Η κορυφή του παγόβουνου είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος, που για μια ακόμη φορά μονοπωλεί το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γίνεται η αφορμή για αναταράξεις στο εσωτερικό της, μετά τις πρόωρες εκλογές της 25ηςΙανουαρίου και τον σχηματισμό κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Σε όλες του τις διαστάσεις το πραγματικό πρόβλημα φωτίστηκε πρόσφατα από την εταιρεία συμβούλων McKinsey στο πλαίσιο μελέτης της για την έκταση που έχει προσλάβει το θέμα του δημόσιου χρέους παγκοσμίως. Τα μεγέθη προκαλούν ζαλάδα. Το παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό μαζί) από το 2007 ως το 2014 αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολ. φτάνοντας τα 199 τρισ., ποσό που ισοδυναμεί με το 286% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Με άλλα λόγια τα κάθε φύσης (επίσημα) δανεικά είναι σχεδόν τριπλάσια από την αξία των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται ετησίως. Πριν δούμε ο,τιδήποτε άλλο αξίζει να σταθούμε σε αυτό το μέγεθος και να αναρωτηθούμε: αν αυτό δεν δηλώνει μια βαθιά νοσηρή οικονομία, που πάσχει εγγενώς και στηρίζεται σε πήλινα πόδια δημιουργώντας συνεχώς κρίσεις, τότε τι; Ποιος μπορεί να χαρακτηρίσει ως σταθερή μια παγκόσμια οικονομία που παράγει μόνο το ένα τρίτο όσων δανείζει και υποδεικνύει μάλιστα την Ελλάδα ως το προβληματικό εκείνο μέλος, υπονοώντας ότι όλα τα υπόλοιπα βαίνουν καλώς; Αναλύοντας το χρέος κατά τομέα (κράτη, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί) η αύξηση του δημόσιου χρέους είναι η πιο θεαματική. Συγκεκριμένα, από 33 τρισ. δολ. το 2007 έφτασε στα 58 τρισ. το 2014 (όταν το 2000, οπότε το συνολικό χρέος ανερχόταν σε 87 τρισ. το δημόσιο ήταν μόλις 22 δισ. δολ.). Η εκρηκτική και συνάμα απειλητική αύξηση του δημόσιου χρέους αποτυπώνεται σε δύο επιπλέον μεγέθη: Πρώτο ότι το 80% των κρατών έχουν υψηλότερο χρέος σε σχέση με το 2007 και δεύτερο ότι σε 10 χώρες το χρέος ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ. Ο πρωτίστως ευρωπαϊκός χαρακτήρας του προβλήματος του χρέους αποτυπώνεται στην λίστα με τα κράτη που το χρέος τους υπερβαίνει την αξία των υπηρεσιών και προϊόντων που παράγονται ετησίως, δηλαδή το ΑΕΠ.
Προβληματικός ορισμός του χρέους
Ειρήσθω εν παρόδω δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε μια «ανορθογραφία» στον κυρίαρχο τρόπο μέτρησης του χρέους. Συγκεκριμένα, πως ο αριθμητής του κλάσματος, δηλαδή το χρέος, αντιστοιχεί σε μια αξία που έχει σωρευτεί στο πέρασμα όχι χρόνων, αλλά δεκαετιών ακόμη και ενός αιώνα. (Δεν πρόκειται για υπερβολή. Μόλις πρόσφατα, στις αρχές του Ιανουαρίου, μάθαμε δια στόματος του υπουργού Οικονομικών της Αγγλίας, Τζορτζ Όσμπορν, ότι η Αγγλία το 2015 θα αποπληρώσει μέρος του χρέους της από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σκοπεύει να εξοφλήσει τα ομόλογα για χρέη που είχαν συγκεντρωθεί τον 18ο και 19ο αιώνα). Ενώ, στον παρανομαστή τοποθετούνται οι αξίες που παράγονται ετησίως. Το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελεί το πιο διαδεδομένο και αποδεκτό μέγεθος για συγκρίσεις σε διεθνές επίπεδο και στο πέρασμα του χρόνου της εξέλιξης του χρέους δεν μειώνει το γεγονός ότι συγκρίνονται ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα (αποθέματα και ροές) δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα. Γιατί, αν αντί για το σωρευμένο στο βάθος δεκαετιών χρέος στον αριθμητή τοποθετούταν το ετήσιο χρέος, είναι εμφανές πως η πρώτη εικόνα δεν θα ήταν τόσο τρομακτική όπως τώρα…
Συνεχίζοντας με τη λίστα των χωρών που βρίσκονται «στο κόκκινο», μετά την Ιαπωνία που κρατάει χρόνια τώρα τα σκήπτρα με ένα χρέος της τάξης του 234% του ΑΕΠ, χωρίς όμως να εγκυμονεί κινδύνους γιατί κατά βάση οφείλεται στους κατοίκους της χώρας είναι δηλαδή εσωτερικό αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις άλλες χώρες, ακολουθεί η Ελλάδα με 183%. (Όλα τα μεγέθη αναφέρονται στο 2ο τρίμηνο του 2014). Στη συνέχεια βρίσκονται: η Ιταλία (139% του ΑΕΠ∙ επιδόσεις που περιορίζουν ασφυκτικά τη δυνατότητα άσκησης από τον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι μια ανεξάρτητης από το Βερολίνο πολιτικής), το Βέλγιο (135%), η Ισπανία (132%), η Ιρλανδία (115%) και η Σιγκαπούρη (105%). Από τις 7 χώρες δηλαδή που βρίσκονται στη ζώνη του κινδύνου, οι 5 είναι ευρωπαϊκές. Η εκτίμηση πως η αιτία της αύξησης του χρέους παγκοσμίως δεν βρίσκεται στις σπατάλες (όπως είναι η κυρίαρχη και βολική ερμηνεία καθώς διευκολύνει την αποδοχή των μέτρων λιτότητας), αλλά στην κρίση, επιβεβαιώνεται αν δούμε ότι το ένα τρίτο της παγκόσμιας αύξησης εντοπίζεται σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων McKinsey, στην πτώση των φορολογικών εσόδων και το κόστος που προκάλεσε η διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών, με το υπόλοιπο ένα τρίτο να οφείλεται στην Κίνα (το χρέος της οποίας ανέρχεται πλέον σε 28 τρισ. δολ.) και το τελευταίο τρίτο να οφείλεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η λιτότητα αυξάνει το χρέος
Διαφορετικά ειπωμένο, το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες χώρες αυξήθηκε αδίκως ή για λάθος λόγους. Ένας εκρηκτικός συνδυασμός λιτότητας και για τους πολλούς και εξωφρενικής σπατάλης για λίγους (κι αυτοί μάλιστα τραπεζίτες) εκτρόχιασε τα δημόσια οικονομικά, όπως πλέον αναγνωρίζεται ακόμη κι από πηγές που μόνο ριζοσπαστικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Για παράδειγμα: «Είναι αλήθεια ότι το χρέος μπορεί να λειτουργήσει ως απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα – αλλά η κατάσταση δεν βελτιώνεται αν οι προσπάθειες να μειωθεί το χρέος σπρώχνουν την οικονομία στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση. Κάτι που μας φέρνει στη σημερινή κατάσταση. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες “έχαψαν” την ιδέα ότι η οικονομική κρίση προήλθε από τις αλόγιστες δαπάνες, από κράτη που ζούσαν εκτός των δυνατοτήτων τους. Ο σωστός δρόμος, επέμενε η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ ήταν η επιστροφή στη φειδώ. Επρόκειτο για τη συνταγή προς μία καταστροφή σε αργή κίνηση. Τα κράτη που χρωστούσαν έσφιξαν τα ζωνάρια – αλλά η λιτότητα που αναγκάστηκαν να επιβάλλουν ήταν ιδιαιτέρως άγρια. Στο μεταξύ η Γερμανία και άλλες ισχυρές οικονομίες- που έπρεπε να ξοδέψουν περισσότερα για να ισορροπήσουν τη λιτότητα στην περιφέρεια – προσπάθησαν επίσης να περιορίσουν τις δαπάνες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα περιβάλλον στο οποίο η μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν αδύνατη».
Έτσι φτάνουμε στο σημερινό αδιέξοδο, όπου για μια ακόμη φορά τίθεται στο τραπέζι το θέμα του μέλλοντος του δημόσιου χρέους, με προβλέψεις να υπογραμμίζουν τον κίνδυνο σημαντικής περαιτέρω αύξησής του, αν δεν παρθούν μέτρα κουρέματός του, δηλαδή διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του. Συγκεκριμένα, όπως ενημέρωσε τον Τύπο ο νέος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Δημήτρης Μάρδας, με βάση μελάτη του αμερικάνικου ινστιτούτου Levy το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν αποκλείεται να φτάσει και το 205% του ΑΕΠ εντός του τρέχοντος έτους! Εξέλιξη, που αν συμβεί τότε η Ελλάδα θα απειλεί να πάρει από την Ιαπωνία τα σκήπτρα του μεγαλύτερου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντα.
Η επιλογή των πιστωτών μας να κλείνουν τα αφτιά τους απέναντι σε αυτή την εκρηκτική πραγματικότητα εξηγείται βάσει της δομής του ελληνικού χρέους. Η διάρθρωση του αποδόθηκε παραστατικά σε γράφημα του βρετανικού ειδησεογραφικού δικτύου BBC, το οποίο παραθέτουμε. Βάσει αυτού το 60% οφείλεται στην ευρωζώνη, το 10% στο ΔΝΤ, το 6% στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το 3% σε ελληνικές τράπεζες, το 1% σε ξένες τράπεζες, το 1% στην Τράπεζα της Ελλάδας, το 3% είναι διάφορα (διμερή ή διακρατικά) δάνεια και το 15% είναι ομολογιακός δανεισμός που σχετίζεται με τοποθετήσεις ελληνικών και ξένων ασφαλιστικών ταμείων, ακόμη και ακούρευτα ομόλογα που κρατούν κερδοσκόποι οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο κούρεμα του Φεβρουαρίου του 2012. Είναι εμφανές πως οποιοδήποτε αίτημα διαγραφής του χρέους, το οποίο με συντριπτική πλειοψηφία είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ιδρυτικό συνέδριο του τον Ιούλιο του 2013 συνοδεύοντας μάλιστα το συγκεκριμένο αίτημα με την διεκδίκηση επιτροπής λογιστικού ελέγχου που θα θωρακίσει την διαγραφή, πλήττει προνομιακά την ευρωζώνη, που διακρατεί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι το ΔΝΤ, από το 2013 κιόλας, είχε προτείνει στα κράτη μέλη της ευρωζώνης να παραιτηθούν από ένα μέρος του χρέους τους προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής είσπραξη του υπόλοιπου. Η συγκεκριμένη μάλιστα μορφή κουρέματος χαρακτηρίζεται OSI (Official Sector Involvement) λόγω της συμμετοχής στην διαγραφή του επίσημου ή θεσμικού τομέα, σε αντιπαραβολή με το PSI (Private Sector Involvement) του 2012, όπου τις ζημιές από το κούρεμα τις είχε επωμιστεί ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων.
Μας δάνεισαν …δανεικά
Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι τυχόν διαγραφή μέρους έστω του χρέους που οφείλεται στην ΕΕ δεν θίγει συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτών, όπως τόσο συχνά όσο και αυθαίρετα επαναλαμβάνεται, σε μια προσπάθεια να αποσυρθεί αυτό το αίτημα από την συζήτηση, με το σκεπτικό ότι διαιρεί τους εργαζόμενους της Ευρώπης γιατί στρέφεται εναντίον των φορολογουμένων ή οδηγεί σε καταστροφή τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Η αλήθεια απέχει έτη φωτός, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την δεύτερη δανειακή σύμβαση που εγκρίθηκε από τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης στις 14 Μαρτίου 2012, συνολικής αξίας 164,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων η ευρωπαϊκή συμμετοχή ανέρχεται σε 144,7 δισ. ευρώ και το υπόλοιπο μέρος (19,8 δισ. ευρώ) η συμμετοχή του ΔΝΤ. Τα ποσά που έχουν δοθεί μέχρι τώρα από την δεύτερη δανειακή σύμβαση, όπως φαίνονται αναλυτικά στον πίνακα που παραθέτουμε, ανέρχονται σε 153,88 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 141,9 δισ. είναι ευρωπαϊκοί πόροι και 8,68 δισ. ευρώ προέρχονται από το ΔΝΤ. Η ευρωπαϊκή συμμετοχή καλύφθηκε μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το οποίο εξέδωσε ομόλογα και άλλους χρωστικούς τίτλους στις αγορές και στη συνέχεια τα κεφάλαια που άντλησε τα δάνεισε στις χώρες που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα, κ.α. Το μεγάλο μυστικό πίσω από την ίδρυση του ΕΤΧΣ βρίσκεται στην υψηλή μόχλευση που εξασφάλισε καθώς με ελάχιστα δικά του κεφάλαια συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο δυνατό δανεισμό από τις αγορές και πέτυχε συνολική δανειοδοτική ικανότητα 440 δισ. ευρώ, μεταθέτοντας με αυτό τον τρόπο το ρίσκο της επιστροφής των χρημάτων από τα κράτη – μέλη της ΕΕ σε ένα όχημα που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις φούσκες που ίδρυαν στις ΗΠΑ οι επενδυτικές τράπεζες την δεκαετία του 2000, οι οποίες το 2008 οδήγησαν στην κατάρρευση της κτηματικής αγοράς υποβαθμισμένων δανείων. Εν συντομία, δεν πρόκειται για χρήματα που προέρχονται από τις τσέπες των φορολογουμένων, όπως συχνά ακούγεται από κι από στελέχη της κυβέρνησης που θέλουν με αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσουν την στροφή 180 μοιρών που έκαναν αποσύροντας από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων το αίτημα της διαγραφής μέρους έστω του ελληνικού δημοσίου χρέους! Η είδηση μάλιστα μεταδόθηκε πρώτη φορά από την βρετανική εφημερίδα Financial Times, με αφορμή όσα είπε ο έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, για να διαψευστεί το δημοσίευμα αρχικά από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο σε μια προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις. Οι υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, που προκάλεσαν ακόμη και τα ευμενή σχόλια του Βερολίνου βεβαιώνοντας έτσι πως η ανταπόκριση των Financial Times δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του δημοσιογράφου τους, συνεχίστηκαν με την αποδοχή της επιτήρησης, η οποία στο εξής θα ασκείται μέσω των θεσμών της ΕΕ (δηλαδή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) κι όχι της Τρόικας που έχει μετατραπεί σε κόκκινο πανί κι αποδιοπομπαίο τράγο και την διάσπαση του Μνημονίου σε «καλό» και «κακό». Εντελώς αυθαίρετα μάλιστα το «καλό» Μνημόνιο ανήλθε στο 70% και το «κακό» στο 30%, σε μια προσπάθεια να πειστούν οι αξιωματούχοι της ΕΕ ότι πρέπει να διακοπεί η αξιολόγηση που ξεκίνησε το φθινόπωρο και το τρέχων πρόγραμμα και στη θέση τους να συμφωνηθεί ένα άλλο, σχετικά ηπιότερο. Χωρίς να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον τα ακραία αντεργατικά μέτρα της μείωσης συντάξεων και αύξησης των φόρων που περιλαμβάνονταν στις αρχικές αξιώσεις της Τρόικας προκειμένου να εκταμιευθεί η δόση.
Αμετακίνητη η ΕΕ
Το αίτημα της νέας συμφωνίας μπορεί να συνάντησε την αποδοχή όχι μόνο της πλειοψηφίας των Ελλήνων και πολλών ευρωπαίων πολιτών που στο αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης έβλεπαν να συμπυκνώνεται και η δική τους πάλη για την ανατροπή των προγραμμάτων λιτότητας, απορρίφθηκε ωστόσο από την ΕΕ, τουλάχιστον στο έκτακτο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών (Γιούρογκρουπ) με θέμα την Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου. Παρότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το μέλλον του ελληνικού αιτήματος παραμένει άδηλο, με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά αυτό που δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στις 3 Φεβρουαρίου πως οι θεσμοί της ΕΕ αποδείχτηκαν πολύ πιο σκληροί ακόμη κι από το ΔΝΤ όλα τα προηγούμενα χρόνια στο πλαίσιο των επιτηρήσεων της ελληνικής οικονομίας, αν κάτι εύκολα προδικάζεται είναι ότι μπροστά μας δεν υπάρχει μια εύκολη και γραμμική λύση. Με δική τους ευθύνη οι Ευρωπαίοι ωθούν τα πράγματα στα άκρα…
Σε αυτό το πλαίσιο η προσφυγή σε μονομερείς λύσεις, όπως είναι η διαγραφή μέρους του χρέους μέσα από δυνατότητες που διατηρεί ένα κυρίαρχο κράτος, προβάλλει ξανά ως η μοναδική εναλλακτική που μπορεί να εξασφαλίσει ότι το βάρος της κρίσης δεν θα το επωμιστεί ο ελληνικός λαός.