Η μαρξιστική μεθοδολογία
Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος
Το τελευταίο διάστημα η καθοδήγηση του ΚΚΕ επιφέρει απανωτά χτυπήματα στο μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα νέου τύπου, στην προσπάθειά της να εξαφανίσει από τα κόμμα τα ελάχιστα μαρξιστικά - λενινιστικά στοιχεία που του έχουν απομείνει. Οργανωτικά (συγκρότηση και λειτουργία) και πολιτικά το έχει πετύχει. Δεν έχει, όμως, ακόμη ξεριζώσει από τους κομμουνιστές την ιστορική τους συνείδηση. Κι έχει επικεντρωθεί σ’ αυτό το έργο «ψυχή τε και σώματι».
Προσφάτως είχαμε δύο κρούσματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το ένα αφορά στο μακροσκελέστατο άρθρο, του μέλους του ιστορικού τμήματος της ΚΕ Αναστάση Γκίκα, στην ΚΟΜΕΠ (τεύχος 2/2015) που φέρει τον τίτλο «ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1944». Το δεύτερο έχει να κάνει με την έκδοση του Ιστορικού τμήματος, με τίτλο «Το ΚΚΕ ΣΤΟΝ ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ 1940- 1941». Και τα δύο αυτά πονήματα έχουν μια βάση - αφετηρία από την οποία εκκινούν: Πρόκειται για τη νεόκοπη θεωρία της ηγεσίας του ΚΚΕ (που πηγάζει από το νεοτροτσκισμό) ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος από την αρχή ως το τέλος- παρά την τεράστια λαϊκή κινητοποίηση σε ολόκληρο τον κόσμο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων, παρά την συμμετοχή της ΕΣΣΔ. Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του μαρξισμού - λενινισμού η οποία μάλιστα γίνεται στο όνομά του. Η κομματική ηγεσία, πάνω σΗ τρίτη εποχή των πολέμων: Το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός και το μεγάλο άλμα προς τα πίσω’ αυτό, κινείται με μέθοδο: απαρνείται το ΚΚΕ στο όνομα του ΚΚΕ, απαρνείται τον Μαρξ και τον Λένιν στο όνομα τους, απαρνείται τον Στάλιν στο όνομα της υπεράσπισής του, απαρνείται την Κομμουνιστική Διεθνή στο όνομα της Κομμουνιστικής Διεθνούς- με δυο λόγια, σε όλα κρατά το περιτύλιγμα και αλλάζει όλη την ουσία. Αυτή την πρακτική, στο παρελθόν, την είχαμε συνηθίσει από τους αντιπάλους του επαναστατικού κινήματος κι από τους μηχανισμούς του ταξικού εχθρού.
Ας δούμε, όμως, τι διδάσκει η θεωρία του μαρξισμού για τον πόλεμο.
Ο μαρξισμός και ο πόλεμος - Ζητήματα μεθοδολογίας
«Ο Γιούνιους έχει απόλυτο δίκιο, όταν υπογραμμίζει την αποφασιστική επίδραση των ‘‘ιμπεριαλιστικών συνθηκών’’ στο σημερινό πόλεμο, όταν λέει ότι πίσω από τη Σερβία στέκεται η Ρωσία, ότι ‘‘πίσω από το σέρβικο εθνικισμό στέκεται ο ρωσικός ιμπεριαλισμός’’, ότι ή συμμετοχή λ.χ. της Ολλανδίας στον πόλεμο θα ήταν επίσης ιμπεριαλιστική, γιατί, πρώτο, θα υπεράσπιζε τις αποικίες της και, δεύτερο, θα ήταν σύμμαχος ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού. Αυτό είναι αναμφισβήτητο σχετικά με το σημερινό πόλεμο. Κι όταν ό Γιούνιους υπογραμμίζει εδώ ιδιαίτερα ότι γι’ αυτόν την πρώτιστη σημασία την έχει η πάλη ενάντια στο ‘‘φάντασμα του εθνικού πολέμου’’, ‘‘πού δεσπόζει σήμερα πάνω στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική’’ (σελ. 81), δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι συλλογισμοί του είναι και σωστοί και απόλυτα στη θέση τους.
Αν η κομούνα του Παρισιού εγκαινίασε μια νέα εποχή και τροποποίησε τον χαρακτήρα των πολέμων εισάγοντας την παράμετρο των εργατικών επαναστάσεων, η Οκτωβριανή επανάσταση με την σειρά της έπραξε το ίδιο σε πολλαπλάσια διάσταση. Εισήγαγε την εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, την αρχή του ιστορικού τέλους του καπιταλισμού κι έτσι αναπόφευκτα τροποποίησε τους μέχρι τότε πολέμους αφού κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να μην λαμβάνει υπόψη του ή να μην έχει την άμεση ή την έμμεση επίδραση της Σοβιετικής Ένωσης και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Συνεπώς το ερμηνευτικό σχήμα των πολέμων της προ σοβιετικής εποχής ήταν ανεπαρκές για να ερμηνεύσει του πολέμους στην εποχή που άνοιξε μετά τη νικηφόρα επανάσταση του Οκτώβρη.
Στην εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό- πέραν της Οκτωβριανής επανάστασης και του πρώτου εργατικού κράτους- εμφανίζεται και μια ουσιώδη αλλαγή στο έδαφος του καπιταλισμού. Κι αυτή η αλλαγή λέγεται φασισμός. Αν- πέραν των άλλων- ιμπεριαλισμός σημαίνει «αντίδραση σε όλη τη γραμμή του μετώπου», ο φασισμός είναι η ολοκληρωτική αντίδραση, είναι ολοκληρωτικός καπιταλισμός στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο φασισμός έρχεται στο προσκήνιο την εποχή που ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο ανώτατο στάδιό του τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην εποχή που ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει περάσει στην τελευταία βαθμίδα ανάπτυξης του τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, στην εποχή του πρώτου εργατικού κράτους και του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Ο φασισμός δεν είναι ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, ούτε η αλλαγή της αστικής κυβέρνησης με μια άλλη ίδιου τύπου αστική κυβέρνηση. Γι’ αυτό και δεν κυριαρχεί σε όλες τις χώρες, σε όλο το μήκος και το πλάτος του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ο φασισμός, έλεγε ο Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς «είναι η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία. Το να παραβλέπομε αυτή τη διαφορά είναι σοβαρό λάθος».Και πρόσθετε: «Σήμερα όμως εκατομμύρια εργαζόμενοι, που ζουν μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού, πρέπει να καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στις μορφές εκείνες, που παίρνει η κυριαρχία της αστικής τάξης στις διάφορες χώρες. Εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, και δεν μας είναι καθόλου αδιάφορο, τι πολιτικό καθεστώς υπάρχει στη δοσμένη χώρα: Αστική δικτατορία με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, έστω και με εξαιρετικά περιορισμένα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, ή αστική δικτατορία με ανοιχτή φασιστική μορφή. Σαν οπαδοί της δημοκρατίας των σοβιέτ, θα υπερασπιστούμε κάθε δημοκρατικό επίτευγμα, που η εργατική τάξη κατάχτησε υστέρα από μακροχρόνιο σκληρό αγώνα και θα αγωνιστούμε αποφασιστικά για τη διεύρυνσή τους» (Γκεόργκι Δημητρόφ: «Ο Φασισμός», εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 28 και 134- 135).
Είναι αλήθεια ότι, δυο - τρια χρόνια πριν το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, τα ίδια έλεγε και ο Τρότσκι κριτικάροντας την θεωρία του σοσιαλφασισμού και την ισοπεδωτική αντιμετώπιση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του φασισμού. Διαβάζουμε: «Για πολλές δεκάδες χρόνια, στο εσωτερικό της αστικές δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας την και παλεύοντας ενάντιά της, οι εργάτες έχτισαν τα φρούριά τους, τις οάσεις τους, τις εστίες τής προλεταριακής δημοκρατίας τους: συνδικάτα, κόμματα, μορφωτικές λέσχες, αθλητικές οργανώσεις, συνεταιρισμούς κτλ. Το προλεταριάτο μπορεί να φτάσει στην εξουσία όχι μέσα στα τυπικά πλαίσια τής αστικής δημοκρατίας, άλλα μονάχα από τον επαναστατικό δρόμο. Κι αυτό έχει αποδειχτεί σύγχρονα κι από τη θεωρία κι από την πείρα. Αλλά ακριβώς για τον επαναστατικό δρόμο το προλεταριάτο έχει ανάγκη από τις βάσεις και τα στηρίγματα της εργατικής δημοκρατίας στο εσωτερικό τού αστικού κράτους. Η δημιουργία τέτοιων βάσεων υπήρξε το έργο τής 2ης Διεθνούς την εποχή πού εκπλήρωνε ακόμα μιαν ιστορικά προοδευτική αποστολή. Η ουσιαστική και μοναδική αποστολή του φασισμού είναι να καταστρέφει από τα θεμέλιά τους όλους τούς θεσμούς της προλεταριακής δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό έχει για το προλεταριάτο κάποια «ταξική σημασία» ή όχι; Ας το σκεφτούν λιγάκι οι μεγάλοι μας θεωρητικοί» (Λέον Τρότσκι: «Και τώρα;», εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1978, σελ. 29).
Είναι επίσης αλήθεια ότι αρκετοί οπαδοί του Τρότσκι, αν κρίνουμε από τους δικούς μας στην Ελλάδα, ξέχασαν αυτές τις επισημάνσεις του την περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Κι είναι τραγικό ότι στο δικό τους δρόμο- άραγε τί τους ζήλεψαν;- κινούνται οι σημερινοί ηγέτες του ΚΚΕ.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η εμφάνιση, του φασισμού επανέφερε στην επικαιρότητα- σε σχέση με τα κριτήρια καθορισμού του χαρακτήρα του πολέμου- μια παλιά θέση του Λένιν η οποία δεν μπορούσε να έχει ισχύ στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Έγραφε ο ηγέτης των μπολσεβίκων: «Το προλεταριάτο είναι εχθρός κάθε αστικής τάξης και κάθε εκδήλωσης του αστικού καθεστώτος, η εχθρότητα όμως, αυτή δεν το απαλλάσσει από την υποχρέωση να κάνει διάκριση ανάμεσα στους ιστορικά προοδευτικούς και στους ιστορικά αντιδραστικούς εκπροσώπους τής αστικής τάξης» (Λένιν, Άπαντα, τόμος 9, σελ. 155- 156). Ο φασισμός, σε σχέση με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν μια τεράστια οπισθοδρόμηση, ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω αναφορικά με τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης καθώς αποστολή του ήταν αυτές τις κατακτήσεις να τις συντρίψει, να τις εξαφανίσει και να ισοπεδώσει την ίδια. Το προλεταριάτο δεν μπορούσε να αδιαφορεί γι’ αυτό το γεγονός.
http://ergatikosagwnas.gr
Βασική αρχή του Μαρξισμού είναι να εξετάζουμε το κάθε κοινωνικό γεγονός και φαινόμενο, την κάθε κατάσταση, στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται. Να αποφεύγουμε την ερμηνεία πραγμάτων και καταστάσεων με γενικά θεωρητικά σχήματα. Ο Λένιν το είχε υπογραμμίσει αυτό με πολύ ξεκάθαρο τρόπο ώστε να μην χωράνε παρερμηνείες. Έγραφε: «Ο Μαρξισμός απαιτεί από μας τον πιο ακριβή, αντικειμενικά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς οι μπολσεβίκοι, προσπαθούσαμε να είμαστε πάντοτε πιστοί σ΄ αυτή την απαίτηση, που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άποψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής. "Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση"- έτσι έλεγαν πάντα ο Μαρξ και ο Ένγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη "διατυπώσεων" ικανών να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευκτα από την συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές» (Άπαντα, τόμος 31ος, σελ. 132). Ο ίδιος ο Λένιν αλλά και όσοι ήθελαν να μένουν στο έδαφος της μαρξιστικής επιστήμης, χρησιμοποιούσαν πάντα αυτή τη μεθοδολογία και την υπεράσπιζαν σαν κόρη οφθαλμού. Χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης κανένας μαρξισμός δεν μπορεί να προκύψει.
Μεθοδολογικά, επομένως, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε έναν πόλεμο, να τον εξηγήσουμε και να διαπιστώσουμε τον χαρακτήρα του, οφείλουμε να τον εξετάσουμε χωριστά από τους άλλους. Μόνο έτσι θα εντοπίσουμε τα γενικά χαρακτηριστικά του που τα συναντάμε σε όλους τους πολέμους, και στη συνέχεια τα ειδικά και τα συγκεκριμένα, εκείνα δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν έναν πόλεμο από τους προηγούμενους. Αυτό ακριβώς υποστήριζε ο Λένιν λέγοντας τα παρακάτω: «Η διευκρίνιση του χαρακτήρα του πολέμου αποτελεί για το μαρξιστή απαραίτητη προϋπόθεση για να λύσει το ζήτημα της στάσης του απέναντι του. Και για μια τέτοια διευκρίνιση είναι απαραίτητο πριν απ’ όλα να καθοριστεί ποιες είναι οι αντικειμενικές συνθήκες και η συγκεκριμένη κατάσταση του δοσμένου πολέμου. Πρέπει να τοποθετήσουμε τον πόλεμο αυτό σ’ εκείνες τις ιστορικές συνθήκες, στις οποίες γίνεται, και τότε μόνο μπορούμε να καθορίσουμε τη στάση μας απέναντι του. Διαφορετικά θα έχουμε όχι υλιστική, αλλά εκλεκτική ερμηνεία του ζητήματος» (Άπαντα, τόμος 26, σελ. 27).
Και πρόσθετε: «Η στάση μας όμως απέναντι στον πόλεμο είναι καταρχήν διαφορετική από τη στάση των αστών πασιφιστών (αυτοί είναι οπαδοί και κήρυκες της ειρήνης) και των αναρχικών. Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλ. οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη. Και από τους πασιφιστές και από τους αναρχικούς εμείς οι μαρξιστές διαφέρουμε, γιατί παραδεχόμαστε την ανάγκη να μελετιέται ιστορικά ο κάθε πόλεμος χωριστά (από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ). Στην ιστορία υπήρξαν επανειλημμένα πόλεμοι που, παρόλες τίς φρικαλεότητες, τις αγριότητες, τις συμφορές και τα βάσανα που συνδέονται αναπόφευκτα με κάθε πόλεμο, ήταν προοδευτικοί, δηλ. συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν εξαιρετικά βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως, λογουχάρη, η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα τής Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό)» (στο ίδιο, σελ. 317).
Ο μαρξισμός- όπως φαίνεται και από τα προαναφερόμενα- ανεξαρτήτως του προσδιορισμού που δίνει κάθε φορά σε έναν πόλεμο (αναγκαίος, προοδευτικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ιμπεριαλιστικός, επαναστατικός, αντιαποικιακός κλπ)- χωρίζει τους πολέμους σε δίκαιους και σε άδικους. Έτσι, αναλύοντας ιστορικά τους πολέμους, στους νεότερους χρόνους, ο Λένιν διέκρινε δύο ιστορικές περιόδους ή δύο εποχές (όπως τις ονόμαζε) όπου οι βασικοί, ιστορικά, πόλεμοι είχαν διαφορετικό χαρακτήρα.
Η πρώτη ιστορική περίοδος (ή εποχή) ξεκινάει από την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση (1789) και φτάνει ως την κομμούνα του Παρισιού (1871). Στο διάστημα αυτό ανάμεσα στα 1789 ως τα 1871 «ένας από τους τύπους πολέμων ήταν οι πόλεμοι αστικοπροοδευτικού, εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα. Μ’ άλλα λόγια, το κύριο περιεχόμενο και η ιστορική σημασία αυτών των πολέμων ήταν η ανατροπή της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας, η υπονόμευσή τους, η αποτίναξη του ξενικού εθνικού ζυγού. Γι’ αυτό ήταν πόλεμοι προοδευτικοί και όλοι οι τίμιοι , οι επαναστάτες δημοκράτες καθώς και όλοι οι σοσιαλιστές, εύχονταν πάντα σε τέτοιους πολέμους την επιτυχία της χώρας εκείνης (δηλ. εκείνης της αστικής τάξης) που συνέβαλλε στην ανατροπή ή την υπονόμευση των πιο επικίνδυνων θεμελίων της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και της καταπίεσης των ξένων λαών… Πριν την ανατροπή της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και του ξενικού ζυγού, δεν μπορούσε ούτε λόγος να γίνει σχετικά με την ανάπτυξη της προλεταριακής πάλης για το σοσιαλισμό» (στο ίδιο σελ. 318).
Η Κομούνα του Παρισιού εγκαινιάζει μια νέα εποχή. Την εποχή των εργατικών επαναστάσεων με όλη την πολυπλοκότητα που αυτές εμφανίστηκαν στην συνέχεια. Ταυτόχρονα όμως ο καπιταλισμός μπαίνει σε μια νέα φάση ή στάδιο. Από το 1873, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα- που μέχρι τότε κινούνταν στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού- μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Η κρίση αυτή, που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890, επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την εμφάνιση των καρτέλ και την ανασυγκρότηση όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στη βάση ενός νέου υψηλότερου επιπέδου συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Ο Λένιν δίνει με γλαφυρότητα το στίγμα της εποχής γράφοντας: «Οι λαοί, που απ’ το 1789 ως το 1871 πάλευαν τις περισσότερες φορές επικεφαλής των άλλων στον αγώνα για τη λευτεριά, έχουν μετατραπεί τώρα, μετά το 1876, στα πλαίσια του υψηλά αναπτυγμένου και ‘‘υπερώριμου» καπιταλισμού, σε καταπιεστές και υποδουλωτές της πλειοψηφίας του πληθυσμού και των εθνών όλης της υδρογείου. Από το 1876 ως το 1914 έξι ‘‘μεγάλες’’ Δυνάμεις καταλήστεψαν 25 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, δηλ. έκταση 2½ φορές μεγαλύτερη απ’ όλη την Ευρώπη! Έξι Δυνάμεις κρατούν υποδουλωμένο πάνω από μισό δισεκατομμύριο (523 εκατομμύρια) πληθυσμό στις αποικίες. Σέ κάθε 4 κατοίκους των ‘‘μεγάλων’’ Δυνάμεων αναλογούν 5 κάτοικοι των αποικιών ‘‘τους’’» (στο ίδιο σελ. 21). Συνεπώς μετά την Κομμούνα, η ανθρωπότητα, τουλάχιστον για τους πολέμους που είχαν παγκόσμια ή πανευρωπαϊκή σημασία, είχε μπει όχι μόνο στην εποχή των εργατικών επαναστάσεων αλλά και στην εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων για το μοίρασμα των αποικιών και των αγορών. Σ’ αυτή την εποχή ο κύριος τύπος άδικου πολέμου ήταν ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ενώ οι δίκαιοι πόλεμοι δεν ήταν μόνο οι επαναστάσεις αλλά και οι αντιαποικιακοί, οι εθνικοί πόλεμοι για την αυτοδιάθεση ενός έθνους, για την εθνική ανεξαρτησία και την αποτίναξη του ξενικού ζυγού.
Στην μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος» που έγραψε μαζί με τον Ζηνόβιεφ και εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1915, αλλά και στην απάντησή του στον Πιατακόφ («Σχετικά με τη γελοιογραφία του Μαρξισμού») ένα χρόνο μετά, ο Λένιν σημείωνε: «Οι σοσιαλιστές παραδέχονταν και παραδέχονται και σήμερα ότι είναι δικαιολογημένη, προοδευτική και δίκαιη η ιδέα της ‘‘υπεράσπισης της πατρίδας’’ ή του ‘‘αμυντικού’’ πολέμου», μόνο με την έννοια της «αποτίναξης του αλλοεθνικού ζυγού». Και πρόσθετε: «οι πόλεμοι αυτοί θα είναι ‘‘δίκαιοι’’, ‘‘αμυντικοί’’, άσχετα από το ποιος επιτέθηκε πρώτος και ο κάθε σοσιαλιστής θα ευχόταν τα κράτη τα καταπιεζόμενα, τα εξαρτημένα, τα κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα να νικήσουν τις καταπιέστριες, δουλοκτητικές, ληστρικές ‘‘μεγάλες’’ δυνάμεις» (Άπαντα, τόμος 26, σελ. 318- 319 και τόμος 30, σελ. 81).
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε συνθήκες ιμπεριαλισμού ο Λένιν χαρακτηρίζει τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως δουλοκτητικές (συνεπώς κάποια κράτη έπαιζαν τον ρόλο του δούλου) και μιλάει για κράτη καταπιεζόμενα, κράτη εξαρτημένα και κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα. Στους πολίτες αυτών των κρατών αναγνωρίζει το δικαίωμα της υπεράσπισης της πατρίδας- θεωρώντας τον πόλεμό τους δίκαιο- απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, ανεξαρτήτως του κοινωνικού καθεστώτος που έχουν αυτά τα κράτη.
Στην βάση των προαναφερόμενων, η μεθοδολογία του μαρξισμού, πέραν των επαναστάσεων, στο ζήτημα του προσδιορισμού του χαρακτήρα ενός πολέμου μεταξύ κρατών συνοψίζεται στα παρακάτω: α)Κάθε πόλεμο τον εξετάζουμε στις αντικειμενικές συνθήκες και στη συγκεκριμένη κατάσταση όπου αυτός γίνεται. β) Κάθε πόλεμο πρέπει να τον τοποθετήσουμε σ’ εκείνες τις ιστορικές συνθήκες, στις οποίες γίνεται. γ) Σε κάθε πόλεμο εξετάζουμε ποιοι είναι οι εμπόλεμοι και τι αντιπροσωπεύει ο καθένας απ’ αυτούς στο συγκεκριμένο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Είναι φορέας προόδου ή φορέας οπισθοδρόμησης; Είναι μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη ή μια χώρα μικρή, καταπιεζόμενη, εξαρτημένη, ένα κράτος χωρίς πλήρη δικαιώματα; δ) Σε κάθε πόλεμο πρέπει να εξετάζουμε αν αυτός ο πόλεμος γίνεται για την υπεράσπιση των κάθε λογής συμφερόντων των ιμπεριαλιστών και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου ή για αντιμετώπιση- αποτίναξη ενός εθνικού ζυγού. ε) Σε όλα αυτά ο Λένιν πρόσθετε ένα ακόμη εργαλείο προσέγγισης του χαρακτήρα ενός πολέμου: την μελέτη της προπολεμικής πολιτικής. Έγραφε: «Πώς όμως να βρούμε την ‘‘πραγματική ουσία’’ του πολέμου, πώς να τον ορίσουμε; Ο πόλεμος είναι συνέχιση τής πολιτικής. Πρέπει να μελετήσουμε την προπολεμική πολιτική, την πολιτική που οδηγεί και οδήγησε στον πόλεμο. Αν ή πολιτική ήταν ιμπεριαλιστική, δηλ. αν υπεράσπιζε τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου, λήστευε και καταπίεζε αποικίες και ξένες χώρες, τότε και ο πόλεμος που πηγάζει απ’ αυτή την πολιτική είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Αν η πολιτική ήταν εθνικοαπελευθερωτική, δηλ. αν έκφραζε ένα μαζικό κίνημα ενάντια στον εθνικό ζυγό, τότε ο πόλεμος που πηγάζει από μια τέτοια πολιτική είναι εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος» (Άπαντα, τόμος 30, σελ. 82). Τη θέση αυτή, που πήγαζε από το δόγμα του Κλαούζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (βίαια) μέσα, ο Λένιν την χρησιμοποιεί σε πλήθος κειμένων του την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου.
Τροποποιείται ο χαρακτήρας ενός πολέμου;
Ένα επιπλέον, βασικό, μεθοδολογικό ζήτημα που πρέπει να έχουμε υπόψη στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο μαρξισμός τον χαρακτήρα ενός πολέμου αφορά στην απάντηση στο εξής ερώτημα: Ένας πόλεμος παραμένει αμετάβλητος στο χαρακτήρα του σε όλη τη διάρκεια του ή αυτός ο χαρακτήρας μπορεί να τροποποιηθεί; Σαφή- και χωρίς παρερμηνείες απάντηση σε αυτό το ερώτημα- δίνει ο Λένιν στην κριτική του στη Ρόζα Λούξεμπουργκ («Για την μπροσούρα του Γιούνιους»). Διαβάζουμε:Μεθοδολογικά, επομένως, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε έναν πόλεμο, να τον εξηγήσουμε και να διαπιστώσουμε τον χαρακτήρα του, οφείλουμε να τον εξετάσουμε χωριστά από τους άλλους. Μόνο έτσι θα εντοπίσουμε τα γενικά χαρακτηριστικά του που τα συναντάμε σε όλους τους πολέμους, και στη συνέχεια τα ειδικά και τα συγκεκριμένα, εκείνα δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν έναν πόλεμο από τους προηγούμενους. Αυτό ακριβώς υποστήριζε ο Λένιν λέγοντας τα παρακάτω: «Η διευκρίνιση του χαρακτήρα του πολέμου αποτελεί για το μαρξιστή απαραίτητη προϋπόθεση για να λύσει το ζήτημα της στάσης του απέναντι του. Και για μια τέτοια διευκρίνιση είναι απαραίτητο πριν απ’ όλα να καθοριστεί ποιες είναι οι αντικειμενικές συνθήκες και η συγκεκριμένη κατάσταση του δοσμένου πολέμου. Πρέπει να τοποθετήσουμε τον πόλεμο αυτό σ’ εκείνες τις ιστορικές συνθήκες, στις οποίες γίνεται, και τότε μόνο μπορούμε να καθορίσουμε τη στάση μας απέναντι του. Διαφορετικά θα έχουμε όχι υλιστική, αλλά εκλεκτική ερμηνεία του ζητήματος» (Άπαντα, τόμος 26, σελ. 27).
Και πρόσθετε: «Η στάση μας όμως απέναντι στον πόλεμο είναι καταρχήν διαφορετική από τη στάση των αστών πασιφιστών (αυτοί είναι οπαδοί και κήρυκες της ειρήνης) και των αναρχικών. Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλ. οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη. Και από τους πασιφιστές και από τους αναρχικούς εμείς οι μαρξιστές διαφέρουμε, γιατί παραδεχόμαστε την ανάγκη να μελετιέται ιστορικά ο κάθε πόλεμος χωριστά (από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ). Στην ιστορία υπήρξαν επανειλημμένα πόλεμοι που, παρόλες τίς φρικαλεότητες, τις αγριότητες, τις συμφορές και τα βάσανα που συνδέονται αναπόφευκτα με κάθε πόλεμο, ήταν προοδευτικοί, δηλ. συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν εξαιρετικά βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως, λογουχάρη, η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα τής Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό)» (στο ίδιο, σελ. 317).
Ο μαρξισμός- όπως φαίνεται και από τα προαναφερόμενα- ανεξαρτήτως του προσδιορισμού που δίνει κάθε φορά σε έναν πόλεμο (αναγκαίος, προοδευτικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ιμπεριαλιστικός, επαναστατικός, αντιαποικιακός κλπ)- χωρίζει τους πολέμους σε δίκαιους και σε άδικους. Έτσι, αναλύοντας ιστορικά τους πολέμους, στους νεότερους χρόνους, ο Λένιν διέκρινε δύο ιστορικές περιόδους ή δύο εποχές (όπως τις ονόμαζε) όπου οι βασικοί, ιστορικά, πόλεμοι είχαν διαφορετικό χαρακτήρα.
Η πρώτη ιστορική περίοδος (ή εποχή) ξεκινάει από την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση (1789) και φτάνει ως την κομμούνα του Παρισιού (1871). Στο διάστημα αυτό ανάμεσα στα 1789 ως τα 1871 «ένας από τους τύπους πολέμων ήταν οι πόλεμοι αστικοπροοδευτικού, εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα. Μ’ άλλα λόγια, το κύριο περιεχόμενο και η ιστορική σημασία αυτών των πολέμων ήταν η ανατροπή της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας, η υπονόμευσή τους, η αποτίναξη του ξενικού εθνικού ζυγού. Γι’ αυτό ήταν πόλεμοι προοδευτικοί και όλοι οι τίμιοι , οι επαναστάτες δημοκράτες καθώς και όλοι οι σοσιαλιστές, εύχονταν πάντα σε τέτοιους πολέμους την επιτυχία της χώρας εκείνης (δηλ. εκείνης της αστικής τάξης) που συνέβαλλε στην ανατροπή ή την υπονόμευση των πιο επικίνδυνων θεμελίων της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και της καταπίεσης των ξένων λαών… Πριν την ανατροπή της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας και του ξενικού ζυγού, δεν μπορούσε ούτε λόγος να γίνει σχετικά με την ανάπτυξη της προλεταριακής πάλης για το σοσιαλισμό» (στο ίδιο σελ. 318).
Η Κομούνα του Παρισιού εγκαινιάζει μια νέα εποχή. Την εποχή των εργατικών επαναστάσεων με όλη την πολυπλοκότητα που αυτές εμφανίστηκαν στην συνέχεια. Ταυτόχρονα όμως ο καπιταλισμός μπαίνει σε μια νέα φάση ή στάδιο. Από το 1873, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα- που μέχρι τότε κινούνταν στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού- μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Η κρίση αυτή, που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890, επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την εμφάνιση των καρτέλ και την ανασυγκρότηση όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στη βάση ενός νέου υψηλότερου επιπέδου συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Ο Λένιν δίνει με γλαφυρότητα το στίγμα της εποχής γράφοντας: «Οι λαοί, που απ’ το 1789 ως το 1871 πάλευαν τις περισσότερες φορές επικεφαλής των άλλων στον αγώνα για τη λευτεριά, έχουν μετατραπεί τώρα, μετά το 1876, στα πλαίσια του υψηλά αναπτυγμένου και ‘‘υπερώριμου» καπιταλισμού, σε καταπιεστές και υποδουλωτές της πλειοψηφίας του πληθυσμού και των εθνών όλης της υδρογείου. Από το 1876 ως το 1914 έξι ‘‘μεγάλες’’ Δυνάμεις καταλήστεψαν 25 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, δηλ. έκταση 2½ φορές μεγαλύτερη απ’ όλη την Ευρώπη! Έξι Δυνάμεις κρατούν υποδουλωμένο πάνω από μισό δισεκατομμύριο (523 εκατομμύρια) πληθυσμό στις αποικίες. Σέ κάθε 4 κατοίκους των ‘‘μεγάλων’’ Δυνάμεων αναλογούν 5 κάτοικοι των αποικιών ‘‘τους’’» (στο ίδιο σελ. 21). Συνεπώς μετά την Κομμούνα, η ανθρωπότητα, τουλάχιστον για τους πολέμους που είχαν παγκόσμια ή πανευρωπαϊκή σημασία, είχε μπει όχι μόνο στην εποχή των εργατικών επαναστάσεων αλλά και στην εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων για το μοίρασμα των αποικιών και των αγορών. Σ’ αυτή την εποχή ο κύριος τύπος άδικου πολέμου ήταν ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ενώ οι δίκαιοι πόλεμοι δεν ήταν μόνο οι επαναστάσεις αλλά και οι αντιαποικιακοί, οι εθνικοί πόλεμοι για την αυτοδιάθεση ενός έθνους, για την εθνική ανεξαρτησία και την αποτίναξη του ξενικού ζυγού.
Στην μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος» που έγραψε μαζί με τον Ζηνόβιεφ και εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1915, αλλά και στην απάντησή του στον Πιατακόφ («Σχετικά με τη γελοιογραφία του Μαρξισμού») ένα χρόνο μετά, ο Λένιν σημείωνε: «Οι σοσιαλιστές παραδέχονταν και παραδέχονται και σήμερα ότι είναι δικαιολογημένη, προοδευτική και δίκαιη η ιδέα της ‘‘υπεράσπισης της πατρίδας’’ ή του ‘‘αμυντικού’’ πολέμου», μόνο με την έννοια της «αποτίναξης του αλλοεθνικού ζυγού». Και πρόσθετε: «οι πόλεμοι αυτοί θα είναι ‘‘δίκαιοι’’, ‘‘αμυντικοί’’, άσχετα από το ποιος επιτέθηκε πρώτος και ο κάθε σοσιαλιστής θα ευχόταν τα κράτη τα καταπιεζόμενα, τα εξαρτημένα, τα κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα να νικήσουν τις καταπιέστριες, δουλοκτητικές, ληστρικές ‘‘μεγάλες’’ δυνάμεις» (Άπαντα, τόμος 26, σελ. 318- 319 και τόμος 30, σελ. 81).
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε συνθήκες ιμπεριαλισμού ο Λένιν χαρακτηρίζει τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως δουλοκτητικές (συνεπώς κάποια κράτη έπαιζαν τον ρόλο του δούλου) και μιλάει για κράτη καταπιεζόμενα, κράτη εξαρτημένα και κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα. Στους πολίτες αυτών των κρατών αναγνωρίζει το δικαίωμα της υπεράσπισης της πατρίδας- θεωρώντας τον πόλεμό τους δίκαιο- απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, ανεξαρτήτως του κοινωνικού καθεστώτος που έχουν αυτά τα κράτη.
Στην βάση των προαναφερόμενων, η μεθοδολογία του μαρξισμού, πέραν των επαναστάσεων, στο ζήτημα του προσδιορισμού του χαρακτήρα ενός πολέμου μεταξύ κρατών συνοψίζεται στα παρακάτω: α)Κάθε πόλεμο τον εξετάζουμε στις αντικειμενικές συνθήκες και στη συγκεκριμένη κατάσταση όπου αυτός γίνεται. β) Κάθε πόλεμο πρέπει να τον τοποθετήσουμε σ’ εκείνες τις ιστορικές συνθήκες, στις οποίες γίνεται. γ) Σε κάθε πόλεμο εξετάζουμε ποιοι είναι οι εμπόλεμοι και τι αντιπροσωπεύει ο καθένας απ’ αυτούς στο συγκεκριμένο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Είναι φορέας προόδου ή φορέας οπισθοδρόμησης; Είναι μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη ή μια χώρα μικρή, καταπιεζόμενη, εξαρτημένη, ένα κράτος χωρίς πλήρη δικαιώματα; δ) Σε κάθε πόλεμο πρέπει να εξετάζουμε αν αυτός ο πόλεμος γίνεται για την υπεράσπιση των κάθε λογής συμφερόντων των ιμπεριαλιστών και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου ή για αντιμετώπιση- αποτίναξη ενός εθνικού ζυγού. ε) Σε όλα αυτά ο Λένιν πρόσθετε ένα ακόμη εργαλείο προσέγγισης του χαρακτήρα ενός πολέμου: την μελέτη της προπολεμικής πολιτικής. Έγραφε: «Πώς όμως να βρούμε την ‘‘πραγματική ουσία’’ του πολέμου, πώς να τον ορίσουμε; Ο πόλεμος είναι συνέχιση τής πολιτικής. Πρέπει να μελετήσουμε την προπολεμική πολιτική, την πολιτική που οδηγεί και οδήγησε στον πόλεμο. Αν ή πολιτική ήταν ιμπεριαλιστική, δηλ. αν υπεράσπιζε τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου, λήστευε και καταπίεζε αποικίες και ξένες χώρες, τότε και ο πόλεμος που πηγάζει απ’ αυτή την πολιτική είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Αν η πολιτική ήταν εθνικοαπελευθερωτική, δηλ. αν έκφραζε ένα μαζικό κίνημα ενάντια στον εθνικό ζυγό, τότε ο πόλεμος που πηγάζει από μια τέτοια πολιτική είναι εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος» (Άπαντα, τόμος 30, σελ. 82). Τη θέση αυτή, που πήγαζε από το δόγμα του Κλαούζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (βίαια) μέσα, ο Λένιν την χρησιμοποιεί σε πλήθος κειμένων του την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου.
Τροποποιείται ο χαρακτήρας ενός πολέμου;
«Ο Γιούνιους έχει απόλυτο δίκιο, όταν υπογραμμίζει την αποφασιστική επίδραση των ‘‘ιμπεριαλιστικών συνθηκών’’ στο σημερινό πόλεμο, όταν λέει ότι πίσω από τη Σερβία στέκεται η Ρωσία, ότι ‘‘πίσω από το σέρβικο εθνικισμό στέκεται ο ρωσικός ιμπεριαλισμός’’, ότι ή συμμετοχή λ.χ. της Ολλανδίας στον πόλεμο θα ήταν επίσης ιμπεριαλιστική, γιατί, πρώτο, θα υπεράσπιζε τις αποικίες της και, δεύτερο, θα ήταν σύμμαχος ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού. Αυτό είναι αναμφισβήτητο σχετικά με το σημερινό πόλεμο. Κι όταν ό Γιούνιους υπογραμμίζει εδώ ιδιαίτερα ότι γι’ αυτόν την πρώτιστη σημασία την έχει η πάλη ενάντια στο ‘‘φάντασμα του εθνικού πολέμου’’, ‘‘πού δεσπόζει σήμερα πάνω στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική’’ (σελ. 81), δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι συλλογισμοί του είναι και σωστοί και απόλυτα στη θέση τους.
Θα ήταν λάθος μόνο αν υπέρβαλε κανείς αυτή την αλήθεια, αν παρέκκλινε από τη μαρξιστική απαίτηση να είμαστε συγκεκριμένοι, αν μετάφερνε την εκτίμηση του σημερινού πολέμου σέ όλους τους πιθανούς μέσα στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού πολέμους, αν ξεχνούσε τα εθνικά κινήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το μοναδικό επιχείρημα για την υπεράσπιση της θέσης: ‘‘δεν μπορούν πιά να υπάρξουν εθνικοί πόλεμοι’’, είναι το γεγονός ότι ό κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια χούφτα ‘‘μεγάλες’’ ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, ότι γι’ αυτό το λόγο κάθε πόλεμος, έστω κι’ αν στην αρχή είναι εθνικός, μετατρέπεται σέ ιμπεριαλιστικό, θίγοντας τα συμφέροντα μιας από τίς ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, ή ενός από τούς ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς (σελ. 81 τής μπροσούρας τού Γιούνιους).
Είναι ολοφάνερο ότι το επιχείρημα αυτό είναι λαθεμένο. Φυσικά, μια από τις βασικές θέσεις της μαρξιστικής διαλεκτικής συνίσταται στο ότι όλα τα όρια στη φύση και στην κοινωνία είναι συμβατικά και κινητά, ότι δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο που να μην μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να μετατραπεί στην αντίθεσή του. Ο εθνικός πόλεμος μπορεί να μετατραπεί σε ιμπεριαλιστικό και αντίστροφα.
Παράδειγμα: οι πόλεμοι της μεγάλης Γαλλικής επανάστασης άρχισαν σαν εθνικοί και ήταν τέτοιοι. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν επαναστατικοί: υπεράσπιση της μεγάλης επανάστασης ενάντια στο συνασπισμό των αντεπαναστατικών μοναρχιών. Όταν όμως ο Ναπολέοντας δημιούργησε τη γαλλική αυτοκρατορία, υποδουλώνοντας μια σειρά από καιρό συγκροτημένα, μεγάλα, βιώσιμα, εθνικά κράτη της Ευρώπης, τότε οι εθνικοί πόλεμοι της Γαλλίας μετατράπηκαν σέ ιμπεριαλιστικούς, που γέννησαν με τη σειρά τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους ενάντια στον ιμπεριαλισμό τού Ναπολέοντα.
Μόνο ένας σοφιστής θα μπορούσε να σβήσει τη διαφορά ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό και στον εθνικό πόλεμο, στηριζόμενος στο ότι ο ένας μπορεί να μετατραπεί στον άλλο. Η διαλεκτική χρησίμευε πολλές φορές- και στην ιστορία τής ελληνικής φιλοσοφίας- σαν γέφυρα προς τη σοφιστική. ’Εμείς όμως παραμένουμε διαλεκτικοί, καταπολεμώντας τις σοφιστείες, όχι με την άρνηση της δυνατότητας κάθε μετατροπής γενικά, άλλα με τη συγκεκριμένη ανάλυση της δοσμένης μετατροπής στις συνθήκες της και στην ανάπτυξή της.
Παράδειγμα: οι πόλεμοι της μεγάλης Γαλλικής επανάστασης άρχισαν σαν εθνικοί και ήταν τέτοιοι. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν επαναστατικοί: υπεράσπιση της μεγάλης επανάστασης ενάντια στο συνασπισμό των αντεπαναστατικών μοναρχιών. Όταν όμως ο Ναπολέοντας δημιούργησε τη γαλλική αυτοκρατορία, υποδουλώνοντας μια σειρά από καιρό συγκροτημένα, μεγάλα, βιώσιμα, εθνικά κράτη της Ευρώπης, τότε οι εθνικοί πόλεμοι της Γαλλίας μετατράπηκαν σέ ιμπεριαλιστικούς, που γέννησαν με τη σειρά τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους ενάντια στον ιμπεριαλισμό τού Ναπολέοντα.
Μόνο ένας σοφιστής θα μπορούσε να σβήσει τη διαφορά ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό και στον εθνικό πόλεμο, στηριζόμενος στο ότι ο ένας μπορεί να μετατραπεί στον άλλο. Η διαλεκτική χρησίμευε πολλές φορές- και στην ιστορία τής ελληνικής φιλοσοφίας- σαν γέφυρα προς τη σοφιστική. ’Εμείς όμως παραμένουμε διαλεκτικοί, καταπολεμώντας τις σοφιστείες, όχι με την άρνηση της δυνατότητας κάθε μετατροπής γενικά, άλλα με τη συγκεκριμένη ανάλυση της δοσμένης μετατροπής στις συνθήκες της και στην ανάπτυξή της.
Είναι σέ μεγάλο βαθμό απίθανο ότι ο σημερινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1916 θα μετατραπεί σε εθνικό, επειδή η τάξη που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξή προς τα μπρος είναι το προλεταριάτο, που αντικειμενικά τείνει να μετατρέψει τον πόλεμο αυτό σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη, και έπειτα ακόμη επειδή η διαφορά ανάμεσα στις δυνάμεις των δυο συνασπισμών δεν είναι πολύ σημαντική και επειδή το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο έχει δημιουργήσει παντού μια αντιδραστική αστική τάξη. Δεν μπορούμε όμως να λέμε ότι είναι αδύνατη μια τέτοια μετατροπή: αν το προλεταριάτο της Ευρώπης γινόταν ανίσχυρο για καμιά εικοσαριά χρόνια- αν ο σημερινός πόλεμος τελείωνε με νίκες σαν τις ναπολεόντειες και με την υποδούλωση μιας σειράς βιώσιμων εθνικών κρατών- αν ο εξωευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (ό ιαπωνικός και ο αμερικανικός κατά πρώτο λόγο) διατηρούνταν επίσης καμιά εικοσαριά χρόνια χωρίς να περάσει στο σοσιαλισμό, λογουχάρη, ύστερα από ένα ιαπωνοαμερικανικό πόλεμο, τότε θα ήταν δυνατός ένας μεγάλος εθνικός πόλεμος στην Ευρώπη. Αυτό θα σήμαινε γύρισμα της Ευρώπης προς τα πίσω για αρκετές δεκαετίες. Αυτό είναι απίθανο. Δεν είναι όμως αδύνατο, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό, αντεπιστημονικό και θεωρητικά όχι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι ή παγκόσμια ιστορία τραβάει ομαλά και κανονικά προς τα μπρος, χωρίς να κάνει κάποτε γιγάντια άλματα προς τα πίσω»(Λένιν, Άπαντα, τόμος 30, σελ. 4-6. Οι υπογραμμίσεις δικές μου- Γ.Π.) .
Συνεπώς κατά τον Λένιν οι μαρξιστές πρέπει να μελετάνε συγκεκριμένα και σε κάθε φάση του έναν πόλεμο, γιατί αυτός ο πόλεμος κατά τη διάρκεια του μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει πως θα αλλάξουν και οι μαρξιστές στάση απέναντί του. Το συμπέρασμα αυτό έχει τεράστια σημασία στην μαρξιστική προσέγγιση του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και οφείλουμε να το κρατήσουμε κατά νου. Προηγουμένως όμως πρέπει να δούμε μια καίριας σημασίας διάσταση στο χαρακτήρα των πολέμων η οποία συνδέεται άμεσα με την οκτωβριανή επανάσταση και την δημιουργία της ΕΣΣΔ.
Η τρίτη εποχή των πολέμων: Το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός και το μεγάλο άλμα προς τα πίσωΣυνεπώς κατά τον Λένιν οι μαρξιστές πρέπει να μελετάνε συγκεκριμένα και σε κάθε φάση του έναν πόλεμο, γιατί αυτός ο πόλεμος κατά τη διάρκεια του μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει πως θα αλλάξουν και οι μαρξιστές στάση απέναντί του. Το συμπέρασμα αυτό έχει τεράστια σημασία στην μαρξιστική προσέγγιση του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και οφείλουμε να το κρατήσουμε κατά νου. Προηγουμένως όμως πρέπει να δούμε μια καίριας σημασίας διάσταση στο χαρακτήρα των πολέμων η οποία συνδέεται άμεσα με την οκτωβριανή επανάσταση και την δημιουργία της ΕΣΣΔ.
Αν η κομούνα του Παρισιού εγκαινίασε μια νέα εποχή και τροποποίησε τον χαρακτήρα των πολέμων εισάγοντας την παράμετρο των εργατικών επαναστάσεων, η Οκτωβριανή επανάσταση με την σειρά της έπραξε το ίδιο σε πολλαπλάσια διάσταση. Εισήγαγε την εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, την αρχή του ιστορικού τέλους του καπιταλισμού κι έτσι αναπόφευκτα τροποποίησε τους μέχρι τότε πολέμους αφού κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να μην λαμβάνει υπόψη του ή να μην έχει την άμεση ή την έμμεση επίδραση της Σοβιετικής Ένωσης και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Συνεπώς το ερμηνευτικό σχήμα των πολέμων της προ σοβιετικής εποχής ήταν ανεπαρκές για να ερμηνεύσει του πολέμους στην εποχή που άνοιξε μετά τη νικηφόρα επανάσταση του Οκτώβρη.
Στην εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό- πέραν της Οκτωβριανής επανάστασης και του πρώτου εργατικού κράτους- εμφανίζεται και μια ουσιώδη αλλαγή στο έδαφος του καπιταλισμού. Κι αυτή η αλλαγή λέγεται φασισμός. Αν- πέραν των άλλων- ιμπεριαλισμός σημαίνει «αντίδραση σε όλη τη γραμμή του μετώπου», ο φασισμός είναι η ολοκληρωτική αντίδραση, είναι ολοκληρωτικός καπιταλισμός στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο φασισμός έρχεται στο προσκήνιο την εποχή που ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο ανώτατο στάδιό του τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην εποχή που ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει περάσει στην τελευταία βαθμίδα ανάπτυξης του τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, στην εποχή του πρώτου εργατικού κράτους και του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Ο φασισμός δεν είναι ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, ούτε η αλλαγή της αστικής κυβέρνησης με μια άλλη ίδιου τύπου αστική κυβέρνηση. Γι’ αυτό και δεν κυριαρχεί σε όλες τις χώρες, σε όλο το μήκος και το πλάτος του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ο φασισμός, έλεγε ο Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς «είναι η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία. Το να παραβλέπομε αυτή τη διαφορά είναι σοβαρό λάθος».Και πρόσθετε: «Σήμερα όμως εκατομμύρια εργαζόμενοι, που ζουν μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού, πρέπει να καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στις μορφές εκείνες, που παίρνει η κυριαρχία της αστικής τάξης στις διάφορες χώρες. Εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, και δεν μας είναι καθόλου αδιάφορο, τι πολιτικό καθεστώς υπάρχει στη δοσμένη χώρα: Αστική δικτατορία με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, έστω και με εξαιρετικά περιορισμένα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, ή αστική δικτατορία με ανοιχτή φασιστική μορφή. Σαν οπαδοί της δημοκρατίας των σοβιέτ, θα υπερασπιστούμε κάθε δημοκρατικό επίτευγμα, που η εργατική τάξη κατάχτησε υστέρα από μακροχρόνιο σκληρό αγώνα και θα αγωνιστούμε αποφασιστικά για τη διεύρυνσή τους» (Γκεόργκι Δημητρόφ: «Ο Φασισμός», εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 28 και 134- 135).
Είναι αλήθεια ότι, δυο - τρια χρόνια πριν το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, τα ίδια έλεγε και ο Τρότσκι κριτικάροντας την θεωρία του σοσιαλφασισμού και την ισοπεδωτική αντιμετώπιση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του φασισμού. Διαβάζουμε: «Για πολλές δεκάδες χρόνια, στο εσωτερικό της αστικές δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας την και παλεύοντας ενάντιά της, οι εργάτες έχτισαν τα φρούριά τους, τις οάσεις τους, τις εστίες τής προλεταριακής δημοκρατίας τους: συνδικάτα, κόμματα, μορφωτικές λέσχες, αθλητικές οργανώσεις, συνεταιρισμούς κτλ. Το προλεταριάτο μπορεί να φτάσει στην εξουσία όχι μέσα στα τυπικά πλαίσια τής αστικής δημοκρατίας, άλλα μονάχα από τον επαναστατικό δρόμο. Κι αυτό έχει αποδειχτεί σύγχρονα κι από τη θεωρία κι από την πείρα. Αλλά ακριβώς για τον επαναστατικό δρόμο το προλεταριάτο έχει ανάγκη από τις βάσεις και τα στηρίγματα της εργατικής δημοκρατίας στο εσωτερικό τού αστικού κράτους. Η δημιουργία τέτοιων βάσεων υπήρξε το έργο τής 2ης Διεθνούς την εποχή πού εκπλήρωνε ακόμα μιαν ιστορικά προοδευτική αποστολή. Η ουσιαστική και μοναδική αποστολή του φασισμού είναι να καταστρέφει από τα θεμέλιά τους όλους τούς θεσμούς της προλεταριακής δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό έχει για το προλεταριάτο κάποια «ταξική σημασία» ή όχι; Ας το σκεφτούν λιγάκι οι μεγάλοι μας θεωρητικοί» (Λέον Τρότσκι: «Και τώρα;», εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1978, σελ. 29).
Είναι επίσης αλήθεια ότι αρκετοί οπαδοί του Τρότσκι, αν κρίνουμε από τους δικούς μας στην Ελλάδα, ξέχασαν αυτές τις επισημάνσεις του την περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Κι είναι τραγικό ότι στο δικό τους δρόμο- άραγε τί τους ζήλεψαν;- κινούνται οι σημερινοί ηγέτες του ΚΚΕ.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η εμφάνιση, του φασισμού επανέφερε στην επικαιρότητα- σε σχέση με τα κριτήρια καθορισμού του χαρακτήρα του πολέμου- μια παλιά θέση του Λένιν η οποία δεν μπορούσε να έχει ισχύ στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Έγραφε ο ηγέτης των μπολσεβίκων: «Το προλεταριάτο είναι εχθρός κάθε αστικής τάξης και κάθε εκδήλωσης του αστικού καθεστώτος, η εχθρότητα όμως, αυτή δεν το απαλλάσσει από την υποχρέωση να κάνει διάκριση ανάμεσα στους ιστορικά προοδευτικούς και στους ιστορικά αντιδραστικούς εκπροσώπους τής αστικής τάξης» (Λένιν, Άπαντα, τόμος 9, σελ. 155- 156). Ο φασισμός, σε σχέση με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν μια τεράστια οπισθοδρόμηση, ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω αναφορικά με τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης καθώς αποστολή του ήταν αυτές τις κατακτήσεις να τις συντρίψει, να τις εξαφανίσει και να ισοπεδώσει την ίδια. Το προλεταριάτο δεν μπορούσε να αδιαφορεί γι’ αυτό το γεγονός.
http://ergatikosagwnas.gr