SPUTNIK
Μια μακροπρόθεσμη πτώση στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Γερμανία, δεν θα έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις και στις δύο έθνη, αλλά και ολόκληρη την ευρωατλαντική περιοχή, είπε σε συνέντευξη στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ.
«Προφανώς, μια μακροπρόθεσμη ύφεση στην ρωσο-γερμανική συνεργασία θα έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τις δύο χώρες και τις οικονομίες τους, αλλά και για ολόκληρη την ευρωατλαντική περιοχή» δήλωσε ο Λαβρόφ στη γερμανική εφημερίδα.
Σε μια συνέντευξη με τον τίτλο: «Η Ρωσία Πέρα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων» ο Λαβρόφτόνισε ως ιδιαίτερα ανησυχητικό τον κίνδυνο μίας ανανεωμένης «αποξένωσης» μεταξύ Ρώσων και Γερμανών.
Ο Ρώσος διπλωμάτης σημείωσε ότι μια εκεχειρία μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας βοήθησε την επίτευξη ενός επιπέδου στρατηγικής εταιρικής σχέσης και αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας, η οποία είναι το κλειδί για την «περαιτέρω επιτυχή ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων και τη σταθερότητα και την ευημερία της Ευρώπης στο σύνολό της».
«Είμαι πεπεισμένος ότι με καλή θέληση, είναι στο χέρι των κοινών προσπαθειών μας να αναστραφεί η σημερινή αρνητική πορεία και να επιστρέψουμε στην εργασία για την περαιτέρω ανάπτυξη της ισότητας και αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Είμαστε ανοιχτοί σε οποιαδήποτε λογική πρωτοβουλία από την γερμανική πλευρά για να βελτιωθεί η κατάσταση», τόνισε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών.
Επιπλέον υπογράμμισε τον σημαντικό ρόλο που έχει η ικανότητα των δύο χωρών να βελτιώσουν τις σχέσεις, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του Γερμανορωσικού Φόρουμ Διαλόγου της Πετρούπολης.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών σημείωσε επίσης ότι τα γερμανικά στελέχη που εργάζονται στη Ρωσία ανησυχούν για το «σπιράλ» των κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να δουλεύουν στη χώρα.
«Οι αρχηγοί των κορυφαίων γερμανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβεβαιώνουν την προθυμία τους να συνεχίσουν να εργάζονται με τους Ρώσους εταίρους», είπε ο Λαβρόφ.
Ο διπλωμάτης αναφέρθηκε στις γερμανικές επιχειρήσεις που πρωτοστάτησαν στην αποκατάσταση της αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας στις αρχές του 1950, ακόμη και πριν από την επίσημη εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας.
«Αυτό ισχύει απόλυτα για την περίοδο του ‘’Ψυχρού πολέμου’’ και την περίφημη συμφωνία για το φυσικό αέριο, που ουσιαστικά θέσπισε τα θεμέλια της ενεργειακής εταιρικής σχέσης μας», είπε οΛαβρόφ και πρόσθεσε ότι η «λογική της αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας θα επικρατήσει αυτές τις ημέρες και σε αυτή την εποχή».
«Αυτή η προσέγγιση είναι που πληροί τα ζωτικά συμφέροντα των επιχειρηματικών κοινοτήτων, των λαών της Ρωσίας και της Γερμανίας, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της», είπε ο Λαβρόφ.
Παράλληλα ανέφερε ότι ήταν λυπηρό το γεγονός πως το Βερολίνο έχει ανασταλεί ένα αριθμό σημαντικών κοινών σχεδίων και τομείς συνεργασίας με το πρόσχημα της εσωτερικής κρίσης της Ουκρανίας.
«Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, οι ρωσικές πηγές έχουν σημειώσει πτώση 6,5 % στο εμπόριο αξίας 70.100 εκατομμυρίων δολαρίων», σημείωσε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών.
Ο ανώτερος διπλωμάτης της Ρωσίας τόνισε την αντικειμενική σημασία των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών «για τη διατήρηση κλίματος εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης, την προώθηση μιας θετικής ατζέντας και τη δημιουργία μιας βάσης για τις μελλοντικές διμερείς σχέσεις υπό το πρίσμα της σημαντικής μείωσης του πολιτικού διαλόγου».
«Από την πλευρά μας, διεξάγουμε τακτικές συνομιλίες με την επιχειρηματική κοινότητα στη Γερμανία, συζητούμε προοπτικές συνεργασίας και ειδικά σχέδια. Τους τελευταίους έξι μήνες, έχω συναντηθεί με τους επικεφαλής των γερμανικών επιχειρήσεων δύο φορές στη Μόσχα και το Μόναχο» είπε ο Λαβρόφ.
Οι σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και της Δύσης έχουν επιδεινωθεί με την κατάσταση στην Ουκρανία, όπου τα στρατεύματα του Κιέβου ενεπλάκησαν από τον περασμένο Απρίλιο σε μία στρατιωτική εκστρατεία εναντίον των οπαδών της ανεξαρτησίας στα νοτιοανατολικά.
Τον Ιούλιο του 2014, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν από το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων και ταξιδιωτικών απαγορεύσεων με στόχο συγκεκριμένα άτομα σε μέτρα κατά ολόκληρων τομέων της ρωσικής οικονομίας.
Σε απάντηση, τον αμέσως επόμενο μήνα η Ρωσία περιόρισε την εισαγωγή των προϊόντων τροφίμων που προέρχονται από χώρες που είχαν επιβάλει κυρώσεις εναντίον της.
Η Μόσχα έχει επανειλημμένα αρνηθεί τις κατηγορίες ότι παρεμβαίνει στην ουκρανική διαμάχη και αντίθετα υποστηρίζει μια ταχεία διευθέτηση στην μακρόχρονη εσωτερική κρίση της χώρας, ενώ επικρίνει τις κυρώσεις ως αβάσιμες και παράνομες.