Αύριο 17 και 18 του μηνός θα συζητηθεί στην ολομέλεια της Βουλής το πρώτο νομοσχέδιο που καταθέτει η κυβέρνηση Τσίπρα. Κοντά δυο μήνες μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Το νομοσχέδιο έχει θέμα την αποκαλούμενη "ανθρωπιστική κρίση" και συνοδεύεται από 7 τροπολογίες επί άσχετων θεμάτων. Έστω κι αν η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, μόλις προ ημερών είχε αποκλείσει τη γνωστή από παλιά συνήθεια των κυβερνήσεων να εντάσσουν άσχετες τροπολογίες σε νομοσχέδια.
Η μεγάλη κατάκτηση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι η υποβάθμιση όσων έχουν άμεση ανάγκη κοινωνικής προστασίας, υλικής και εισοδηματικής στήριξης σε κατάσταση ζητιάνου, επαίτη της κρατικής ελεημοσύνης. Προβλέπει την επιδοτούμενη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για την κύρια κατοικία νοικοκυριών που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η παροχή είναι μόνο για το 2015 και έως 300 kwh μηνιαίως, ενώ τα κριτήρια με βάση τα οποία θα οριστεί ο αριθμός των δικαιούχων θα αποφασιστεί αυθαίρετα από την κυβέρνηση.
Επίσης προβλέπει την επιδότηση ενοικίου έως 220 ευρώ μηνιαίως για πολυμελείς οικογένειες. Αφορά έως 30.000 από τα 1.200.000 νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Μόνο για νέες μισθώσεις, ή ανανεώσεις υφιστάμενων μισθώσεων εντός του τρέχοντος έτους. Η επιδότηση αυτή θα είναι για το 2015, με τη δυνατότητα να ανανεωθεί και για το 2016. Ενώ εκτός από το μισθωτήριο απαιτείται και η φορολογική ενημερότητα του εκμισθωτού. Να δούμε πόσοι εκμισθωτές διαθέτουν φορολογική ενημερότητα για να αιτηθούν την επιδότηση.
Τέλος, προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος σίτισης για το 2015 σε νοικοκυριά είτε με κουπόνια, είτε με άλλο ηλεκτρονικό τρόπο για την προμήθεια ειδών σίτισης. Δικαιούχοι είναι φυσικά πρόσωπα ανάλογα με το σύνολο του εισοδήματος από κάθε πηγή που βεβαιώνουν είτε μέσω φορολογικής δήλωσης, είτε με υπεύθυνη δήλωση όσον αφορά ανέργους που δεν εισπράτουν επίδομα ανεργίας, ή όσοι δεν υποχρεούται σε φορολογική δήλωση.
Σ' όλες τις περιπτώσεις οι αριθμοί και η ταυτότητα των δικαιούχων είναι επιλογή της κυβέρνησης. Πρόκειται καθαρά για κρατική ελεημοσύνη με κριτήρια επιλογής που είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Κι έτσι δεν θεμελιώνουν κανενός είδους δικαίωμα, ή νόμιμης απαίτησης για τα νοικοκυριά και τα φυσικά πρόσωπα που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Με το νομοσχέδιο αυτό επίσημα καταλύεται το άρθρο 25 του Συντάγματος (Αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων) όπου ειδικά στην §1 αναφέρει: «τα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Το συγκεκριµένο άρθρο εποµένως διακηρύσσει την υποχρέωση της πολιτείας να εγγυάται την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και να διασφαλίζει την ανεµπόδιστη άσκησή τους. Ο Γ. Κατρούγκαλος ορίζει το κοινωνικό κράτος ως «το κράτος εκείνο που αναλαµβάνει θεσµικά υποχρεώσεις σχετικά µε την εξασφάλιση βασικών αναγκών των πολιτών του.»[1]
Με το νομοσχέδιο αυτό επιστρέφουμε πίσω στην φτωχοπρόνοια, ή κρατική πρόνοια που παρέχει στην καλύτερη περίπτωση ένα συνηθισµένο επίπεδο διαβίωσης για εκείνους που βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας. Είναι ο θεσµός της επικουρικής και εξατοµικευµένης προστασίας που παρέχεται από δηµόσιους και ιδιωτικούς φορείς προς άτοµα ή οµάδες, µε σκοπό την πρόληψη, τη µείωση ή την επανόρθωση των συνεπειών µιας κατάστασης κοινωνικού αποκλεισμού ή οικονομικής εξαθλίωσης.
Ο όρος «κράτος πρόνοιας»(Wohlfahrtstaat) εµφανίστηκε αρχικώς το 19ο αιώνα στη Γερµανία ως παραλλαγή του αστυνοµικού κράτους (Polizeistaat).[2] Και ουσιαστικά ήταν η αστυνόμευση δια της φτωχοπρόνοιας (Armenpflege) των εξαθλιωμένων μαζών. Δηλαδή, η παροχή κρατικής ελεημοσύνης έναντι της πειθάρχησης στην εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται για την κοινωνική αντίληψη ενός καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού που βλέπει στην εξαθλίωση το αναπόφευκτο και αναπόδραστο της οικονομικής πολιτικής κι επομένως θέλει να αντιμετωπίσει μόνο τις πιο ακραίες συνέπειες προκειμένου να κρατά σε καταστολή την φτωχολογιά.
Γι' αυτό και η αντίληψη αυτή διέπρεψε τις εποχές της απολυταρχίας και φυσικά του φασισμού και του ναζισμού. Ο εξαθλιωμένος δεν είναι παρά ένας φτωχός εκ φύσεως, για τον οποίο το κράτος μπορεί να διαθέτει πολιτικές ελεημοσύνης και πτωχοπρόνοιας. Χωρίς να τον αναγνωρίζει ως εργαζόμενο με αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα στην υγεία, την εργασία, την οικογένεια, την παιδεία, την στέγαση και την κοινωνική ασφάλιση, τα οποία οφείλουν να τελούν υπό την προστασία και την κατοχύρωση του κράτους. Δηλαδή, ως εργαζόμενος να τελεί υπό την εγγύηση του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Χρειάστηκαν αιματηροί αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων δύο αιώνων για να λυτρωθούν από την πτωχοπρόνοια και να επιβάλλουν το κοινωνικό κράτος δικαίου. Ήταν τόσο ισχυρή η επίδραση των κοινωνικών αγώνων που ακόμη κι ένας συντηρητικός καθηγητής της κοινωνικής πολιτικής της δεκαετίας του 1930, ο Νότης Φωτήλας, έγραφε σχετικά με την αντιμετώπισης της εκρηκτικής εξάπλωσης της φτώχειας:
"Κατ' αρχάς εγένετο η σκέψις να επεκταθή η δημοσία αντίληψις υπέρ των πτωχών (Armenpflege), ίνα δια ταύτης υποβοηθήσουν την διόρθωσιν όλων των κοινωνικών δεινών. Αλλά αμέσως κατενοήθη ότι η ιδέα εκείνη ήτο τελείως εσφαλμένη. Διότι η φιλόπτωχος πρόνοια επεμβαίνει τότε μόνον, όταν η οικονομική υπόστασις του εργάτου έχη καταστραφή τελείως. Αντιθέτως την κοινωνικήν μεταρρύθμισιν ενδιέφερε να εξασφαλίση ακριβώς την κοινωνικήν υπόστασιν του εργάτου εις τας ατυχείς περιπτώσεις του βίου του. Εξ' άλλου η υπέρ των πτωχών πρόνοια είχε τον χαρακτήρα ταπεινωτικής ελεημοσύνης, εμείωνε την ανθρώπινη αξιοπρέπειαν του πολίτου, ο οποίος ούτως εγίνετο είδος ζητιάνου. Ο επιδιωκόμενος τώρα σκοπός, να βοηθηθή τουτέστιν ο εργαζόμενος εις τας περιπτώσεις της ανυπαιτίου ενδείας του, ηδύνατο να πραγματοποιηθή μόνο αν παρεμερίζετο το στίγμα της επαιτείας, εάν εχορηγείτο εις την εργατικήν τάξιν το αίσθημα μιας καλώς αποκτηθείσης νομίμου απαιτήσεως. Η άποψις αύτη, ότι η υπέρ των πτωχών δημοσία αντίληψις είναι πλέον περιττή και άσκοπος, ανεγνωρίσθη σχεδόν από όλους εν τη επιστήμη."[3]
Κάποτε η κοινωνική ασφάλιση που αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα της μετάβασης από την φτωχοπρόνοια, ή το κράτος πρόνοιας, στο κοινωνικό κράτος δικαίου μαζί με τη δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία, την προστασία της οικογένειας, της μητρότητας και του παιδιού, όπως και της εργασίας, ήταν το μέσο με το οποίο η άρχουσα τάξη ήλπιζε ότι θα μπορούσε "να δωροδοκή την εργατικήν τάξιν και ν' αναστέλλη τρόπον τινά τους κοινωνικούς αγώνας των εργατών," όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το 1935 σε συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη,[4] ως πρόεδρος του Οργανισμού Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Τότε το κοινωνικό κράτος ήταν ο φόβος και ο τρόμος που ενέπνεαν στην κυρίαρχη τάξη οι αγώνες της εργατικής τάξης και της αριστεράς που την εκπροσωπούσε. Σήμερα η αριστερά έχει σε τέτοιο βαθμό ενσωματωθεί που δεν το έχει σε τίποτε να επιστρέψει ολόκληρη την κοινωνία πίσω στην πτωχοπρόνοια, στην κρατική ελεημοσύνη, αναγνωρίζοντας στην φτωχολογιά μόνο το δικαίωμα στον κοινωνικό αποκλεισμό και την επαιτεία. Δεν το έχει σε τίποτε να υπηρετήσει τον καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό των αγορών, πρωτίστως με την μορφή της "ευρωπαϊκής ολοκληρωσης", που σαν τον φασισμό και τον ναζισμό του χθες, δεν αποδέχεται ούτε καν την ιδέα του κατοχυρωμένου κοινωνικού δικαιώματος.
Από μια τέτοια κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τους έλληνες πολίτες ως άξιους μόνο για την ελεημοσύνη του κράτους, δεν υπάρχει καμιά ανοχή. Οφείλει να έχει την τύχη των προηγούμενων, πριν να είναι πολύ αργά για την κοινωνία, τους εργαζόμενους και την χώρα.
[1] Γ. Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της µεταβιοµηχανικής εποχής, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ.108
[2] Βλ. αναλυτικά Γ. Κατρούγκαλου, Το κοινωνικό κράτος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ.105
[3] Ν. Φωτήλα, Κοινωνική Πολιτική, Αθήνα: Πυρσός, 1937, σ. 309-310.
[4] Ριζοσπάστης, 20-7-1935.
Η μεγάλη κατάκτηση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι η υποβάθμιση όσων έχουν άμεση ανάγκη κοινωνικής προστασίας, υλικής και εισοδηματικής στήριξης σε κατάσταση ζητιάνου, επαίτη της κρατικής ελεημοσύνης. Προβλέπει την επιδοτούμενη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για την κύρια κατοικία νοικοκυριών που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η παροχή είναι μόνο για το 2015 και έως 300 kwh μηνιαίως, ενώ τα κριτήρια με βάση τα οποία θα οριστεί ο αριθμός των δικαιούχων θα αποφασιστεί αυθαίρετα από την κυβέρνηση.
Επίσης προβλέπει την επιδότηση ενοικίου έως 220 ευρώ μηνιαίως για πολυμελείς οικογένειες. Αφορά έως 30.000 από τα 1.200.000 νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Μόνο για νέες μισθώσεις, ή ανανεώσεις υφιστάμενων μισθώσεων εντός του τρέχοντος έτους. Η επιδότηση αυτή θα είναι για το 2015, με τη δυνατότητα να ανανεωθεί και για το 2016. Ενώ εκτός από το μισθωτήριο απαιτείται και η φορολογική ενημερότητα του εκμισθωτού. Να δούμε πόσοι εκμισθωτές διαθέτουν φορολογική ενημερότητα για να αιτηθούν την επιδότηση.
Τέλος, προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος σίτισης για το 2015 σε νοικοκυριά είτε με κουπόνια, είτε με άλλο ηλεκτρονικό τρόπο για την προμήθεια ειδών σίτισης. Δικαιούχοι είναι φυσικά πρόσωπα ανάλογα με το σύνολο του εισοδήματος από κάθε πηγή που βεβαιώνουν είτε μέσω φορολογικής δήλωσης, είτε με υπεύθυνη δήλωση όσον αφορά ανέργους που δεν εισπράτουν επίδομα ανεργίας, ή όσοι δεν υποχρεούται σε φορολογική δήλωση.
Σ' όλες τις περιπτώσεις οι αριθμοί και η ταυτότητα των δικαιούχων είναι επιλογή της κυβέρνησης. Πρόκειται καθαρά για κρατική ελεημοσύνη με κριτήρια επιλογής που είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Κι έτσι δεν θεμελιώνουν κανενός είδους δικαίωμα, ή νόμιμης απαίτησης για τα νοικοκυριά και τα φυσικά πρόσωπα που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Με το νομοσχέδιο αυτό επίσημα καταλύεται το άρθρο 25 του Συντάγματος (Αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων) όπου ειδικά στην §1 αναφέρει: «τα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Το συγκεκριµένο άρθρο εποµένως διακηρύσσει την υποχρέωση της πολιτείας να εγγυάται την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και να διασφαλίζει την ανεµπόδιστη άσκησή τους. Ο Γ. Κατρούγκαλος ορίζει το κοινωνικό κράτος ως «το κράτος εκείνο που αναλαµβάνει θεσµικά υποχρεώσεις σχετικά µε την εξασφάλιση βασικών αναγκών των πολιτών του.»[1]
Με το νομοσχέδιο αυτό επιστρέφουμε πίσω στην φτωχοπρόνοια, ή κρατική πρόνοια που παρέχει στην καλύτερη περίπτωση ένα συνηθισµένο επίπεδο διαβίωσης για εκείνους που βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας. Είναι ο θεσµός της επικουρικής και εξατοµικευµένης προστασίας που παρέχεται από δηµόσιους και ιδιωτικούς φορείς προς άτοµα ή οµάδες, µε σκοπό την πρόληψη, τη µείωση ή την επανόρθωση των συνεπειών µιας κατάστασης κοινωνικού αποκλεισμού ή οικονομικής εξαθλίωσης.
Ο όρος «κράτος πρόνοιας»(Wohlfahrtstaat) εµφανίστηκε αρχικώς το 19ο αιώνα στη Γερµανία ως παραλλαγή του αστυνοµικού κράτους (Polizeistaat).[2] Και ουσιαστικά ήταν η αστυνόμευση δια της φτωχοπρόνοιας (Armenpflege) των εξαθλιωμένων μαζών. Δηλαδή, η παροχή κρατικής ελεημοσύνης έναντι της πειθάρχησης στην εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται για την κοινωνική αντίληψη ενός καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού που βλέπει στην εξαθλίωση το αναπόφευκτο και αναπόδραστο της οικονομικής πολιτικής κι επομένως θέλει να αντιμετωπίσει μόνο τις πιο ακραίες συνέπειες προκειμένου να κρατά σε καταστολή την φτωχολογιά.
Γι' αυτό και η αντίληψη αυτή διέπρεψε τις εποχές της απολυταρχίας και φυσικά του φασισμού και του ναζισμού. Ο εξαθλιωμένος δεν είναι παρά ένας φτωχός εκ φύσεως, για τον οποίο το κράτος μπορεί να διαθέτει πολιτικές ελεημοσύνης και πτωχοπρόνοιας. Χωρίς να τον αναγνωρίζει ως εργαζόμενο με αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα στην υγεία, την εργασία, την οικογένεια, την παιδεία, την στέγαση και την κοινωνική ασφάλιση, τα οποία οφείλουν να τελούν υπό την προστασία και την κατοχύρωση του κράτους. Δηλαδή, ως εργαζόμενος να τελεί υπό την εγγύηση του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Χρειάστηκαν αιματηροί αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων δύο αιώνων για να λυτρωθούν από την πτωχοπρόνοια και να επιβάλλουν το κοινωνικό κράτος δικαίου. Ήταν τόσο ισχυρή η επίδραση των κοινωνικών αγώνων που ακόμη κι ένας συντηρητικός καθηγητής της κοινωνικής πολιτικής της δεκαετίας του 1930, ο Νότης Φωτήλας, έγραφε σχετικά με την αντιμετώπισης της εκρηκτικής εξάπλωσης της φτώχειας:
"Κατ' αρχάς εγένετο η σκέψις να επεκταθή η δημοσία αντίληψις υπέρ των πτωχών (Armenpflege), ίνα δια ταύτης υποβοηθήσουν την διόρθωσιν όλων των κοινωνικών δεινών. Αλλά αμέσως κατενοήθη ότι η ιδέα εκείνη ήτο τελείως εσφαλμένη. Διότι η φιλόπτωχος πρόνοια επεμβαίνει τότε μόνον, όταν η οικονομική υπόστασις του εργάτου έχη καταστραφή τελείως. Αντιθέτως την κοινωνικήν μεταρρύθμισιν ενδιέφερε να εξασφαλίση ακριβώς την κοινωνικήν υπόστασιν του εργάτου εις τας ατυχείς περιπτώσεις του βίου του. Εξ' άλλου η υπέρ των πτωχών πρόνοια είχε τον χαρακτήρα ταπεινωτικής ελεημοσύνης, εμείωνε την ανθρώπινη αξιοπρέπειαν του πολίτου, ο οποίος ούτως εγίνετο είδος ζητιάνου. Ο επιδιωκόμενος τώρα σκοπός, να βοηθηθή τουτέστιν ο εργαζόμενος εις τας περιπτώσεις της ανυπαιτίου ενδείας του, ηδύνατο να πραγματοποιηθή μόνο αν παρεμερίζετο το στίγμα της επαιτείας, εάν εχορηγείτο εις την εργατικήν τάξιν το αίσθημα μιας καλώς αποκτηθείσης νομίμου απαιτήσεως. Η άποψις αύτη, ότι η υπέρ των πτωχών δημοσία αντίληψις είναι πλέον περιττή και άσκοπος, ανεγνωρίσθη σχεδόν από όλους εν τη επιστήμη."[3]
Κάποτε η κοινωνική ασφάλιση που αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα της μετάβασης από την φτωχοπρόνοια, ή το κράτος πρόνοιας, στο κοινωνικό κράτος δικαίου μαζί με τη δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία, την προστασία της οικογένειας, της μητρότητας και του παιδιού, όπως και της εργασίας, ήταν το μέσο με το οποίο η άρχουσα τάξη ήλπιζε ότι θα μπορούσε "να δωροδοκή την εργατικήν τάξιν και ν' αναστέλλη τρόπον τινά τους κοινωνικούς αγώνας των εργατών," όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το 1935 σε συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη,[4] ως πρόεδρος του Οργανισμού Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Τότε το κοινωνικό κράτος ήταν ο φόβος και ο τρόμος που ενέπνεαν στην κυρίαρχη τάξη οι αγώνες της εργατικής τάξης και της αριστεράς που την εκπροσωπούσε. Σήμερα η αριστερά έχει σε τέτοιο βαθμό ενσωματωθεί που δεν το έχει σε τίποτε να επιστρέψει ολόκληρη την κοινωνία πίσω στην πτωχοπρόνοια, στην κρατική ελεημοσύνη, αναγνωρίζοντας στην φτωχολογιά μόνο το δικαίωμα στον κοινωνικό αποκλεισμό και την επαιτεία. Δεν το έχει σε τίποτε να υπηρετήσει τον καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό των αγορών, πρωτίστως με την μορφή της "ευρωπαϊκής ολοκληρωσης", που σαν τον φασισμό και τον ναζισμό του χθες, δεν αποδέχεται ούτε καν την ιδέα του κατοχυρωμένου κοινωνικού δικαιώματος.
Από μια τέτοια κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τους έλληνες πολίτες ως άξιους μόνο για την ελεημοσύνη του κράτους, δεν υπάρχει καμιά ανοχή. Οφείλει να έχει την τύχη των προηγούμενων, πριν να είναι πολύ αργά για την κοινωνία, τους εργαζόμενους και την χώρα.
[1] Γ. Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της µεταβιοµηχανικής εποχής, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ.108
[2] Βλ. αναλυτικά Γ. Κατρούγκαλου, Το κοινωνικό κράτος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ.105
[3] Ν. Φωτήλα, Κοινωνική Πολιτική, Αθήνα: Πυρσός, 1937, σ. 309-310.
[4] Ριζοσπάστης, 20-7-1935.