Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΔΝΤ: Νέο δάνειο 52 δισ. ευρώ και ρύθμιση χρέους


ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΑΣ
Εκτόξευση του δημόσιου χρέους στο 149,9% του ΑΕΠ το 2020 αντί στόχου για 124% του ΑΕΠ προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο παράλληλα εκτιμά ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί 51,9 δισ ευρώ από τον Οκτώβριο του 2015 έως και το τέλος του 2018, εκ των οποίων τα 36 πρέπει να τα διαθέσει η Ευρωζώνη. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί απαραίτητη νέα διευθέτηση του χρέους με τουλάχιστον τον διπλασιασμό της περιόδου χάριτος που έχει η Ελλάδα για τα δάνεια από την Ευρωζώνη, καθώς και του χρόνου αποπληρωμής τους, ενώ τα νέα δάνεια θα πρέπει να έχουν τους ίδιους ευνοϊκούς όρους. Αν, όμως, επιδεινωθεί η οικονομική δραστηριότητα και ταυτόχρονα μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, τότε θα απαιτείται «κούρεμα» χρέους της τάξης των 30 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με το ΔΝΤ να προτείνει την πλήρη διαγραφή των 53 δισ. ευρώ που έχουν δανείσει στην Ελλάδα οι χώρες της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου ή κάτι αντίστοιχο.


Ολα τα παραπάνω περιλαμβάνονται στην έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) που συνέταξε το ΔΝΤ και η οποία έρχεται σε αντίθεση με εκείνη της Κομισιόν που έχει πολύ πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Σε ό,τι αφορά στις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας το ΔΝΤ εκτιμά ότι αυτές ανέρχονται σε 51,9 δισ ευρώ για το διάστημα Οκτωβρίου 2015 – τέλος 2018, ενώ μέχρι τον Οκτώβριο θεωρεί ότι η χώρα θα καλύψει τις υποχρεώσεις της από τα δάνεια που θα διαθέσει η Ευρωζώνη και από τη χρήση μέρους των 10,9 δισ ευρώ που ήταν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η ανάγκη για επιπλέον δάνειο οφείλεται σε διάφορες αλλαγές των βασικών προβλέψεων που υπήρχαν. Ειδικότερα:

1. Η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα δημιουργεί «τρύπα» 13 δισ ευρώ στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.

2. Οι αποκλίσεις στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων επιβαρύνουν κατά 9 δισ ευρώ τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας. Πλέον εκτιμάται ότι τα ετήσια έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις θα είναι της τάξης των 500 εκατ. ευρώ. Οτιδήποτε παραπάνω θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή χρέους. 

3. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου υπολογίζονται σε περισσότερα από 7 δισ ευρώ. Ετσι, η χώρα θα χρειαστεί νέα δάνεια ύψους τουλάχιστον 5 δισ ευρώ για να τις αποπληρώσει σταδιακά.

4. Ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός από φορείς του Δημοσίου έχει φθάσει στα 10,7 δισ ευρώ και εν μέρει θα πρέπει να αναπληρωθεί. Λαμβάνοντας υπόψη και τα 700 εκατ. ευρώ που χρησιμοποίησε η Ελλάδα για να εξοφλήσει το ΔΝΤ αξιοποιώντας τα κεφάλαια που ήταν κατατεθειμένα στο Ταμείο και θα πρέπει να επιστραφούν, το Ταμείο εκτιμά ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αυξάνονται κατά 6,5 δισ ευρώ. Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι τα κεφάλαια που είχε το ΤΧΣ θα παραμείνουν στην άκρη, για ενδεχόμενες νέες ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

Αρνητικά για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας λειτοργεί κατά το ΔΝΤ τόσο η χαμηλότερη ανάπτυξη από την προβλεπόμενη, όσο και η εκτίμηση για το κόστος δανεισμού του κράτους που από τις αγορές υπολογίζεται στο 6,5% «για αρκετές δεκαετίες».

Σε ό,τι αφορά στο δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ εκτιμά ότι με τα σημερινά δεδομένα το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 149,9% του ΑΕΠ το 2020 (αντί στόχου για 124% του ΑΕΠ), ενώ το 2022 θα υποχωρήσει στο 142,2% του ΑΕΠ έναντι στόχου για επίπεδα χαμηλότερα του 110% του ΑΕΠ.

Οι εκτιμήσεις αυτές γίνονται με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενή πλεονάσματα 1% του ΑΕΠ για φέτος, 2% του ΑΕΠ για το 2016, στο 3% του ΑΕΠ για το 2017, στο 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και όλα τα επόμενα χρόνια. Επίσης, το ονομαστικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 1,2% φέτος, ενώ από το 2016 θα υπάρχει ανάπτυξη της τάξης του 2,8%, το 2017 κατά 4,4% και το 2018 κατά 4,5%.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα για το χρέος που καθιστά κατά το ΔΝΤ μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος είναι η σταδιακή αντικατάσταση του φθηνού δανεισμού από την Ευρωζώνη με τον ακριβό δανεισμό από τις αγορές. «Δεδομένης της εύθραυστης δυναμικής του χρέους, περαιτέρω παραχωρήσεις είναι απαραίτητες για την ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους», υποστηρίζει το ΔΝΤ και με τα παραπάνω δεδομένα προτείνει:

- διπλασιασμό της περιόδου χάριτος στα 20 χρόνια (από 10 που είναι τώρα) των δανείων από την Ευρωζώνη
- διπλασιασμός του χρόνου αποπληρωμής των δανείων αυτών στα 40 έτη (από 20 που είναι σήμερα)
- διατήρηση των υφιστάμενων χαμηλών επιτοκίων δανεισμού για τα νέα δάνεια ύψους 51,9 δισ ευρώ που χρειάζεται η Ελλάδα έως το τέλος του 2018.

Με αυτά τα μέτρα, αν και το χρέος δεν θα μειωθεί στα επίπεδα που προέβλεπε η απόφαση του Νοεμβρίου του 2012 (124% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω του 110% του ΑΕΠ το 2022), οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα είναι κατά μέσο όρο στο 10% του ΑΕΠ ετησίως στην περίοδο 2015 – 2045, που διασφαλίζει την εξυπηρέτηση του χρέους.

Επίσης, το ΔΝΤ θεωρεί ότι υπό αυτές τις προϋποθέσεις το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει «μεγάλες πιθανότητες» να είναι βιώσιμο, επειδή στηρίζεται σε ρεαλιστικότερες από ότι προηγουμένως υποθέσεις.

Ωστόσο, κατά το Ταμείο υπάρχει και χειρότερο σενάριο. Σε αυτό προβλέπεται ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα υποχωρούν στο 2,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και χαμηλότερη ανάπτυξη (στο 1% ετησίως). Σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν αρκετή μόνη η επιπλέον χρηματοδότηση της χώρας και όλα τα παραπάνω μέτρα για το χρέος. Θα χρειαζόταν «σημαντικό “κούρεμα” του χρέους, για παράδειγμα με πλήρη διαγραφή των 53,1 δισ ευρώ (σ.σ. διμερή δάνεια πρώτου Μνημονίου) ή κάτι αντίστοιχο», όπως αναφέρει το ΔΝΤ.

Σε αυτή την περίπτωση το ύψος του χρέους θα μειώνονταν αμέσως, αλλά το Ταμείο υποστηρίζει ότι θα παρέμενε «κολλημένο» στο νέο το επίπεδο λόγω της χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης και των μειωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων.

http://www.kathimerini.gr