Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 14ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Ο Δεκέμβρης και οι διεθνείς επαφές του ΚΚΕ για βοήθεια
Μετά το λεγόμενο μοίρασμα των Βαλκανίων με το περιβόητο χαρτάκι του Τσόρτσιλ, ένα δεύτερο θέμα που έχει απασχολεί ιστορικούς και ερευνητές, δημοσιολόγους και δημοσιογράφους είναι οι διεθνείς σχέσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος αναφορικά με τον Δεκέμβρη. Γνώριζαν λόγου χάρη τα Κομμουνιστικά κόμματα και η ΕΣΣΔ το ενδεχόμενο ένοπλης αναμέτρησης του ΕΛΑΣ με τους βρετανούς; Κι από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι συγκρούσεις τί στάση κράτησαν;
Πριν από τον Δεκέμβρη
Από τη στιγμή που η ηγεσία του ΚΚΕ αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα πάνε για σύγκρουση προσπάθησε να έρθει σε επαφή με την Σοβιετική ένωση και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας με σκοπό να εξασφαλιστεί διεθνής βοήθεια στο ΕΑΜικό κίνημα. Έτσι, το Νοέμβρη του 1944, στάλθηκε στο Βελιγράδι και στη Σόφια το μέλος του ΠΓ του κόμματος Στέργιος Αναστασιάδης. Για τη συνάντηση με τον Τίτο ο Π. Ρούσος γράφει[1]: «Όπως μου αφηγήθηκε ο Α. Τζήμας (σ.σ. ήταν παρών στη συνάντηση αφού βρισκόταν στο Βελιγράδι ως σύνδεσμος του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στο Γιουγκοσλαβικό κίνημα), ο Αναστασιάδης έθεσε εκ μέρους του ΠΓ στο στρατάρχη Τίτο το ακόλουθο ζήτημα: η κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει πως βαδίζουμε για σύγκρουση με τους Άγγλους. Το ΠΓ θέλει να ξέρει, αν σε μια τέτοια περίπτωση, μπορούμε να υπολογίζουμε στη βοήθεια των Γιουγκοσλάβων.
Η απάντηση, κατά την αφήγηση του Τζήμα, ήταν:
-Θα σας βοηθήσουμε, φτάνει να το αποφασίσετε».
Εικόνα για τις συνομιλίες του Στ. Αναστασιάδη με τον Τίτο μας δίνει και μια περίληψη των όσων διημείφθησαν που υπάρχε στα βουλγαρικά αρχεία και έχει δημοσιευτεί. Από αυτό το έγγραφο μαθαίνουμε ότι η συνάντηση με τον Τίτο έγινε στις 15 Νοεμβρίου του 1944 στο Βελιγράδι κι ότι στο τέλος της συνάντησης ο Στρατάρχης Τίτο «υποσχέθηκε ηθική και υλική βοήθεια στο ΚΚΕ[2]
Για τις επαφές που είχε ο Αναστασιάδης στη Σόφια έχουμε κάποια στοιχεία από τα αρχεία του ΚΚΣΕ που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, από βουλγαρικά αρχεία που, επίσης, έχουν δημοσιευτεί και από ένα τηλεγράφημα που φέρεται να έστειλε ο Αναστασιάδης μετά την ολοκλήρωση των επαφών του. Το τηλεγράφημα αυτό όπως λέει ο Φ. Οικονομίδης βρίσκεται στα αρχεία του ΚΚΕ που είχαν κατασχέσει οι Άγγλοι και τώρα βρίσκονται στο βρετανικό υπουργείο άμυνας.
Από τα Βουλγαρικά αρχεία πληροφορούμαστε ότι ο Αναστασιάδης βρισκόταν στη Σόφια στις 13/11/1944. Για το θέμα αυτό ενημερώθηκε αμέσως από τον Βούλγαρο κομμουνιστική ηγέτη Τράιτσο Κοστώφ, ο Γκεόργκι Δημητρώφ που τότε ηγούνταν του τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ. Ο Αναστασιάδης ξαναγύρισε στη Σόφια μετά το Βελιγράδι και στις 17/11/1944 ο Κοστώφ ζήτησε από το Δημητρώφ να εξεταστεί η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας του ΚΚΕ (μέσω ασυρμάτου) με το σοβιετικό κόμμα. Την επομένη ο Δημητρώφ, με τηλεγράφημά του προς τον Κοστώφ, εγκρίνει την επικοινωνία. Προηγουμένως όμως ζήτησε από τον Ν. Βαβούδη (παλιό στέλεχος του ΚΚΕ και της Κομιντέρν, που δούλευε στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ στα χρόνια του πολέμου πιστοποίηση της πολιτικής ταυτότητας του Αναστασιάδη[3].
Τέλος, αναφορικά με το τηλεγράφημα του Αναστασιάδη- που αναφέρει ο Φ. Οικονομίδης ότι βρίσκεται στα κατασχεμένα αρχεία του ΚΚΕ στο Βρετανικό υπουργείο άμυνας- στάλθηκε στις 30/11/1944 και έχει ως εξής[4]:
«Από Στέργιο προς Γέρο.
ΕΙΔΑ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΤΟ. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΟΥΝ ΠΡΕΠΕΙ ΕΠΙΜΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΜΗΝ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, ΜΗΝ ΑΦΟΠΛΙΣΘΟΥΜΕ. ΟΧΙ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, ΟΧΙ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΝΑΜΕΙΞΗ».
Απ' όσα αναφέραμε συμπεραίνεται το εξής: Τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Γιουγκοσλάβοι- και προφανώς οι σοβιετικοί που σίγουρα γνώριζαν το πρόβλημα- συμβούλεψαν το ΚΚΕ να μην δεχτεί αφοπλισμό του κινήματος. Ο Τίτο μάλιστα απ' όσα λέει ο Α. Τζήμας- και μεταφέρει ο Π. Ρούσος- κι όσα αναφέρουν τα βουλγαρικά αρχεία υποσχέθηκε βοήθεια, σε περίπτωση που τα πράγματα θα οδηγούνταν σε σύγκρουση, χωρίς φυσικά να διευκρινίζεται τι είδους βοήθεια θα ήταν αυτή. Η συμβουλή που αναφέρεται στο τηλεγράφημα του Αναστασιάδη, εφόσον αυτό είναι αληθινό, ότι έπρεπε να αποφευχθεί βρετανική ανάμειξη.
Στη διάρκεια του Δεκέμβρη
Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη του '44, το ΚΚΕ με εκπρόσωπό του τον Π. Ρούσο είχε νέο κύκλο συναντήσεων με το Βουλγάρικο και το Γιουγκοσλάβικο κόμμα. Στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Πενταετία» ο Ρούσος κάνει λόγο για μεγάλη Εαμική αποστολή που έκανε αυτές τις επαφές και μας πληροφορεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι ήταν εγκάρδιοι αλλά προσεκτικοί μαζί τους «από φόβο διεθνών περιπλοκών». Για τη συνάντησή του με τον Τίτο λέει: «Του περιέγραψα την εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα και την ανάγκη ολόπλευρης βοήθειας που έχουμε, υλικής στρατιωτικής, διπλωματικής. Ζήτησα να βοηθήσουν να προωθηθούμε στις άλλες χώρες της Ευρώπης για να ξεσηκώσουμε ένα κίνημα συμπαράστασης προς τον λαό μας. Καταλήξαμε να συνεννοηθούμε και με τη Σόφια για να ζητήσουμε και κει τα ίδια». Στη συνέχεια αφού αναφέρει ότι και στη Βουλγαρία συνάντησε εγκαρδιότητα και διαχυτικότητα αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικότητα απέναντι στο επίμαχο ζήτημα της βοήθειας, καταλήγει:«Το συμπέρασμα των επισκέψεων και συνομιλιών στη Σόφια και στο Βελιγράδι ήταν πως η διεθνής στιγμή δεν επέτρεπε συγκεκριμένη βοήθεια προς τον αγώνα μας και ούτε υπήρχε τρόπος να προωθηθούμε σε άλλες χώρες. Επιστρέψαμε άπρακτοι στην πατρίδα. Καταστενοχωρημένοι, όχι όμως και παραξενεμένοι»[5].
Σε σχέση με όσα περιγράφει ο Ρούσος χρειάζεται να προσθέσουμε ορισμένα ακόμη στοιχεία για να μπορεί να κρίνει ο αναγνώστης την αλήθεια των πραγμάτων. Βεβαίως, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα του, ότι οι Γιουγκοσλάβοι και οι Βούλγαροι- και προφανώς μέσω αυτών οι σοβιετικοί- επικαλέστηκαν δυσκολίες στην αποστολή βοήθειας στο ΕΑΜικό κίνημα και αναμφισβήτητα θα έκαναν λόγο για τη διεθνώς περίπλοκη θέση της Ελλάδας στη δοσμένη χρονική στιγμή. Εντούτοις από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας προκύπτει ότι σ΄ αυτές τις συναντήσεις κάθε άλλο παρά αποκλείστηκε η δυνατότητα παροχής βοήθειας. Μια άλλη σημείωση που πρέπει να γίνει σχετικά με όσα λέει ο Ρούσος είναι η εξής: Η Καίτη Ζεύγου στο βιβλίο της «Με τον Γιάννη Ζέβγο στο Επαναστατικό κίνημα» ισχυρίζεται ότι ο Ρούσος βγήκε δύο φορές στο εξωτερικό. Την μία φορά ήταν κι αυτή μαζί του. Η αποστολή αυτή ξεκίνησε από την Ελλάδα- σύμφωνα με την μαρτυρία της Κ. Ζεύγου- στις 25 Νοεμβρίου του 1944. Ο Ρούσος μάλιστα είχε αποστολή να πάει στη Σοβιετική Ένωση αλλά δεν έγινε κατορθωτό.«Παρόλες τις προσπάθειες του Πέτρου- λέει η Ζεύγου χωρίς να δίνει περισσότερες πληροφορίες- οι Ρώσοι δεν μας δέχτηκαν». Η δεύτερη αποστολή του Ρούσου στο εξωτερικό- βάσει όσων καταθέτει η Κ. Ζεύγου- έγινε γύρω στις 25 Δεκέμβρη[6] (Σε ότι αφορά το χρόνο, που κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο Ρούσος βγήκε στο εξωτερικό, η Κ. Ζεύγου κάνει λάθος. Από τα δημοσιευμένα βουλγαρικά αρχεία προκύπτει ότι ο Ρούσος αναχώρησε από Σόφια για Ελλάδα το αργότερο στις 13/12/1944).
Τι λένε οι εκθέσεις του Π. Ρούσου
Ανάμεσα στα δημοσιευμένα αρχεία του ΚΚΣΕ- για τα οποία κάναμε λόγο και πιο πάνω- υπάρχουν δύο εκθέσεις με πληροφορίες που ο Ρούσος έδωσε με την ευκαιρία των προαναφερόμενων συναντήσεων σε Σόφια και Βελιγράδι. Και στις δύο εκθέσεις ο Ρούσος αναφέρει γενικές πληροφορίες για το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Σε ότι αφορά στα Δεκεμβριανά και στην τακτική του ΚΚΕ, μεταξύ άλλων στην πρώτη έκθεση, ο Ρούσος αναφέρει[7]: «Σε ότι αφορά τους Άγγλους αποφασίσαμε να μην ανοίξουμε πυρ εναντίον τους, να αμυνθούμε όμως αν υποστούμε επίθεση». Για το ίδιο θέμα στη δεύτερη έκθεση λέει: «Το κύριο πρόβλημα είναι η εχθρική στάση της Βρετανίας έναντι του κινήματός μας, από την πρώτη στιγμή του αγώνα μας, που οξύνθηκε ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες. Δεν μπορούσαμε βεβαίως να προβλέψουμε τις ακριβείς προθέσεις της βρετανικής πολιτικής, με την έννοια της στρατιωτικής επέμβασης, αλλά σε κάθε περίπτωση το πολιτικό γραφείο έδωσε εντολή να μην γίνουν επιθέσεις εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων, παρά μόνο αν υπάρξει ανάγκη»[8].
Οι εκθέσεις είναι επίσης διαφωτιστικές όσον αφορά το είδος της βοήθειας που ο Ρούσος ζήτησε. Διαβάζουμε στην πρώτη έκθεση: «Χρειαζόμαστε βοήθεια σε πυρομαχικά, όπλα και τρόφιμα. Βοηθήστε μας να λύσουμε το πρόβλημα της σίτισης, γιατί η πείνα είναι ο μεγαλύτερος φόβος μας. Σε μια ένοπλη σύγκρουση έχουμε πιθανότητες, χρειαζόμαστε όμως τρόφιμα. Η μεθόριος πρέπει να είναι στα δικά μας χέρια. Χρειαζόμαστε επίσης ηθική στήριξη, έναν ασύρματο για συνεχή επαφή, χαρτί για τον τύπο μας»[9].Στη δεύτερη έκθεση τα αιτήματα είναι πιο αναλυτικά αλλά και εν μέρει διαφορετικά: «Το κόμμα μας- φέρεται να λέει ο Ρούσος-, αυστηρά προσηλωμένο στις αρχές του κοινού συμμαχικού πολέμου, λαμβάνει υπόψη του τις δυσκολίες που δημιουργούνται εξαιτίας της θέσης μας στην Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το κίνημα χρειάζεται ηθική, διπλωματική και υλική βοήθεια.
Το κόμμα μας θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα ενώπιον των σοβιετικών συντρόφων μας:
1. Σε ποια έκταση η σοβιετική κυβέρνηση μπορεί να κάνει χρήση της επιρροής της για να σταματήσει τη βρετανική επέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδας;
2. Να παράσχει στρατιωτική βοήθεια σε πυρομαχικά, τρόφιμα, όπλα και άλλα μέσα αγώνα. Χρειαζόμαστε πριν από όλα φυσίγγια, τρόφιμα, όπλα για να οργανώσουμε νέους σχηματισμούς.
3. Να πείσει όλους τους αδελφούς σοβιετικούς λαούς να μας δώσουν βοήθεια. Σας παρακαλούμε να καταλάβετε σε πόσο δύσκολη και σκληρή θέση έχουμε περιέλθει. Η βρετανική επέμβαση απειλεί να καταστρέψει το λαϊκό κίνημα, που είναι ένα από τα σημαντικότερα θεμέλια της Δημοκρατίας στα Βαλκάνια. Εμείς, ως κόμμα, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε οποιαδήποτε συμβουλή που απορρέει από τη γενική στρατιωτική και πολιτική κατάσταση»[10].
Αναφορικά με την απάντηση που δόθηκε στο Ρούσο πάνω στα αιτήματα που διατύπωσε για βοήθεια, η έκθεσή του προς τη σοβιετική κυβέρνηση δίνει την εξής πληροφορία: «Συμφωνώ ότι η βοήθεια μέσω της Γιουγκοσλαβίας και του κινήματος του οποίου ηγείται ο Τίτο είναι περισσότερο κατάλληλη αυτή τη στιγμή και πιστεύω ότι η βοήθεια της Βουλγαρίας μπορεί σε μεγάλο βαθμό να δοθεί μέσω της Γιουγκοσλαβίας»[11]. Για να συμφωνεί ο Ρούσος ότι η βοήθεια μέσω της Γιουγκοσλαβίας και του Τίτο ήταν η περισσότερο κατάλληλη εκείνη τη στιγμή, σημαίνει ότι είχε εκφραστεί από τους συζητητές του αυτό το ενδεχόμενο. Μπορούμε επομένως να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ανεξαρτήτως του τι έγινε τελικά οι Βούλγαροι, οι Γιουγκοσλάβοι και φυσικά οι σοβιετικοί εξέτασαν το ζήτημα της ενίσχυσης του ελληνικού κινήματος και επιδίωξαν να βρουν λύσεις γι’ αυτό το σκοπό.
Στήριξη από της ηγεσίας ΕΣΣΔ, Βουγλαρίας και Γιουγκοσλαβίας
Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγούν και όσα ο Κ. Δεσποτόπουλος- πολιτικός σύμβουλος του Σιάντου- αφηγήθηκε στον Φ. Οικονομίδη. Συγκεκριμένα ο Δεσποτόπουλος λέει ότι γύρω στις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη ο Σιάντος του έδωσε να διαβάσει ένα τηλεγράφημα. «Το τηλεγράφημα- αναφέρει ο Δεσποτόπουλος-, το οποίο έμεινε από τότε ανεξίτηλο στη μνήμη μου έγραφε: "Παππούς επαναλαμβάνουμε παππούς συμβουλεύει συνεχίσετε αντίσταση. Κάνουμε παν το δυνατόν προς βοήθειά σας"»[12].
Όταν δημοσίευε αυτό το στοιχείο ο Φ. Οικονομίδης, η άποψη που κυριαρχούσε για τα πράγματα ήταν διαφορετική καθώς ουδείς είχε γνώση ενός τέτοιου ραδιοτηλεγραφήματος όπως αυτό που αναφέρει ο Κ. Δεσποτόπουλος. Η δημοσίευση, όμως, των βουλγαρικών αρχείων τον δικαίωσε την έρευνα του Φ. Οικονομίδη.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα βουλγαρικά αρχεία, στις 15/12/1944 ο Κοστώφ τηλεγράφησε στο ΚΚΕ την εξής γνώμη του Δημητρώφ σχετικά με τις μάχες της Αθήνας. «Ο παππούς συμβουλεύει, ο αγώνας να συνεχιστεί. Εμείς κάνουμε κάθε τι το δυνατό». Στις 19/12/1944 ο Κοστώφ ενημερώνει το Δημητρώφ: «Ο Σιάντος σ’ ευχαριστεί για τη συμβουλή. Ανακοινώνει ότι θα συνεχίσουν τον παλλαϊκό αγώνα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας». Την ίδια ημέρα, προφανώς ύστερα από συνεννόηση με τον Δημητρώφ, ο Κοστώφ τηλεγραφεί στο ΚΚΕ: «Δίνοντας τη συμβουλή του ο Παππούς (σ.σ. για συνέχιση του αγώνα) τονίζει ταυτόχρονα ότι στην παρούσα στιγμή είναι αδύνατη η εξωτερική βοήθεια. Να το έχετε υπόψη στη λήψη των αποφάσεών σας. Με τις καλύτερες ευχές»[13].
Χωρίς αμφιβολία, η ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος, απ’ όσα προαναφέραμε, είχε κάθε λόγο να περιμένει βοήθεια απ’ έξω. Κι αυτό φαίνεται ότι το πίστευε βαθιά, διότι αν δεν το πίστευε, η στάση της θα ήταν ίσως διαφορετική, δεδομένου ότι μεγαλύτερη σημασία έδινε στη βοήθεια αυτή κα λιγότερο στη δύναμη του κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τούτο: Όπως είναι γνωστό τα Χριστούγεννα του '44 ήρθε στην Αθήνα ο Τσόρτσιλ με τον Ήντεν και οργανώθηκε σύσκεψη των πολιτικών κομμάτων της χώρας. Σ' αυτή τη σύσκεψη ο Σιάντος απαίτησε: 1) Τιμωρία των δοσίλογων. 2) Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού. 3) Διάλυση της χωροφυλακής 4) Δημιουργία εθνικού στρατού με επιστράτευση όλων των εθελοντικών σχηματισμών. 5) Συμμετοχή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση με ποσοστό 40- 50% επί των υπουργείων και οπωσδήποτε τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών[14]. Ουσιαστικά ο Σιάντος ζητούσε να πάρει το κίνημα πίσω ότι είχε δώσει με τις υποχωρήσεις του όλο το προηγούμενο διάστημα από τον Λίβανο και μετά. Αναρωτιέται επομένως κανείς σε τι πλάτες στηριζόταν για να εκφράσει τέτοιες απαιτήσεις και οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι υπήρχαν στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος βάσιμες ελπίδες ότι θα ερχόταν τελικά βοήθεια από την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες.
Η στάση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβρη του '44
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το ΕΑΜικό κίνημα είχε την ενθάρρυνση και την σύμφωνη γνώμη των σοβιετικών, των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων να αγωνιστεί και να αποτρέψει τα σχέδια των αντιπάλων του. Κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να συνηγορεί για το αντίθετο. Στον τόμο των επίσημων κειμένων του ΚΚΕ, που έδωσε στη δημοσιότητα το «ΚΚΕ Εσωτερικού» υπάρχουν 14 ραδιοτηλεγραφήματα του Σιάντου προς τα αδελφά κόμματα. Σίγουρα τα ραδιοτηλεγραφήματα είναι πολύ περισσότερα απ' όσα έχουν δημοσιευτεί και αναμφίβολα πρέπει να υπήρχαν- ίσως έχουν σωθεί και υπάρχουν ακόμη- και απαντήσεις των αδελφών κομμάτων. Τα ραδιοτηλεγραφήματα φέρουν ημερομηνίες από 5/12/1944 έως και 20/1/1945 και στέλνονταν στην Σόφια όπου ήταν εγκατεστημένος, όπως φαίνεται, ασύρματος. Από 'κει διαβιβάζοντας στους σοβιετικούς, τους Βούλγαρους και τους Γιουγκοσλάβους. Με αυτά τα ραδιοτηλεγραφήματα το ΚΚΕ ενημέρωνε για όλες τις εξελίξεις της μάχης της Αθήνας και έδινε την υπόσχεση ότι θα συνεχίσει τον αγώνα για την ολοκληρωτική νίκη. Από το περιεχόμενό τους προκύπτει ότι δεν υπήρξε η παραμικρή παραίνεση από τους σοβιετικούς- άμεσα ή έμμεσα- να σταματήσει ο ΕΛΑΣ την πάλη του, να συνθηκολογήσει ή να υποταχτεί. Έτσι συμπεραίνεται, ότι τουλάχιστον ηθικά το ΕΑΜικό κίνημα είχε την υποστήριξη των ηγεσιών της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας.
Υπάρχουν όμως δύο ζητήματα πάνω στα οποία έχει γίνει αρκετή συζήτηση και επιχειρήθηκε να στηριχθεί η θεωρία ότι η Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε το ελληνικό κίνημα στη μοίρα του λόγω των δεσμεύσεων που, τάχα, ο Στάλιν ανέλαβε απέναντι στον Τσόρτσιλ, στη συνάντηση της Μόσχας, τον Οκτώβρη του 1944. Το πρώτο ζήτημα αφορά το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ, γνωστό ως «Συμβουλές Παππού» και το δεύτερο το γεγονός ότι σ' όλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών η ΕΣΣΔ δεν κατήγγειλε την στάση της Μ. Βρετανίας ενώ ο σοβιετικός τύπος παρουσίαζε τα γεγονότα ουδέτερα και άχρωμα. Ας δούμε τα πράγμα τα με τη σειρά τους.
Το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ έχει ως εξής[15]: «Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας η οποία θα τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Έλληνες συντρόφους ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Όλα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Έλληνες.
Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι' αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για το ελληνικό κόμμα το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ.
Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και χωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικάνικες μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό θάπρεπε να κάνουν με όλους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα».
Το τηλεγράφημα αυτό παλιότερα νομιζόταν ότι είχε σταλεί μέσα στα Δεκεμβριανά κι ότι έφερε ημερομηνία 19/12/1944. Λέγεται μάλιστα ότι ελήφθη την επομένη 20/12 από τον Λ. Στρίγκο μέλος του ΠΓ και γραμματέα της Ε.Π. Μακεδονίας- Θράκης του ΚΚΕ αλλά επειδή είχε γίνει κάποιο λάθος στον κώδικα δεν έγινε δυνατή η αποκρυπτογράφησή του. Έτσι ο Στρίγκος το ξαναζήτησε πίσω. Η νέα μετάδοση του τηλεγραφήματος έγινε στις 15 Γενάρη του '45 οπότε αποκρυπτογραφήθηκε αμέσως και στάλθηκε στο Π.Γ. Βέβαια, όλα αυτά κατέπεσαν με όσα δημοσίευσε για το θέμα ο Φ. Οικονομίδης και φυσικά με τη δημοσίευση των βουλγαρικών αρχείων. Άλλες ήταν οι «Συμβουλές Παππού» που στάλθηκαν μέσα στα Δεκεμβριανά και άλλες αυτές που στάλθηκαν το Γενάρη του ’45. Αλλά και αν ακόμη δεν είχαν έτσι τα πράγματα κι αν το τηλεγράφημα ήταν ένα και το αυτό, το προαναφερόμενο, και στάλθηκε μέσα στα Δεκεμβριανά, η μη αδυναμία αποκρυπτογράφηση τους είχε ως αποτέλεσμα να μην επηρεάσει καθόλου την πορεία και έκβαση των Δεκεμβριανών. Αλλά κι αν ακόμη είχε αποκρυπτογραφηθεί εγκαίρως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα σήμαινε να πράξει η ηγεσία του κινήματος όσα έπραξε. Το τηλεγράφημα κάνει λόγο για εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών. Πουθενά δεν λέει σταματήστε τον πόλεμο ή μην τον συνεχίζεται αν σαν αναγκάσουν να υποχωρήσετε από την Αθήνα. Βεβαίως από το περιεχόμενό του μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι προτείνεται στο κίνημα να κάνει κάποιους συμβιβασμούς, όμως είναι σαφές ότι γίνεται λόγος για πρόσκαιρους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις που θα δίνουν τη δυνατότητα σε ευνοϊκότερες συνθήκες να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος. Οι Έλληνες και ο ΕΛΑΣ, λέει το τηλεγράφημα, «δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος».
Όσον αφορά τώρα το θέμα της αδυναμίας αποστολής βοήθειας μέσω Γιουγκοσλαβίας ή Βουλγαρίας- που αναφέρεται στο τηλεγράφημα- πρέπει να διευκρινίσουμε τα εξής:
α) Η Βουλγαρία στη διάρκεια του πολέμου ήταν με το μέρος του άξονα. Μόλις τον Σεπτέμβρη του '44 είχε περάσει στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων ύστερα από λαϊκή εξέγερση και την πίεση του κόκκινου στρατού. Συνεπώς, οι άλλες δύο μεγάλες δυνάμεις της αντιχιτλερικής συμμαχίας, η Βρετανία και η ΗΠΑ, ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να ζητήσουν λόγο και έλεγχο πάνω στη Βουλγαρία, αφού αυτή, με το δίκαιο του πολέμου θεωρούνταν κατεχόμενη και όχι απελευθερωμένη χώρα. Έτσι θα ήταν πολύ επικίνδυνο για το βουλγάρικο κίνημα να εμπλακεί σε μια υπόθεση που θα έφερνε τριγμούς στην αντιχιτλερική συμμαχία ή θα ανάγκαζε την ΕΣΣΔ να βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι στους Άγγλους και τους Αμερικανούς.
β) Ξεκάθαρη δεν ήταν η κατάσταση ούτε στη Γιουγκοσλαβία. Από την 1η Νοεμβρίου του 1944 είχε συναφθεί συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση του Τίτο και την βασιλική κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας για δημιουργία συμβουλίου αντιβασιλείας και συγκρότηση ενιαίας κυβέρνησης. Η Βρετανία πίεζε για την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας όχι μόνο τον Τίτο αλλά και τη Σοβιετική Ένωση τόσο πριν όσο και στη διάρκεια Δεκεμβριανών στην Ελλάδα. Πιέσεις επίσης ασκούνταν στον Τίτο να μην αναμειχθεί στα ελληνικά πράγματα. Να τι λέει ο επικεφαλής της Βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία, σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Ήντεν στις 10/12/1944: «Χθες βράδυ είχα μια γενική συνομιλία με τον Τίτο... Είπα ακόμα μια φορά ότι η συμβουλή μου προς αυτόν είναι να μείνει αμέτοχος από τις ελληνικές υποθέσεις»[16]. Μια ανοικτή επομένως βοήθεια στον ΕΛΑΣ, μέσω του Τίτο, θα περιέπλεκε τα πράγματα και θα δημιουργούσε, αναμφισβήτητα, μεγάλα προβλήματα στο Γιουγκοσλάβικο κίνημα.
Σχετικά με την καθ' αυτή στάση της ΕΣΣΔ, απ' όσα στοιχεία υπάρχουν όντως προκύπτει πως καμιά επίσημη καταγγελία δεν έγινε για τη στάση της Αγγλίας στην Ελλάδα και ότι όντως ο σοβιετικός τύπος κρατούσε στάση ουδέτερη στη διάρκεια του Δεκέμβρη. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η ΕΣΣΔ δεν ενδιαφερόταν για το ελληνικό κίνημα γιατί τάχα το είχε παραδώσει στους Εγγλέζους. Αν έτσι είχαν τα πράγματα θα προσπαθούσε να εμποδίσει το ΚΚΕ να πάρει τα όπλα κι ασφαλώς θα είχε συστήσει την υποταγή και την παράδοση των όπλων. Απ' όσα όμως έχουμε ήδη πει προκύπτει ότι η ΕΣΣΔ έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Δεν αντιτάχθηκε στην απόφαση του ΕΑΜικού κινήματος για ένοπλη αναμέτρηση και προφανώς έδωσε και την ηθική της ενίσχυση. Η στάση της δε, να μην καταγγείλει την βρετανική επέμβαση είτε απευθείας είτε μέσω του τύπου είναι ερμηνεύσιμη.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η ανοικτή σοβιετική υποστήριξη στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και τα σχετικά δημοσιεύματα του ΤΑΣ, την άνοιξη του '44 οδήγησαν τις Βρετανοσοβιετικές σχέσεις στα πρόθυρα της ρήξης. Αντιλαμβάνεται επομένως κάθε καλόπιστος τι θα σήμαινε η ανοικτή σοβιετική καταγγελία της Βρετανικής πολιτικής στη Ελλάδα τον Δεκέμβρη του '44, σε μια κρίσιμη στιγμή για τον πόλεμο κατά του φασισμού και όταν οι Άγγλοι είχαν πατήσει για τα καλά το πόδι τους στον ελληνικό χώρο. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι η σοβιετική ηγεσία φοβόταν ότι όσο ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος του τόσο πιο πιθανό ήταν να στραφούν οι σύμμαχοι εναντίον της ασκώντας πλέον ανοικτά την ταξική τους πολιτική. Όφειλε, λοιπόν, η ΕΣΣΔ- αφού δεν μπορούσε έμπρακτα, αποτελεσματικά και προπαντός υλικά να ενισχύσει το ΕΑΜικό κίνημα- να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στις κινήσεις της.
Στο επόμενο (τελευταίο): «Τι ήταν ο Δεκέμβρης- Μια αποτίμηση»
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
[1] Π. Ρούσος: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Β', σελ. 364
[2] «Εμφύλιος Πόλεμος- Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά Αρχεία», επιμέλεια Βασίλης Κόντης- Σπυρίδων Σφέτας, εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, σελ. 155- 158
[3] Για όλα τα παραπάνω βλέπε: Εμφύλιος Πόλεμος- Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά Αρχεία», επιμέλεια Βασίλης Κόντης- Σπυρίδων Σφέτας, εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, σελ. 153- 154, «1931- 1944 Φάκελος Ελλάς- Τα αρχεία των μυστικών σοβιετικών υπηρεσιών», εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, σελ. 199 και Ιορντάν Μπάεφ: «Μια ματιά απ’ έξω- Ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα- Διεθνείς διαστάσεις», εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 63- 66
[4] Φ. Οικονομίδη: «Οι Προστάτες»., σελ. 301
[5] Π. Ρούσος: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Β' σελ. 347
[6] Κ. Ζεύγου: «Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα», Εκδόσεις Ωκεανίδα, σελ. 323- 327
[7] «1931- 1944 Φάκελος Ελλάς- Τα αρχεία των μυστικών σοβιετικών υπηρεσιών», εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, σελ. 202
[8] στο ίδιο, σελ. 210
[9] στο ίδιο, σελ. 202
[10] στο ίδιο, σελ. 210- 211
[11] στο ίδιο, σελ. 212
[12] Φ. Οικονομίδη: Στο ίδιο, σελ. 312.). Ο «Παππούς» όπως είναι γνωστό ήταν ο Δημητρώφ.
[13] «Εμφύλιος Πόλεμος- Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά Αρχεία», επιμέλεια Βασίλης Κόντης- Σπυρίδων Σφέτας, εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, σελ. 160
[14] Πρώτη «Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ. 63
[15] "Επίσημα κείμενα ΚΚΕ, τόμος Ε', έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, Αθήνα 1974 και Ρώμη 1973 σε επιμέλεια Α. Παπαπαναγιώτου, σελ. 325-326
[16] Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 323