H IX Διεθνής Έκθεση όπλων, στρατιωτικού εξοπλισμού και πυρομαχικών στο Νίζνι Ταγκίλ της Ρωσίας. Πηγή: Sergey Mamontov / RIA Novosti |
Αλεξάντρ Κορολκόφ, ειδικά για τη RBTH
Παρά τη ρήξη με τη Δύση και τις επακόλουθες κυρώσεις, η Ρωσία κατάφερε το 2014 να διατηρήσει τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων. Ωστόσο, οι τάσεις και οι ισορροπίες σε αυτή την άκρως πολιτικοποιημένη αγορά μπορεί να αποδειχθούν ευμετάβλητες, έτσι καθίσταται αναγκαία η αλλαγή γεωγραφικού προσανατολισμού στην αναζήτηση αγοραστών
Όπλα αξίας 10 δις. δολαρίων πούλησε η Ρωσία το 2014, σύμφωνα με την επισκόπηση του οργανισμού αμυντικών πληροφοριών IHS Jane’s Annual Defence Budgets Review, ξεπερνώντας το σχετικό συντελεστή του 2013 κατά 9%. Σύμφωνα με στοιχεία του ρωσικού κρατικού εξαγωγέα όπλωνRosoboronexport, το 2014 η Ρωσία εισέπραξε από πωλήσεις όπλων σχεδόν 3 δις. δολάρια παραπάνω απ’ ότι αναφέρουν τα στοιχεία του IHSJane’s. Σε σύγκριση με τις πωλήσεις των ΗΠΑ, όμως, ο αριθμός αυτός δεν δείχνει και τόσο εντυπωσιακός. Οι αμερικανικές βιομηχανίες όπλων πώλησαν το 2014 όπλα αξίας 23,7 δις. δολ., παρουσιάζοντας αύξηση 19% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν αγνοήσουμε τις απόλυτες τιμές (τα αμερικανικά όπλα είναι ακριβότερα), η δυναμική ανάπτυξης των αμερικανικών πωλήσεων είναι ουσιαστικά η διπλάσια από τη ρωσική.
Τα σημαντικά κέρδη καρπώνονται άλλοι
Που βρίσκεται η αιτία αυτής της αύξησης των αμερικανικών πωλήσεων; Η απάντηση είναι απλή: Στην αστάθεια που επικρατεί στη Μέση Ανατολή. Εκεί, στα χρόνια της κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, οι θέσεις της ενισχύθηκαν σημαντικά, όπως και των συμμάχων της, λόγω των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Από την άλλη, οι σύμμαχοι που κληρονόμησε η Ρωσία από την ΕΣΣΔ (όπως η Συρία και το Ιράκ), βρίσκονται υπό τις συνθήκες των κυρώσεων και του εμφυλίου πολέμου.
Δεδομένων των υφιστάμενων συνθηκών, οι αμερικανικές εταιρίες αμυντικών συστημάτων έχουν την πλήρη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την κατάσταση αστάθειας, την οποία δημιούργησε η κυβέρνησή τους στη Μέση Ανατολή. Το αποτέλεσμα είναι ότι μόνο σε αυτή την αγορά οι ΗΠΑ το 2014 πούλησαν όπλα αξίας 8,4 δις. δολ. έναντι 1,5 δις. της Ρωσίας. Η τελευταία όσον αφορά τα κέρδη από τις συμφωνίες, βρέθηκε πίσω από και από τη Βρετανία, ενώ ξεπέρασε ελάχιστα τη Γαλλία.
Η Ρωσία, για παράδειγμα, έχει συναλλαγές με τη Συρία που αντιμετωπίζει τεράστιο οικονομικό πρόβλημα λόγω του εμφυλίου, την ώρα που οι ΗΠΑ έχουν ως σημαντικότερο αμυντικό εταίρο στην περιοχή τη Σαουδική Αραβία, η οποία -σύμφωνα πάντα με τον IHS Jane’s- απεδείχθη το 2014 ο πιο γενναιόδωρος αγοραστής όπλων δαπανώντας 6,4 δις. δολάρια και σχεδιάζοντας να αυξήσει το ποσό αυτό το 2015 κατά 50%.
Οι ιερές αγελάδες των ρωσικών εξαγωγών
Το προαναφερόμενο ρεκόρ της Σαουδικής Αραβίας της επέτρεψε να ξεπεράσει τον παραδοσιακό πρώτο στις λίστες των εισαγωγέων, την Ινδία. Και αυτό αποτελεί ήδη ένα λόγο για να αναφερθούμε στην κατάσταση που επικρατεί στις κυριότερες για τη Ρωσία αγορές.
Πέρυσι η ρωσική αμυντική βιομηχανία πούλησε τον μεγαλύτερο όγκο προϊόντων της στην Κίνα (2,3 δις. δολ.), στην Ινδία (1,7 δις. δολ.), στο Βιετνάμ και στη Βενεζουέλα (από 1 δις. δολ.). Όσον αφορά το μέλλον αυτών των αγορών, υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά. Όπως αναφέρουν στην έκθεσή τους οι αναλυτές του Jane’s, «Προβλέπουμε πτώση των εξαγωγών λόγω του ότι πολλά εμπορικά προγράμματα ολοκληρώνονται, ενώ η πτωτική τάση θα ενισχυθεί και από τις κυρώσεις».
Η Ινδία, αν και έχει αρκετά κοινά προγράμματα με τη Ρωσία, όπως η ανάπτυξη των πυραύλων Brahmos και η δημιουργία του μαχητικού πέμπτης γενιάς FGFA (Fifth Generation Fighter Aircraft), ωστόσο κοιτάζει όλο και περισσότερο προς τη Δύση, επεκτείνοντας τη συνεργασία με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ. Η τάση αυτή έγινε έντονα αισθητή στη διάρκεια της τελευταίας επίσκεψης του Μπαράκ Ομπάμα στη συγκεκριμένη χώρα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην Ινδία, η οποία έχει διακηρύξει μια πολιτική «Make in India», να αποκτήσει πολλές πρωτοποριακές τεχνολογίες και να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές της.
Επιπλέον, η ρωσική συνεργασία με την Ινδία, συνδυάζεται άσχημα με την ανάπτυξη των σχέσεων με την Κίνα. Ένα παράδειγμα είναι η απόφαση για την προμήθεια των Α/Α πυραύλων S-400 στην Κίνα, η οποία προκάλεσε αντιδράσεις από τους ινδούς εταίρους. Όσον αφορά τη Βενεζουέλα, το Ιράν και την Αλγερία, η αγοραστική τους δύναμη πάσχει για τον ίδιο λόγο που σε μεγάλο βαθμό έχει πληγεί και η ρωσική οικονομία, δηλαδή από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Εργασία για το μέλλον
Στη συνεδρίαση της επιτροπής στρατιωτικοτεχνικής συνεργασίας τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος της Ρωσίας Β.Πούτιν είχε αναφερθεί στην ανάγκη αναζήτησης νέων αγορών για τα ρωσικά όπλα στη Λατινική Αμερική, Αφρική και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Στη Λατινική Αμερική συζητείται μια ολόκληρη σειρά προγραμμάτων με τη Βραζιλία, η οποία εξετάζει τη δυνατότητα απόκτησης ρωσικών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας και επέκτασης της συνεργασίας στον τομέα των ελικοπτέρων. Επί τάπητος έχουν τεθεί και οι πιθανότητες συνεργασίας με το Περού, την Αργεντινή και τη Νικαράγουα, αλλά για την ώρα, όλα τα ελάχιστα «φιλέτα» αυτής της αγοράς «προσπερνούν» τη Ρωσία.
Στην Αφρική, η ΕΣΣΔ άφησε στη Ρωσία μια πλούσια κληρονομιά, όχι μόνο υπό τη μορφή των ανεξόφλητων από τις χώρες της περιοχής χρεών, αλλά και στον τομέα της στρατιωτικοτεχνικής συνεργασίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, όμως, όλες αυτές οι σχέσεις χάθηκαν και τώρα η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να τις αποκαταστήσει ανταγωνιζόμενη, σε αυτή την όχι και τόσο πλούσια αγορά, τις φτηνές κινεζικές αντιγραφές των ίδιων των δικών της συστημάτων. Πολύ πιο ελπιδοφόρες από απόψεως μελλοντικού κέρδους φαντάζουν οι αγορές της περιοχής Ασίας και Ειρηνικού. Ξεχωρίζει εδώ ως μια από τις ελκυστικότερες προοπτικές, η διαδικασία των διαπραγματεύσεων με την Ινδονησία για την πώληση μιας παρτίδας Su-35, προς αντικατάσταση των απαρχαιωμένων μαχητικών F-5.