Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Τα πρώτα δείγματα γραφής από την κυβέρνηση Μητσοτάκη



   Θα πρέπει να είναι κανείς κακόπιστος για να μην αναγνωρίσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη τη σημαντική επιτυχία που είχε με την πτώση του κόστους δανεισμού, κατά την έκδοση του 7ετούς ομολόγου. Είναι εξάλλου σαφές ότι η μείωση αυτή του επιτοκίου δανεισμού δείχνει εμπιστοσύνη από τους εταίρους-δανειστές στο κυβερνητικό πρόγραμμα, που άλλωστε συμπληρώνεται με τον ενθουσιασμό αποδοχής του από το διεθνή Τύπο.



Να προσθέσω, βέβαια, ότι η έξωθεν καλή μαρτυρία ήταν αναμενόμενη, όχι μόνο επειδή ως αντιπολίτευση η νέα κυβέρνηση ουδέποτε είχε εκφράσει οποιασδήποτε μορφής αντίθεση προς τα Μνημόνια, αλλά επιπλέον και επειδή διαθέτει εγγενή ιδεολογική σχέση με τους δανειστές, αυτήν του καθαρόαιμου νεοφιλελευθερισμού. Η συνύπαρξη θετικών και αρνητικών συνεπειών και προσμονών από τη νέα κυβέρνηση είναι αναπότρεπτη.


Εφόσον δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις στο άμεσο μέλλον, ενισχύεται η πεποίθηση ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ήδη, ή είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει στο άμεσο μέλλον, τα μέσα που θα της επιτρέψουν να περιορίσει τους παρανοϊκά υψηλούς και θανάσιμα επικίνδυνους φόρους, που επέβαλε η προηγούμενη κυβέρνηση στη μεσαία τάξη (αλλά, όχι και στους πραγματικά πλούσιους).


Η αναμενόμενη αυτή πρόσθετη ρευστότητα προέρχεται ή ελπίζεται ότι θα εξασφαλιστεί από διάφορες πηγές, όπως η μείωση του κόστους δανεισμού (με την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί), η επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης, από ελληνικά ομόλογα, που κατακρατούσε ως τώρα η ΕΚΤ, η συμμετοχή της Ελλάδας στην πιθανή επανάληψη ποσοτικής αύξησης χρήματος από την ΕΚΤ, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης (δύσκολη ως απίθανη, καθώς αναγγέλθηκε πολλές φορές στο παρελθόν χωρίς επιτυχία), και βέβαια η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά περίπου 4 δισ. ευρώ.
Ας δεχθούμε, ότι θα εξασφαλιστεί, έτσι ένα συνολικό ποσό γύρω στα 5-7 δισ. ευρώ που προορίζονται τα περισσότερα, για την ελάφρυνση των φόρων ύψους 15 δισ. ευρώ που ματώνουν τον ελληνικό λαό και που καθιστούν αδύνατη την ανάπτυξη. Ακόμη, είναι εξαιρετικά θετικές οι προσπάθειες, καθώς και τα πρώτα αποτελέσματα, για την εξασφάλιση στοιχειώδους ασφάλειας στην Αθήνα και σε όλη την επικράτεια, οι αξιόλογες και απαραίτητες πρωτοβουλίες της υπουργού Παιδείας για επάνοδο σε ανεκτές συνθήκες στην εκπαίδευση, η αναγέννηση κέντρων και μνημείων στην Αθήνα, ο προβλεπόμενος έλεγχος των αποτελεσμάτων του υπουργικού έργου και η προς το παρόν σεμνή εμφάνιση των κυβερνώντων.

Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν

Ωστόσο, για την εξασφάλιση αυτής της συναίνεσης των δανειστών, στις παραπάνω ελαφρύνσεις, που θα βελτιώσουν οριακά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στη βραχυχρόνια περίοδο, έχουν ήδη λάβει σάρκα και οστά οι απαιτήσεις των δανειστών, που αφαιρούν από την Ελλάδα τη μακροχρόνια επιβίωσή της. Συγκεκριμένα, οι δανειστές εποφθαλμιούν, ως αντάλλαγμα, για τις κάποιες βραχυχρόνιες διευκολύνσεις τους, την απρόσκοπτη ιδιωτικοποίηση των πάντων, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται κυρίως δημόσια περιουσιακά στοιχεία και υπηρεσίες, των οποίων η πώληση απαγορεύεται, για λόγους εθνικής ασφάλειας, με την ευρεία πάντοτε έννοια του όρου.
Ο βαθμός, ωστόσο, αυτής της απαγόρευσης είναι ασθενικός, αν όχι και ανύπαρκτος στις τάξεις των νεοφιλελεύθερων, ιδίως των ακραιφνών, που όπως είναι γνωστό εξοστρακίζουν οτιδήποτε έχει άρωμα δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι απαλλαγμένος σκανδάλων, κακοδιοίκησης και χαμηλών αποδόσεων. Που σημαίνει ότι αρνούνται την ανάγκη αλληλοσυμπλήρωσης ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Στην Ελλάδα, βέβαια, παρότι και η προηγούμενη κυβέρνηση, σε πείσμα της σοσιαλιστικής της ετικέτας, είχε ξεπουλήσει, χωρίς ενδοιασμούς, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ., είναι ωστόσο εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι δανειστές αισθάνονται μεγαλύτερη σιγουριά, τώρα, ότι τελικά θα αποκτήσουν εύκολα και γρήγορα το σύνολο της ελληνικής δημόσιας περιουσίας. Και τούτο, χάρη στο νεοφιλελευθερισμό, που ανθεί τώρα στην Ελλάδα, ενώ όπως είναι γνωστό, υποχωρεί παντού στην υφήλιο, και αποβάλλεται ακόμη και από τις νέες συντηρητικές κυβερνήσεις.
Να το πω, λοιπόν, με απλοϊκό τρόπο. Η επιλογή παραπέμπει στο απόφθεγμα: «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Αν δεν επιδιώξουμε, δηλαδή, τις ελαφρύνσεις, δεν θα έχουμε βελτίωση στο παρόν, που βέβαια προσδιορίζει και το μέλλον. Και αν δεχθούμε την λεόντεια ανταλλαγή, που μας προτείνουν οι δανειστές, δεν έχουμε μέλλον.

Απαράδεκτο οικονομικό πρόγραμμα

Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος τρομακτικός κίνδυνος, που ελλοχεύει με τη νέα κυβέρνηση, που φαίνεται αξεπέραστος, και που ουσιαστικά ακυρώνει τις ελπιδοφόρες αναμονές. Πρόκειται για τον απαράδεκτο, αλλά όμως σαφέστατο προσανατολισμό του οικονομικού προγράμματος, που αναζητεί τη λύση της ανάπτυξης από έξω….από ξένες επενδύσεις, από την πειθώ των κυβερνώντων, προς επιχειρήσεις, εταιρείες της υφηλίου, τις οποίες διαβεβαιώνουν ότι είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης, ότι είναι νεοφιλελεύθεροι, ότι δεν θα τις δυσαρεστήσουν!
Περιττό να προσθέσω ότι εκτός των παγκοίνως γνωστών δυσκολιών προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, των σαφών τους προτιμήσεων για τον έτοιμο κατάλογο του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και κυρίως εκτός της ανεπάρκειάς τους για την αναπτυξιακή στήριξη της χώρας (που απαιτεί τουλάχιστον 120 δισ.), αυτή η σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση από το εξωτερικό αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια της χώρας να σταθεί στα πόδια της. Και αυτή η απενεργοποίηση είναι το τραγικότερο, για την Ελλάδα, στοιχείο του οικονομικού προγράμματος της νέας κυβέρνησης.
Αλλά, τι άλλο εναλλακτικό θα μπορούσε να κάνει η νέα κυβέρνηση με τα ελάχιστα μέσα που τώρα διαθέτει; Η απάντηση είναι απλή: να αρχίσει με την αναγέννηση του αγροτικού τομέα, που έχει καταρρεύσει εξαιτίας της άκρως ανθελληνικής πολιτικής της ΚΑΠ. Και όταν τα γρήγορα και σίγουρα αποτελέσματα του αγροτικού μας τομέα περιορίσουν τις, τραγελαφικού περιεχομένου, εισαγωγές από πιπεριές, λάδι, λεμόνια κ.ο.κ. θα μπορέσει η γεωργία να στηρίξει την εθνική μας ανάπτυξη και στους λοιπούς τομείς της οικονομίας. Αλλά, βέβαια, για μια τέτοιου προσανατολισμού ανάπτυξη απαιτείται επιστροφή στις ρίζες μας. Δηλαδή, κάποιες δόσεις έθνους-κράτους, που δυστυχώς απουσιάζουν από τον οικονομικό μας ορίζοντα.

Δυνατότητες σε χειμέρια νάρκη

Και βέβαια υπάρχουν, πολλές και σημαντικές δυνατότητες, με την προϋπόθεση ωστόσο ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει την εμπιστοσύνη που της δείχνουν οι δανειστές, για να αποβάλλει την περιφρονητική ιδιότητα των προηγούμενων κυβερνήσεων, αυτήν δηλαδή ανθρώπων που διαμένουν σε χώρα, υπό κατοχή, αλλά αντιθέτως θα τους ατενίσει ως ίσος προς ίσον, όπως έχουν δικαίωμα και οι οφειλέτες, ιδιαίτερα όταν καταστρέφονται για να πληρώσουν τα χρέη τους. Και μια τέτοια αξιοπρεπής, επιτέλους, στάση, ουδόλως, σημαίνει ότι δεν υπολογίζουμε τους δανειστές. Σημαίνει, απλά, ότι θεωρούμε ότι είμαστε Έθνος-κράτος και όχι γερμανική αποικία. Τι θα υποστηρίξουμε:
Πρώτον, όπως έγινε επίσημα πια, γνωστό, θα επικαλεστούμε το γεγονός ότι οι δανειστές θυσίασαν την Ελλάδα για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Για τον λόγο αυτόν ουδέποτε έγινε η αναδιάρθρωση χρέους όταν και όπως έπρεπε, ενώ όταν τελικά αποφασίστηκε είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για την οικονομία Εξαιτίας αυτού του συμβάντος το χρέος είναι τώρα υψηλότερο από ότι στην αρχή, και η πάγια τακτική που απαιτείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μια, έστω και καθυστερημένη αναδιάρθρωση χρέους, αλλά που αναγκαστικά θα αποβεί προς όφελος και όχι εναντίον της οφειλέτιδας χώρας.
Δεύτερον, τα μνημόνια που μας επέβαλαν, κατά επίσημη πάντοτε ομολογία, είναι λανθασμένα και μας καταστρέφουν, αντί να μας σώζουν (όπως άλλωστε αποδεικνύουν τα βασικά δεδομένα του ΑΕΠ, του χρέους, της απασχόλησης κλπ, μετά από 10 χρόνια αιματηρών θυσιών). Η απολύτως λογική απαίτηση της νέας Κυβέρνησης, θα ήταν η ριζική αντικατάστασή τους με άλλα, που όμως αυτά τα νέα να προωθούν την ανάπτυξη και μέσω αυτής, η Ελλάδα, να πληρώνει τις υποχρεώσεις της.
Τρίτον, υπάρχει ένα τεράστιο και πολυσύνθετο γερμανικό χρέος προς την Ελλάδα, από τη ναζιστική κατοχή, το οποίο η Γερμανία δηλώνει, απτόητη και κατ’ επανάληψη, ότι…..δεν πληρώνει. Δεν θα ήταν, φυσικά, λόγος διαταραχής των φιλικών μας σχέσεων, αν της υπενθύμιζε ευγενικά η νέα μας Κυβέρνηση ότι «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».
Τέλος, τέταρτον, επιβάλλεται η νέα κυβέρνηση να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με τις ιδιαίτερες όντως συνθήκες, κάτω από τις οποίες η Ελλάδα κρίθηκε κατάλληλη για την είσοδό της στο ΔΝΤ. Πρόκειται για θέμα, που παραμένει στο σκοτάδι, παρότι απασχόλησε τη Δικαιοσύνη επί χρόνια και τροφοδότησε την έκδοση πολυάριθμων, αλλά αντιμαχόμενων αποφάσεων. Ωστόσο, αν χυθεί άπλετο φως στο θέμα αυτό, οι συνέπειες για την Ελλάδα θα ήταν σωτήριες.
Υπάρχει τέλος και ένα φαρμακερό αγκάθι. Αναφέρομαι, βέβαια, στο Σκοπιανό, και στην όχι μόνο προδοτική, αλλά και θανάσιμα επικίνδυνη Συμφωνία των Πρεσπών, που ουδείς Έλληνας δέχεται να την θεωρήσει τελεσίδικη, αλλά αντιθέτως υποχρεωτικά ακυρώσιμη. Συνεπώς, είναι άκρως τραυματικό για τους Έλληνες το ότι, όπως όλα δείχνουν, η νέα Κυβέρνηση εκλαμβάνει αυτή την επαίσχυντη συμφωνία, ως το τέλος του Σκοπιανού.