Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου του 1945, ώρα 4.30’ το πρωί. Στη «Βίλλα Κανελλοπούλου» στη Βάρκιζα, έφτανε στο τέλος της, ίσως, η πιο σημαντική ιστορικοπολιτική διάσκεψη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας: η Διάσκεψη της Βάρκιζας που οδήγησε στην ομώνυμη συμφωνία. Το σχετικό πρωτόκολλο που έθετε τέρμα στις εργασίες της έλεγε[i]:
«Οι υπογεγραμμένοι, αφ' ενός Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Υπουργός των Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, Υπουργός των Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, Υπουργός της Γεωργίας, αποτελούντες την υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν, και αφ' ετέρου Γεώργιος Σιάντος, Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, και Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματεύς της ΕΛΔ, αποτελούντες την υπό της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν, δηλούν ότι επί όλων των κατά την διάσκεψιν συζητηθέντων θεμάτων κατέληξαν εις απόλυτον συμφωνίαν, ήτις, διατυπουμένη εις αναλυτικόν πρακτικόν, θέλει υπογραφή σήμερον και ώραν 14ην εις το εν Αθήναις Μέγαρον του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Η Αντιπροσωπεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ
Γεώργιος Σιάντος
Δημήτριος Παρτσαλίδης
Ηλίας Τσιριμώκος
Η Αντιπροσωπεία Ελληνικής Κυβερνήσεως
Ιωάννης Σοφιανόπουλος
Ιωάννης Μακρόπουλος
Περικλής Ράλλης
Ο Γραμματεύς της Διασκέψεως
Γ. Βαρσάμης».
Μια ώρα αργότερα, στις 5.30’ το πρωί η κυβερνητική αντιπροσωπεία έστειλε στον τύπο την εξής- από κοινού με την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ συμφωνηθείσα- ανακοίνωση[ii]:
«Η, πρωτοβουλία της Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου- Αντιβασιλέως, συγκληθείσα διάσκεψις των αντιπροσώπων της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, ετερμάτισε τας εργασίας της σήμερον και ώρα 4.30’ πρωινήν. Εφ’ όλων ανεξαιρέτως των συζητηθέντων σημείων επήλθε συμφωνία. Λόγω του προκεχωρημένου της ώρας δεν κατέστη δυνατή η υπογραφή του αναλυτικού πρακτικού, των αντιπροσώπων περιορισθέντων εις την υπογραφήν περιληπτικού πρωτοκόλλου. Κατά την υπογραφήν παρίσταντο και οι κ.κ. Μακ Μίλλαν, μόνιμος υπουργός της Μ. Ανατολής και Λήπερ, πρεσβευτής της Μ. Βρεταννίας».
Η υπογραφή πρωτοκόλλου και όχι της τελικής συμφωνίας σκόνταψε σε τεχνικά ζητήματα, όπως η καθαρογραφή των πρακτικών και των τελικών κειμένων της συμφωνίας, αλλά και στην αδυναμία του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντου, να υπογράψει αμέσως, σε μια τόσο προχωρημένη ώρα. Ήθελε, έλεγε, να ξεκουραστεί μερικές ώρες και να υπογράψει με καθαρό μυαλό αφού προηγουμένως διαβάσει με προσοχή τα σχετικά κείμενα[iii].
Ο Βρετανός πρεσβευτής Reginand Leeper περιγράφει στα απομνημονεύματά του πολύ γλαφυρά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνες τις ώρες ο ηγέτης του ΚΚΕ. «Ο Σιάντος- γράφει[iv]-, με στολή και λαστιχένιες μπότες, βημάτιζε πλατιά στο δωμάτιο δηλώνοντας πως δε σκόπευε να υπογράψει την ίδια εκείνη νύχτα, γιατί ήταν φοβερά κουρασμένος και το μυαλό του δεν ήταν αρκετά καθαρό. Κάναμε πολλές απόπειρες για να τον πείσουμε να υπογράψει, αλλά, για την ώρα, πεισμάτωνε να αρνιέται. Ο Μακ Μίλαν κι εγώ καθόμαστε εκεί, πίνοντας νερό και μασουλώντας σάντουιτς, περιμένοντας σαν δυο αστυνομικοί να υπογράψει ο άνθρωπός μας το χαρτί του. Τέλος, στις 4 το πρωί, ο Σιάντος μας γνωστοποίησε πως, μ’ όλο που ήταν αδύνατο να υπογράψει τη Συμφωνία στο σύνολό της, ήταν έτοιμος να υπογράψει μια σύντομη προσωρινή Συμφωνία».
Ο κυνισμός των περιγραφών του Leeper δεν μπορεί παρά να ξαφνιάζει. Ο Σιάντος, ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται σαν εκείνο τον συλληφθέντα και ανακρινόμενο από την αστυνομία, ο οποίος είναι τόσο καλά πιασμένος στο αστυνομικό δόκανο ώστε τη μόνη διέξοδο που έχει είναι να υποταχθεί στις απαιτήσεις των διωκτών του. Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, μέλος τότε του Π.Γ. της ΚΕ του ΚΚΕ, σχολιάζει[v]: «Να κάτω από ποιες συνθήκες υπογράφτηκε η συμφωνία της Βάρκιζας. Οι Μακ Μίλαν και Λήπερ ‘‘σαν δυο αστυνομικοί’’, μόνο που δεν κρατούσαν πιστόλι, περίμεναν, πότε ο Σιάντος θα υπογράψει τη συμφωνία. Και ο ηγέτης του Κόμματος δεν άντεξε, δεν αντιστάθηκε και υπέγραψε τη συμφωνία της Βάρκιζας».
Ο κυνισμός του Λήπερ δεν πέρασε απαρατήρητος ούτε από συντηρητικούς ιστοριογράφους. Η Σπ. Γασπαρινάτος παρατηρεί[vi]: «Ο Leeper γράφει σχετικά ότι ο Μακμίλλαν και αυτός περίμεναν να συνταχθεί και υπογραφεί το πρωτόκολλο, από τις 3 έως τις 5 το πρωί, ‘‘όπως θα περίμεναν δύο αστυνομικοί μέχρι να υπογραφεί το χαρτί τους’’. Πρόκειται ασφαλώς για έκφραση με ίσως όχι και τόσο επιτρεπόμενο και πάντως όχι επιτυχές αγγλικό χιούμορ». Η προσπάθεια να μετριασθεί κάπως η αρνητική εικόνα του βρετανικού αυτοκρατορικού κυνισμού είναι ασφαλώς εμφανής στα γραφόμενα του Γασπαρινάτου. Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε πως έχουμε να κάνουμε με «όχι επιτυχές αγγλικό χιούμορ» η εικόνα του Σιάντου δεν αλλάζει. Είναι η τραγική εικόνα ενός ηγέτη, που ούτως ή άλλως θα υπογράψει το χαρτί που του σερβίρουν οι αντίπαλοί του, οι οποίοι τον θυμούνται χλευαστικά- με «όχι επιτυχές αγγλικό χιούμορ»- πολλά χρόνια μετά από εκείνη του την πράξη. Όμως πως έφτασαν τα πράγματα ως αυτό το σημείο;
Στο «δρόμο» προς τη Βάρκιζα…
Στις διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα, το ΕΑΜικό κίνημα οδηγήθηκε ύστερα από την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1944. Την ήττα εκείνη, ο Θόδωρος Μακρίδης (Έκτορας)- μέλος του στρατιωτικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ και ανώτατο επιτελικό στέλεχος του Γενικού Στρατηγείου (ΓΣ) του ΕΛΑΣ- σε μια έκθεσή του προς το κόμμα γραμμένη τον Αύγουστο του 1946, ύστερα από προτροπή του Ν. Ζαχαριάδη, την προσδιορίζει ως εξής[vii]: «Κατά τον γράφοντα (σ.σ. Θ. Μακρίδη), το παρά τας τότε υπαρχούσας δυνατότητας τακτικόν αποτέλεσμα του αναληφθέντος κατά τον Δεκέμβριον αγώνος, το αποφασιστικώς δυσμενές δια τον ΕΛΑΣ, οφείλεται αποκλειστικώς και μόνο εις την ολοκλήρωσιν της τακτικής αδυναμίας του ΕΛΑΣ δια της στρατηγικής ταύτης. Ολοκλήρωσιν γενομένην υπό της νεοσυσταθείσης Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (άρα καθοδηγήσεως του ΚΚΕ), είτε ηθελημένως (εάν υπάρχη δόλος, όπως τώρα ο γράφων πιστεύει), είτε ακουσίως, λόγω πλήρους ανικανότητος (εάν δεν υπάρχη δόλος, όπως τότε ο γράφων επίστευεν). Κατά τον ίδιον (σ.σ. τον Θ. Μακρίδη), αι αποφάσεις της καθοδηγήσεως του ΚΚΕ και της ΚΕ του ΕΛΑΣ, αι βασικώς συμβάλλουσαι εις το να καταληξη ο αναληφθής αγών εις αποφασιστικώς δυσμενές κατά του ΕΛΑΣ αποτέλεσμα, είναι, κατά σειράν σπουδαιότητος: α) Η αρχική κακή γενική κατανομή των δυνάμεων και των αποστολών. β) Η έλλειψις γενικού σχεδίου ενεργείας συνολικού, διαρθρωμένου και ενιαίου. γ) Η μη επισώρευσις περί το κύριον επίκεντρον Αττικής επαρκών δυνάμεων προ της ενάρξεως του ένοπλου αγώνος. δ) Η μη επισώρευσις περί το κύριον επίκεντρον Αττικής επαρκών δυνάμεων προ της ενάρξεως της αποφασιστικής φάσεως του ένοπλου αγώνος. ε) Η κατά τάγμα, στάγδην προώθησις των εφεδρειών προς το επίκεντρον Αττικής και η άμεσος εμπλοκή των εις τον αγώνα. στ)Η ηθελημένη, συστηματική και αδικαιολόγητος απόρριψις υπό της ΚΕ του ΕΛΑΣ πάσης προτάσεως του Γ.Σ., σκοπούσης να βελτιώση τη κατάστασιν. ζ) Η υπό της ΚΕ του ΕΛΑΣ πρότασις του αγώνος τριβής εν Αττική, πέραν του ορίου κάμψεως των τμημάτων και η ως εκ ταύτης αχρήστευσις του πολεμικού δυναμικού των τμημάτων επί μακρόν χρόνον. η) Η υπό της καθοδηγήσεως του ΚΚΕ- ΕΑΜ κτλ. ανάθεσις της ανωτάτης Δ/σεως (Αρχιστρατηγίας) εις τριμελή επιτροπήν (σ.σ. εννοεί της επονομαζόμενη Κ.Ε. του ΕΛΑΣ) μη διαθέτουσαν επιτελείον, υπηρεσίας, μέσα, κτλ., ενώ υπήρχε συγκροτημένον και λειτουργούν Γ.Σ. διαθέτον εκτός πεπειραμένων μελών της Δ/σεως του, Επιτελείον, υπηρεσίας, μέσα κτλ.. θ) Η υπό των μελών της ΚΕ του ΕΛΑΣ εξάσκησις της Δ/σεως εκ σταθμού τινός Δ/σεως (και δη μη διαθέτοντος επαρκή μέσα μεταβιβάσεων) χωρίς να επιζητώσι ή δέχωνται προσωπικάς επαφάς με τα μέλη των υποταγμένων Δ/σεων και ειδικώς του Γ.Σ.
ι) Η αποστολή προς το Γ.Σ. διαταγών της ΚΕ του ΕΛΑΣ αλλοπρόσαλλου και αναιτιολόγητου περιεχομένου , η προ το οποίον συμόρφωσις δεν ηδύνατο να έχη άλλο αποτέλεσμα εκτός της ήττας και των κατά του ΕΔΕΣ δρωσών δυνάμεων».
Η αντικειμενική στρατιωτική ανάλυση των αιτιών της ήττας που κάνει ο Θ. Μακρίδης στην έκθεσή του, είναι χωρίς αμφιβολία ορθή. Εντούτοις τα στρατιωτικά λάθη ήταν απόρροια πολιτικών λαθών και απουσίας του βασικού πολιτικούς στόχου- δηλαδή του στόχου της εξουσίας- που έπρεπε να διέπει τον ένοπλο αγώνα σε όλες του της φάσεις. Με δυο λόγια, το ζήτημα της εξουσίας ήταν, εξ αντικειμένου στην ημερήσια διάταξη σε όλη την διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη, αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος δεν καθοδηγούνταν απ’ αυτόν τον στόχο.
Εν πάση περιπτώσει η υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα δεν σήμαινε και το τέλος του ένοπλου αγώνα. Αντίθετα, τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν οδηγούν στο συμπέρασμα πως στην πρώτη φάση μετά την ήττα, όλες οι κινήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, του ΕΑΜικού κινήματος και του ΕΛΑΣ- φαινομενικά τουλάχιστον γιατί ουδέποτε υποστηρίχθηκε ανοιχτά κάτι άλλο- συνέκλιναν προς την κατεύθυνση να κερδηθεί χρόνος ούτως ώστε να αναδιοργανωθεί ο ΕΛΑΣ για να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα έξω από την πρωτεύουσα. Προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται ότι στόχευε η συμφωνία ανακωχής που υπογράφηκε με τους Εγγλέζους στις 11/1/1945. Μια συμφωνία υπερβολικά δυσμενής για τον ΕΛΑΣ, που δεν αντικατόπτριζε το συσχετισμό δυνάμεων, που ήρθε ως αποτέλεσμα υπερβολικών υποχωρήσεων από μέρους των διαπραγματευτών του ΕΑΜικού κινήματος. Υποχωρήσεων που, όμως, μπορούν να εξηγηθούν αν δει κανείς τη συμφωνία ανακωχής υπό το πρίσμα της εξοικονόμησης του αναγκαίου χρόνου για ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ και την επιτυχή επανάληψη των εχθροπραξιών. Ο Μακρίδης που διαπραγματεύτηκε τους όρους ανακωχής λέει πως είχε εντολή από τη ηγεσία του ΚΚΕ (Γ. Ιωαννίδης) να προκαλέσει τη διακοπή των διαπραγματεύσεων μόνο στην περίπτωση που οι Εγγλέζοι έθεταν ως όρο την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Επίσης μας πληροφορεί ότι σε συνεννόηση του με τον Άρη Βελουχιώτη κατέληξαν πως μέσω της Ανακωχής έπρεπε να κερδιθεί ο αναγκαίος χρόνος (25- 30 ημέρες) «δι’ ανάπαυσιν, ανασυγκρότησιν και αναδιάταξιν» του ΕΛΑΣ[viii].
Μετά την ανακωχή, και το πέρασμα του συνόλου των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές του Γ.Σ. εκδόθηκαν οι γενικές οδηγίες υπ’ αριθ. 11 και τέθηκε επί τάπητος η ανασυγκρότηση και η αναδιάταξη του Λαϊκού Στρατού. Γράφει ο Σαράφης: «Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των άγγλων και των κυβερνητικών ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί». Και προσθέτει[ix]: «στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση». Ο Μακρίδης όταν ρωτήθηκε από τον Ιωαννίδη πόσο χρόνο μπορούσε ο ΕΛΑΣ, με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του να μάχεται κατά των Εγγλέζων, υποστηρίζει ότι απάντησε[x]: «δύο χρόνια και με μεγάλη επιτυχία. Το εγγυώμαι με το κεφάλι μου. Αρκεί να μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια».
Πηγαίνοντας συνεπώς στη Βάρκιζα η ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος, δεν ήταν αφοπλισμένη ούτε αδύναμη. Παρά την ήττα στην Αθήνα είχε με το μέρος της, έτοιμο να πολεμήσει, έναν ισχυρό, ανέπαφο στον κύριο όγκο του, στρατό, ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα που την ακολουθούσε και φυσικά την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Επομένως η θέση της ήταν πλεονεκτική κι όχι μειονεκτική. Το αντιλαμβανόταν άραγε αυτό; Τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν συνηγορούν για το αντίθετο.
…Με σημαία το συμβιβασμό
Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας ανακωχής, η ηγεσία του ΚΚΕ έλαβε ένα σημαντικό τηλεγράφημα από τον επικεφαλής του τμήματος Διεθνών σχέσεων του ΚΚΣΕ, πρώην ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ηγέτη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού κινήματος Γκ. Δημητρόφ. Το τηλεγράφημα εκείνο απηχούσε, χωρίς αμφιβολία, τις απόψεις της Σοβιετικής ηγεσίας και όπως προκύπτει από τα ιστορικά στοιχεία διευκόλυνε πολύ για την επικράτηση των συμβιβαστικών απόψεων στους ηγετικούς κύκλους των Ελλήνων κομμουνιστών. Το τηλεγράφημα του Δημητρώφ, που λήφθηκε μέσω του ΓΓ της ΚΕ του βουλγαρικού Κ.Κ. Τράιτσε Κοστόφ (Σπυριδόνόφ), στις 15 Γενάρη του '45 έχει ως εξής:
«Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας η οποία θα τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Έλληνες συντρόφους ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Όλα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Έλληνες.
Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι' αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για το ελληνικό κόμμα το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ.
Γιατί ΕΑΜ, Γ.Σ.Ε.Ε. και χωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικάνικες μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό θα ‘πρεπε να κάνουν με όλους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα»[xi].
Για τη σημασία που είχε το τηλεγράφημα στην ισχυροποίηση των συμβιβαστικών απόψεων στη ηγεσία του ΚΚΕ, ο Γιάννης Ιωαννίδης, διηγείται στις αναμνήσεις του: «Στο μεταξύ παίρνουμε το τηλεγράφημα από τον Σπυριδόνοφ, ο οποίος έλεγε ότι η διεθνής κατάσταση δε ευνοεί την υπόθεση σας και πρέπει να βρείτε πολιτικά μέσα για να φυλάξετε τις δυνάμει σας. Κατάλαβες; Έχουμε λοιπόν και αυτή την παράκληση του Δημητρόφ. Του Δημητρόφ ήταν αυτό και ο Σπυριδόνοφ το διαβίβαζε… Η υπόθεση είναι καθαρή. Όλοι αυτοί είπανε. Βρέστε τρόπο να τα… όχι συνεχίστε. Με το να συνεχίσεις δεν γινόταν τίποτα. Θα γινόμασταν δηλαδή κατσαπλιάδες, σε λίγο καιρό θα μας καθάριζαν, δεν θα έμενε τίποτα και στην Ελλάδα δεν θα έμενε κίνημα καθόλου. Ενώ εμείς είχαμε σε κάθε πόλη μεγάλο κίνημα. Όταν έφτασε η στιγμή στέλνουμε την αντιπροσωπεία στη Βάρκιζα. Είχαμε κι αυτή τη γνώμη από κει πέρα, βλέπαμε και τη υπόθεση ότι εμείς δεν μπορούσαμε να σταθούμε…».
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο Ιωαννίδης αφηγείται τις αναμνήσεις του το 1965, είκοσι δηλαδή χρόνια μετά τη Βάρκιζα κι έχοντας την ύστερη γνώση, δεν μπορεί κανείς παρά να τρομάξει από το πνεύμα της ηττοπάθειας που τον διακρίνει, και που όπως φαίνεται διέκρινε και τον κύριο ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ. Δικαίως, επομένως, θα μπορούσε να εκτιμηθεί πως μπροστά στη Βάρκιζα η ηγεσία του κόμματος δεν ήταν απλά ηττοπαθής αλλά πανικοβλημένη, ανίκανη να σταθμίσει τις καταστάσεις και να χαράξεις ορθή πολιτική. Και για το λόγο αυτό μετέτρεψε την όποια συμβουλή Δημητρόφ για συμβιβασμό σε αποδοχή οποιουδήποτε συμβιβασμού της προτάθηκε. Δεν χωράει, συνεπώς, αμφιβολία ότι αυτό το τηλεγράφημα του Δημητροφ έπαιξε ρόλο αλλά όχι φυσικά αυτόν που ισχυρίζονται όσοι το αξιοποιούν για να δικαιολογήσουν τις υποχωρήσεις που έκανε στη Βάρκιζα το ΕΑΜικό κίνημα. Και τούτο για τον απλό λόγο ότι είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα μια συμβουλή για συμβιβασμό και ο συγκεκριμένος συμβιβασμός αυτός καθ' αυτός, με το περιεχόμενο που έγινε.
Την πρόθεσή της για επίτευξη συμβιβασμού πάση θυσία, η ηγεσία του κόμματος και του ΕΑΜικού κινήματος την γνωστοποίησε στον αντίπαλο με τον πιο σαφή και τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πριν την έναρξη της Διάσκεψης της Βάρκιζας ορίζοντας επικεφαλής της αντιπροσωπείας που θα έκανε τις διαπραγματεύσεις τον Αλ. Σβώλο[xii]. Ο συμβολισμός στο πρόσωπο ήταν σαφής. Και οι πιο αδαείς μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε στην υπογραφή και στην αποδοχή από το ΕΑΜ και του ΚΚΕ του Συμφώνου του Λιβάνου δεν ήταν σε θέση στη Βάρκιζα- και φυσικά ούτε επιθυμούσε- να διαπραγματευτεί και να πετύχει κάτι καλύτερο. Βέβαια ο Σβώλος δεν δέχτηκε το νέο ρόλο που του ανατίθετο. Τώρα ταυτιζόμενος με την θέση της ντόπιας ολιγαρχίας και των Εγγλέζων πίστευε πως τον συμβιβασμό έπρεπε να τον κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ με δικές της υπογραφές. Γράφει ο Η. Τσιριμώκος[xiii]: «Το ΚΚΕ είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ που θα διαπραγματευόταν με τη κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύγκρουση. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Έκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθή ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ».
Αυτή ακριβώς την γραμμή επιχείρησε να επιβάλλει και η αντιεαμική πλευρά απαιτώντας η αντιπροσωπεία με την οποία θα διαπραγματευόταν να αποτελείται μόνο από εκπροσώπου του ΚΚΕ[xiv].«Η αξίωση- σχολίαζε ο Γ. Σιάντος[xv]- να αποτελεστεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από υπεύθυνα στελέχη του ΚΚΕ δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει: Ή ότι θέλουν σώνει και καλά να ‘‘επιβεβαιώσουν’’ τη συκοφαντική εκστρατεία ότι διασπάστηκε το ΕΑΜ κι έμεινε σ’ αυτό μόνο το ΚΚΕ ή ότι η αντιδραστική Δεξιά, που συγκεντρώνεται γύρω από τον Γονατά, θέλει να ματαιώσει κάθε συνεννόηση, γιατί θεωρεί ότι είναι σπάνια η ευκαιρία να επιβληθεί δυναμικά με τα αγγλικά όπλα».
Εν πάση περιπτώσει, το εμπόδιο αυτό, που ήταν δευτερέουσας σημασίας, ξεπεράστηκε, η αντιπροσωπεία ορίστηκε να είναι ΕΑΜική κι ο δρόμος προς τη Βάρκιζα ήταν πλέον ανοικτός.
Η Διάσκεψη
Ήταν Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου του 1945, γύρω στις 11 μ.μ. όταν στη «Βίλα Κανελλοπούλου», δύο χιλιόμετρα από την παραλία της Βάρκιζας και λίγο πιο έξω από το χωριό Βάρη, άρχιζε τις εργασίες της η Διάσκεψη της Βάρκιζας. Τα μέρη της Διάσκεψης ήταν δύο: Από την μία πλευρά βρισκόταν το ΕΑΜικό κίνημα που ένα περίπου μήνα πριν είχε χάσει τη μάχη της Αθήνας και είχε υποχωρήσει από αυτήν κάτω από το βάρος της ισχύος των βρετανικών όπλων. Από την άλλη τυπικά βρισκόταν η κυβέρνηση των Αθηνών, του Ν. Πλαστήρα, ως εκπρόσωπος της κυρίαρχης τάξης και φυσικά ως εντολοδόχος της… προστάτιδας δύναμης του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, δηλαδή της Μ. Βρετανίας. Τις δύο πλευρές εκπροσώπησαν τριμελείς αντιπροσωπείες. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σιάντος. Στη αντιπροσωπεία επίσης συμμετείχαν: ο Μ. Παρτσαλίδης μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του κόμματος και Γραμματέας του ΕΑΜ και ο Ηλίας Τσιριμώκος, γραμματέας του κόμματος ΕΛΔ και μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ . Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός και αρχηγός του ΕΛΑΣ Στ. Σαράφης.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος- που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης- ενώ συμμετείχαν επίσης ο υπουργός εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου- αντιβασιλέα Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Η Εαμική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς θέσεις τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της Διάσκεψης. Οι θέσεις αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη που ακολούθησε παρουσία ηγετικών στελεχών του κόμματος και του Η. Τσιριμώκου. Όπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας[xvi] τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί σε καμιά περίπτωση συμφωνία στην οποία δεν θα προβλεπόταν η χορήγηση Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη αν η αντίπαλη πλευρά δεν δεχόταν αυτόν τον όρο.
Οι θέσεις του ΕΑΜ για την υπογραφή συμφωνίας, όπως αναλύθηκαν από το Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη έχουν ως εξής[xvii]:
Σε ότι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς την συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με την συμμετοχή βεβαίως των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.
Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με την δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.
Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσιλόγους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών- αριστερών δημοσίων υπάλληλων, με την κατηγορία ότι «ηυνόησαν το κίνημα».
Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.
Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με την συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.
Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. «Κατά τη γνώμη μας- είπε γι’ αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος- η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες».
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο μόνο ζήτημα που δεν θα δεχόταν την παραμικρή συζήτηση η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν η Γενική Αμνηστία. Κι όμως δέχτηκε.
Η συνθηκολόγηση και ο ρόλος του Τσιριμώκου
Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα ένα οργιώδες παρασκήνιο με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε την Γενική Αμνηστία. Οι εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Η. Τσιριμώκο, που φρόντιζε να τους ενημερώνει για όλα λειτουργώντας ως ο άνθρωπός τους στις τάξεις του ΕΑΜ, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη. Δεν είχαν όμως καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν την δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία που θα τους έλυνε τα χέρια ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δίπλα στην λευκή τρομοκρατία να αξιοποιήσουν και «νόμιμα» μέσα διώξεων, δηλαδή την ποινικοποίηση του ΕΑμικού κινήματος που θα διευκόλυνε στη συντριβή του. Έτσι διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης που εξέφρασε δια στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.
Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ γνωστοποιούσε στα μέλη της τελευταίας πως η θέση τους για Γενική Αμνηστία «κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως... είναι απολύτως απαράδεκτος». Και το επιθυμητό για την αντίδραση αποτέλεσμα επήλθε. Την επομένη οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι, με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους ότι «εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψη της, η αντίστροφη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με τη θέσπιση εγγυήσεων ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει»[xviii].
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία, λοιπόν, υποχώρησε στο ζήτημα της αμνηστίας χωρίς να προβάλει ιδιαίτερες αντιστάσεις, αν και η εξουσιοδότηση που είχε από τα όργανα του κινήματος όχι μόνο δεν της επέτρεπαν κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα την υποχρέωναν να προχωρήσει στη ρήξη με την άλλη πλευρά, δηλαδή στο βήμα της αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις. Πως, όμως, έγινε αυτή η μεταστροφή; Ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης, σε μια συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο που δημοσιεύτηκε στη «Μεσημβρινή» το 1983 λέει σχετικά[xix]: «Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα να έρθει ‘‘από 'δώ’’. Δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση της κυβερνητικής πλευράς στο θέμα της αμνηστίας. Ήθελε να έχει ορισμένες εγγυήσεις ότι πράγματι αυτά που λέμε εμείς εκεί θα έχουν την υποστήριξη και της συμμαχικής πλευράς. Κι ότι δεν ήταν ένα είδος τρικλοποδιάς. Και τον πήρα και κατεβήκαμε στην Αθήνα στις 2 το πρωί. Και τον πήγα στην αγγλική πρεσβεία, όπου ο Μακμίλλαν του έδωσε το λόγω του ότι ‘‘αυτά που σας λέει ο κ. Γεωργάκης και αυτά που λέει η κυβέρνηση εμείς σας τα εγγυώμεθα’’. Και επιστρέψαμε πίσω με τον Τσιριμώκο, ο οποίος έδωσε μια εξήγηση περί της απουσίας του, ότι ήταν άρρωστη δήθεν η μητέρα του. Τότε πλέον ο μονολιθισμός της κομμουνιστικής παράταξης που μέχρι τότε παρετηρείτο έσπασε. Και ειδοποίησα τους Άγγλους επίσημους και επισπεύσαμε τη μονογραφή της συμφωνίας».
Βέβαια ο Γεωργάκης δεν λέει όλη την αλήθεια, είτε από πρόθεση- είτε γιατί δεν θυμάται καλά. Όπως έχει αποδείξει, μέσα από έρευνα των αγγλικών πηγών, ο γνωστός δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Φ. Οικονομίδης, ο Τσιριμώκος δεν πέρασε με την άλλη πλευρά στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα αλλά πριν αυτές ξεκινήσουν[xx]. Συγκεκριμένα ο Τσιριμώκος, πέραν του Γεωργάκη και του Δαμασκηνού είχε έρθει σε επαφή και με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέηβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ είναι περίφημος Πάτερ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού). Σύμφωνα δε με τον τότε εκπρόσωπο της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ.Μακμίλαν «ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν ( σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑμική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει»[xxi].
Μια μικρή, ελάχιστη, γεύση για το ρόλο του Τσιριμώκου έδωσε πολύ αργότερα και ο Μ. Παρτσαλίδης: «Είναι αλήθεια- μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης[xxii]- ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στο Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα... Τελικά όμως ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει... και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση για να μην τραιναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια...».
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε άσχημο παιχνίδι τότε σε βάρος του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος. Όμως είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι σ’ εκείνον βρίσκεται η κύρια ευθύνη για τις υποχωρήσεις της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, τουλάχιστον στο ζήτημα της αμνηστίας ή και γενικότερα σε όλα τα ζητήματα. Αν οι κομμουνιστές αντιπρόσωποι δεν είχαν οι ίδιοι υποχωρητική συμπεριφορά ήταν αδύνατο ο Τσιριμώκος να τους παρασύρει στη συνθηκολόγηση.
Με την υποχώρηση στο ζήτημα της αμνηστίας η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει. Αφού, μάλιστα, οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ’ αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Έτσι φτάσαμε στην υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Για το ζήτημα της αμνηστίας η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». Το άρθρο αυτό, με την διατύπωση που είχε, έδωσε την δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε: Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνηση αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα[xxiii].
Ο χαρακτήρας του συμβιβασμού
Για να εκτιμήσει κανείς σωστά το χαρακτήρα που είχε ο συμβιβασμός στη Βάρκιζα θα πρέπει, αναμφίβολα, να εξετάσει την στρατιωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αντίπαλες δυνάμεις εκείνη την περίοδο. Ειδικά για το ΕΑΜικό κίνημα αυτό σημαίνει να εξεταστεί η δυνατότητα που είχε για συνέχιση του πολέμου έξω από την Αθήνα. Στα όσα έχουμε ήδη πει οφείλουμε να προσθέσουμε κι όσα μαρτυρούν πηγές από την άλλη πλευρά, δηλαδή μη ΕΑΜικες ή και ακραιφνώς αντιεαμικές.
Ο Αλ. Ζαούσης αναφέρει με ειλικρίνεια πλήθος ιστορικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι συσχετισμός δυνάμεων στην Ελλάδα ήταν εμφανώς υπέρ του ΕΑΜ ενώ οι άγγλοι και οι ντόπιοι σύμμαχοί τους ήταν σε δεινή θέση. Μεταξύ άλλων σημειώνει[xxiv]: «Το γεγονός ότι η στρατιωτική κατάσταση τις παραμονές της Βάρκιζας δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για τους βρετανούς και την κυβέρνηση, είχε κατά κάποιο τρόπο διαρρεύσει και στον τύπο. Στις 16/1/45, η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Πάνου Κόκκα κυκλοφόρησε μ’ έναν εύγλωττο χάρτη της Ελλάδας, που αποδείκνυε ότι ο ΕΛΑΣ κατείχε ακόμα τα ¾ της χώρας, και ότι ουσιαστικά στο μεν βορρά οι Βρετανοί ήλεγχαν μόνο τη Θεσσαλονίκη, ενώ στην Πελοπόννησο κρατούσαν μόνο τα βόρεια παράλια». Ο γνωστός θεωρητικός του αντικομουνισμού Θ. Παπακωνσταντίνου παραδεχόταν λίγα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ότι «το ΚΚΕ είχε χάσει οριστικώς την μάχην των Αθηνών, αλλά η Εθνική Κυβέρνησις δεν είχε κερδίσει την μάχην της Ελλάδος»[xxv]. Κι ο, επίσης αντικομουνιστής Α.Ι. Κοραντής συμπληρώνει[xxvi]: «ήτο εκτός πραγματικότητος η συζήτησις περί καταστροφής του ΕΛΑΣ δια των όπλων, ως είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Μακμίλλαν και Αλεξάντερ. Πράγματι εκ της δημοσιεύσεως εις Αθηναϊκήν εφημερίδα χάρτου προέκυπτεν ότι ο ΕΛΑΣ κατείχεν εισέτι τα τρία τέταρτα της επικρατείας (27 περιοχές επί συνόλου 31), συμπεριλαμβανομένης ολοκλήρου της Βορείου Ελλάδος εκτός της Θεσσαλονίκης και του πλείστου της Πελοποννήσου πλην της βορείου ζώνης».
Πέρα των παραπάνω οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος. Τις δυνατότητες που είχε ο ΕΛΑΣ να κάνει πόλεμο έξω από την Αθήνα- και τις δικές τους αδυναμίες να τον αντιμετωπίσουν- παραδέχονται και οι εγγλέζοι. Ο Στρατάρχης Αλεξάντερ, Ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944- 1945 (αντικατέστησε τον Ουίλσον), στις 21 Δεκεμβρίου του '44 έγραφε στον Τσόρτσιλ[xxvii]: «Εάν υποθέσομε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσομε την περιοχή Αθηνών- Πειραιώς και να την κρατήσομε σταθερά, αλλά έτσι δεν νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσομε να συνθηκολόγηση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνομε περισσότερα και να αναλάβομε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την κατοχή είχαν διατηρήσει έξη έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοικτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσομε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγότερο αποφασιστική από όσην συνήντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στην δύση και η σιωπή της 16ης μεραρχίας των S.S., που ευρίσκονται μπροστά στην 5η αμερικανική στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να ληθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα.
Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων». Την επομένη, 22 του μηνός, ο Τσόρτσιλ απαντούσε: «Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών- Πειραιώς».
Σ’ ένα από τα κλασικότερα κείμενά του ο Λένιν τόνιζε[xxviii]: «Στα πρακτικά ζητήματα της πολιτικής σε κάθε χωριστή ή ειδική ιστορική στιγμή το σπουδαίο είναι να ξέρεις να ξεχωρίζεις τα ζητήματα στα οποία εκδηλώνεται η κυριότερη μορφή των συμβιβασμών που είναι απαράδεχτοι, προδοτικοί, που ενσαρκώνουν τον ολέθριο για την επαναστατική τάξη οπορτουνισμό και να κατευθύνεις όλες σου τις προσπάθειες στο ξεσκέπασμά τους και στην καταπολέμησή τους». Χωρίς αμφιβολία η συμφωνία της Βάρκιζας ανήκει στην κατηγορία των συμβιβασμών που ο ηγέτης των μπολσεβίκων περιγράφει.
[i] «Οι συμφωνίες Λιβάνου- Γκαζέρτας- Βάρκιζας», Επίσημα Κείμενα, εκδόσεις ΜΝΗΜΗ, σελ. 72
[ii] ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/2/1945
[iii] Σπ. Γασπαρινάτου: «Απελευθέρωση- Δεκεμβριανά- Βάρκιζα», εκδόσεις Σιδέρη, τόμος 2ος, σελ. 196
[iv] Reginand Leeper: «When Greek meets Greek (Όταν ο Έλληνας συναντάει Έλληνα»), London and Toronto, Chatto and Windus, 1950, σελ. 148, Ανδρέα Κέδρου: «Η Ελληνική Αντίσταση 1940- ‘44», εκδόσεις Θεμέλιο, τόμος Β’, σελ. 270- 271, κ.α.
[v] Β. Μπαρτζιώτας: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 436
[vi] Σπ. Γασπαρινάτου, στο ίδιο, σελ. 197
[vii] Έκθεση Μακρίδη, μέρος δεύτερο, σελ. 61- 62 (αντίγραφό της έκθεσης υπάρχει στο προσωπικό αρχείο του γράφοντος Γ. Π.)
[viii] Έκθεση Μακρίδη, στο ίδιο, σελ. 88- 89
[ix] Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559- 560
[x] Έκθεση Μακρίδη, στο ίδιο, σελ. 92
[xi] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», τόμος Ε’, έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, Αθήνα 1974 και Ρώμη 1973 σε επιμέλεια Α. Παπαπαναγιώτου, σελ. 325-326
[xii] Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», Εκδ΄σοεις Δωρικός, τόμος Δ’, σελ. 377, «Πρώτη Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ», στο βιβλίο: «Στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 148- 149
[xiii] Η. Τσιριμώκου: «Αλ. Σβώλος- η δική μας αλήθεια», εκδόσεις Δίφρος, 1962, σελ. 79
[xiv] «Πρώτη Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ», στο βιβλίο: «Στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 149- 150
[xv] Ριζοσπάστης 27/1/1945
[xvi] Β. Μπαρτζιώτας: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 427
[xvii] Ριζοσπάστη 8/2/1945, στο «Ριζοσπάστης περίοδος 1941- 1945- Κατοχή- Δεκεμβριανά», Εκδόσεις Ριζοσπάστης- Σύγχρονη Εποχή, σελ. 364
[xviii] Για τις επιστολές αυτές Βλέπε: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», 7/2/1945, «Η Συμφωνία της Βάρκιζας- Όλα τα σχετικά Κείμενα», Εκδοσις της Διευθύνσεως Τύπου και Πληροφοριών, Αθήναι Φεβρουάριος 1945 και Π. Βενάρδου: «Η συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 45- 46.
[xix] Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελ. 103
[xx] Φ. Οικονομίδης: «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους», εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28- 34
[xxi] Φ.Οικονομίδης, στο ίδιο, σελ. 29
[xxii] Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελ. 98
[xxiii] Βλέπε ολόκληρη τη συμφωνία: «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Ε’ σελ. 411- 416
[xxiv] Αλέξανδρος Ζαούσης: «Οι δύο όχθες 1939- 1945- Μια προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, μέρος Β’ (II), σελ. 790
[xxv] Θ. Φ. Παπακωνσταντίνου: «Ανατομία της Επαναστάσεως» Αθήναι 1952, σελ. 181
[xxvi] Α.Ι. Κοραντή: «Πολιτική και Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1941- 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β’, σελ. 314
[xxvii] Ουιν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος- Απομνημονεύματα», εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 336
[xxviii] Β. Ι. Λένιν: «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 41, σελ.53
http://ergatikosagwnas.gr/