Η Κόκκινη Φύση που νίκησε
Τις τελευταίες μέρες, στο Αμβούργο, γράφτηκε ο επίλογος μιας όμορφης ιστορίας αγώνα -κοινωνικού αγώνα. Εκεί, στους δρόμους της συνοικίας με το δυσπρόφερτο όνομα Σάντσενφιερτελ, κι έξω και γύρω από το κτήριο που στεγάζει τη μακροβιότερη κατάληψη στέγης στη μεταπολεμική Γερμανία, τη Ρότε Φλόρα (Κόκκινη Φύση -σε ελεύθερη μετάφραση), συγκρούστηκαν οι αιώνιοι και παντού ίδιοι αντίπαλοι: ο λαός, από τη μία, και η ένοπλη εμπροσθοφυλακή της πολιτικής εξουσίας και της επιχειρηματικής διαπλοκής, από την άλλη.
Οι συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας ήταν βίαιες Επειτα από κουραστικές, επίμονες και βίαιες συγκρούσεις ενός μακρόσυρτου δεκαημέρου, νίκησε ο λαός. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει δείχνει όμορφο. Η τρέχουσα ειδησεογραφία βρήκε χώρο για να περιγράψει μέρος των γεγονότων, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε το ίδιο και για την έκβασή τους. Γιατί; Το ηθικό δίδαγμα φταίει. Αυτό που διδάσκει ότι ένας αγώνας είναι αποτελεσματικός όταν είναι πεισματικός και (συμπτωματικά) βοηθιέται κι από τα ΜΜΕ. Που πάει να πει ότι οδόφραγμα χωρίς δημοσιότητα, καταλήγει να κάνει αυτό που λέει και τ' όνομά του: να μην οδηγεί πουθενά.
Ομως, στο Αμβούργο των τελευταίων εβδομάδων, τα οδοφράγματα άνοιξαν δρόμους. Και να πώς. Ηταν στην περίοδο των γιορτών που η σοσιαλδημοκρατική Γερουσία του Αμβούργου αποφάσισε να υλοποιήσει τα σχέδια των μεγαλοεπενδυτών γης για ολοκλήρωση της αστικής ανάπλασης της συνοικίας Σάντσενφιερτελ, ξεκινώντας την εκπολιτιστική της επιδρομή με την άλωση του κοινωνικού χώρου της Ρότε Φλόρα. Στο κατειλημμένο (από το 1989) κτήριο, οι πάνοπλοι αστυνομικοί συνάντησαν απροσδόκητα σθεναρή αντίσταση «μαχητικών αριστεριστών και αναρχικών, που είχαν συγκλίνει απ' όλη τη Γερμανία».
Κι ενώ τα στατιστικά της Ασφάλειας μιλούσαν για «περίπου 1.200 αριστεριστές, από τους οποίους μόνο οι μισοί θεωρούνται βίαιοι», οι ένοπλοι συνάντησαν πάνω από 6.000 αγριεμένους πολιορκημένους, που είχαν κατακλύσει την περιοχή γύρω από το κτήριο, έτσι που ξέσπασαν μεταξύ τους «οι βιαιότερες συγκρούσεις σε αστικό περιβάλλον, από τη δεκαετία του '50 μέχρι τώρα». «Κουκουλοφόροι διαδηλωτές βανδάλισαν αυτοκίνητα και υποδέχθηκαν τις αστυνομικές δυνάμεις με καταιγισμό από πέτρες, μπουκάλια και πυροτεχνήματα» μετέδωσαν τα τοπικά ΜΜΕ, που έδειξαν ιδιαίτερα πρόθυμα να υποστηρίξουν τους διαδηλωτές, αλλά και ιδιαίτερα ενοχλημένα από την πρωτοφανή αστυνομική βιαιότητα -δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες και μάνικες νερού.
Πάνω από 120 αστυνομικοί και 500 διαδηλωτές κατέληξαν στα επείγοντα των νοσοκομείων. Στο φλεγόμενο δεκαήμερο συγκρούσεων που ακολούθησε, η αστυνομία επέβαλε «ζώνες έκτακτης ανάγκης» στο Αμβούργο, παρενοχλώντας και κρατώντας για εξακρίβωση εκατοντάδες ενοχλημένους περαστικούς.
Ομως, η τοπική κοινωνία τάχθηκε με το μέρος των διαδηλωτών, ακόμη και οι δημοτικές αρχές προσφέρθηκαν να αγοράσουν το κατειλημμένο κτίριο για να το αποδώσουν επίσημα και για πάντα στους καταληψίες του, καθώς και οι καταστηματάρχες δήλωσαν αντίθετοι με την «ανάπλαση» της συνοικίας και υπέρ των διαδηλωτών, οι οποίοι σπάσανε προθήκες μόνο υποκαταστημάτων πολυεθνικών εταιρειών. Τέλος, οι τοπικές εφημερίδες επέκριναν την αστυνομία για την επιβολή ζωνών δικτατορίας στην πόλη. Επιπλέον ήταν πολλοί που εκτιμούσαν ότι αυτό που συνέβαινε στο Αμβούργο -πόλη με πλούσια παράδοση στα κοινωνικά κινήματα- προοιωνιζόταν τι σχεδιάζεται να συμβεί και σε άλλες γερμανικές μεγαλουπόλεις, στο πλαίσιο ενός γενικότερου πλάνου κοινωνικής καταστολής και εκμετάλλευσης δημόσιας γης.
Τη δέκατη ημέρα των διαδηλώσεων, που χαρακτηρίστηκαν από αυθορμητισμό και πολυμορφία, «οι αστυνομικές δυνάμεις εγκατέλειψαν». Οι επικίνδυνες ζώνες αναιρέθηκαν, οι κλούβες αποσύρθηκαν και η Ρότε Φλόρα άρχισε πάλι να λειτουργεί ως αυτόνομο κοινωνικό κέντρο, αλλά τώρα με τη χαρά της νίκης στην πρόσοψή της: «Είμαστε όλοι εδώ», όπως πανηγυρίζει κάποιο από τα πανό της.