Ας φανταστούμε έναν άνθρωπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει στο Λέστερ. Ας τον ονομάσουμε Ρομπ και ας υποθέσουμε ότι έχει πατήσει τα 50. Λογικά κάπου στη δεκαετία του 70′ ο πατέρας του Ρομπ θα πήρε τον πιτσιρικά για πρώτη φορά στη Φίλμπερτ Στριτ, όπου βρισκόταν για περισσότερα από 100 χρόνια η έδρα της ομάδας, πριν αυτή μετακομίσει το 2002 στο τωρινό σύγχρονο γήπεδο της.
Όπως τα περισσότερα παιδιά ο μικρός Ρομπ θα ενθουσιάστηκε με τη νέα αυτή ανακάλυψη και θα ξεκίνησε να δηλώνει φίλος της Λέστερ, όπως ο μπαμπάς του. Φυσικά οπαδός της δεν έγινε εκείνη τη μέρα. Κανένας δεν γίνεται οπαδός τη μέρα που πατάει για πρώτη φορά σε ένα γήπεδο. Πραγματικός οπαδός γίνεσαι μόνο τη μέρα που σκάει η πρώτη καλή σφαλιάρα, ανακαλύπτεις ότι η ενασχόληση αυτή κρύβει και πίκρες (ή σε αρκετές περιπτώσεις κυρίως πίκρες) και συνειδητά αποφασίζεις ότι θα συνεχίσεις να ασχολείσαι και να στηρίζεις ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Και αυτή η πρώτη σφαλιάρα δεν πρέπει να άργησε καθόλου να φτάσει στον Ρομπ. Μια ομάδα-ασανσέρ μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας υποστηρίζει άλλωστε, που στα 132 χρόνια ιστορίας της δεν έχει κερδίσει ούτε ένα πρωτάθλημα, δεν έχει κερδίσει ούτε ένα κύπελλο Αγγλίας και έχει παίξει τρεις φορές, όλες κι όλες, σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Λίγο μετά την πρώτη σφαλιάρα, λογικά θα έσκασε και η δεύτερη. Και στο καπάκι και η τρίτη, απλά και μόνο για να καλυφθεί το πολύ μικρό ενδεχόμενο να μην συνειδητοποίησε πλήρως το μέγεθος της «ομαδούλας» που αποφάσισε να ακολουθήσει.
Για λόγους που όπως έχουμε πει αρκετές φορές δεν μπορούν και δεν έχει νόημα να αναλυθούν, ο Ρομπ επέλεξε να παραμείνει στο πλευρό της Λέστερ. Την ακολούθησε σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Αγγλίας, την είδε να προσπαθεί να παραμείνει με νύχια και με δόντια στην Πρέμιερ Λιγκ ή και στη δεύτερη κατηγορία, να τρώει γκολ με το τσουβάλι, να παίζει μπάλα που δεν βλέπεται αν δεν έχεις κατεβάσει πέντε μπύρες πιο πριν, να υποβιβάζεται τόσες πολλές φορές που να είναι σχεδόν αδύνατον να θυμηθεί ποιες ακριβώς χρονιές έπαιζε στην πρώτη και ποιες στη δεύτερη κατηγορία, να χάνει με κάθε πιθανό τρόπο, ακόμα και σε περιπτώσεις που πιστεύεις πως είναι αδύνατο να χάσει, και όμως έμεινε εκεί, δίπλα της. Βροντοφωνάζοντας «Foxes never quit».
Πριν μερικά χρόνια την είδε να πέφτει ακόμα και στην τρίτη κατηγορία! Και δεν μιλάμε για κάποια προηγούμενη γενιά, δεκαετίες πριν, αλλά για το 2009. Δεν την εγκατέλειψε ούτε εκεί. Το λένε και τα νούμερα. Ακόμα και εκείνη τη σεζόν ο μέσος όρος προσέλευσης των “αλεπούδων” δεν έπεσε κάτω από τις 20.000. Ούτε οι εκδρομές σταμάτησαν. Όλα αυτά τα χρόνια στη δεύτερη και στη τρίτη κατηγορία η Λέστερ είχε πάνω-κάτω 2.000 πιστούς οπαδούς που την ακολουθούσαν σε κάθε παιχνίδι, ανεξαρτήτως απόστασης και δυναμικότητας του αντιπάλου. Από το Ίπσουιτς και το Μπρίστολ μέχρι το Τσέλτεναμ, το Χέρεφορντ και το Κόλτσεστερ.
Φαντάσου, για παράδειγμα, τον Ρομπ σε ένα λεωφορείο, ένα βροχερό Σαββατόβραδο του 2009, να επιστρέφει ταλαιπωρημένος από το μακρινό Καρλάιλ, έχοντας κάνει 700 χιλιόμετρα αυθημερόν για ένα παιχνίδι τρίτης κατηγορίας. Σκέψου να υπήρχε τρόπος με μια χρονομηχανή να βρεθείς σ” εκείνο το πούλμαν με τους οπαδούς της Λέστερ, μόνο και μόνο για να μπορείς να παρατηρήσεις τις φάτσες τους όταν τους πεις ότι λίγα χρόνια μετά η αγαπημένη τους ομάδα θα βρίσκεται μόνη πρώτη στη βαθμολογία, με πέντε βαθμούς διαφορά, εννιά παιχνίδια πριν το τέλος. Και όχι στη βαθμολογία της 3ης ή της 2ης κατηγορίας αλλά σ’αυτήν της Πρέμιερ Λιγκ.
Με έναν προπονητή στον πάγκο που λίγο καιρό πριν θα έχει χάσει εντός έδρας ακόμα και από τα Νησιά Φερόε, με αρχηγό έναν Τζαμαϊκανό αμυντικό που θα παίζει μόλις για 2η χρονιά στην Πρέμιερ Λιγκ, με έναν άσημο Γάλλο κόφτη που δεν θα έχει ούτε μια κλήση στις μικρές εθνικές και θα έχει μια χρονιά μόνο προϋπηρεσία σε πρώτη κατηγορία, με έναν άγνωστο Γαλλοαλγερινό στο κέντρο, που θα προέρχεται από μια γαλλική ομάδα δεύτερης κατηγορίας, και με έναν 29χρονο Άγγλο στην επίθεση, που την εποχή εκείνη έκανε καριέρα στις ερασιτεχνικές κατηγορίες της χώρας!
Δεν ήμουν οπαδός της Λέστερ και δεν πρόκειται να γίνω τώρα. Δεν υπάρχει «θέμα μόδας», όπως λένε διάφοροι εκ φύσεως αντιδραστικοί που λατρεύουν τη φράση «έμαθε ο κάθε άσχετος την/τον (όνομα ομάδας/παίκτη που έχει αποκτήσει ξαφνικά υπερβολική φήμη)». Δεν μ’ενδιαφέρει καν να υπεραναλύσω το πως και το γιατί, να ψάξω τη «μυστική συνταγή», να δω πως ακριβώς εξηγείται αυτή η παράλογη πορεία και γιατί ένα τσούρμο μέτριων, κυρίως, παικτών αντέχει τόσους μήνες πάνω από ομάδες εκατοντάδων εκατομμυρίων. Δεν με ενδιαφέρει, όπως ακριβώς δεν ενδιέφερε (σχεδόν) κανέναν πως γίνεται επιστημονικά το σουτ του Ρομπέρτο Κάρλος με τη Γαλλία να σχημάτισε τέτοια απίστευτη καμπύλη. Κάποια πράγματα είναι όμορφα χωρίς να χρειάζονται εξτρά αναλύσεις. Το ποδόσφαιρο, ευτυχώς, είναι γεμάτο από τέτοια.
Απλά χαίρομαι και απολαμβάνω αυτό το παραμύθι που ζει η Λέστερ και μου είναι αδιανόητο να μην το υποστηρίξω. Γιατί πίσω από την πολύ όμορφη ιστορία που ο μικρός τα βάζει στα ίσα, χωρίς βρώμικα τρικ και άσχημο στυλ, με τους μεγάλους και αναπάντεχα τους κερδίζει (η οποία, φυσικά, από μόνη της είναι άξια θαυμασμού και στήριξης, στην εποχή της όλο και αυξανόμενης ανισότητας που ζούμε), υπάρχουν χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες Ρομπ που έβαλαν πλάτη τόσα χρόνια και υπέμειναν τις πίκρες και τα ποδοσφαιρικά σκατά μιας ολόκληρης ζωής ξέροντας ότι το πιθανότερο είναι πως δεν θα πάρουν πίσω τίποτα πέρα από πολύ μικρές, περιστασιακές χαρές.
Έτσι, περισσότερο κι από το να το πάρει για τον Ρανιέρι, τον Βάρντι, τον Μαρέζ, τον Καντέ και όλους τους άλλους άγνωστους, μέχρι πρόσφατα, ήρωες του ρόστερ της, περισσότερο κι από το να το πάρει για όλους τους απλούς ποδοσφαιρόφιλους του πλανήτη που ψάχνουν έναν ακόμα λόγο να αγαπήσουν αυτό το παιχνίδι με το οποίο μεγάλωσαν, η Λέστερ πρέπει να ολοκληρώσει αυτό το ονειρικό ταξίδι και να πάρει αυτό το πρωτάθλημα για όλους τους Ρομπ της κερκίδας της αλλά και για τους Ρομπ όλου του κόσμου, που κάποτε επέλεξαν να στηρίξουν μέχρι τέλους μια μικρή ομάδα, ξέροντας καλά πως τους μεγάλους τελικούς και τα παιχνίδια που κρίνουν τίτλους θα τα βλέπουν από την τηλεόραση.
http://www.sombrero.gr/