Tο εκλογικό σώμα έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει την πολιτική του και όχι για να ζητήσει άδεια να εφαρμόσει ένα αβέβαιο κλάσμα της, λέει στο Πριν ο Δημήτρης Μπελαντής, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Τίθεται το ερώτημα πώς η κυβέρνηση θα νομοθετεί χωρίς να τρώει συνέχεια «κόκκινη κάρτα» από τους «θεσμούς», συμπληρώνει.
Συνέντευξη στο Λεωνίδα Βατικιώτη
- Η κυρίαρχη άποψη στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση είναι ότι η συμφωνία με το Γιούρογκρουπ αποτελεί «έντιμο» ή «αναγκαίο» συμβιβασμό για «να πάρουμε μια ανάσα». Η γερμανική κυβέρνηση αλλά και οι λεγόμενες αγορές είδαν επίσης με ικανοποίηση τη συμφωνία. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Κριτήριο για να αξιολογηθεί η συμφωνία με το Γιούρογκρουπ ως ικανοποιητικός ή μη συμβιβασμός για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση αποτελεί βασικά -λαμβανομένων υπόψη και των αρνητικών διεθνών συσχετισμών και πιέσεων, που όμως θα υφίσταντο ούτως ή άλλως- το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (με κορμό τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο) και η πιο πλήρης συνεδριακή του απόφαση του Ιουλίου 2013. Στα κείμενα αυτά είχαμε διατυπώσει με σαφήνεια την άποψη ότι θα εφαρμόσουμε τα άμεσα μέτρα του προγράμματός μας (751 ευρώ ως κατώτατο όριο, επαναφορά ΣΣΕ, κατάργηση ΕΝΦΙΑ, αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, 13η σύνταξη) μονομερώς, σε εύλογο χρόνο και ανεξάρτητα από την πορεία της διαπραγμάτευσης για το χρέος. Το είχαμε πει σε όλους τους τόνους. Από τη στιγμή που η προσωρινή συμφωνία εξαρτά τη νομοθετική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ από την αποφυγή μονομερών ενεργειών (unilateral actions), τίθενται σοβαρά ως και ανυπέρβλητα προβλήματα για την πρακτική εφαρμογή της πολιτικής μας. Στο βαθμό που διατηρείται μια μορφή «επιτήρησης», όχι πια από την τρόικα αλλά από τους περίφημους «θεσμούς», τίθεται το ερώτημα πώς η κυβέρνηση θα νομοθετεί προς την εφαρμογή του προγράμματός μας χωρίς να τρώει συνέχεια «κόκκινη κάρτα». Επίσης, η λίστα μεταρρυθμίσεων του υπουργού Οικονομικών θέτει καταλυτικά όρια, με την αρνητική έννοια, σε κρίσιμα θέματα, όπως η άνοδος των κατωτάτων ορίων των μισθών (υπό την έννοια της εξάρτησής της από την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας και της μη εφαρμογής της βραχυπρόθεσμα), η άρση των ιδιωτικοποιήσεων, η βελτίωση των συντάξεων (όπου διατυπώνεται η θέση ότι υπάρχει δέσμευση «συνέχισης του εκσυγχρονισμού του συνταξιοδοτικού συστήματος»), η αύξηση των δαπανών για την υγεία και την περίθαλψη (όπου τίθεται ζήτημα ελέγχου και συνδρομής από τον ΟΟΣΑ), η άνευ προϋποθέσεων επίλυση της σοβούσας ανθρωπιστικής κρίσης, ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών κ.ά. Δεν παλέψαμε για να βρεθούμε μπρος σε ένα μπλοκάρισμα του προγράμματός μας. Είναι εμφανές ότι, αν και εφόσον αυτή η ροπή παγιωθεί, θα έχουμε πλήρη αναστροφή στο μείγμα κυβερνητικής πολιτικής που προτείναμε προεκλογικά. Αυτή η κατάσταση αποδεικνύει ότι ο πολιτικός ορίζοντας της συμφωνίας είναι απολύτως προβληματικός και ότι στο επόμενο διάστημα το μαζικό κίνημα πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση της εφαρμογής του προεκλογικού μας προγράμματος ως ενός μίνιμουμ φιλολαϊκού προγράμματος, της υπέρβασης της συμφωνίας σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, καθώς επίσης και της διαπραγμάτευσης με ριζικά άλλη μεθοδολογία και βάση εκκίνησης (κάτι που ήδη επισήμανε και ο σ. Γ. Μηλιός). Ανεξάρτητα από οψιγενείς ερμηνείες, το εκλογικό σώμα έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει την πολιτική του και όχι για να ζητήσει άδεια να εφαρμόσει ένα αβέβαιο κλάσμα της.
- Δεν φοβάστε να κατηγορηθείτε ότι με τη δημόσια έκφραση της διαφωνίας σας υπονομεύετε την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ και αποδυναμώνετε την κυβέρνηση;
– Η εσωκομματική δημοκρατία σε ένα αριστερό κόμμα, ακόμη κι αν αυτό έχει κυβερνητικό ρόλο, υποτίθεται ότι είναι βασική αξιακή αρχή. Και αυτό εκφράζεται και στο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ. Με τις παραπάνω σκέψεις μου εκφράζω έναν προσωπικό πολιτικό προβληματισμό εν αναμονή και των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων του κόμματος. Αυτό ποτέ δεν έχει κριθεί ως τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ ως κάτι το μεμπτό. Ανεξάρτητα όμως από το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας, κάθε αριστερός/ή ή κομμουνιστής/τρια στον τόπο μας δεν δικαιούται να σιωπά απέναντι σε δύσκολες και αρνητικές πολιτικές εξελίξεις. Όπως ακριβώς έχω ασκήσει με τα γραπτά μου έντονη κριτική στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.) σε προγενέστερο χρόνο για την υποτίμηση των ενωτικών δυνατοτήτων και για όψεις σεχταρισμού τους, έτσι ακριβώς δικαιούμαι κι εγώ, όπως και κάθε άλλο μέλος και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, να εκφράσω τον προβληματισμό μου και την επικριτική μου στάση για το αν αυτή η πολιτική που ασκείται διευκολύνει ή δυσχεραίνει τον ενιαίο βηματισμό της Αριστεράς. Πιστεύω ότι χρειάζεται μια αλλαγή κατεύθυνσης στην κυβερνητική πρακτική, ώστε να διευκολυνθεί μια ενωτική στάση στο μαζικό κίνημα.
- Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται δικαιωμένοι και εκτιμούν πώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της αποπληρωμής του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Τελικά, υπάρχει άλλος ρεαλιστικός δρόμος;
– Καταρχήν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, μετά τη συντριβή που υπέστησαν, δεν μπορούν να είναι δικαιωμένοι για τίποτε. Επίσης, αυτά τα κόμματα –ακόμη και στο περιορισμένο πλαίσιο τής ως τώρα διαπραγμάτευσης– λειτούργησαν ως εκπρόσωποι των δανειστών και όχι της ελληνικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως είχε πει παλιότερα στη Βουλή ο Ηλίας Ηλιού, είναι πολύ ανησυχητικό να σε χειροκροτούν οι εχθροί σου. Κάτι πρέπει να έχεις κάνει στραβά. Αν υπάρχει άλλος ρεαλιστικός δρόμος, εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ευρωενωσιακό πλαίσιο προσφέρει ελάχιστες δυνατότητες πολιτικά και νομικά για να εφαρμοστεί μια έστω και ήπια φιλολαϊκή πολιτική. Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι η προετοιμασία της κοινωνίας για ενδεχόμενη ρήξη. Από αυτήν την άποψη, η κριτική που έχει ασκήσει η Αριστερή Πλατφόρμα στην πορεία του κόμματος από το 2012 έως το 2015 έχει δικαιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
- Πιστεύετε ότι υπάρχουν περιθώρια αναστροφής της πορείας υποχωρήσεων της κυβέρνησης; Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μέσα ή έξω ή μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ;
– Επιτρέψτε μου να εξακολουθήσω να πιστεύω ως μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ότι το κόμμα με δύσκολο και βασανιστικό τρόπο μπορεί να προχωρήσει προς έναν διαφορετικό προσανατολισμό αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ωστόσο τα περιθώρια ποιοτικά και χρονικά δεν είναι καθόλου ανεξάντλητα, ο χρόνος πυκνώνει με ραγδαίο ρυθμό. Σε αυτή την προοπτική, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο κΓιούρογκοραι οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να προετοιμάσουν την κοινωνία για μεγαλύτερες και συνολικότερες ρήξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλιώς θα κριθούν αρνητικά από ιστορική σκοπιά.
Τέλος της ιστορίας δεν υπάρχει
Αν παγιωθεί η συμβιβαστική πολιτική, κερδισμένη θα βγει η αντίδραση
- Στο ενδεχόμενο μιας αποτυχίας της κυβέρνησης και διάψευσης της μαζικής ελπίδας που γέννησε υπάρχει εναλλακτική διέξοδος προς τα αριστερά ή μαζί με την αποτυχία της θα καταρρεύσει τελεσίδικα κάθε αριστερό σχέδιο, θα παραλύσει το λαϊκό κίνημα και θα επανέλθει δικαιωμένη η Δεξιά ή, ακόμη χειρότερα, η νεοφασιστική Ακροδεξιά;
– Δεν είμαι μελλοντολόγος, παρά το γεγονός ότι, όπως έλεγαν κάποιοι παλιότερα στις ΗΠΑ, «δεν χρειάζεται να είσαι μετεωρολόγος για να αντιληφθείς προς τα πού φυσάει ο άνεμος». Αν παγιωθεί μια συμβιβαστική πολιτική για την αριστερή κυβέρνηση και αν αποτύχουμε να κάνουμε τη διαφορά και να εγκαταστήσουμε ένα αντινεοφιλελεύθερο και αντικαπιταλιστικό παράδειγμα στην Ελλάδα, η επόμενη ημέρα θα ανήκει στον ήπιο νεοφιλελευθερισμό και η μεθεπόμενη στην αντίδραση. Δεν μπορώ να προκαθορίσω τη μορφή της. Το πιθανότερο δεν είναι, κατά την γνώμη μου, η επιστροφή της Χρυσής Αυγής αλλά η ανασύνταξη της λεγόμενης κοινοβουλευτικής λαϊκής Δεξιάς, με χαρακτηριστικά που θα συνδυάζουν τον «δικαιωμένο» ακραίο νεοφιλελευθερισμό με εθνικιστικές και κρατικοαυταρχικές διαστάσεις.
- Τελικά, μήπως όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση είναι ανέφικτη στην εποχή μας, η κομμουνιστική κοινωνία μια χίμαιρα και ο καπιταλισμός –έστω με τις κρίσεις του, που μπορεί να τις ξεπεράσει κιόλας– το «τέλος της ιστορίας»;
– Κάθε άλλο. Παρά το γεγονός ότι η πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε σε ένα δυσμενώς επηρεάζον κλίμα κινηματικής υποχώρησης, απάθειας και ανάθεσης, η ίδια η επίτευξή της ως πρώτο βήμα ιδίως στο βαθμό που η πραγματική εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ όντως προχωρήσει και αλληλοτροφοδοτηθεί με μια κινηματική αντεπίθεση (που δεν θα «στηρίζει» ως αντηχείο την κυβέρνηση, αλλά θα την ελέγχει και θα προχωρά πολύ πιο μπροστά από αυτήν) μπορούν να οδηγήσουν σε έναν καλύτερο ταξικό συσχετισμό. Αν το φιλολαϊκό πρόγραμμα τεθεί σε μια τροχιά εφαρμογής (με ταξικούς όρους και όχι όρους φιλανθρωπίας), οι συγκρούσεις που θα επιφέρει μπορούν να το μετατρέψουν μεσοπρόθεσμα σε ένα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για την κατάληψη της εξουσίας. Αν όλα αυτά ναρκοθετηθούν και αποτύχουν, οι αρνητικές συνέπειες για όλους όσους αναφέρονται στον κομμουνισμό θα είναι υπαρκτές και πολύ σημαντικές. Αλλά το «τέλος της ιστορίας» δεν υπάρχει. Ακόμη και σε αυτήν την απευκταία περίπτωση, θα βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, θα επανακρίνουμε τις παραδόσεις μας και τα οργανωτικά μας όρια και θα βρούμε νέα σχήματα για την προώθηση αυτού που ο Μπαντιού έχει χαρακτηρίσει «κομμουνιστική υπόθεση». Υπό αυτήν την εκτίμηση και μόνο, και μέσα σε ένα πολύ πικρό κοινωνικοπολιτικό κλίμα, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιστορική αισιοδοξία μας.