Συγκέντρωση στην Θεσσαλονίκη με κεντρικό σύνθημα "Όχι στα υποχρεωτικά εμβόλια, σε μάσκες και σε τεστ"
Δύο
ειδήσεις, σε απόσταση αναπνοής η μια από την άλλη, αποκάλυψαν ένα πρόβλημα που
πολλοί υποπτευόμασταν, αλλά δεν γνωρίζαμε το μέγεθος του: Φουντώνει το κύμα της
αμφισβήτησης του κορονοϊού στην Ελλάδα.
H πρώτη
είδηση είναι πως σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε η εφημερίδα «The Guardian», η
Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση πίσω από τη Νιγηρία στη λίστα των χωρών που
οι πολίτες πιστεύουν πως οι Αρχές «επίτηδες υπερβάλουν και μεγεθύνουν τους
αριθμούς των θανάτων από κορονοϊό». Σύμφωνα με το άρθρο, το 46% των ερωτηθέντων
στην Ελλάδα δεν πιστεύουν στα στοιχεία που δημοσιοποιούν οι αρχές.
Η δεύτερη
είδηση, είναι πως ο τραγουδιστής, Γρηγόρης Πετράκος, άρχισε να προβάλει μια
δική του «έρευνα» για τον κορονοϊό σε ένα 20λεπτο βίντεο, το οποίο δημοσίευσε
στο Facebook. Οι απόψεις του επρόκειτο να προβληθούν την περασμένη Πέμπτη στην
εκπομπή «Tik Talk» με τον Αντώνη Σρόιτερ, με
λοιμωξιολόγο να καλείται να απαντήσει σε αυτές. Τελικά, η εκπομπή δεν
μεταδόθηκε. Οι απόψεις του Πετράκου όμως (σ.σ ενδεικτικά, ο ίδιος ισχυρίζεται
πως «δεν υπήρξε καμία έξαρση επιδημίας και τίποτα ανησυχητικό στη χώρα μας»)
είχαν προλάβει να γίνουν viral.
Τι
διεργασίες συμβαίνουν λοιπόν στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας που σε μια
τόσο κρίσιμη στιγμή για την ανθρωπότητα, ένα τμήμα των συμπολιτών μας
εμφανίζεται δύσπιστο με τα στοιχεία των αρμόδιων Αρχών;
Η μεγάλη
εικόνα του προβλήματος
«Οι θεωρίες
συνωμοσίας για τον κορονοϊό δεν είναι κάτι νέο» λέει, αρχίζοντας να μας ενώνει
τα πολλά κομμάτια ενός σύνθετου παζλ, ο Γιώργος Πλειός, μέλος του Εθνικού
Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και πρόεδρος
του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, και συνεχίζει:
«Το είδαμε
σε μεγάλη έξαρση κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας. Σε συνθήκες
υγειονομικής κρίσης ειδικότερα, ανθούν εκείνες οι συνωμοσίες που βασίζονται
κυρίως στην ψευδο-επιστήμη, παρά σε άλλου είδους θεωρίες. Στην πρώτη φάση της
πανδημίας κυκλοφόρησαν ευρέως, ιδιαίτερα μέσω κοινωνικών δικτύων, ειδήσεις και
άλλες πληροφορίες που έλεγαν ότι ο ιός παρασκευάσθηκε σε εργαστήρια βιολογικών
όπλων ή ότι προκλήθηκε από την τεχνολογία 5G. Υπήρχαν και ψευδεπίγραφες
ειδήσεις σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες διασημότητες ασθένησαν από κορονοϊό.
Καταγράφηκαν επίσης ειδήσεις που ανέφεραν ως μέθοδο ίασης τα σκόρδα και τα
μπαχαρικά, το κάπνισμα, τη χρήση χλωρίνης ως μέσο απολύμανσης των χώρων, την
πόση αλκοόλ ή ζεστού νερού ως φαρμάκου ή ακόμα και την κοπριά κ.α».
Το φαινόμενο
είναι διεθνές, τονίζει ο κ. Πλειός. Όπως μας εξηγεί, η έξαρση της
συνωμοσιολογίας σε όλον τον κόσμο έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά και μεταξύ
αυτών βρίσκεται ο ανορθολογισμός και ο φόβος. «Δεν είναι η ελλιπής γνώση η
αιτία, αλλά ο ανορθολογικός τρόπος που τη χρησιμοποιούμε. Κι αυτό έχει να κάνει
με την αίσθηση αδυναμίας που έχουμε να ελέγξουμε τις δυνάμεις που μας απειλούν.
Η εξάρτηση από την παντοδυναμία κάποιων κοινωνικών δυνάμεων, ριζώνουν τον φόβο
και τη μοιρολατρία στη συνείδηση των ανθρώπων, και μεταξύ άλλων, ωθούν κάποιους
σε μεταφυσικές, αντιεπιστημονικές και ανορθολογικές απαντήσεις στα προβλήματα
της καθημερινότητάς και της ζωής. Σε κάθε χώρα, αυτή η γενική τάση εκδηλώνεται
με διαφορετικούς τρόπους».
Από πού
πηγάζει η συνωμοσιολογία στην Ελλάδα
Και τι
συμβαίνει στα καθ’ ημάς; Κατά τον κ. Πλειό σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, υπάρχουν
δυο βασικοί λόγοι εξήγησης του φαινομένου:
«Ο πρώτος
είναι η εκτεταμένη θρησκοληψία σε μεγάλο μέρος των πολιτών. H ίδια θρησκοληψία
είναι παρούσα κι εμφανής και στις κοινωνικές πρακτικές και δεν στηρίζεται μόνο
από την εκκλησία, αλλά και από το κράτος, τον στρατό, τις εκπαιδευτικές δομές,
την τοπική αυτοδιοίκηση κ.α. Είναι παρούσα από την έναρξη της κοινοβουλευτικής
περιόδου ή του σχολικού έτους μέχρι την αναζήτηση ίασης από χιλιάδες ανθρώπους
όχι στα νοσοκομεία, αλλά στα προαύλια των εκκλησιών και στα
"θαύματα". Το αποτέλεσμα είναι οι πολίτες να πέφτουν συχνά θύματα
διαφόρων τσαρλατάνων είτε αυτοί φορούν θρησκευτικό μανδύα είτε πολιτικό. Η
θρησκόληπτη κοσμοαντίληψη ενισχύεται επίσης από την απουσία ισχυρών μηχανισμών
κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ τεράστιου πλήθους μικροπαραγωγών, από την οποία
ομάδα αποτελείται σε σημαντικό βαθμό η ελληνική κοινωνία, και η οποία αδήλως,
αλλά καταφανώς μοιράζεται το δόγμα "ο καθένας για τον εαυτό του και ο θεός
για όλους"».
Ως δεύτερη
ρίζα του προβλήματος, o κ. Πλειός βλέπει την πολιτική χειραγώγηση της επιστήμης
και των επιστημόνων η οποία συντηρεί τις περί COVID-19 θεωρίες συνωμοσίας.
Όπως το
θέτει ο ίδιος: «Η χειραγώγηση εκδηλώνεται μέσα από τις παλινωδίες ορισμένων
επιστημόνων (που στηρίζει το κράτος) κι έτσι, όχι μόνο πολιτικοποιείται η
παλινωδία, αλλά επιστημονικοποιείται κιόλας. Αυτό αποτελεί μια θηριώδη πηγή
ενέργειας των ως άνω ανορθολογικών και μεταφυσικών απόψεων με αποτέλεσμα
εκείνοι που πιστεύουν τις θεωρίες συνωμοσίας, φανερά ή κρυφά να
πολλαπλασιάζονται».
Ο κ. Πλειός
εξηγεί ακόμα πως ανάμεσα στους φανερούς συνωμοσιολόγους υπάρχουν και οι
«κρυφοί», αυτοί που κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη και ντρέπονται να παραδεχτούν
για λόγους κοινωνικής κατακραυγής τη δυσπιστία τους στην επιστήμη. «Αυτούς που
σιωπηρά δέχονται τις θεωρίες συνωμοσίας μπορούμε να τους δούμε λ.χ. στο πώς
φοράνε τη μάσκα ή στη στάση που κρατάνε απέναντι σε άλλα μέτρα προστασίας, αυτή
του "φαίνεσθαι κι όχι του είναι", του "αλεξίσφαιρου" στα
πρόστιμα κι όχι στην υγειονομική προστασία» δίνει τα χαρακτηριστικά αυτής της
ομάδας ο καθηγητής και συνεχίζει την ανάλυσή του:
«Η συνθήκη
της θρησκευτικής χειραγώγησης από τη μία και της πολιτικής από την άλλη,
γίνεται εκρηκτική όταν συναντώνται αυτές οι δύο. Παράδειγμα, η παρότρυνση
υπουργού να δηλώνει το κοινό, ψευδή ισχυρισμό για τον λόγο εξόδου από το σπίτι
ή της λοιμωξιολόγου, που εμμέσως πλην σαφώς, διατείνεται ότι δεν υπάρχει
κίνδυνος από τη μετάληψη. Παντού υπάρχουν θεωρίες συνωμοσίας. Όμως, πουθενά στη
Δύση δεν υπάρχει όπως στην Ελλάδα συνεργασία πολιτικής και θρησκευτικής
χειραγώγησης του πολίτη και μάλιστα εκτός ισχυρού δικτύου κοινωνικής
αλληλεγγύης πλην της οικογένειας».
Η
αποπροσανατολιστική κατεύθυνση των μίντια την περίοδο της πανδημίας
Για τον κ.
Πλειό, η ευθύνη των ΜΜΕ είναι θεμελιώδης γιατί, όπως εξηγεί, είναι μέσα από τα
μίντα που οι πολίτες διαμορφώνουν άποψη για τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα.
H παραπάνω κατάσταση, μάλιστα, γίνεται ακόμα εντονότερη σε συνθήκες καραντίνας
από τη μια και εξελισσόμενης πανδημίας από την άλλη, συνθήκες στις οποίες απουσιάζει
η προσωπική εμπειρία.
«Κατά την
περίοδο της καραντίνας, οι ειδήσεις στην ελληνική τηλεόραση και το διαδίκτυο
μικρή έως ελάχιστη προβολή επεφύλαξαν στους τρόπους μετάδοσης από τον ιό, στην
προσοχή των ευπαθών ομάδων, στα μέτρα προστασίας που πρέπει να πρέπει να τηρούν
οι πολίτες, κ.ά. Όμως, προέβαλαν εκτεταμένα τις ενέργειες της κυβέρνησης και
των κρατικών οργάνων (π.χ. επιβολή προστίμων σε πολίτες). Γενικά, η
κατασταλτική δράση προβλήθηκε ιδιαίτερα έναντι της ενημέρωσης και της πρόληψης,
όπως και μετά τη λήξη της καραντίνας στις περιπτώσεις συγκέντρωσης νέων σε
πλατείες της χώρας» επισημαίνει και προσθέτει:
«Η πολιτική
-και μάλιστα η κατασταλτική αντί της υγειονομικής αντιμετώπισης- εντείνει την
πίστη αρκετών σε θεωρίες συνομωσίας. Αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας προβάλλουν
εξίσου με τις επιστημονικές, για κερδοσκοπικούς λόγους, τα εμπορικά μέσα,
νομιμοποιώντας έτσι τους εκφραστές τους και καθιστώντας τους ισότιμους
συνομιλητές με τους εκπροσώπους της επιστήμης».
Το τελικό
συμπέρασμα ακούγεται εξόχως ανησυχητικό: «Σε διάφορες χώρες παρατηρείται η
ύπαρξη ενός ποσοστού πολιτών το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 25% με 30% που πιστεύει
ή είναι έτοιμο να πιστέψει σε θεωρίες συνωμοσίας, γεγονός που είναι σε θέση να
ακυρώσει μεγάλο μέρος ακόμα και των πραγματικών μέτρων προστασίας».
Η
ψυχολογία πίσω από τις θεωρίες συνωμοσίας
Τι δείχνει
όμως ο φακός όταν στρέφεται αποκλειστικά στη «μονάδα» συνωμοσιολόγος; Η Κέλλυ
Ιωάννου, διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας και κλινική
εγκληματολόγος-σύμβουλος οικογένειας, μας έβαλε στο κομμάτι της ψυχολογίας των
συνωμοσιολόγων, εξηγώντας μας πως υπάρχουν τρεις κύριοι παράγοντες που
συσχετίζονται με το φαινόμενο.
«O πρώτος
συνδέεται με την τάση μας να προτιμούμε τις ερμηνείες που έχουν να κάνουν με
την τρέχουσα ψυχολογική μας διάθεση. Όταν παρατηρούμε ένα συμβάν, είναι πολύ
πιο πιθανό να το αποδώσουμε σε κάποιο εσκεμμένο, εσωτερικό κίνητρο παρά σε τύχη
ή σύμπτωση.
Ο δεύτερος
έχει να κάνει με γνωστικά σφάλματα (προκαταλήψεις). Η "προκατάληψη
επιβεβαίωσης" συγκεκριμένα είναι η τάση να προσκολλούμαστε στις
πεποιθήσεις μας και να αναζητούμε (ή να ερμηνεύουμε) πληροφορίες με τρόπους που
επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις μας.
Ο τρίτος
είναι η επιθυμία μας να είμαστε οι αποκλειστικοί γνώστες ενός αντικειμένου. Η
γνώση είναι δύναμη. Και όλοι προτιμούμε να αισθανόμαστε ισχυροί σε μία περίοδο
η οποία χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα».
Το προφίλ
των συνωμοσιολόγων
Υπάρχει όμως
συγκεκριμένο προφίλ συνωμοσιολόγων; Όπως εξηγεί στο Sputnik η Κέλλυ Ιωάννου,
υπάρχουν ακαδημαϊκά ευρήματα που καταδεικνύουν πως, οι άνθρωποι οι οποίοι
τείνουν να πιστεύουν τις θεωρίες συνωμοσίας έχουν συγκεκριμένο προφίλ.
«Xαρακτηριστικά
της προσωπικότητας όπως η δυσπιστία, η χαμηλή προσαρμοστικότητα, η υψηλή ανάγκη
για μοναδικότητα, ο ναρκισσισμός, η "ανομία" συνδέονται με την πίστη
σε θεωρίες συνωμοσίας» εξηγεί.
«Επιπλέον,
οι θεωρίες συνωμοσίας κάνουν ένα άτομο να νιώθει ξεχωριστό με τη λογική ότι
κατέχει μη συμβατικές και δυνητικά σπάνιες πληροφορίες. Οι συνωμοσιολόγοι
ενδέχεται, επίσης, να είναι κοινωνικά απομονωμένοι. Για να καλύψουν την ανάγκη
του "ανήκειν" στρέφονται σε ομάδες συνωμοσίας. Όσοι αισθάνονται
αδύναμοι είναι επίσης επιρρεπείς. Οι θεωρίες συνωμοσίας δίνουν μια αίσθηση
σημασίας, ασφάλειας και ελέγχου πάνω σε έναν απρόβλεπτο και επικίνδυνο κόσμο»
προσθέτει.
Η απαξίωση
της αληθινής έρευνας και η σύγχυση των ρόλων
Τέλος,
υπάρχει το κρίσιμο ζήτημα της κατανόησης των ίδιων των εννοιών και της
βαρύτητας τους από τα ΜΜΕ τη στιγμή που ετοιμάζονται να δώσουν βήμα σε έναν
άνθρωπο εντελώς αναρμόδιο με το ζήτημα. Οι έννοιες αποδυναμώνονται και η πίστη
στην επιστήμη αδυνατίζει όταν δεν υπάρχει το απαραίτητο φιλτράρισμα της
πληροφορίας.
«Μου
προκαλεί έντονο προβληματισμό το γεγονός ότι για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα,
ιατρικό, με συνθέτες διαστάσεις και προεκτάσεις, που αφορά την ίδια μας τη ζωή
και για το οποίο ακόμα και η ιατρική, επιστημονική κοινότητα (σε διεθνές
επίπεδο και όχι μόνο στη χώρα μας) αναζητά απαντήσεις και συνεχίζει να διεξάγει
έρευνες και μελέτες, μπορεί να δοθεί δημόσιο βήμα για "επιστημονικού"
τύπου τοποθετήσεις σε άτομα που δεν έχουν την εξειδικευμένη γνώση να
τοποθετηθούν επιστημονικά» μας λέει η Αγγελική Καρδαρά, τακτική Επιστημονική
Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος και δρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά την
ίδια, από το παραπάνω πρόβλημα, προκαλείται τελικά «σύγχυση ρόλων», η οποία με
τη σειρά της απειλεί την ουσιαστική έννοια της ενημέρωσης του πολίτη.
Όπως το
θέτει η ίδια: «Αναμφισβήτητα και οι επιστήμονες μπορούν να έχουν αντίθετες
απόψεις, να καταλήγουν σε διαφορετικά πορίσματα ή και να αναθεωρούν ανάλογα με
την εξέλιξη της έρευνας. Θα μιλήσουν όμως με λόγο επιστημονικό και θα
παρουσιάσουν τα στοιχεία τους ώστε να κριθούν για την έρευνά τους. Ένας
καλλιτέχνης από την άλλη, έχει ασφαλώς το δικαίωμα να τοποθετηθεί για ένα
ζήτημα για το οποίο θα ερωτηθεί, αλλά με την ιδιότητα του ως καλλιτέχνης και με
την ευαισθησία και την κοινωνική ματιά του σε ένα άλλο επίπεδο -καλλιτεχνικό,
θεωρητικό, φιλοσοφικό- όχι όμως επιστημονικό. Αντίστοιχα ο δημοσιογράφος, κατά
την άποψή μου, πρέπει να σέβεται τις ιδιότητες και να θέτει ερωτήματα που να
μπορούν να απαντηθούν από τον/τη συνεντευξιαζόμενο/η, χωρίς να τον/την εκθέτουν
και βέβαια χωρίς να προκαλούν πανικό και συγχύσεις στο κοινό κυρίως όταν το
θέμα είναι τόσο σοβαρό».