Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Διαπραγμάτευση της Λαϊκής εντολής, αντί του Χρέους;


        Toυ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΒΟΥΡΑ
Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους λεγόμενους θεσμούς με σκοπό την υπογραφή συμφωνίας η οποία θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης από το ΔΝΤ, την επιστροφή των κερδών από τα Ελληνικά ομόλογα, την έναρξη της υλοποίησης του λεγόμενου πακέτου Γιούγκερ, την διασφάλιση της ρευστότητας στις τράπεζες από την ΕΚΤ.

Τα βασικά ζητήματα που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εκ μέρους της κυβέρνησης είναι: οι καλύτεροι όροι αποπληρωμής του χρέους και η αδιάλειπτη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος, η συνέχιση της καταβολής των δόσεων και ίσως ένα νέο πρόγραμμα, το χαλάρωμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η παραμονή στην ΟΝΕ και την ΕΕ.

Αυτό το πακέτο της διαπραγμάτευσης έχει να κάνει με τα συμφέροντα του έθνους των τραπεζιτών, των εφοπλιστών, των καπιταλιστών.

Η αποκατάσταση των ΣΣΕ και των μισθών και το φρενάρισμα της παραπέρα μείωσης των συντάξεων και της υπερφορολόγησης, η 13η σύνταξη, ο περιορισμός των απολύσεων, η κυριακάτικη αργία και η διαγραφή του χρέους, που δεν βρίσκεται πλέον στην ατζέντα, αφορούν στο έθνος των εργατών και του εργαζόμενου λαού.


Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται επίσης το ζήτημα της συνέχισης των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, πράγμα στο οποίο αντιδρά η εργατική πλευρά και παλεύει να τις αποτρέψει γνωρίζοντας ότι οι ιδιωτικοποιήσεις συνοδεύονται από απολύσεις και συρρίκνωση των δικαιωμάτων και κατακτήσεών της.

Σε αυτή την διαπραγμάτευση η κυβέρνηση φαίνεται να υποχωρεί σε σχέση με τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα και σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε αν δούμε ψύχραιμα τα δεδομένα.

Για να υπογραφεί συμφωνία οι λεγόμενοι θεσμοί απαιτούν:
την απόσυρση και τη μη κατάθεση προς ψήφιση στη βουλή, του νομοσχεδίου που αφορά στην αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ΣΣΕ, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου και τις εργασιακές σχέσεις
την παραπέρα εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και την ύψωση εμποδίων στο δικαίωμα της απεργίας
την παραπέρα αύξηση του ορίου και την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων
την μείωση των συντάξεων και την παραπέρα αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και των απαιτούμενων ενσήμων για θεμελίωση σύνταξης από την 15ετία και τα 4.500 ένσημα, στην 20ετία και τα 6.000 ένσημα και την μη υλοποίηση της δέσμευσης της κυβέρνησης για την 13η σύνταξη
την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τα ταμεία και την παραπέρα μείωση μέχρι την πλήρη κατάργηση των επικουρικών συντάξεων
την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας
την συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και της υπερφορολόγησης για να διασφαλίσουν την είσπραξη των κεφαλαίων τους
την συνέχιση και επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων, των λιμανιών, αεροδρομίων κ.α.

Οι απαιτήσεις αυτές, στο μεγαλύτερο μέρος τους, βρίσκουν σύμφωνη την ντόπια αστική τάξη.
Η ΕΕ, το ΔΝΤ, και η ΕκΤ, δεν πρόκειται να υπογράψουν συμφωνία αν η κυβέρνηση δεν δεσμευτεί για την υλοποίηση των μέτρων αυτών, άμεσα ή βραχυπρόθεσμα, αν δηλαδή δεν δεσμευτεί για την συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και των μνημονίων.

Η κυβέρνηση πάνω στα ζητήματα αυτά έχει ήδη υποχωρήσει σε σχέση με τις δεσμεύσεις της απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι δεν καταθέτει, για παράδειγμα, το νομοσχέδιο για τις ΣΣΕ και την αύξηση του κατώτατου μισθού το οποίο έχει εξαγγείλει και ήταν να το καταθέσει πριν το Πάσχα, για να μην θεωρηθεί μονομερής ενέργεια, παρόλο που δεσμεύτηκε δημόσια για αυτό και μάλιστα το ξεχώρισε από τις απαιτήσεις των δανειστών. Όπως δεν καταργεί και την υπερφορολόγηση, τον ΕΝΦΙΑ κ.α.
Η υποχώρηση της κυβέρνησης δείχνει ενδοτισμό και αποτυχία της κυβερνητικής στρατηγικής σε σχέση με την δέσμευσή της για την αδιαπραγμάτευτη υλοποίηση του προγράμματος της, ανεξάρτητα δηλαδή από το τι θα πουν οι «θεσμοί» και ανεξάρτητα από το ζήτημα του χρέους, το οποίο αφορούσε άλλη ατζέντα, αυτή της διαπραγμάτευσης.

Αυτό που βλέπουμε να γίνεται τώρα με την διαπραγμάτευση, είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό για το οποίο ψηφίστηκε η κυβέρνηση και δεσμεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ: βλέπουμε την κυβέρνηση να διαπραγματεύεται το πρόγραμμά της, για το οποίο ψηφίστηκε από το λαό και πήρε σαφέστατη εντολή να το υλοποιήσει, και να μην διαπραγματεύεται το χρέος στην κατεύθυνση της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του! Η κυβέρνηση άλλαξε εντελώς την ατζέντα!

Η λεπτή κόκκινη γραμμή, σαν το έσχατο σημείο υποχώρησης, έχει ήδη παραβιαστεί.

Αυτό ονομάζεται και είναι, στρατηγική αποτυχία και υποχώρηση της κυβέρνησης από τις δεσμεύσεις της στο λαό, έναντι των απαιτήσεων των τοκογλύφων.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης για τα όρια της εντολής (εντός της ευρωζώνης-στο βαθμό που αυτό ισχύει), δεν αλλάζει τον σαφέστατο χαρακτήρα της λαϊκής εντολής για την κατάργηση των μνημονίων και δεν δείχνει τίποτα άλλο, για την κυβέρνηση, πέρα από την δογματική προσήλωση στην ΟΝΕ και την ΕΕ, η οποία συμπίπτει, εντάσσεται και εξυπηρετεί την αστική στρατηγική.

Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως, το οποίο έχει άμεση σχέση με τα ταξικά συμφέροντα που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι το ζήτημα της εξουσίας το οποίο έχει τεθεί εκ των πραγμάτων.

Για να ξεπεράσει την κρίσης της η αστική τάξη ακολούθησε την πολιτική των μνημονίων, μειώνοντας τους μισθούς, εντείνοντας την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, απολύοντας μαζικά και λεηλατώντας δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών.

Η ιδιωτικοποίηση, το ξεπούλημα, της δημόσιας περιουσίας για να δημιουργηθεί ζωτικός χώρος για το κεφάλαιο και η καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων για την απόσπαση της υπεραξίας που νέμονταν όλο αυτό το διάστημα αυτά τα στρώματα προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, είναι επίσης πλευρές αυτής της πολιτικής χάριν της οποίας η αστική τάξη διέρρηξε όλες τις συμμαχίες της με τα μεσαία στρώματα και την εργατική τάξη.

Η εργατική τάξη και τα άλλα στρώματα αντέδρασαν και τέθηκε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας στην ημερήσια διάταξη. Και αυτό διότι «η αστική τάξη αποδείχθηκε ανίκανη να κυριαρχεί γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή αντί να τρέφεται η ίδια απ' αυτόν».

Η είσοδος και η παραμονή στο μνημόνιο αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί, την μοναδική πολιτική της αστικής τάξης για την έξοδο από την κρίση της.

Οι συνέπειες από αυτή την πολιτική οδήγησαν την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα να εγκαταλείψουν τα κόμματα της αστικής τάξης και να αναζητήσουν διέξοδο στην Αριστερά. Με διάφορους τρόπους λοιπόν τέθηκε το ζήτημα της εξουσίας.

Σε αυτές τις συνθήκες ο οποιασδήποτε συμβιβασμός αυτή τη στιγμή θα είναι υποταγή, αφού έχει τεθεί, έχει ανοίξει αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας, και οποιαδήποτε συμφωνία με τους λεγόμενους θεσμούς, με δεδομένες πλέον τις απαιτήσεις τους, σημαίνει υποταγή.
Πράγμα που θα κλείσει και θα σφραγίσει το ζήτημα της εξουσίας και θα σημάνει το πισωγύρισμα.

Για το λόγο αυτό το εργατικό κίνημα πρέπει να παρέμβει άμεσα στις εξελίξεις και να κάνει το επόμενο βήμα μπροστά: να αμφισβητήσει και να μην επιτρέψει το συμβιβασμό, να αποτρέψει το πισωγύρισμα στα μνημόνια, στην λεηλασία και τις στερήσεις και στην αντίδραση.

Κρίσιμο ζήτημα που θα κρίνει εν πολλοίς την εξέλιξη των πραγμάτων, αποτελεί η ανάληψη πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με τους δανειστές-τοκογλύφους, από αναγνωρίσιμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της ίδιας της κυβέρνησης διότι, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτή τη στιγμή μια μαζική αντίσταση στον διαφαινόμενο συμβιβασμό και την υποταγή, και με προοπτική εξουσίας, δεν μπορεί να προκύψει διαφορετικά. Ούτε πρόκειται να αναλάβουν τέτοια ευθύνη μεσαία ή κατώτερα στελέχη. Ως εκ τούτου, τίθεται άμεσα το ερώτημα: ποιος, ή ποιοι θα σηκώσουν τη σημαία της αντίστασης και θα αναλάβουν την ευθύνη για την σύγκρουση και τις συνέπειές της, και θα μπουν μπροστά για να αποτρέψουν το πισωγύρισμα;

Τα κεντρικά στελέχη που καταθέτουν προσθήκες, τροπολογίες ή πλατφόρμες στην κατεύθυνση της εργατικής αντεπίθεσης θα αναλάβουν την ιστορική ευθύνη αυτής της αντεπίθεσης ή θα συνεχίσουν να καλύπτονται πίσω από κομματικούς συσχετισμούς;


http://www.iskra.gr