Του Νίκου Νούλα
Α) Έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική; (1)
Η πολιτική απόφαση του 1ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ σκιαγράφησε (εννοώ: περιέγραψε μεν, με “σκιές” δε) μια αριστερή κυβερνητική στρατηγική: κατάργηση του μνημονίου – επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μετατροϊκανή εποχή, νέα ριζοσπαστική λαϊκή μεταπολίτευση, παραγωγική ανασυγκρότηση, αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ενίσχυση της λαϊκής και ειδικά της νεολαιίστικης συμμετοχής. Μάλιστα, το συγκεκριμένο ντοκουμέντο σε ένα σημείο του τονίζει: «Δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες [sic] απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε με οποιαδήποτε εξέλιξη, βέβαιοι ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει».
Από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης τέθηκε στο λαό το πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησης, γνωστό ως «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με μια άποψη, επρόκειτο για συγκεκριμενοποίηση της στρατηγικής με κατάθεση συγκεκριμένων δεσμεύσεων, οι οποίες δε νοούνταν χωρίς την έναρξη εφαρμογής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιτάχθηκε, όμως, η άποψη ότι από το Σεπτέμβρη του 2014 βρισκόμασταν ήδη μπροστά σε μια σιωπηρή και σταδιακή εγκατάλειψη των συνεδριακών αποφάσεων του κόμματος.
Β) Έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική; (2)
Η προ τετραμήνου ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, σήμανε την εφαρμογή στην πράξη μιας διαφορετικής στρατηγικής, του λεγόμενου «έντιμου συμβιβασμού» μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και τρόικας. Βασικό στοιχείο της υποτίθεται ότι θα ήταν ο η «διαπραγμάτευση με σκοπό την αμοιβαία επωφελή συμφωνία». Η “ελληνική πλευρά” ανέλαβε τη δέσμευση της αποδοχής του πλαισίου το οποίο ορίζει η τρόικα της ΕΕ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ΔΝΤ («όχι μονομερείς ενέργειες»), ζητώντας παράλληλα παροχή δυνατότητας άσκησης οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, και αυτό βιώνουμε έντονα τούτες τις μέρες, η αποδοχή του πλαισίου σημαίνει: α) εκχώρηση της εκτελεστικής εξουσίας στην τρόικα (επιτροπεία) και β) ωμή παρέμβαση των “θεσμών” του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας (πολιτική ταπείνωσης των Φόρου Υποτελών).
Η παραδοξότητα της ύπαρξης των παραπάνω φαινομένων υπό αριστερή διακυβέρνηση είναι μόνο φαινομενική. Ας μην ξεχνάμε ότι, πολλές φορές στο παρελθόν, και πολύ περισσότερο σε ιστορικές καμπές, πολιτικά υποκείμενα εξωθήθηκαν από υπέρτερες δυνάμεις ή οδηγήθηκαν από τη διαστρεβλωμένη αυτοεικόνα τους στο να παίξουν ιστορικούς ρόλους εντελώς άσχετους με τις αρχικές τους προθέσεις.
Μπροστά στην επικείμενη ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης από τους εταίρους, διαγράφεται η πιθανότητα προσφυγής στις κάλπες, «αναβάπτισης στη λαϊκή εντολή», όπως ευσχήμως λέγεται η κατάρρευση των προσδοκιών της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για αμοιβαία αποδεκτή λύση με τις ...εταίρες κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ.
Γ) Θα αξίζει τη στήριξή μας μια τέτοια τακτική;
Υπό προϋποθέσεις ναι: την αυτοκριτική της κυβέρνησης στο λαό και στο κόμμα, την ειλικρινή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα, τη συμπόρευση με το λαό, το ξεκαθάρισμα των προθέσεων της κυβέρνησης. Δηλαδή, με άλλα λόγια, θα αξίζει μια τέτοια τακτική επιλογή, μόνο στο βαθμό που θα είναι αφετηρία για αλλαγή στρατηγικής. Στην αντίθετη – και πιθανότερη για μένα - περίπτωση, είτε εργαλειακής χρησιμοποίησης των εκλογών για τη μετάθεση των ευθυνών στους πολίτες και χρέωσης εν τέλει σε αυτούς του συνολικού πολιτικού λογαριασμού, είτε, ακόμα χειρότερα, αποκόμισης πολιτικής υπεραξίας μέσω του εξιλασμού, είτε, κατάπτυστα, συναισθηματικού εκβιασμού των πολιτών μέσω της θυματοποίησης ή πολιτικού εκβιασμού μέσω της επίκλησης στο πατριωτικό καθήκον των Ελλήνων, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα αξίζει την περιφρόνησή μας. Σε αυτή την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει επικυρώσει την εκτίμηση πολλών συντρόφων –εμού συμπεριλαμβανομένου- ότι δεν είναι πια ένα ταλαντευόμενος αριστερός σχηματισμός, αλλά ένα λαϊκιστικό κόμμα χειρισμού του θυμικού του λαού και κατευνασμού της πολιτικής του δυναμικής.
Δ) Ρήξη τώρα με τους δανειστές;
Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι στην αποτυχία της εφαρμοζόμενης στρατηγικής, αντιτείνεις μια εναλλακτική στρατηγική· όχι επιμέρους τακτικές κινήσεις. Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος της αριστερής αντιπολίτευσης στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πέραν αυτού, προτείνει διορθώσεις στη γραμμή που περισσότερο μοιάζουν με αλλαγή τακτικής. Η επιμονή σε «ρήξη τώρα με τους δανειστές», ενώ δεν έχει γίνει καμία προετοιμασία σε κανέναν τομέα της υλικής βάσης και της ιδεολογικο-πολιτικής υπερδομής, αντίθετα έχουν υπάρξει σημαντικά πισωγυρίσματα και στα δύο, είναι μια ξεκομμένη τακτική πρόταση. Έτσι, αυτό που ήταν η σωστή γραμμή ένα προηγούμενο διάστημα, φαντάζει τώρα προσπάθεια σαφούς διαχωρισμού από τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την πολιτική διάσωση και τη θορυβώδη φίλαυτη αυτοπροβολή.
Αν δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αν δηλαδή τελικά μιλάμε για μια τακτική πρόταση που σκοπεύει να βγει από τα αμφιθέατρα για να πραγματοποιηθεί, τότε μιλάμε για ένα ανεύθυνο πολιτικό τυχοδιωκτισμό, μια κίνηση καιροσκόπων πολιτικών, το είδος των οποίων πάντα ευδοκιμεί σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Διότι, χωρίς οικοδόμηση των στοιχειωδών προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή μάχης με την Τρόικα, είναι μαθηματικά βέβαιη η ταπεινωτική ήττα της ελληνικής κυβέρνησης και κατ’ επέκταση του ελληνικού λαού. [Να τι μου ήρθε τώρα στο μυαλό: Στα χωριά των Σφακίων είχα γνωρίσει έναν ηλικιωμένο, σεμνό και λεβεντόψυχο. Δείχνοντάς μου μια παλιά φωτογραφία του με άλλους δύο νεαρούς, μου διηγήθηκε ότι οι τρεις αυτοί φαντάροι του οχυρού του Ρούπελ είχαν σκάψει παρέκει τους τάφους τους και έβγαλαν μαζί μια φωτογραφία. Η γερμανική επίθεση στο οχυρό ήταν θέμα ημερών. «Ή θα κρατήσουμε το πέρασμα, ή θα ταφούμε εδώ». Τελικά, αν δε με απατά η μνήμη μου, ο ένας από τους τρεις φίλους σκοτώθηκε, οι άλλοι δύο επέζησαν. Όταν κατέρρεε το ελληνικό μέτωπο το 1941, το Ρούπελ ακόμα μάχονταν. Τελικά, επειδή ο εχθρός είχε διεισδύσει από πολλές μεριές, ακόμα και από το συγκεκριμένο στενό, το ύψωμα παραδόθηκε. Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί, όταν ως πολιτικός φορέας και κυβέρνηση έχεις βάλει το χεράκι σου για να “πέσουν” τόσα μέτωπα, και πιο πολύ η διάθεση του λαού για ριζικές αλλαγές, το κάλεσμα σε γενική επίθεση – «ρήξη τώρα με τους δανειστές» μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: είτε ένα ευχολόγιο, ένα σύνθημα ιδεολογικής ζύμωσης για το επέκεινα, είτε έναν αριστερισμό προορισμένο να αναδιπλωθεί στην πρώτη δυσκολία (βλ. άτακτη υποχώρηση της Κυπριακής ηγεσίας τον Μάρτιο του 2013)]
Ε) Ρήξη για πυροδότηση της κρίσης της ΕΕ;
Η κρίση της ΕΕ είναι δεδομένη και αφορά κυρίως στο ποιες δυνάμεις θα ηγεμονεύσουν στο εσωτερικό της, σε ένα περιβάλλον οικονομικής και νομισματικής κρίσης και αναδιάταξης των ισορροπιών. Είναι πιθανό, και έχει γίνει στην ιστορία, πχ πυροδότηση Α’ παγκόσμιου πολέμου, ένα δευτερεύον γεγονός να αποτελέσει θρυαλλίδα ευρύτατων εξελίξεων. Το είπε καθαρά ο υπουργός εθνικής άμυνας, Π. Καμμένος: «Αν δεν πάρουμε αυτό που θέλουμε, θα το κάνουμε Κούγκι». Αλλά είναι βέβαιο ότι το Κούγκι θα ανατιναχτεί; Και, αν ναι, ποιο το όφελος για τον μπουρλοτιέρη; Αποτελεί αριστερή στρατηγική η απειλή της απασφαλισμένης χειρομβομβίδας, το «θα πάρω πολλούς μαζί μου»; Η επαγγελία της νέας μεταπολίτευσης τροφοδοτείται από την απόγνωση ή από την ελπίδα;
ΣΤ) Ποια η εναλλακτική στρατηγική;
Κάνοντας τις παραπάνω εκτιμήσεις, είναι φανερό ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια περίπλοκη κατάσταση οικονομικής, αλλά και πολιτικής, θεσμικής και εννοιολογικής κρίσης. Το «τι είναι αυτό που είναι», είτε αφορά πολιτικά, είτε ατομικά υποκείμενα, κλυδωνίζεται. Η αλλαγή πορείας της χώρας, σημαίνει πρώτα και κύρια αλλαγή πορείας της αριστεράς. Αλλά τι σημαίνει πια αριστερά στην Ελλάδα;
http://tsak-giorgis.blogspot.gr
Α) Έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική; (1)
Η πολιτική απόφαση του 1ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ σκιαγράφησε (εννοώ: περιέγραψε μεν, με “σκιές” δε) μια αριστερή κυβερνητική στρατηγική: κατάργηση του μνημονίου – επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μετατροϊκανή εποχή, νέα ριζοσπαστική λαϊκή μεταπολίτευση, παραγωγική ανασυγκρότηση, αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ενίσχυση της λαϊκής και ειδικά της νεολαιίστικης συμμετοχής. Μάλιστα, το συγκεκριμένο ντοκουμέντο σε ένα σημείο του τονίζει: «Δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες [sic] απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε με οποιαδήποτε εξέλιξη, βέβαιοι ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει».
Από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης τέθηκε στο λαό το πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησης, γνωστό ως «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με μια άποψη, επρόκειτο για συγκεκριμενοποίηση της στρατηγικής με κατάθεση συγκεκριμένων δεσμεύσεων, οι οποίες δε νοούνταν χωρίς την έναρξη εφαρμογής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιτάχθηκε, όμως, η άποψη ότι από το Σεπτέμβρη του 2014 βρισκόμασταν ήδη μπροστά σε μια σιωπηρή και σταδιακή εγκατάλειψη των συνεδριακών αποφάσεων του κόμματος.
Β) Έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική; (2)
Η προ τετραμήνου ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, σήμανε την εφαρμογή στην πράξη μιας διαφορετικής στρατηγικής, του λεγόμενου «έντιμου συμβιβασμού» μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και τρόικας. Βασικό στοιχείο της υποτίθεται ότι θα ήταν ο η «διαπραγμάτευση με σκοπό την αμοιβαία επωφελή συμφωνία». Η “ελληνική πλευρά” ανέλαβε τη δέσμευση της αποδοχής του πλαισίου το οποίο ορίζει η τρόικα της ΕΕ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ΔΝΤ («όχι μονομερείς ενέργειες»), ζητώντας παράλληλα παροχή δυνατότητας άσκησης οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, και αυτό βιώνουμε έντονα τούτες τις μέρες, η αποδοχή του πλαισίου σημαίνει: α) εκχώρηση της εκτελεστικής εξουσίας στην τρόικα (επιτροπεία) και β) ωμή παρέμβαση των “θεσμών” του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας (πολιτική ταπείνωσης των Φόρου Υποτελών).
Η παραδοξότητα της ύπαρξης των παραπάνω φαινομένων υπό αριστερή διακυβέρνηση είναι μόνο φαινομενική. Ας μην ξεχνάμε ότι, πολλές φορές στο παρελθόν, και πολύ περισσότερο σε ιστορικές καμπές, πολιτικά υποκείμενα εξωθήθηκαν από υπέρτερες δυνάμεις ή οδηγήθηκαν από τη διαστρεβλωμένη αυτοεικόνα τους στο να παίξουν ιστορικούς ρόλους εντελώς άσχετους με τις αρχικές τους προθέσεις.
Μπροστά στην επικείμενη ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης από τους εταίρους, διαγράφεται η πιθανότητα προσφυγής στις κάλπες, «αναβάπτισης στη λαϊκή εντολή», όπως ευσχήμως λέγεται η κατάρρευση των προσδοκιών της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για αμοιβαία αποδεκτή λύση με τις ...εταίρες κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ.
Γ) Θα αξίζει τη στήριξή μας μια τέτοια τακτική;
Υπό προϋποθέσεις ναι: την αυτοκριτική της κυβέρνησης στο λαό και στο κόμμα, την ειλικρινή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα, τη συμπόρευση με το λαό, το ξεκαθάρισμα των προθέσεων της κυβέρνησης. Δηλαδή, με άλλα λόγια, θα αξίζει μια τέτοια τακτική επιλογή, μόνο στο βαθμό που θα είναι αφετηρία για αλλαγή στρατηγικής. Στην αντίθετη – και πιθανότερη για μένα - περίπτωση, είτε εργαλειακής χρησιμοποίησης των εκλογών για τη μετάθεση των ευθυνών στους πολίτες και χρέωσης εν τέλει σε αυτούς του συνολικού πολιτικού λογαριασμού, είτε, ακόμα χειρότερα, αποκόμισης πολιτικής υπεραξίας μέσω του εξιλασμού, είτε, κατάπτυστα, συναισθηματικού εκβιασμού των πολιτών μέσω της θυματοποίησης ή πολιτικού εκβιασμού μέσω της επίκλησης στο πατριωτικό καθήκον των Ελλήνων, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα αξίζει την περιφρόνησή μας. Σε αυτή την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει επικυρώσει την εκτίμηση πολλών συντρόφων –εμού συμπεριλαμβανομένου- ότι δεν είναι πια ένα ταλαντευόμενος αριστερός σχηματισμός, αλλά ένα λαϊκιστικό κόμμα χειρισμού του θυμικού του λαού και κατευνασμού της πολιτικής του δυναμικής.
Δ) Ρήξη τώρα με τους δανειστές;
Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι στην αποτυχία της εφαρμοζόμενης στρατηγικής, αντιτείνεις μια εναλλακτική στρατηγική· όχι επιμέρους τακτικές κινήσεις. Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος της αριστερής αντιπολίτευσης στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πέραν αυτού, προτείνει διορθώσεις στη γραμμή που περισσότερο μοιάζουν με αλλαγή τακτικής. Η επιμονή σε «ρήξη τώρα με τους δανειστές», ενώ δεν έχει γίνει καμία προετοιμασία σε κανέναν τομέα της υλικής βάσης και της ιδεολογικο-πολιτικής υπερδομής, αντίθετα έχουν υπάρξει σημαντικά πισωγυρίσματα και στα δύο, είναι μια ξεκομμένη τακτική πρόταση. Έτσι, αυτό που ήταν η σωστή γραμμή ένα προηγούμενο διάστημα, φαντάζει τώρα προσπάθεια σαφούς διαχωρισμού από τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την πολιτική διάσωση και τη θορυβώδη φίλαυτη αυτοπροβολή.
Αν δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αν δηλαδή τελικά μιλάμε για μια τακτική πρόταση που σκοπεύει να βγει από τα αμφιθέατρα για να πραγματοποιηθεί, τότε μιλάμε για ένα ανεύθυνο πολιτικό τυχοδιωκτισμό, μια κίνηση καιροσκόπων πολιτικών, το είδος των οποίων πάντα ευδοκιμεί σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Διότι, χωρίς οικοδόμηση των στοιχειωδών προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή μάχης με την Τρόικα, είναι μαθηματικά βέβαιη η ταπεινωτική ήττα της ελληνικής κυβέρνησης και κατ’ επέκταση του ελληνικού λαού. [Να τι μου ήρθε τώρα στο μυαλό: Στα χωριά των Σφακίων είχα γνωρίσει έναν ηλικιωμένο, σεμνό και λεβεντόψυχο. Δείχνοντάς μου μια παλιά φωτογραφία του με άλλους δύο νεαρούς, μου διηγήθηκε ότι οι τρεις αυτοί φαντάροι του οχυρού του Ρούπελ είχαν σκάψει παρέκει τους τάφους τους και έβγαλαν μαζί μια φωτογραφία. Η γερμανική επίθεση στο οχυρό ήταν θέμα ημερών. «Ή θα κρατήσουμε το πέρασμα, ή θα ταφούμε εδώ». Τελικά, αν δε με απατά η μνήμη μου, ο ένας από τους τρεις φίλους σκοτώθηκε, οι άλλοι δύο επέζησαν. Όταν κατέρρεε το ελληνικό μέτωπο το 1941, το Ρούπελ ακόμα μάχονταν. Τελικά, επειδή ο εχθρός είχε διεισδύσει από πολλές μεριές, ακόμα και από το συγκεκριμένο στενό, το ύψωμα παραδόθηκε. Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί, όταν ως πολιτικός φορέας και κυβέρνηση έχεις βάλει το χεράκι σου για να “πέσουν” τόσα μέτωπα, και πιο πολύ η διάθεση του λαού για ριζικές αλλαγές, το κάλεσμα σε γενική επίθεση – «ρήξη τώρα με τους δανειστές» μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: είτε ένα ευχολόγιο, ένα σύνθημα ιδεολογικής ζύμωσης για το επέκεινα, είτε έναν αριστερισμό προορισμένο να αναδιπλωθεί στην πρώτη δυσκολία (βλ. άτακτη υποχώρηση της Κυπριακής ηγεσίας τον Μάρτιο του 2013)]
Ε) Ρήξη για πυροδότηση της κρίσης της ΕΕ;
Η κρίση της ΕΕ είναι δεδομένη και αφορά κυρίως στο ποιες δυνάμεις θα ηγεμονεύσουν στο εσωτερικό της, σε ένα περιβάλλον οικονομικής και νομισματικής κρίσης και αναδιάταξης των ισορροπιών. Είναι πιθανό, και έχει γίνει στην ιστορία, πχ πυροδότηση Α’ παγκόσμιου πολέμου, ένα δευτερεύον γεγονός να αποτελέσει θρυαλλίδα ευρύτατων εξελίξεων. Το είπε καθαρά ο υπουργός εθνικής άμυνας, Π. Καμμένος: «Αν δεν πάρουμε αυτό που θέλουμε, θα το κάνουμε Κούγκι». Αλλά είναι βέβαιο ότι το Κούγκι θα ανατιναχτεί; Και, αν ναι, ποιο το όφελος για τον μπουρλοτιέρη; Αποτελεί αριστερή στρατηγική η απειλή της απασφαλισμένης χειρομβομβίδας, το «θα πάρω πολλούς μαζί μου»; Η επαγγελία της νέας μεταπολίτευσης τροφοδοτείται από την απόγνωση ή από την ελπίδα;
ΣΤ) Ποια η εναλλακτική στρατηγική;
Κάνοντας τις παραπάνω εκτιμήσεις, είναι φανερό ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια περίπλοκη κατάσταση οικονομικής, αλλά και πολιτικής, θεσμικής και εννοιολογικής κρίσης. Το «τι είναι αυτό που είναι», είτε αφορά πολιτικά, είτε ατομικά υποκείμενα, κλυδωνίζεται. Η αλλαγή πορείας της χώρας, σημαίνει πρώτα και κύρια αλλαγή πορείας της αριστεράς. Αλλά τι σημαίνει πια αριστερά στην Ελλάδα;
http://tsak-giorgis.blogspot.gr