Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Οι πολιτικές εξελίξεις και οι προκλήσεις για την Αριστερά.


Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος (*)
Όταν τελείωσε η μίνι σύνοδος κορυφής- η λεγόμενη επταμερής- ο πρωθυπουργός δήλωνε πως «είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να υλοποιήσει υφεσιακά μέτρα, δηλαδή την 5η αξιολόγηση και το mail Χαρδούβελη» κι ότι «θα καταθέσει τις δικές της μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιήσει». Στις δικές της δηλώσεις η Αν. Μέρκελ μας τα είπε κάπως διαφορετικά. Οι δανειστές περιμένουν άμεσο οικονομικό όφελος από τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να καταθέσει λεπτομερειακά και κοστολογημένα. Γι’ αυτό και η Γερμανίδα Καγκελάριος έσπευσε να διευκρινίσει πως το ζήτημα δεν είναι ποιες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν καθώς η κυβέρνηση μπορεί να αντικαταστήσει αυτές που δεν της αρέσουν με άλλες που θα φέρνουν ισοδύναμο αποτέλεσμα.


«Κοντός ψαλμός αλληλούια», λέει ο λαός. Σε λίγες ημέρες θα ξέρουμε και τις μεταρρυθμίσεις και την αντίδραση, σ’ αυτές, των δανειστών. Οφείλουμε όμως να πάρουμε σοβαρά υπόψη μας το δημοσίευμα των Financial Times που σήμερα κυριαρχεί στην ειδησιογραφία αλλά και τις διευκρινήσεις που έδωσε μιλώντας στο MEGA CHANNEL, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Συγκεκριμένα ο κ. Σακελλαρίδης επιβεβαίωσε ότι η επιστολή Τσίπρα εστάλη όχι μόνο στην κ. Μέρκελ αλλά και σε άλλους ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων ο κ. Ολάντ και ο κ. Γιούνκερ. Η επιστολή κατέγραφε την στενότητα ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη να ληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι φτάσαμε στην περιβόητη επταμερή. Τώρα έχει άδικο ο Σαμαράς που αρπάζει την ευκαιρία και δηλώνει πως «υπερηφάνεια είναι να μην κλαίγεσαι στους ξένους ηγέτες»;

Τα πράγματα είναι σοβαρά. Κι ίσως γίνουν ακόμη σοβαρότερα για ό,τι ονομάζουμε «αριστερά» σ’ αυτή τη χώρα. Και τούτο γιατί η σημερινή κυβέρνηση διεκδικεί να κυβερνήσει και να δώσει λύσεις στο όνομα της Αριστεράς. Όσο κι αν σπανίζει στο λεξιλόγιό της ο όρος, στη συνείδηση του λαού έχει καταγραφεί ως αριστερή κυβέρνηση.

Πριν από δύο μήνες είχαμε εκλογές τις οποίες κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ με μια μεγάλη διαφορά 8,5 ποσοστιαίων μονάδων από τη ΝΔ. Ο κόσμος που τον ψήφισε σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν ήταν και- φυσικά- δεν έγινε αριστερός μέσα σε μερικές ημέρες ή σε μερικούς μήνες. Η ψήφος του, όμως, αντανακλούσε την ρευστότητα που υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό και στην κίνηση των μαζών στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, με την χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας και την είσοδο της χώρας στην πολιτική των μνημονίων.

Ένα κοινωνικό σύστημα συνταράσσεται συθέμελα κι ένα πολιτικό σύστημα- όπως αυτό οικοδομήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης- διαλύεται και ανασυντίθεται κάθε τρεις και λίγο. Έχουμε μπει σε μια εποχή από εκείνες που τις χαρακτηρίζουν οι μεγάλες και οι βαθιές αλλαγές- ανεξαρτήτως προς ποια κατεύθυνση θα γίνουν. Σε μια εποχή που τις εξελίξεις, τις σφραγίζει αποκλειστικά η ταξική πάλη κι εκείνος που κερδίζει αυτή την πάλη. Αλλά όπως σοφά λέει ο λαός σε ανάλογες περιπτώσεις «τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι χάσαμε το κουτάλι».

Το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό αποτυπώνει μια διαφορετική κατάσταση από την προηγούμενη αναφορικά με τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, αλλά αυτή η νέα κατάσταση συνεχίζει να παραμένει υπό τον έλεγχο της άρχουσας τάξης. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν σηματοδοτεί μια αλλαγή στην καθεστηκυία τάξη όσο η κυβέρνηση και η ηγετική του ομάδα δεν δείχνουν καμία πρόθεση να προκαλέσουν βαθιές τομές και ρήξεις σε βάρος της οικονομικής ολιγαρχίας και της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο. Η διαχείριση της κρίσης γίνεται από την κυβέρνηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωζώνης και των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις προς τους δανειστές.

Ας κάνουμε έναν σύντομο απολογισμό της κυβερνητικής πολιτικής: Αντικατέστησε την τρόικα με τους λεγόμενους θεσμούς, ζητώντας ουσιαστικά να αλλάξει, όχι η σχέση με τους δανειστές αλλά ο τύπος αυτής της σχέσης. Αυτό ήταν το πρόβλημα; Αποδέχτηκε την δανειακή σύμβαση ζητώντας την παράτασή της. Δηλαδή αποδέχτηκε το δίκιο των δανειστών, την άρση ασυλίας των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων προς όφελος των δανειστών, την εφαρμογή πολιτικής μνημονίων που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση και εγγυούνται τα συμφέροντα των δανειστών. Εγκατέλειψε την θέση της για κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους εναποθέτοντας στην καλή διάθεση των δανειστών την οποιαδήποτε διευθέτησή του στο μέλλον. Δέχτηκε στη χώρα τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών και τώρα ετοιμάζει το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που της ζητούν, δηλαδή το νέο μνημόνιο πάνω στο οποίο θα την ελέγχουν, για να της ανοίξουν τις κάνουλες της ρευστότητας. Το ερώτημα είναι απλό. Σ’ αυτό το πρόγραμμα ζήτησε και πήρε την ψήφο του ελληνικού λαού;

Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση προωθεί κάποια μέτρα για την ανακούφιση εκείνων των λαϊκών στρωμάτων που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις υποχρεώσεις τους που είναι εξαθλιωμένα. Αυτά τα μέτρα τα ονομάζει αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Είναι βέβαιο πως τέτοια κρίση υπάρχει. Είναι βαθιά, είναι σε εξέλιξη και είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που φαίνεται. Όμως, στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, στο πλαίσιο της χρεοκοπίας της χώρας και της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας που έχουν προκαλέσει οι δανειστές καμία ανθρωπιστική κρίση δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά χωρίς ριζικές αλλαγές και χωρίς ρήξη με αυτή την κατάσταση. Όσο η χώρα θα ταλανίζεται από τις άμπωτες και τις παλίρροιες της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιμετωπίσει τη δική της κρίση. Ό,τι κερδίζει σε περιόδους νηνεμίας θα το πληρώνει διπλό στις θύελλες. Όσο η χώρα θα δίνει ό,τι βγάζει για τα χρέη στους δανειστές κι όσο θα δανείζεται για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους, τα όποια μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης θα μοιάζουν- αν δεν είναι- με παροχή ελεημοσύνης για να μην μαζεύουμε πτώματα από τους δρόμους.

Αυτή την πολιτική δεν μπορούμε να την ονομάσουμε αριστερή. Κι αυτή την κυβέρνηση που υιοθετεί μια τέτοια πολιτική δεν μπορούμε να την ονομάσουμε αριστερή κυβέρνηση. Χωρίς αμφιβολία στηρίζεται σε πολυπληθείς αριστερές λαϊκές μάζες. Χωρίς αμφιβολία στις τάξεις της και στις τάξεις του κόμματός της έχει πολλούς αριστερούς. Η πολιτικής της, όμως, δεν είναι τέτοια. Ο διαχωρισμός μιας αριστερής πολιτικής από αυτήν που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι σήμερα κάτι περισσότερο από αναγκαίος. Αν δεν γίνει, η πορεία ενσωμάτωσης της κυβέρνησης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων θα συμπαρασύρει ολόκληρη της Αριστερά σε όλες της τις αποχρώσεις και δεν θα της επιτρέψει να σηκώσει κεφάλι για δεκαετίες.

Είναι αλήθεια πως πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει μόνος του. Εναλλακτική πολιτική πρόταση δεν υπάρχει ούτε από τα δεξιά του ούτε από τα αριστερά του ενώ το μαζικό, λαϊκό, το εργατικό κίνημα είναι σε κατάσταση αποδιοργάνωσης.

Είναι επίσης αλήθεια, πως η άρχουσα τάξη, μετά την συντριβή του παλιού ΠΑΣΟΚ, επιθυμεί και επιδιώκει να εδραιωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως η νέα κεντροαριστερά στην Ελλάδα καθώς ο άλλος πόλος του παλιού δικομματισμού- η ΝΔ δηλαδή- διατηρείται ακόμη ισχυρός. Συνεπώς, η άρχουσα τάξη επιδιώκει να συνεχιστεί απρόσκοπτα ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας από την ίδια, αντικαθιστώντας όπου αυτό είναι αναγκαίο τα παλιά πολιτικά της εργαλεία με άλλα, νέας κοπής.

Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτό που ονομάζαμε παλιότερα «Αριστερά» συρρικνώνεται μέχρι εξαλείψεως. Ο όρος αποκτάει μια πλαδαρότητα και μια ασάφεια. Αποϊδεολογικοποιείται και βγαίνει από τα κοινωνικά του πλαίσια. Για όσους γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς την πολιτική ιστορία αυτού του τόπου είναι γνωστό πως η Αριστερά στην Ελλάδα και στον κόσμο ολόκληρο προσδιοριζόταν με βάση στη στάση που κρατούσαν οι πολιτικές δυνάμεις στο ζήτημα της ταξικής πάλης και ειδικότερα απέναντι στην εργατική τάξη και την ιστορική της αποστολή. Είναι επίσης γνωστό ότι για ιστορικούς λόγους στην Ελλάδα δεν ζήσαμε το περίφημο ιστορικό σχίσμα του εργατικού κινήματος, τον διαχωρισμό του δηλαδή στην επαναστατική και στη ρεφορμιστική του πτέρυγα, όπως έγινε στην υπόλοιπη Ευρώπη με την χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, την διάσπασή της και την εμφάνιση των κομμουνιστικών κομμάτων. Καλώς ή κακώς- προσωπικά πιστεύω καλώς- η ευρύτερη αριστερά στην Ελλάδα προσδιοριζόταν από την στάση που κρατούσε κάθε πολιτικός φορέας απέναντι στην εργατική τάξη και απέναντι στο ΚΚΕ. Σήμερα αυτό δεν υπάρχει. Η υπόθεση της εργατικής τάξης έχει πάψει να είναι σημείο αναφοράς και το ΚΚΕ έχει αποποιηθεί την Αριστερά, ανοικτά από το 2012, όταν η ηγεσία του δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι «εμείς δεν είμαστε αριστεροί- εμείς είμαστε κομμουνιστές».

Φτάσαμε επομένως στο «κουτάλι» που αναφέραμε πιο πριν.

Αν η σημερινή κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά με ανοικτή ταξική πάλη κι όχι με λανθάνουσες ή αυθόρμητες μορφές εκδήλωσής της, αν πρέπει να οργανωθεί ολοκληρωμένα αυτή η πάλη, τότε αβίαστα χρειάζονται να επικεντρωθούμε στη λύση δύο βασικών προβλημάτων που βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Το πρώτο είναι η οργάνωση της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού για την επιβίωσή τους και την προώθηση των συμφερόντων τους. Χωρίς αυτό, χωρίς το ξαναζωντάνεμα του εργατικού- λαϊκού κινήματος τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Από θεωρίες η Αριστερά πάντα πήγαινε καλά. Κι από θεωρητικές κατασκευές πήγαινε ακόμα καλύτερα. Όμως ο μαρξισμός διδάσκει πως όλα αυτά δοκιμάζουν την αξία τους στην πράξη. Πως αν δεν γίνουν κτήμα των μαζών- ακόμη κι αν έχουν την μέγιστη επιστημονική τεκμηρίωση- δεν αξίζουν πεντάρα. Σ’ αυτό το ζήτημα, στο ζήτημα της κινητοποίησης του λαού για τα προβλήματά του πιστεύω πως όλοι οι τίμιοι αριστεροί, κομμουνιστές και μη κομμουνιστές, όλων των αποχρώσεων, μπορούν να δημιουργήσουν τη βάση μιας πλατιάς ενότητας δράσης με απτά αποτελέσματα. Αν ασχοληθούμε με τα προβλήματα του κόσμου κι αν επιχειρήσουμε να τον ενεργοποιήσουμε και να τον κινητοποιήσουμε για την λύση τους θα έχουμε κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα.

Το δεύτερο πρόβλημα που ζητάει λύση είναι το πρόβλημα του κόμματος της εργατικής τάξης, του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος νέου τύπου που θα πετάξει από πάνω του όλα τα βαρίδια του παρελθόντος. Δύσκολο- πολύ δύσκολο πρόβλημα. Κι αυτό, όχι μόνο για το λόγο ότι πάνω σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά κυρίως γιατί έχει μαζευτεί πολύ σκόνη και σαβούρα. Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το κόμμα νέου τύπου οφείλουν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται με εγκεφαλικά κατασκευάσματα, δεν γίνεται με σχήματα και ταμπού, δεν γίνεται με τις παλιές εμμονές και τους αφορισμούς, δεν γίνεται με την σκουριά του ιδεαλισμού που αναπτύχθηκε μεν υπό το βάρος συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών αλλά- στον έναν ή στον άλλο βαθμό- μας έχει όλους διαπεράσει. Γίνεται με την βαθιά ιστορικοδιαλεκτική μελέτη της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος, με την εξαγωγή θεωρητικών συμπερασμάτων από το παρελθόν, με την μελέτη της σύγχρονης πραγματικότητας και την προσαρμογή στις ανάγκες που πηγάζουν απ’ αυτήν. Γίνεται με κοινωνό και αρωγό την ίδια την εργατική τάξη.

Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτό το ζήτημα. Θα θέσω όμως ένα ερώτημα. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν μαρξιστές. Γεγονός αναμφισβήτητο. Μαρξισμός υπάρχει; Παράγεται δηλαδή θεωρία; Θα ήμουν αφοριστικός αν έλεγα πως δεν υπάρχει; Θα το θέσω κάπως αλλιώς για να δούμε το μέγεθος της τραγωδίας που στην πραγματικότητα είναι ιλαροτραγωδία. Έχουμε κάμποσα κέντρα μαρξιστικών ερευνών, μελετών- ή όπως θέλετε πέστε τα. Καθένας που κάνει κέφι φτιάχνει κι από ένα. Αν συμφωνούμε πως ο μαρξισμός είναι επιστήμη, πως έχει δηλαδή επιστημονική μέθοδο και μέθοδο τεκμηρίωσης, τότε γιατί όλοι αυτοί οι μαρξιστές δεν μαζεύονται σε έναν φορέα να κάνουν πέντε σοβαρές μελέτες πάνω στον ελληνικό και στον διεθνή καπιταλισμό που θα είναι χρήσιμες για την παραγωγή πολιτικής και για την αντιμετώπιση της αστικής επιστήμης;

Η ταξική πάλη έλεγαν οι κλασικοί διεξάγεται σε τρία επίπεδα: Στο οικονομικό- συνδικαλιστικό, στο επιστημονικό- θεωρητικό και στο πολιτικό. Ίσως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα.


(*) Το κείμενο ήταν η παρέμβαση του Γ. Πετρόπουλου στην εκδήλωση που διοργάνωσε η ιστοσελίδα Kommon στις 23 Μάρτη 2015 με θέμα «Η πραγματικότητα κάνει επίμονες ερωτήσεις. Τι απαντάμε; (Η Αριστερά και οι πολιτικές εξελίξεις)».


http://ergatikosagwnas.gr