του Δημήτρη Καλτσώνη*
Πρόσφατα δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο και ελληνικό επισημαίνουν την κρίσιμη οικονομική κατάσταση της Βενεζουέλας. Καταδεικνύουν ως υπεύθυνους για την κατάσταση αυτή τις κυβερνήσεις Τσάβες και Μαδούρο. Τους καταλογίζουν ότι ευθύνονται για τις ελλείψεις στην αγορά επειδή έθεσαν πλαφόν στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών και επειδή δίνουν πετρέλαιο σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στην Κούβα και σε άλλες χώρες της ΑLΒΑ. Προτείνουν μάλιστα ως λύση την απελευθέρωση της αγοράς και τη διακοπή της τροφοδοσίας της Κούβας με πετρέλαιο.
Οι επτά κρίσιμες αλήθειες
Οι θέσεις αυτές κρύβουν επιμελώς μερικές μεγάλες αλήθειες:
Πρώτο, ότι η φτώχεια στη Βενεζουέλα, πριν την πολιτική στροφή του 1999 με την εκλογή Τσάβες ήταν διπλάσια από τη σημερινή. Το 1998 σε συνθήκες φτώχειας ζούσε το 85% του πληθυσμού της χώρας και η ανεργία έφτανε το 25%. Δέκα χρόνια μετά, οι δείκτες της φτώχειας είχαν μειωθεί στο μισό.
Δεύτερο, ότι η μείωση της φτώχειας επιτεύχθηκε μέσω της εθνικοποίησης του πετρελαίου το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν αμερικάνικες πολυεθνικές, οι οποίες έχουν σφόδρα δυσαρεστηθεί από την εξέλιξη αυτή και οι οποίες καραδοκούν να επανέλθουν.
Τρίτο, πράγματι η Βενεζουέλα δίνει πετρέλαιο στην Κούβα σε τιμές κατώτερες της διεθνούς αγοράς, όπως αντίστοιχα η Κούβα συμμετέχει με χιλιάδες γιατρούς και δασκάλους στη μάχη ενάντια στον αναλφαβητισμό και για την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας στον πληθυσμό. Αυτά γίνονται στο πλαίσιο μιας εναλλακτικού τύπου οικονομικής συνεργασίας, της ΑLΒΑ, η οποία δεν βασίζεται στη λογική της ελεύθερης αγοράς αλλά στη λογική της αλληλοβοήθειας (ναι, μπορεί να υπάρξει και αυτό!) ανάμεσα σε λαούς. Οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ενοχλημένες επειδή έχουν καταρρεύσει τα σχέδια τους για την ΑLCΑ, δηλαδή τη ζώνη ελευθέρου εμπορίου που θα κάλυπτε όλη την αμερικανική ήπειρο.
Το πρόβλημα της Βενεζουέλας δεν είναι ότι παρέχει φθηνό πετρέλαιο στην Κούβα. Δεν είναι ούτε οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου που χειραγωγημένα (σε ένα βαθμό) έχουν καταρρεύσει. Είναι ότι δεν έλαβε πιο τολμηρά μέτρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση και διαφοροποίηση της οικονομίας της. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βασιστεί στην εθνικοποίηση του μεγάλου κεφαλαίου και αξιοποιήσει τους πόρους αυτούς για ελάφρυνση της θέσης των πιο φτωχών στρωμάτων αλλά και για επενδύσεις του δημόσιου τομέα. Η παρασιτική ολιγαρχία της χώρας δεν πρόκειται ποτέ να ενδιαφερθεί για παραγωγικές επενδύσεις.
Τέταρτο, το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι επίσης ότι διστάζει να προχωρήσει στη ριζική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και στην επαναθεμελίωσή του σε επαναστατικές δημοκρατικές βάσεις, ώστε να απαλλαγεί και από την ενδημική διαφθορά. Θα χρειαζόταν πιο αποφασιστική συμμετοχή του εργατικού και λαϊκού παράγοντα στη λήψη και υλοποίηση όλων των αποφάσεων, στα υφιστάμενα κοινοτικά συμβούλια, γενικά στη δημόσια ζωή και στους χώρους εργασίας στην οργάνωση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας που απειλείται από τις ΗΠΑ και τους συνεργάτες τους. Θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η πρόταση που έχει καταθέσει εδώ και καιρό το ΚΚ Βενεζουέλας για τη δημιουργία συμβουλίων των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, με αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες[1].
Πέμπτο, αποκρύπτεται ότι οι ελλείψεις και οι ουρές στα καταστήματα δημιουργήθηκαν γιατί το 70% περίπου των εισαγωγών της Βενεζουέλας προέρχεται ακόμη από τις ΗΠΑ. Άρα, πολύ εύκολα οι ΗΠΑ και το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο στη Βενεζουέλα μπορούν να δημιουργήσουν ελλείψεις και κρίσεις στην αγορά.
Είναι ένα μοντέλο που το έχουν δοκιμάσει και άλλοτε. Το ίδιο δεν έγινε στη Χιλή επί κυβέρνησης Αλλιέντε, μόνο και μόνο για να φθαρεί η κυβέρνηση και να προετοιμαστεί το πραξικόπημα Πινοσέτ; Αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται στη Βενεζουέλα. Στις 12 Φεβρουαρίου απετράπη μια ακόμη προσπάθεια πραξικοπήματος για την οποία σιώπησαν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης.
Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις Τσάβες και Μαδούρο θα έπρεπε ίσως να ήταν λιγότερο διστακτικές. Αν είχαν προχωρήσει πιο έγκαιρα και πιο δυναμικά στον αναπροσανατολισμό των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας, στην υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή και στην εθνικοποίηση των μεγάλων εισαγωγικών επιχειρήσεων δεν θα αντιμετώπιζαν τόσο έντονα το πρόβλημα της έλλειψης και της απόκρυψης εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μαδούρο πληρώνει την ατολμία της.
Η αλήθεια είναι ότι πριν λίγες μέρες δημιουργήθηκαν μικτές επιτροπές (από πολίτες και στρατιωτικούς) που αρμοδιότητα έχουν την ανεύρεση των αποκρυμμένων εμπορευμάτων και την κατάσχεσή τους. Είναι ένα μέτρο, που αν εφαρμοστεί πραγματικά, μπορεί να δώσει μια (προσωρινή έστω) λύση στο πρόβλημα. Μπορεί επίσης να αποτελέσει αφετηρία για νέες, πιο προωθημένες μορφές λαϊκής οργάνωσης.
Έκτο, αν η κυβέρνηση Μαδούρο απελευθερώσει τις τιμές, μπορεί πράγματι να σταματήσει την απόκρυψη εμπορευμάτων. Δεν μας λένε όμως οι υποστηρικτές της άποψης αυτής: εμπορεύματα θα υπάρχουν πάλι στα ράφια, θα μπορούν όμως τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού να τα αγοράσουν; Οι νεοφιλελεύθερες προτάσεις τους είναι δοκιμασμένες τόσο στη Βενεζουέλα όσο και αλλού. Φέρνουν ακραία φτώχεια και εξαθλίωση σε όφελος των πολυεθνικών και μιας ολιγαρχίας που συνεργάζεται μαζί τους.
Έβδομο, αυτό που επίσης αποφεύγουν να πουν οι υποστηρικτές της «ελεύθερης αγοράς» είναι ότι, στη λογική αυτή, επιθυμούν να ιδιωτικοποιηθεί πάλι ο πετρελαϊκός τομέας ο οποίος βάσει των άρθρων 302-303 του Μπολιβαριανού Συντάγματος του 1999 είναι δημόσια περιουσία.
Γεωστρατηγική στόχευση
Στην πραγματικότητα, η στρατηγική των ΗΠΑ είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Μαδούρο όπως και όσων κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική υπερασπίζονται την εθνική τους ανεξαρτησία και προσπαθούν στον ένα ή άλλο βαθμό να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των λαών τους. Η «πίσω αυλή» των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά απείθαρχη τα τελευταία χρόνια και οι μεγάλοι ανταγωνιστές των ΗΠΑ (Κίνα, Ρωσία) είναι πλέον παρόντες οικονομικά, στρατιωτικά στην περιοχή. Ας σκεφτούμε μόνο τι πρόκληση αποτελεί η πρόθεση της Κίνας να ανοίξει μια νέα διώρυγα στη Νικαράγουα που θα ενώνει το παγκόσμιο εμπόριο παρακάμπτοντας την ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ διώρυγα του Παναμά.
Επομένως, η ανατροπή της εκλεγμένης από το λαό κυβέρνησης της Βενεζουέλας με ένα συνδυασμό οικονομικών πιέσεων και πραξικοπήματος, έχει κομβική σημασία αυτή τη στιγμή για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Η πτώση της είναι πιθανό να συμπαρέσυρε όλο το προοδευτικό κλίμα της περιοχής. Θα έφερνε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση ακόμη και την επαναστατική Κούβα. Η αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί κανείς τις επιλογές της κυβέρνησης Μαδούρο, αποτελεί ζήτημα που ενδιαφέρει όσους εμφορούνται από ριζοσπαστικές και επαναστατικές ιδέες αλλά και κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο άνθρωπο.
*Επίκουρος καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου
http://www.kordatos.org