Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Του χρέους η γενιά

    Πάνος Μουχτερός
Ρε μάγκα, κάθε φορά που έρχονται παρελάσεις, προβληματίζομαι κάπως. Νιώθω συναισθήματα αντικρουόμενα, περίεργα. Από μικρός το έχω αυτό. Αν μπουκάρεις μέσα στο δωμάτιό μου και ψάξεις κρυφά μέσα στα συρτάρια θα βρεις φωτογραφίες με εμένα να κάνω παρέλαση σε όλες τις φάσεις, από το νηπιαγωγείο μέχρι το στρατό, κάθε Οκτώβρη και κάθε Μάρτη, ήμουν πάντα εκεί, στοιχισμένος, έτοιμος για βήμα συγχρονισμένο με τον διπλανό και με τον μπροστινό μου. Λιώναμε στις πρόβες για καμιά ‘βδομάδα πριν, με το δάσκαλο πάνω από το κεφάλι μας να σφυρίζει για ώρες με τον ίδιο εκνευριστικό ρυθμό και να προσπαθεί απεγνωσμένα να φυτέψει λιγάκι υπερηφάνεια μέσα στα αγουροξυπνημένα κορμιά μας. Να μαθαίνουμε να λέμε ποιήματα ένδοξα με ύφος αγχωμένου παπαγάλου, να χαχανίζουμε την ώρα της δοξολογίας, να στεκόμαστε όρθιοι την ώρα που ακούγαμε επαναλαμβανόμενους λόγους επικήδειους για τους ήρωες του έθνους και μετά να βγαίνουμε σαν κοτόπουλα ντυμένα μπλε που τα ‘ρίξαν έξω από το κοτέτσι και που πρέπει ξαφνικά να βαδίσουν στρατιωτικά κάτω από τους επικούς ήχους της μπάντας που παιάνιζε. Πάλι καλά που ερχόταν η καλύτερη στιγμή στην παρέλαση, όταν η φιλαρμονική είχε παραταχτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να περνάμε εμείς ανάμεσα από τα ταμπούρλα και τα άλλα όργανα που θαρρείς ότι βαράγανε στη διαπασών. Όπως περνούσαμε μέσα από αυτό το σκηνικό ένιωθα ένα κλικ μέσα μου, φούντωνε το στήθος μου, λες και πωρωνόμουν με την όλη φάση για εκείνα τα δευτερόλεπτα, ενώ πέφτανε βροχή τα παρατεταμένα χειροκροτήματα από τους παρευρισκόμενους επισήμους και ανεπισήμους. “Μπράβο, μπράβο, ελάτε να κεραστείτε σοκολατάκι μετά”.
Υπερηφάνεια με γεύση φουντούκι. Έτσι δεν έγινε πάνω-κάτω και με ‘σένα, με τον καθένα, με όλους μας σε τούτη τη γενιά που φυτεύτηκε και μεγάλωσε από τη μεταπολίτευση και δώθε; Πρέπει να βγούμε με θάρρος και να παραδεχτούμε ότι ζούμε κάποια πράγματα στο περίπου. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι όσες φορές και αν υποδυθείς έναν ρόλο, ποτέ δεν θα μπορέσεις να γίνεις ο ίδιος ο ήρωας που υποδύεσαι. Ίσως είναι ώρα για το πρώτο βήμα που θα είναι αληθινό και όχι βήμα στρατιωτικό, βήμα υποκριτικό, αλλά βήμα που θα το εννοούμε ρε και θα βγαίνει ως αυθόρμητη κίνηση του κορμιού που θα συμμορφώνεται με την κίνηση που έχει πάρει η ψυχή μας. Να τα πούμε όπως είναι μερικά πράγματα, ρε μάγκα, μεταξύ μας, να τα βάλουμε κάτω και να δούμε αν αξίζει να έχουμε παρελάσεις, αν αναρωτηθήκαμε ποτέ για έννοιες που φαίνονται ως δεδομένες, αν δώσαμε ένα γαμημένο λεπτό από τη ζωή μας τη μικρή για να αναλύσουμε τα ΟΧΙ και τα ΝΑΙ που λέμε κάθε μέρα από μέσα και απ’ έξω μας, αν θυμόμαστε τι γιορτάζουμε σε κάθε επέτειο, αν έχει νόημα να έχουμε επετείους, αν ζούμε στην ίδια χώρα, αν στην ίδια αυτή χώρα ζούνε ίδιοι ή άλλοι άνθρωποι, αν η ιστορία είπε αλήθειες ή ολίγον αλήθειες με ολίγον από ψέματα, αν οι ήρωες εκείνοι έχουν σχέση με τους σημερινούς ήρωες, αν όταν βλέπεις τη σημαία νιώθεις μια στάλα εθνική αξιοπρέπεια να στάζει μέσα σου ή την αντικρίζεις ως ένα χρωματιστό κομμάτι πανί που χρησιμεύει απλά για να διακοσμεί υπηρεσίες και κτίρια και κοινοβούλια. Να πούμε αν οι απόγονοι του μέλλοντος θα λένε ιστορίες και ποιήματα για εμάς ή θα κάνουν χίλια κομμάτια κάθε σημαία. Αν τούτη η γη είναι η πατρίδα μας ή αν πατρίδα μας είναι όλη η γη.
Τι να μου πεις και τι να σου πω για πόλεμο, για όπλα, για αγώνες στα χαρακώματα, για γέφυρες που ανατινάσσονται. Είναι ψέμα ότι τον πόλεμο εμείς τον έχουμε βιώσει μόνο σε εξελιγμένες κονσόλες και άντε το πολύ-πολύ σε κανένα γαμάτο ακατάλληλο βιντεάκι από το you tube με βόμβες που διαμελίζουν πτώματα κάπου σε κάποια περιοχή του πλανήτη που βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά μας; Μάγκα, μιλάω για πόλεμο πραγματικό, μιλάω για πόδια κομμένα να πέφτουν δίπλα από το κεφάλι σου, μιλάω για τον κολλητό σου που θα τον βλέπεις να πέφτει νεκρός και θα τον κουβαλάς στην πλάτη για χιλιόμετρα μήπως και τον σώσεις αλλά αυτός θα ξεψυχά και θα ξερνά αίμα πάνω σου. Μιλάω για κρυφτό μέσα στα βουνά, πίσω από τα μεγάλα δέντρα, μιλάω για κρύο και ελάχιστη τροφή που θα μπλέκεται μέσα στα χιόνια, μιλάω για εχθρό που θα τον βλέπεις κατάματα την ώρα που θα σε ξεκοιλιάζει στριφτά και θα τον παρακαλάς για μια δεύτερη ευκαιρία αλλά δεν θα καταλαβαίνει τη γλώσσα που μιλάς, μιλάω για νίκες και ήττες και εδάφη που απελευθερώνονται την ίδια ώρα που κατακτώνται, για γυναικόπαιδα που κρύβονται σε υπόγεια και σε σπηλιές. Όταν λέμε πόλεμο, εννοούμε πόλεμο. ΟΚ, θα μου πεις ότι δεν γίνεται έτσι πια και ότι η τεχνολογία έχει προχωρήσει και ότι έρχονται αόρατα αεροπλάνα και όλα γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Ακόμα και έτσι, ρε μάγκα, εμείς τι έχουμε βιώσει; Είδαμε κανένα αεροπλάνο να κάνει σμπαράλια το χωριό μας; Είδαμε καμιά έξυπνη βόμβα να τρυπάει τον τοίχο στο πατρικό μας σπίτι και να καταλήγει στην καρωτίδα του πατέρα μας; Όταν εμείς μιλάμε για βόμβες, εννοούμε σεξοβόμβες.

Πάμε παρακάτω. Πείνα και μαλακίες. Εντάξει, εντάξει, στις μέρες μας ο κόσμος πεινάει, πεθαίνει, λιποθυμάει από την ασιτία, στριμώχνεται στα συσσίτια και τα τοιαύτα. Ρε μάγκα, δεν μιλάω για μια συμπιεσμένη κατάσταση, που εκτείνεται σε συγκεκριμένη χρονικά εποχή και που πιάνει συγκεκριμένο κομμάτι πληθυσμού. Μιλάω για πείνα που θερίζει δεκάδες ζωές καθημερινά. Μιλάω για πείνα που συνοδεύεται από φτώχεια διαρκείας. Να κόβει η οικογένεια τις μερίδες από το φαγητό στη μέση για να τραφούνε τα παιδιά και οι γονείς να τρώνε από τα αποφάγια. Να ματώνουν τα πόδια σου από τις πέτρες και τα καρφιά που τρυπάνε τα σκισμένα πέλματά σου, με το ένα παπούτσι που φοράς να είναι διαφορετικό από το άλλο. Να έχεις κύκλους κάτω από τα μάτια και το στομάχι σου να έχει φουσκώσει και να ακούγεται σαν τύμπανο μεγάλο όπως εκείνο που βαράνε στις παρελάσεις. Να μην έχεις ούτε νερό για να πιεις και να πλυθείς, να γεμίζεις πληγές από μύκητες και να φοβάσαι ότι αυτό το πόδι σου που μελάνιασε μάλλον σάπισε για τα καλά και θα στο κόψουν. Να μην έχεις ούτε φάρμακα, ούτε ορούς να αντικαταστήσουν το φαγητό που δεν έχεις. Όταν λέμε πείνα, εννοούμε πείνα. Πότε εμείς ζήσαμε τέτοιες καταστάσεις, ρε μάγκα; Και για να στο πάω ακόμα πιο πέρα, στις δύσκολες μέρες που περνάμε τώρα, αν πας και ψάξεις μέσα στα σκουπίδια θα βρεις φαγητό πολυτελείας που το πετάμε επειδή χορτάσανε τα παχύσαρκα στομάχια μας και δεν αντέχουμε να ρευόμαστε περισσότερο. Δεν έχεις ακούσει τι λέμε για τους φυλακισμένους; Ότι τους πληρώνουμε και τους ταΐζουμε για όσο είναι μέσα; Αυτό το λέμε γιατί την πείνα την αντιλαμβανόμαστε ως μάσα. Ως περίσσευμα, όχι ως έλλειψη.
Ξέρω, αναρωτιέσαι και λες ότι μπορεί να είναι έτσι αλλά μπορεί και να μην είναι. Θα στα πω με διαφορετικό τρόπο, στη δική μας διάλεκτο. Θα τα κάνω στίχους και τραγούδι. Θα κάνω τον δικό μας εθνικό ύμνο με λόγια που θα μας εκφράζουν. Για να δεις που το πάω. Άραξε και άκου. “Είμαστε του χρέους η γενιά. Που δεν πολέμησε ποτέ της και πουθενά. Που ποτέ της δεν ένιωσε στομάχια σφιχτά. Είμαστε του χρέους η γενιά. Λάθη και πάθη που τώρα παιδεύουνε μάτια παιδικά. Ο πόλεμος που ζούμε είναι διαφορετικός, είναι πόλεμος μακροοικονομικός. Νομίσματα οι σφαίρες, προσοχή αδέρφια, είναι ύπουλες οι μέρες. Σε χρηματιστήρια, τα σύγχρονα βασανιστήρια. Το νου σου, σκάνε οι βόμβες ομολόγων. Ηγέτες των λόγων και των παραλόγων. Οι κατακτητές είναι χωμένοι μέσα σε υπολογιστές. Δίχως στρατεύματα, τυλιγμένοι σε εμπορεύματα. Ψέμα ήταν η πατρίδα, σημαία η φωτιά και η καταιγίδα. Θέλεις να ξεχάσεις, σε ρετρό παρελάσεις. Ήρωες να φτιάξεις, γέφυρες ψηφιακές να ανατινάξεις. Επικά εμβατήρια, βουβά ακροατήρια. Είμαστε τους χρέους η γενιά. Που πρέπει να αλλάξει τα ψεύτικα τα σκηνικά. Ελλάδα τι σημαίνει τελικά; Είμαστε του χρέους η γενιά. Πέτα τα καλώδια, η υπερηφάνεια που πουλάς είναι πλανόδια. Έλα πιο κοντά, έλα πιο κοντά. Δεν είναι το χρέος μόνο στα λεφτά, ούτε στα μνημόνια και τα μετρητά. Το χρέος είναι στην καρδιά. Είμαστε του χρέους η γενιά. Είμαστε του χρέους η γενιά. Μη μου μιλάς πάλι για τον Μεταξά και αν ειπωθήκανε στ’ αλήθεια όλα αυτά. Είμαστε του χρέους η γενιά. Γενιά μου χρεωμένη, γενιά μου κακομαθημένη. Είμαστε του χρέους η γενιά. Που πρέπει να πει ΟΧΙ σε όλα αυτά”.

Να γράψει ιστορία για πρώτη της φορά.