Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η μεγάλη κωλοτούμπα

 Από τη δημόσια συζήτηση του τελευταίου μήνα απουσιάζει εντελώς το ζήτημα του χρέους. Δηλαδή, το ζήτημα από το οποίο ξεκινούσε και στο οποίο κατέληγε κάθε συζήτηση μέχρι τις εκλογές της 25ης του Γενάρη. Αυτό δεν γίνεται τυχαία, βέβαια. Εχοντας εγκαταλείψει όσα έλεγε προεκλογικά για το χρέος, ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησε τη μεγάλη κωλοτούμπα, η οποία φέρνει  νομοτελειακά  όλες τις υπόλοιπες.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» είχε ως βάση το αίτημα για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους κτλ. Παρουσιάζοντάς το στη Θεσσαλονίκη ο Τσίπρας έλεγε: «Ζητάμε άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία και ισχυρή εντολή διαπραγμάτευσης με στόχο:
Τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο. Εγινε για τη Γερμανία το 1953. Να γίνει και για την Ελλάδα το 2014.
“Ρήτρα ανάπτυξης’’ στην αποπληρωμή του υπόλοιπου, έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού.

Περίοδο χάριτος, δηλαδή moratorium, στην εξυπηρέτησή του, για την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη».

Μιλώντας θεωρητικά, μια υπερχρεωμένη καπιταλιστική οικονομία, χωρίς ιδιαίτερα αναπτυγμένη παραγωγική βάση, η οποία βρίσκεται επί έξι χρόνια σε καπιταλιστική ύφεση, δεν έχει άλλη δυνατότητα για να ξεφύγει απ’ αυτή και να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά. Οταν ένα τεράστιο μέρος των αξιών που παράγονται κάθε χρόνο σ’ αυτή την οικονομία περνά στον κρατικό προϋπολογισμό και αναδιανέμεται υπέρ των δανειστών, με τη μορφή τόκων και χρεολυσίων που κυμαίνονται γύρω στα 20 με 30 δισ. ευρώ κάθε χρόνο (δηλαδή σε ποσοστό 12% με 18% του ΑΕΠ της), δεν μπορεί να έχει ελπίδα σημαντικής ανάπτυξης. Η σκληρή δημοσιονομική πολιτική τσακίζει τα εισοδήματα των πλατιών λαϊκών μαζών, ρίχνει την καταναλωτική ζήτηση κι αυτή επιδρά αρνητικά στην εξέλιξη του ΑΕΠ (δεδομένου ότι δεν πρόκειται για οικονομία με υψηλές εξαγωγές), δείκτη με τον οποίο η αστική πολιτική οικονομία μετρά την ανάπτυξη.

Αν υπήρχε μια ελάφρυνση του χρέους, τότε ο κρατικός προϋπολογισμός θα είχε τη δυνατότητα να στηρίξει την καπιταλιστική ανάπτυξη, ως αρωγός του ιδιωτικού καπιταλισμού, όπως συνέβαινε πάντοτε. Σε όλη τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων είναι καθηλωμένο σε μηδενικά επίπεδα κι αυτό αποτελεί παράγοντα που τροφοδοτεί την καπιταλιστική ύφεση (για να μην μιλήσουμε για άλλες παρενέργειες, όπως είναι οι σταθερά υψηλές οφειλές του κράτους προς εργολάβους και προμηθευτές του).

Σε εποχές «παγκοσμιοποίησης», όμως, και κυρίως όταν το χρέος έχει αλλάξει χέρια και βρίσκεται πλέον στα χέρια «εταίρων», όπως το ΔΝΤ, οι χώρες της Ευρωζώνης και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η προοπτική διαγραφής του χρέους και διαμόρφωσης όρων αποπληρωμής που θα διευκολύνουν μια αναθέρμανση της υπερδανεισμένης οικονομίας, μέσω της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων, ούτε θεωρητικά μπορεί να εξετάζεται ούτε ως υπόθεση εργασίας να λαμβάνεται. Μέσα από ένα πολυπλόκαμο σύστημα οικονομικών και διακρατικών σχέσεων, οι δανειστές κρατούν στα χέρια τους τη μεζούρα με την οποία καθορίζουν το ρυθμό αποπληρωμής του χρέους. Απορρίπτουν τις ριζικές λύσεις, όπως είναι η διαγραφή του χρέους, απορρίπτουν τις λύσεις που προσφέρουν περιθώρια ανεξαρτησίας στη χώρα-οφειλέτη, όπως είναι η αποπληρωμή με «ρήτρα ανάπτυξης». Εξασφαλίζουν τη «βιωσιμότητα» του χρέους, δηλαδή τη δυνατότητα της χρεωμένης χώρας να αποπληρώνει τόκους και χρεολύσια, επιβάλλοντας αυτοί τους όρους, μέσα από τον απόλυτο έλεγχο όχι μόνο της δημοσιονομικής πολιτικής αλλά του συνόλου της οικονομίας.

Σαμαράς, Βενιζέλος (και Κουβέλης στη συνέχεια), οι οποίοι εκπροσώπησαν το ελληνικό κράτος κατά την υπογραφή της δεύτερης (και μεγαλύτερης σε ύψος) δανειακής σύμβασης, προσαρμόστηκαν αμέσως σ’ αυτό το δόγμα των δανειστών και αρκέστηκαν στην υπόσχεση που τους δόθηκε το Νοέμβρη του 2012, ότι αν το ελληνικό κράτος έχει «πρωτογενή πλεονάσματα», δηλαδή αν εφαρμόζει μια εφιαλτική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας, έτσι που να αποδίδει κάθε χρόνο ένα ποσοστό του ΑΕΠ για τη μείωση του χρέους (αυτό είναι επί της ουσίας το περιβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα»), θα υπάρξει μια νέα αναδιάρθρωση, τη μορφή της οποίας οι δανειστές προσδιόρισαν (άρρητα) ως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και ενδεχομένως μείωση του επιτοκίου. Οπως και άλλες φορές έχουμε σημειώσει, αυτός ο χειρισμός δε διαφέρει σε τίποτα από τους χειρισμούς που κάνουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους. Οταν αυτοί έχουν δυσκολίες αποπληρωμής του δανείου, επαναδιαπραγματεύονται τη σύμβαση και του καθορίζουν μικρότερη δόση, ώστε να μπορεί να την πληρώσει. Οι τόκοι, βέβαια, τρέχουν κανονικά, ενώ η τράπεζα ακτινογραφεί την οικονομική και περιουσιακή δυνατότητα του πελάτη, ώστε να μην την ξεγελάσει, αλλά να είναι αυτή που θα καθορίσει τους όρους της νέας σύμβασης.

Ως αποτέλεσμα αυτής της προσαρμογής-υποταγής ήρθε η θεωρία της «καθαρής παρούσας αξίας». Σύμφωνα μ’ αυτή, σημασία δεν έχει το μέγεθος του χρέους, αλλά ο ρυθμός εξυπηρέτησής του. Εφόσον οι δόσεις ρυθμίζονται έτσι που το ελληνικό κράτος να μπορεί να τις αποπληρώνει, το μέγεθος του χρέους δεν έχει σημασία! Περιττεύει να πούμε ότι αυτή είναι μια θεωρία για παντελώς άσχετους περί τα οικονομικά. Αρκεί να σημειώσουμε δύο μόνο πλευρές. Πρώτο, οι δανειστές δεν ρυθμίζουν απλώς τη δόση, αλλά καθορίζουν και την οικονομική πολιτική έτσι που η δόση να «βγαίνει» στύβοντας κάθε παραγωγική ικμάδα του δανειζόμενου. Δεύτερο, το χρέος διαιωνίζεται και μαζί του διαιωνίζεται η αποικιοποίηση.

Οσο ήταν στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ χτυπούσε και τη διαχείριση του χρέους μ’ αυτόν τον τρόπο από τους δανειστές και τη θεωρία της «καθαρής παρούσας αξίας». Μάλιστα, ο Τσίπρας, δανειζόμενος τον τίτλο από ένα βιβλίο του Κοτζιά, έκανε συνεχώς λόγο για «αποικία χρέους». Και σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε πως μόνο με το τρίπτυχο «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους - αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης - περίοδος χάριτος» μπορεί ο ελληνικός καπιταλισμός να μπει σε τροχιά ανάπτυξης και το κράτος να μπορέσει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική λιτότητα, ικανοποιώντας κάποιες στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες.

Αυτό που στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιαζόταν ως όρος εκ των ων ουκ άνευ για την υλοποίηση του αναγεννητικού (λέμε τώρα) προγράμματός του, ήταν το πρώτο που επισήμως πετάχτηκε στα σκουπίδια, την πρώτη κιόλας εβδομάδα μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας συγκυβέρνησης. Ηταν αρκετό ένα ταξίδι του Τσίπρα σε Παρίσι, Ρώμη, Βρυξέλλες για να εγκαταλειφθεί επίσημα η προγραμματική θέση για το χρέος και ν’ αντικατασταθεί από την προσαρμογή α’λα Σαμαρά-Βενιζέλο-Κουβέλη. Στο παζάρι που έγινε στα δύο Eurogroup της 11ης και της 16ης του Φλεβάρη, ο ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε και επίσημα στην «παραδοσιακή» γραμμή που ακολουθούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, σύμφωνα με την υπαγόρευση των ιμπεριαλιστών δανειστών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο non papers, τα οποία κατέθεσε στα δύο αυτά Eurogroup η ελληνική πλευρά και τα οποία έδωσε στη δημοσιότητα ο Βαρουφάκης μαζί με τις ομιλίες του. Για ευνόητους λόγους τα κείμενα αυτά δεν απασχόλησαν τον αστικό Τύπο, που έκανε και εξακολουθεί να κάνει πλάτες στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, ενώ το γεγονός ότι είναι στα αγγλικά συνέτεινε στο να μη συζητηθούν και στα εκτός αστικού Τύπου «κανάλια».

Το πρώτο non paper είναι γραμμένο σε μια γενικόλογη γλώσσα, καθώς εκείνο το πρώτο Eurogroup είχε περισσότερο αναγνωριστικό χαρακτήρα. Καταρχάς, αποδέχεται το σύνολο της μνημονιακής πολιτικής και των αποτελεσμάτων της ως αφετηρία για κάθε παραπέρα συζήτηση: «Η Ελλάδα έχει κάνει μια εξαιρετική προσαρμογή τα τελευταία πέντε χρόνια. Το έλλειμμά της είναι τώρα κάτω από 3% του ΑΕΠ, ξεκινώντας από 15% το 2010. Το πρωτογενές της πλεόνασμα έχει φτάσει το 1,5%, το ισοζύγιο πληρωμών έχει φτάσει σε ένα πλεόνασμα 1,6%, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η νέα κυβέρνηση παίρνει αυτή την προσαρμογή ως αφετηριακό της σημείο». Τέτοιον ύμνο στη μνημονιακή πολιτική δε θα τον έγραφε όχι ο… σεμνός Χαρδούβελης, αλλά ούτε ο αλαζόνας Στουρνάρας. Ενδεχομένως μόνον ο Βενιζέλος ή ο Χρύσανθος σε ομιλία του Σαμαρά.

Δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά αναφορά σε «κούρεμα», «ρήτρα ανάπτυξης» και «μορατόριουμ», αλλά γίνεται λόγος μόνο για «πρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη φερεγγυότητα της Ελλάδας και να εξασφαλιστεί η δυνατότητά της να δανειστεί από τις χρηματαγορές με εύλογο κόστος στο κοντινό μέλλον». Και υπενθυμίζεται ότι «το Εurogroup το Νοέμβρη του 2012 δεσμεύτηκε να εξασφαλίσει αυτή τη δυνατότητα μόλις η Ελλάδα θα δημιουργούσε πρωτογενή πλεονάσματα, πράγμα που συνέβη το 2014 και θα συμβεί το 2015». To συγκεκριμένο κεφάλαιο του non paper κατέληγε ως εξής: «Η Ελλάδα είναι έτοιμη να κάνει έγκαιρα συγκεκριμένες προτάσεις στους εταίρους της, με ένα μενού εργαλείων για την αποτελεσματική μείωση του δανειακού βάρους, συμπεριλαμβανόμενης της ανταλλαγής ομολόγων (swaps)».

Το non paper της 16ης του Φλεβάρη άφησε κατά μέρος τις… ντροπούλες και διατύπωσε την πλήρη προσχώρηση στη λογική των προηγούμενων κυβερνήσεων (τη λογική των δανειστών δηλαδή):

«Το τρέχον πρόγραμμα θέτει ως στόχο το 124% του ονομαστικού χρέους προς το ΑΕΠ το 2020 για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η πλήρης πρόσβαση στις αγορές το 2023, όταν μεγάλες λήξεις πρέπει να επαναχρηματοδοτηθούν. Οι (ελληνικές) αρχές θεωρούν αυτό το στόχο ως τεχνητό και παράταιρο. Οπως σημειώθηκε από τον γενικό διευθυντή του ESM το 2013, η δομή του ελληνικού χρέους είναι σημαντική όσο και η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ προκειμένου να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα. Οι μακροπρόθεσμες λήξεις και οι μειώσεις επιτοκίων ήδη έχουν οδηγήσει σε μια χαμηλότερη αναλογία χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας το 2015Σε όρους καθαρής παρούσας αξίας το χρέος βρίσκεται στο 135% του ΑΕΠ και θα πέσει κάτω από το όριο του 120% αν επιτευχθεί το ίδιο πρωτογενές πλεόνασμα του 1,5% που επιτεύχθηκε το 2014. Η κυβέρνηση ευελπιστεί να συζητήσει με το ΔΝΤ και τους άλλους θεσμούς μια πιο ακριβή αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να συνεισφέρουν στη βελτίωση της καμπύλης του χρέους».

Με λίγα λόγια, αυτό που ζητά η νέα συγκυβέρνηση είναι να υπάρξει μια νέα μείωση του χρέους «σε όρους παρούσας αξίας», δηλαδή να υπάρξει μείωση των ετήσιων τοκοχρεολυτικών δόσεων, μεταφέροντας τις λήξεις χρονικά πιο μπροστά. Και δεν παραλείπει να σημειώσει ότι στον «κουμπαρά» του χρέους θα πέφτουν και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις.

Ο Βαρουφάκης, σε συνέντευξή του στη γερμανική «Χάντελσμπλατ» (2.3.15) είπε πως το κούρεμα είναι «βρόμικη λέξη» για τους δανειστές και πως ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση είναι να βρεθούν «εξυπνότερες λύσεις». Αφού είπε διάφορα περί swaps, κατέληξε στο «ζουμί»: «Αν επιστρέψουμε στην ανάπτυξη και αναδιαρθρώσουμε έξυπνα μέρος του χρέους μας, χωρίς να αλλάξει κάτι στο ονομαστικό ύψος του, το πρόβλημα του χρέους είναι επιλύσιμο».

Βέβαια, άλλοι συριζαίοι συνεχίζουν το παλιό βιολί, προσπαθώντας να κοροϊδέψουν τον ελληνικό λαό. Ο πρώτος τη τάξει υπουργός Ν. Βούτσης έλεγε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή: «Και μας εγκαλείτε σήμερα γιατί δεν βάζουμε στην ατζέντα και στο τραπέζι το θέμα του χρέους, της μη βιωσιμότητας του χρέους, της τακτοποίησης και της διαχείρισης του χρέους, που λέμε ότι πραγματικά τον Ιούνιο θα γίνει μεγάλη συμφωνία μετά από τη μεταβατική συμφωνία που έχει επιτευχθεί -αυτό που λέμε εμείς “γέφυρα’’- για τη ριζική απομείωση -κατά πλειοψηφία, λέμε εμείς- της ονομαστικής και όχι μόνο αξίας του χρέους. Αυτό το έχουμε βάλει ως στόχο. Το έχουμε βάλει σε όλα τα φόρα. Συζητείται και πολιτικά. Συζητείται σε όλη την Ευρώπη. Είναι πολιτική πλέον η διαπραγμάτευση και το γνωρίζετε. Ομως, σιωπάτε!».

Δεν μας εξέπληξε καθόλου αυτό το κρεσέντο ψεύδους και δημαγωγίας. Ετσι πορεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ιστορία των τελευταίων 40 χρόνων του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Αν επανερχόμαστε στο ζήτημα της μεγάλης κωλοτούμπας για το χρέος είναι γιατί αυτό μας βοηθάει να αντιληφθούμε πως η δήθεν «σκληρή διαπραγμάτευση» γίνεται πλέον σε ένα εξαιρετικά στενό έδαφος, αφού το χρέος θα παραμείνει στο ίδιο ονομαστικό επίπεδο, ενώ τη δοσολογία θα την καθορίσουν οι δανειστές, καθορίζοντας βεβαίως και την οικονομική πολιτική που θα εξασφαλίσει αυτή τη δοσολογία και τον ασφυκτικό έλεγχο πάνω σ’ αυτή την οικονομική πολιτική.

Πέτρος Γιώτης