Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Οι πολιτικές εξελίξεις και τα καθήκοντα των κομμουνιστών

    Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος

Οι πολιτικές εξελίξεις, στην Ελλάδα, τους τελευταίους μήνες σφραγίζονται από δύο βασικά γεγονότα. Το πρώτο αφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου και το δεύτερο στην πολιτική διαχείρισης της κρίσης- στο πλαίσιο του συστήματος- που ακολουθεί η νέα κυβέρνηση και η οποία είναι εν εξελίξει. Για να κατανοήσουμε ολοκληρωμένα το πώς πολιτεύεται η νέα κυβέρνηση οφείλουμε πρώτα να εξετάσουμε τους πολιτικούς συσχετισμούς, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν στις εκλογές.


Οι εκλογές έδωσαν την πλειοψηφία στο ΣΥΡΙΖΑ με μία ευρεία διαφορά 8,5 ποσοστιαίων μονάδων από τη Ν.Δ. Παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άγγιξε αλλά δεν πέτυχε την αυτοδυναμία, ο σχηματισμός κυβέρνησης με την συμμετοχή των ΑΝΕΛ αποδείχτηκε πολύ εύκολη υπόθεση, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι σχετικές προεργασίες είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Η πολιτική βάση της κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ήταν, στο επιφαινόμενο της, αντιμνημονιακή. Στην πραγματικότητα όμως αφορούσε μια διαφορετική διαχείριση- στο μέτρο του δυνατού- στο πλαίσιο των λεγόμενων θεσμών, δηλαδή της Ευρωζώνης, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

Είναι σαφές πως ο ΣΥΡΙΖΑ- με την πολιτική της κυρίαρχης ηγετικής του ομάδας- φιλοδοξεί για τον εαυτό του να σταθεροποιηθεί και να εδραιωθεί ως ο ένας από τους δύο ισχυρούς κομματικούς πυλώνες του αστικού πολιτικού συστήματος. Να γίνει δηλαδή η νέα Κεντροαριστερά στην Ελλάδα από την στιγμή που το παλιό ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει πια και δημιουργήθηκε τεράστιο πολιτικό κενό στην κρατούσα πολιτική εκπροσώπηση της άρχουσας τάξης. Πρόκειται για μια διεργασία η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, που δεν θα ολοκληρωθεί χωρίς τριγμούς και απώλειες για το κυβερνητικό κόμμα, αλλά έχει όλες τις προδιαγραφές να πετύχει. Η πραγματικότητα αυτή θα είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά αν υπήρχε ένα ισχυρό μαζικό εργατικό- λαϊκό κίνημα με στόχους και προοπτική, που με τους αγώνες του θα ξεδίπλωνε ένα συγκροτημένο πλαίσιο διεκδικήσεων για την υπεράσπιση και ικανοποίηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων του εργαζόμενου λαού. Τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει και η βασική αιτία γι’ αυτό- πέραν της φθοράς και του εκφυλισμού που έχει υποστεί το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα- είναι η απουσία ενός εργατικού, μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος που να ανταποκρίνεται στον ιστορικό του ρόλο καθώς το ΚΚΕ εδώ και καιρό αυτόν τον ρόλο τον έχει αποποιηθεί.

Ο δεύτερος κυβερνητικός εταίρος, οι ΑΝ.ΕΛ., φιλοδοξούν για τον εαυτό τους να είναι ο αναμορφωτής της παραδοσιακής κεντροδεξιάς. Ο στόχος αυτός έχει μακρύ δρόμο μπροστά του και η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από την πορεία της κυβέρνησης και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση οι ΑΝ.ΕΛ.- από την στιγμή που διασώθηκαν εκλογικά και μπήκαν στην κυβέρνηση- έχουν βάλει σοβαρή πολιτική υποθήκη να αποτελέσουν ένα σταθερό πολιτικό σχηματισμό στην πολιτική ζωή της χώρας ανεξαρτήτως της εκάστοτε εκλογικής τους δύναμης. Θα είναι ικανοποιημένοι και με αυτό αν και είναι ο ελάχιστος πολιτικός τους στόχος.

Δεύτερος ισχυρός πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος παραμένει η Ν.Δ. Το ποσοστό που έλαβε στις εκλογές υπολείπεται κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες- 106.682 λιγότερες ψήφους- απ’ ό,τι έλαβε τον Ιούνιο του 2012. Χωρίς αμφιβολία η ΝΔ παρουσιάζει μια σταθερότητα σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που έχει ιδεολογικούς, πολιτικούς και ιστορικούς δεσμούς μαζί της κάτι που δεν χαρακτηρίζει τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το δικό του εκλογικό σώμα. Μ’ αυτή την έννοια η ΝΔ παραμένει, διαχρονικά, ο πιο συμπαγής και ο πιο σταθερός πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος γεγονός που αποκτά ξεχωριστή σημασία για την αστική τάξη και τα συμφέροντά της στις συνθήκες της κρίσης. Αν μάλιστα έχει βάση- κι έχει- η γενική διαπίστωση ότι ένα μέρος ψηφοφόρων της ΝΔ ψήφισαν αυτή τη φορά ΣΥΡΙΖΑ λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και λόγω της στροφής της ηγεσίας του κόμματός τους- κατά την προεκλογική περίοδο- προς τα δεξιά (δεξιότερα της δεξιάς), τότε δεν χωράει αμφιβολία ότι η ΝΔ, με μια άλλη πολιτική- και σε ευνοϊκότερες των σημερινών- συνθήκες έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες να επανακάμψει σε αρκετά υψηλά ποσοστά. Συνεπώς το κόμμα αυτό αποτελεί έναν ισχυρότατο πολιτικό πόλο, που μπορεί διαδραματίσει στο μέλλον πρωταγωνιστικό ρόλο για την μετατόπιση όλης της πολιτικής ζωής σε συντηρητικότερες κατευθύνσεις. Το τι θα συμβεί με τη ΝΔ εξαρτάται ασφαλώς από την πορεία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΑΝ.ΕΛ στον κεντροδεξιό χώρο, από τις εσωτερικές της εξελίξεις καθώς η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Αντ. Σαμαρά θα επανέρχεται με κάθε ευκαιρία και γενικότερα από την πορεία της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού που είναι συνυφασμένη με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση.

Η παλιά κεντροαριστερά- δηλαδή το παλιό ΠΑΣΟΚ που σήμερα έχει σπάσει στο ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, στο Κίνημα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού του Γ. Παπανδρέου και στο ΠΟΤΑΜΙ του Θεοδωράκη- δεν έχει μέλλον σε όλο το εύρος των δυνάμεων που την συνθέτουν. Ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει να καθιερωθεί ως η νέα κεντροαριστερά- πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξει πολιτικό κενό στον δεύτερο αστικό πολιτικό πόλο, αυτός ο χώρος του παλιού ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί ριζικά και σε άλλη βάση- έξω από τα τρία κόμματα που το συνθέτουν σήμερα- έτσι ώστε να μην θυμίζει τίποτα από το παρελθόν για να έχει ελπίδες ότι θα παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Σήμερα ο χώρος του παλιού ΠΑΣΟΚ συντηρείται για να αξιοποιείται ως τσόντα σε πιθανές κυβερνητικές λύσεις για να διατηρείται ο πολιτικός έλεγχος από την άρχουσα τάξη, όσο η ρευστότητα στην πολιτική ζωή και στην πολιτική συμπεριφορά των μαζών θα συνεχίζεται.

Αξιοσημείωτο στοιχείο των πολιτικών συσχετισμών που διαμορφώθηκαν από τις εκλογές είναι το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή αν και υποχώρησε αρκετά σε σχέση με την δύναμη που πήρε στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, εντούτοις διατηρεί σχεδόν αλώβητες τις δυνάμεις της- όπως αυτές καταγράφηκαν στις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Δηλαδή, στην πολιτική ζωή της χώρας έχει σταθεροποιηθεί ένα ναζιστικό μόρφωμα το οποίο μπορεί να εμποδίζεται στην ανάπτυξή του με δικαστικά και αστυνομικά μέτρα αλλά από ένα σημείο και μετά δεν περιορίζεται, δεν συρρικνώνεται και δεν ξεριζώνεται με αυτά. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο φασισμός γεννιέται από το ίδιο το σύστημα, στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και σε συνθήκες κρίσης- όπου το ίδιο, το σύστημα δηλαδή, συγκλονίζεται και αποσυντίθεται- ως η πιο ακραία πολιτική και κοινωνική μορφή ανασύνθεσής του. Για τους κομμουνιστές πρέπει να είναι καθαρό πως ο φασισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά και σε θετική κατεύθυνση χωρίς ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και χωρίς κόμμα της εργατικής τάξης που θα ανταποκρίνεται στον ρόλο του, ο οποίος πέραν των άλλων απαιτεί την πρωτοβουλία και τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στο αντιφασιστικό κι ευρύτερα στο δημοκρατικό κίνημα.

Σε ότι αφορά το ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του υποστηρίζει πως το κόμμα είχε άνοδο στις εκλογές κι ότι αυτό εκφράζει μια τάση επανασυσπείρωσης των δυνάμεων που το εγκατέλειψαν μεταξύ των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Το ΚΚΕ εμφανίζει μια σταθεροποίηση δυνάμεων γύρω από τον σκληρό πυρήνα της επιρροής του, δηλαδή γύρω από το 4,5% του εκλογικού σώματος. Η μικρή αριθμητική αύξηση των ψήφων του σε σχέση με τον Ιούνιο του ‘12 (60.911 ψήφοι) δεν προκύπτει από πουθενά ότι συνιστά επανασυσπείρωση- έστω και μικρή- παλαιότερων οπαδών του. Το σίγουρο είναι πως το ΚΚΕ έχασε ψηφοφόρους που τον Ιούνη του ’12 το ψήφισαν και κέρδισε άλλους είτε ως ψήφους διαμαρτυρίας είτε ως ψήφους δυσαρέσκειας από την δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ είτε ως ψήφους στήριξης κάτω από το βάρος του φόβου ότι το κόμμα κινδύνευε να συρρικνωθεί επικίνδυνα λόγω του ρεύματος που εμφάνιζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση το ΚΚΕ έχει χάσει την επαφή του με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα αν ληφθεί υπόψη ότι στις ευρωεκλογές πήρε 11.000 ψήφους περισσότερους απ’ ότι στις εκλογές του Ιανουαρίου παρά το γεγονός ότι τον περασμένο Μάιο ψήφισαν 400.000, σχεδόν, λιγότεροι ψηφοφόροι απ’ ότι τώρα.

Το ίδιο τραγικά είναι τα πράγματα και στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ειδικότερα δε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αποτελεί σ’ αυτόν το χώρο τον πιο συγκροτημένο φορέα. Καμία δυναμική δεν υπάρχει- καμία προοπτική δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Στο πλαίσιο των προαναφερομένων η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ φαίνεται να είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Απέναντί της δεν υπάρχει κάποια διαφορετική εναλλακτική λύση από τα δεξιά καθώς αυτή η εναλλακτική λύση είναι η πολιτική των κυβερνήσεων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ που ο λαός απέρριψε στις εκλογές. Εναλλακτική πολιτική στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει ούτε απ’ αριστερά καθώς το ΚΚΕ κινείται εκτός πραγματικότητας, συνδέει όλες τις λύσεις των προβλημάτων με την σοσιαλιστική επανάσταση και περιμένει να καρπωθεί από την φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία και επιδιώκει. Όλες οι κινήσεις του ΚΚΕ αποσκοπούν στο να εκτεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο αριστερό του ακροατήριο χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται από μια πολιτική εναλλακτική λύση που να πατάει στο σήμερα, να συγκεντρώνει μάζες και να οικοδομεί προοπτικές για βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα αυτή η πολιτική είναι εντελώς αδιέξοδη. Θα μπορούσε να αποδώσει στο ΚΚΕ μόνο στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχωρούσε ή θα κατέρρεε απότομα ή πολύ γρήγορα. Όσο αυτό δεν γίνεται, η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ στην πραγματικότητα δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ όλο τον χρόνο που χρειάζεται για να μπορεί να ενσωματωθεί ομαλά και ολοκληρωτικά ο ίδιος στο σύστημα, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα τις μάζες που τον ακολουθούν ή τον προσεγγίζουν.

Για την άρχουσα τάξη, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες σταθεροποίησης της πολιτικής της εξουσίας. Ο άλλος πυλώνας- επί του παρόντος- είναι η Ν.Δ. Στόχος της αστικής τάξης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιηθεί και να αποδώσει ως η νέα κεντροαριστερά στην Ελλάδα μετά την διάλυση του παλιού ΠΑΣΟΚ. Μια κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την αστική πολιτική σταθερότητα, για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου που επενδύει στη χώρα και στην προοπτική της. Ουσιαστικά σήμερα κανείς δεν απειλεί την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και οι θεωρίες περί αριστερής παρένθεσης όταν δεν συναντούν την ευθεία εναντίωση του κατεστημένου, αποδοκιμάζονται με ειρωνικά μειδιάματα.

Ένα ερώτημα που ευθέως προκύπτει και πρέπει να απαντηθεί είναι τούτο. Έχει ενσωματωθεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στο άρμα της αστικής τάξης και των πολυεθνικών- κυρίως των ευρωζωνικών συμφερόντων; Προς αυτή την κατεύθυνση τείνει αλλά θέλει αρκετό χρόνο για να ολοκληρωθεί η ενσωμάτωσή του. Η πολιτική ρευστότητα παραμένει, το πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί αν και έχει πάρει μεγάλες ανάσες και παρατάσεις χρόνου ώστε να διευθετήσει την κατάσταση. Απόρροια αυτής της πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι η πολιτική συμπεριφορά των μαζών βρίσκεται ακόμη εν κινήσει.

Για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ο δρόμος που θα ακολουθηθεί είναι απολύτως σαφής. Τα όρια έχουν τεθεί με σαφήνεια. Δεν νοείται η παραμικρή αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης πράγματων, δεν τίθεται ζήτημα εξόδου της χώρας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντιμετώπιση της κρίσης θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο των λεγόμενων θεσμών κατά την τρέχουσα ορολογία. Στο πλαίσιο αυτό- και παρά τους αρχικούς λεονταρισμούς- η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή επιχείρησε την συνέχιση- επί της ουσίας- της πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Απλώς άλλαξε το περιτύλιγμα. Έτσι, βάφτισε την τρόικα με τον όρο «θεσμοί». Αναγνώρισε το χρέος εγκαταλείποντας την θέση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Αναγνώρισε την δανειακή σύμβαση ζητώντας την παράτασή της καθώς και την βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτής της σύμβασης που είναι τα μνημόνια. Αναγνώρισε τον έλεγχο των δανειστών. Δέχτηκε τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας στην Ελλάδα. Τα πάντα ξαναγυρίζουν στη θέση τους αλλά αυτό επιδιώκεται να γίνει με έναν τρόπο που μόνο εξωτερικά να μην θυμίζει το παρελθόν. Όμως το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την άρχουσα τάξη δεν βρίσκεται στα παραπάνω όσο κι αν αυτά μετατρέπουν αυτό το κόμμα από αντιμνημονιακό ως αντιπολίτευση σε μνημονικό ως κυβέρνηση. Η απουσία οποιαδήποτε εναλλακτικής αντιπολίτευσης από τ’ αριστερά και η αποδιοργάνωση του εργατικού και ευρύτερα του μαζικού- λαϊκού κινήματος δίνει την δυνατότητα στους κρατούντες την οικονομική και πολιτική εξουσία να ενσωματώσουν ευρύτερες λαϊκές μάζες αξιοποιώντας τις πιο άμεσες και ζωτικές τους ανάγκες. Το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη είναι να δημιουργήσουν την αίσθηση πως χειρότερα από εκεί που βρίσκεται ο λαός δεν πρόκειται να πάει κι ότι ξεκινάει μια μικρή αντιστροφή της κατάστασης.

Προεκλογικά λέγαμε ότι εξαγοράζουν τις μάζες με ένα ξεροκόμματο. Το ίδιο κάνουν και τώρα. Γνωρίζουν πολύ καλά πως ο άνθρωπος που πνίγεται το μόνο που θέλει είναι να βγάλει για λίγο τη μύτη του έξω από το νερό ώστε να πάρει ανάσα. Αυτό επιδιώκουν να πράξουν. Να δώσουν μια ελάχιστη ανάσα στον κόσμο που πνίγεται στην ανεργία, στη φτώχεια και στην εξαθλίωση και να δημιουργήσουν πάνω σ’ αυτό πολιτικό κεφάλαιο. Παίζοντας μόνοι τους σε ολόκληρο το γήπεδο, μπορούν να το καταφέρουν. Πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε την πολιτική και κοινωνική απήχηση που έχουν ακόμη και τα πιο περιορισμένα μέτρα. Επαναπροσλαμβάνοντας για παράδειγμα 3 με 4 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους που απολύθηκαν με το μέτρο της διαθεσιμότητας η κυβέρνηση δεν οικοδομεί πολιτικές σχέσεις και συμμαχίες μόνο με αυτούς αλλά με την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στο χώρο του δημοσίου αφού δημιουργεί σε όλους αυτούς μια αίσθηση εργασιακής ασφάλειας και σταθερότητας. Δίνοντας μια μικρή αύξηση στον κατώτερο μισθό δημιουργεί την αίσθηση της αντιστροφής της κατάστασης στο σύνολο των εργαζομένων. Δίνοντας την 13η σύνταξη στους χαμηλοσυνταξιούχους καταφέρνει να ακυρώσει στη συνείδηση τους τα αισθήματα οργής που δημιούργησε η κλοπή των συντάξεων των προηγούμενων χρόνων με την εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής. Οι πλατιές μάζες δεν τραβιούνται στην πολιτική από τις θεωρίες αλλά από τα συμφέροντά τους. Ενίοτε δε- σε συνθήκες κρίσης- και από τα μικροσυμφέροντά τους. Το πολιτικό σχολείο γι’ αυτές- όταν απουσιάζει το κίνημα και το κόμμα της εργατικής τάξης που θα κινητοποιεί τις μάζες ξεκινώντας από την καθημερινότητά τους- μοιάζει πολύ, αν δεν είναι ίδιο, με την καλύβα του Χότζα.

Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε είναι φανερή η απουσία ενός πραγματικού μαρξιστικού λενινιστικού κόμματος που θα βρίσκεται μέσα στις μάζες, που θα ζει με τις μάζες και που θα οργανώνει τους αγώνες τους για την επιβίωσή τους και για την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής. Το κενό που έχει δημιουργηθεί από τότε που το ΚΚΕ εγκατέλειψε τον ρόλο του είναι τεράστιο. Φαίνεται στην απουσία μιας πραγματικής κομμουνιστικής πολιτικής. Εξίσου τεράστια είναι και η ζημιά που έχει γίνει. Μεταθέτοντας όλες τις λύσεις στο σοσιαλισμό, το σημερινό ΚΚΕ καλλιέργησε στις πλατιές μάζες την εντύπωση ότι είναι αδύνατη η ύπαρξη μιας κομμουνιστικής πολιτικής που να ασχολείται με το σήμερα. Ταυτόχρονα δυσφήμισε και την υπόθεση του σοσιαλισμού, θέτοντάς τη εκτός σημερινής πραγματικότητας. Την κατέστησε μια χίμαιρα, μια ουτοπία ή στην καλύτερη περίπτωση μια προοπτική που αφορά μελλοντικές γενιές και όχι την σημερινή.

Σ’ αυτό το πλαίσιο τα καθήκοντα των κομμουνιστών που αγωνίζονται να ξαναϋπάρξει πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα νέου τύπου είναι τεράστια και πολύ δύσκολα. Πρέπει να αγωνιστούν για να ξαναστηθεί αυτό το κόμμα. Και πρέπει να το κάνουν μέσα στις μάζες, με την συμμετοχή των μαζών καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση- μακριά από τις μάζες- αυτό το εγχείρημα δεν έχει προοπτική. Για να βρίσκονται όμως μέσα στις μάζες και να προωθούν την υπόθεση του κόμματος πρέπει να ασχολούνται με τα προβλήματα και την οργάνωση των μαζών. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να συμμετέχουν στα σωματεία τους και σε κάθε είδους μαζικούς φορείς- εκεί δηλαδή που ζει και εργάζεται η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός.

http://ergatikosagwnas.gr/