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα στα δυο περιστατικά, ίσως αποκτήσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει σε παγκόσμιο επίπεδο η επερχόμενη αντιπαράθεση.

Τότε, o σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ είχε αποκαλέσει τον αποκλεισμό «διεθνή πειρατεία», που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο. Παραδόξως, οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι είχε δίκιο. Για αυτό, νομικοί σύμβουλοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του υπουργείου Δικαιοσύνης έπεισαν τον Πρόεδρο Κένεντι να μην χρησιμοποιεί τον όρο «αποκλεισμός», ο οποίος βάσει του διεθνούς δικαίου αποτελεί αφορμή πολέμου (Casus Belli).

Καμία από αυτές τις ανησυχίες δεν φαίνεται να απασχολεί σήμερα την ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία εν μέσω πανδημίας διατηρεί και κλιμακώνει τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν, ενώ στην περίπτωση της Βενεζουέλας έχει προχωρήσει σε de facto αποκλεισμό της χώρας. Διεθνείς αναλυτές έχουν αποδείξει ότι αυτή η πολιτική ευθύνεται για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και στις δυο χώρες, και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Για να το πούμε πιο απλά, οι πράξεις της Ουάσιγκτον είναι τόσο ακραίες, ώστε θεωρητικά θα επέτρεπαν σε οποιαδήποτε χώρα να κηρύξει τον πόλεμο στις ΗΠΑ για να προστατεύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και την ασφάλεια του πληθυσμού της. Ελλείψει, όμως, μιας αντίπαλης υπερδύναμης που θα μπορούσε να εξισορροπήσει τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, οι ανησυχίες για το διεθνές δίκαιο φαίνεται να ανήκουν στο μακρινό παρελθόν.

Η δεύτερη σημαντική ομοιότητα είναι ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε προεκλογική περίοδο (τότε για το Κογκρέσο και σήμερα για την προεδρία), γεγονός που ωθεί πάντα τους ενοίκους του Λευκού Οίκου σε θεατρικές, φιλοπόλεμες κινήσεις. Σε αντίθεση, όμως, με τον Κένεντι, ο οποίος έδινε μια φυσιολογική πολιτική μάχη, ο Τραμπ δίνει μια μάχη επιβίωσης. Συγκεκριμένα, καλείται να συγκαλύψει την τραγική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, που προκαλεί εκατόμβες νεκρών, και την επερχόμενη οικονομική ύφεση που ενδέχεται να ξεπεράσει ακόμη και αυτή της δεκαετίας του ’30.

Μια σειρά από σπασμωδικές κινήσεις, που φέρονται να έχουν τη σφραγίδα της Ουάσιγκτον (όπως το πρόσφατο αποτυχημένο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα από Αμερικανούς μισθοφόρους), αποδεικνύουν ότι ο Λευκός οίκος θα μπορούσε να οδηγήσει την εξωτερική πολιτική στα άκρα για να συγκαλύψει τους τριγμούς στο εσωτερικό μέτωπο.

Αυτές οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, όμως, ωχριούν μπροστά στον πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο θερμών επεισοδίων που προκαλεί η γενικότερη αδυναμία των ΗΠΑ να διαχειριστούν την οικονομική κρίση. Είναι γνωστό ότι η Αμερική, σε περιόδους μεγάλων υφέσεων, αναζητά διαρκώς νέα πολεμικά μέτωπα προκειμένου να χρησιμοποιήσει την πολεμική της βιομηχανία σαν την ατμομηχανή που θα την τραβήξει από τη κρίση. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αλλά σίγουρα όχι το μοναδικό.

Εδώ, ίσως βρίσκεται και η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στην κρίση των πυραύλων και την επερχόμενη αντιπαράθεση γύρω από τα ιρανικά δεξαμενόπλοια. Τη δεκαετία του ’60, η αμερικανική οικονομία απολάμβανε τη μεταπολεμική ανάπτυξη, η οποία στηριζόταν, ως επί το πλείστον, στην εσωτερική κατανάλωση. Ο Ψυχρός Πόλεμος μπορεί να συντηρούσε τη βιομηχανία όπλων, αλλά δεν ήταν η ατμομηχανή της οικονομίας. Αντίθετα, σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από διεθνείς εντάσεις που θα συντηρούν την πολεμική τους βιομηχανία και κατ' επέκταση την πολεμική τους οικονομία. Η εικόνα θυμίζει περισσότερο τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70, όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ σαν εργαλείο για να αυξήσουν τις κρατικές (βλ. πολεμικές) δαπάνες και να εξέλθουν από την κρίση.

Σε λίγες ημέρες, η άφιξη των ιρανικών πλοίων μπορεί να προκαλέσει μια μεγάλη διεθνή κρίση ή να «ξεφουσκώσει» αναίμακτα με κοινή απόφαση και των δύο πλευρών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο που αθροίζεται στη διεθνή αστάθεια την οποία πυροδοτούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε όλο τον κόσμο.