Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

25 χρόνια μετασοβιετικής Ρωσίας: Οι σοβαρές προκλήσεις για το νεαρό κράτος


Αλεξέι Τιμοφέιτσεφ, RBTH
Η Ρωσία γιορτάζει τα 25 χρόνια της μετασοβιετικής κρατικής υπόστασής της. Συνοψίζοντας όσα έγιναν σ’ αυτά τα χρόνια, ειδικοί ισχυρίζονται ότι η μετασοβιετική Ρωσία εδραιώθηκε ως κράτος, αλλά εκφράζουν και τους προβληματισμούς τους.
Αποτιμώντας την 25χρονη περίοδο της οικοδόμησης της ρωσικής κρατικής οντότητας, οι ειδικοί οδηγούνται στο συμπέρασμα πως, παρότι το νέο ρωσικό κράτος εδραιώθηκε και αναπτύσσεται, έχει μπροστά του ακόμη πολλές -ιδιαίτερα σοβαρές- προκλήσεις, στις οποίες καλείται να βρει απαντήσεις.

Αναφερόμενοι στη μετασοβιετική Ρωσία, οι αναλυτές κλίνουν προς την εκτίμηση πως, στα βασικά χαρακτηριστικά του, το νέο ρωσικό κράτος έχει ανταποκριθεί στη δοκιμασία του χρόνου. Ταυτόχρονα όμως, άπαντες σημειώνουν τον αντιφατικό χαρακτήρα του. Όπως εκτιμούν ορισμένοι, αυτό πηγάζει από τον διφορούμενο χαρακτήρα του κειμένου σχετικά με την ανακήρυξη της κυριαρχίας της Ρωσίας στα πλαίσια της ΕΣΣΔ, καθότι η Ρωσική Ομοσπονδία ήταν το κύριο δομικό στοιχείο του οικοδομήματος της Ένωσης, η οποία έπαψε να υφίσταται το Δεκέμβριο του 1991.

«Το τελευταίο καρφί»

Όπως ανέφερε στη RBTH ο Ντμίτρι Αντρέεφ, ιστορικός και πολιτικός επιστήμων από το Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας, «η ίδια η Διακήρυξη της κρατικής κυριαρχίας της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ήταν ένα πολύ αντιφατικό φαινόμενο. Από τη μια, προκαθόρισε τη διάλυση της ΕΣΣΔ, και από την άλλη διατήρησε την επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Ο ίδιος θεωρεί ότι η Διακήρυξη ήταν «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ΕΣΣΔ». Ωστόσο, άλλο σενάριο δεν μπορούσε να υπάρξει, και «υιοθετήθηκε η καλύτερη εκ των χειρότερων επιλογών», επειδή οι δυνατότητες που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί η ακεραιότητα της χώρας, είχαν πλέον χαθεί.
Σύμφωνα με τον Μπορίς Σμέλιεφ, επικεφαλής του Κέντρου πολιτικών μελετών του Ινστιτούτου Οικονομίας, «ο ρωσικός λαός ουσιαστικά παραιτήθηκε από ένα τμήμα του ίδιου του εαυτού του», διότι «η Σοβιετική Ένωση ήταν επίσης και μια μεγάλη ιστορική Ρωσία».

Ασταθής κρατική υπόσταση

Η Διακήρυξη

Η Διακήρυξη της κρατικής κυριαρχίας της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας εγκρίθηκε από το Α΄ Συνέδριο λαϊκών αντιπροσώπων της Σοβιετικής Ρωσίας στις 12 Ιουνίου του 1990. Στο έγγραφο γινόταν λόγος για «αποφασιστικότητα να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, τμήματος μιας ανανεωμένης ΕΣΣΔ». Η Διακήρυξη καθιστούσε ως ανώτατη την ισχύ του Συντάγματος και των νόμων της Δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και κατοχύρωνε το δικαίωμα της εθελούσιας εξόδου από την ΕΣΣΔ. 
Όπως τονίζει ο αναλυτής, αν και τα προηγούμενα 25 χρόνια η Ρωσία κατάφερε να δημιουργήσει θεσμούς διακυβέρνησης και κοινωνίας των πολιτών, καθώς και να ρυθμίσει το οικονομικό σύστημα, η ρωσική κρατική οργάνωση δεν κατάφερε παρ’ όλα αυτά να αποκτήσει την αναγκαία σταθερότητα. Κατά τον Σμέλιεφ, αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι η Ρωσία δεν έχει κατορθώσει ακόμη να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Προσδιορίζοντας, σε συνέντευξή του στη RBTH, την άποψή του για τα προβλήματα της μετασοβιετικής Ρωσίας, ο ειδικός ανέφερε πως «αν και αυτό είναι ήπιας μορφής, διαθέτουμε πάντως ένα αυταρχικό καθεστώς. Δεν αναπτύχθηκε ένα σύστημα ανασχέσεων και αντίβαρων. Το Κοινοβούλιο δεν εκπληρώνει πλήρως το ρόλο του, και αποτελεί απλώς μια μηχανή ψηφοφοριών. Δεν εμφανίστηκε ένα σταθερό κομματικό σύστημα. Υπάρχει μεγάλη διαφθορά…».
Πολλοί έχουν παράπονα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του ρωσικού πολιτικού συστήματος. Όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εθνικής Στρατηγικής, Μιχαήλ Ρέμιζοφ, στη Ρωσία δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα ένα σταθερό δημοκρατικό σύστημα, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα βλέπαμε «μια δημόσια αλλαγή της εξουσίας μέσα από τον ανταγωνισμό εναλλακτικών ομάδων». Αναπτύσσοντας την άποψή του, ο πολιτικός επιστήμων ανέφερε στη RBTH ότι στη Ρωσία «εναλλαγή των ομάδων εξουσίας μέσω ενός δημόσιου ανταγωνισμού ουσιαστικά δεν συνέβη, λειτουργεί ο μηχανισμός της διαδοχής, μια άτυπη προεδρική δυναστεία».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα τέτοιο σύστημα έχει και τα πλεονεκτήματά του από την άποψη ότι η εξουσία είναι συμπαγής και η χώρα ξεπερνά αποτελεσματικά τις κρίσεις. Σημειώνοντας τον εν γένει θετικό ρόλο του θεσμού της ισχυρής προεδρικής εξουσίας στη Ρωσία, ο αναλυτής την αποκάλεσε «ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο στηρίζεται το εθνικό οικοδόμημα».

Η αγάπη του Γέλτσιν για την εξουσία

Η παράδοση της ισχυρής προεδρικής εξουσίας στη σύγχρονη Ρωσία είχε θεμελιωθεί από τον πρώτο μετασοβιετικό πρόεδρο, Μπορίς Γέλτσιν. Παρότι σήμερα κάποιοι χαρακτηρίζουν το διάστημα της διακυβέρνησής του ως ένα αληθινό δημοκρατικό πείραμα στη Ρωσία, τότε ο πρόεδρος δεχόταν δριμείες επικρίσεις για αυταρχική πολιτική. Ανάλογες κατηγορίες δεχόταν η εγκεκριμένη από τον ίδιο υποβολή του Συντάγματος του 1993, σύμφωνα με το οποίο στο ρωσικό πολιτικό τοπίο ο θεσμός του προέδρου κυριαρχεί αναμφίβολα έναντι όλων των άλλων δομών εξουσίας.
Σύμφωνα με τον Αντρέεφ, ο ιδρυτής της σύγχρονης ρωσικής κρατικής υπόστασης ήταν ένας άνθρωπος που τον ενδιέφεραν μόνο τα δικά του συμφέροντα, η δική του προσωπική εξουσία. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο το συγκεκριμένο γεγονός κατά παράδοξο τρόπο εξελίχθηκε σε θετικό για τη Ρωσία. Όπως εκτιμά ο πολιτικός επιστήμων, «κατά θαυμαστό τρόπο εκείνο τον καιρό το βάρος προς την ισχυρή, απόλυτη εξουσία του προέδρου, την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να επιβουλευτεί, συνέπεσε αντικειμενικά με τα συμφέροντα της διάρθρωσης του χώρου που θα καταλάμβανε η επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Είναι απίθανο κάποιος άλλος να μπορούσε να διατηρήσει αυτή την επικράτεια στη φοβερή εποχή της δεκαετίας του 1990».
Ο Αντρέεφ θυμάται πως κατά τη σύγκρουση μεταξύ προεδρικής και νομοθετικής εξουσίας το 1993, η οποία προκάλεσε το βομβαρδισμό του ρωσικού Κοινοβουλίου από τα πιστά στον Γέλτσιν στρατεύματα, ο ίδιος είχε ταχθεί με την πλευρά των αντιπάλων του προέδρου, δηλαδή τον επικεφαλής του Κοινοβουλίου Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ και τον αντιπρόεδρο Αλεξάντρ Ρουτσκόι. «Σήμερα  θα ήμουν με την πλευρά του Γέλτσιν, καθώς είμαι σίγουρος πως, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος θα κρατούσαν ακέραια τη Ρωσία», αναφέρει ο αναλυτής για την περίοδο που είναι γνωστή επίσης και ως «παρέλαση των κυριαρχιών», δηλαδή η ανακήρυξη από κάποιες περιοχές ευρύτατης πολιτικής αυτονομίας τη δεκαετία του 1990, με δραματικότερο επεισόδιό της την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας και την πρώτη Τσετσενική πολεμική επιχείρηση.

Η πρόκληση του πολυεθνικού κράτους

Μιλώντας ωστόσο για το θετικό ρόλο τον οποίο διαδραματίζει στη ρωσική πραγματικότητα η ισχυρή προεδρική εξουσία, οι πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ταυτόχρονα την αδυναμία των υπολοίπων κρατικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένου του Κοινοβουλίου. Αναφερόμενοι στα τρωτά σημεία του σύγχρονου ρωσικού κράτους, ορισμένοι παρατηρητές εστιάζουν στον τρόπο που έχει σχηματιστεί η ομοσπονδιακή εδαφική δομή, δηλαδή στην ύπαρξη στη Ρωσική Ομοσπονδία εθνικών Δημοκρατιών.
Ο Ρέμιζοφ επισημαίνει ότι στο θέμα αυτό συνεχίζεται η σοβιετική πολιτική. Αντί να δημιουργηθεί ένας ενιαίος πολιτικός οργανισμός, στη Ρωσική Ομοσπονδία οικοδομείται ένα πολυεθνικό κράτος. «Αν αναφερόμαστε στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού εθνών μέσα στη χώρα -σημειώνει- τότε αυτό σημαίνει ότι η χώρα αποτελείται από τμήματα που έχουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται».

«Δεν υπάρχει η αίσθηση της νεαρής χώρας»

Μαζί με την εθνική δομή της χώρας, κατονομάζουν και μια άλλη αμφιλεγόμενη ιδιαιτερότητα που συνδέεται με το σοβιετικό παρελθόν. Υπάρχει η άποψη ότι η ιδεολογία της σύγχρονης Ρωσίας είναι υπερβολικά προσανατολισμένη στη σοβιετική νοσταλγική «αποσκευή». Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Βινογκράντοφ, πρόεδρο του ιδρύματος «Πολιτική της Αγίας Πετρούπολης», η Ρωσική Ομοσπονδία σαν να ντρέπεται για τη σημερινή κρατική μορφή της και προσπαθεί να την ενισχύσει προβάλλοντας εν μέρει εαυτόν ως διάδοχο της ΕΣΣΔ.
Όπως ανέφερε στη RBTH ο ειδικός, «πρόκειται για ένα σοβαρό ρίσκο επειδή, θεωρώντας ως αφετηρία της ιστορίας της χώρας την εποχή του ιδρυτή του αρχαίου ρωσικού κράτους, Ριούρικ, η Ρωσική Ομοσπονδία χάνει την αίσθηση της νεαρής χώρας, την ιστορική δυναμική της νέας χώρας. Αντίθετα, εκείνες οι μετασοβιετικές χώρες, που θεωρούν ότι είναι νεαρές, επιδεικνύουν μια καλύτερη δυναμική». Ο Βινογκράντοφ φέρνει ως παράδειγμα την πρόοδο του Καζακστάν και του Αζερμπαϊτζάν.  
Ταυτόχρονα όμως, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μετασοβιετικές χώρες, η ρωσική κρατική οντότητα δείχνει γενικά ικανοποιητική. Κατά τον Σμέλιεφ, το ρωσικό κράτος είναι ένα αληθινό γεγονός, σε αντίθεση με άλλες χώρες της περιοχής, όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Κιργιζία, οι προοπτικές των οποίων επ’ αυτού είναι ασαφείς.