Στο τελευταίο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (ΚΟΜΕΠ 1/2015) δημοσιεύεται ένα πολυσέλιδο άρθρο που το υπογράφει ο Χρ. Μπαλωμένος, μέλος της ιδεολογικής επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ. Το άρθρο φέρει τον τίτλο «Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ‘‘ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ’’ ΚΑΙ ΣΤΗ ‘‘ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ’’». Ο τίτλος αυτός από μόνος του δηλώνει το περιεχόμενο του άρθρου και τις στοχεύσεις που έχει. Ο ίδιος ο συγγραφέας του, ευθύς εξαρχής, αφού μας κολλάει την ταμπέλα του οπορτουνιστή, δίνει εν συντομία αυτό που θεωρεί ότι προσδιορίζει τις απόψεις μας για να επιχειρήσει μετά- αφού τις έχει φέρει στα μέτρα του- να τις αντικρούσει.
Να τι γράφει: «Προπαγανδίζουν -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο καθένας-την αναγκαιότητα διεκδίκησης ή αξιοποίησης από το ΚΚΕ της συμμετοχής ή στήριξης σε μια διακυβέρνηση η οποία δε θα έχει συγκροτηθεί ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στο έδαφος της ανατροπής του αστικού κράτους και των θεσμών του, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ισχυρής παρουσίας του ΚΚΕ στα ίδια τα όργανα και τους θεσμούς του αστικού κράτους και στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή, διακηρύσσουν ανοιχτά ότι ο έλεγχος βασικών αστικών θεσμών από τους κομμουνιστές μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος της...επανάστασης!».
Η θέση του 15ου Συνεδρίου για το θέμα της κυβέρνησης
Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι του αρέσει για τις απόψεις του Εργατικού Αγώνα και να μεταφράζει τις θέσεις του όπως τον βολεύει καλύτερα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι λέει και την αλήθεια. Στο ζήτημα της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, η γενική θέση του Εργατικού Αγώνα είναι η θέση που έχει διατυπώσει το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Πράγμα που σημαίνει πως αν εμείς είμαστε οπορτουνιστές γι’ αυτή μας τη γενική θέση, τότε, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ θα πρέπει ευθέως να χαρακτηρίσει οπορτουνιστικό ολόκληρο το κόμμα εκείνης της περιόδου- μαζί και τον εαυτό της. Εκτός κι αν κάποιοι, την περίοδο του 15ου Συνεδρίου, δεν ήταν με αυτή τη θέση αλλά υποκρίνονταν πως την αποδέχονται για να μπορούν να είναι στην κομματική ηγεσία, να διαμορφώνουν συσχετισμούς αξιοποιώντας την εξουσία που τους ανέθεσε το κόμμα, ώστε να έρθει η στιγμή που θα μπορούν να λένε αυτά που λένε σήμερα.
Ας δούμε τι έλεγε το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ για το ζήτημα της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Διαβάζουμε: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο» (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ο Λενινισμός, το ζήτημα της κυβέρνησης και των μεταβατικών προγραμμάτων
Ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ- δηλαδή η ιδεολογική επιτροπή του ΚΚΕ και συνεπώς η ηγεσία του- δεν διαστρεβλώνει μόνο τις θέσεις του Εργατικού Αγώνα. Το χειρότερο είναι ότι διαστρεβλώνει και καταντάει αγνώριστο τον ίδιο τον Λένιν και τον Λενινισμό.
Διαβάζουμε π.χ. για το ζήτημα των μεταβατικών προγραμμάτων τα οποία χαρακτηρίζει άρνηση του Μαρξισμού Λενινισμού: «Το παραπάνω «σχήμα» του μεταβατικού προγράμματος αποτελεί τροποποιημένη αναβίωση του ιστορικού διαχωρισμού του προγράμματος της Σοσιαλδημοκρατίας πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σ’ ένα μίνιμουμ πρόγραμμα, το οποία περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλισμού, και σε ένα μάξιμουμ πρόγραμμα, το οποίο περιελάμβανε τα μέτρα που θα υλοποιούνταν στο σοσιαλισμό. Η υλοποίηση του μίνιμουμ προγράμματος προβαλλόταν ως απαραίτητη προϋπόθεση ‘‘για να ανοίξει ο δρόμος’’ για την υλοποίηση του μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή για το σοσιαλισμό».
Αυτά μας λέει ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ, η ιδεολογική επιτροπή και η ηγεσία του ΚΚΕ. Ας δούμε όμως τι λέει ο Λένιν για το μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποιος τον διαστρεβλώνει και ποιος τον υπερασπίζεται. Γράφει ο Λένιν: «Ο μαρξισμός απαιτεί σαφή διαχωρισμό του προγράμματος-μάξιμουμ από το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Μάξιμουμ είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, που είναι ακατόρθωτος χωρίς την εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής. Μίνιμουμ είναι οι μετασχηματισμοί που μπορούν να γίνουν και μέσα στα πλαίσια της εμπορευματικής παραγωγής. Το μπέρδεμα του ενός με το άλλο οδηγεί αναπόφευκτα σε κάθε λογής μικροαστικές και οπορτουνιστικές ή αναρχικές διαστρεβλώσεις του προλεταριακού σοσιαλισμού, συσκοτίζει αναπόφευκτα το καθήκον της κοινωνικής επανάστασης που πραγματοποιείται με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο» (Λένιν: «Άπαντα. Εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 13ος, σελ. 401).
Για όσους δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν ο Λένιν υπογραμμίζει πως ο Μαρξισμός, δηλαδή η μαρξιστική επιστήμη, απαιτεί σαφή διαχωρισμό του μίνιμουμ και του μάξιμουμ προγράμματος και υπονοεί με σαφήνεια ότι το μπέρδεμά τους διαστρεβλώνει και συσκοτίζει το καθήκον της κοινωνικής επανάστασης είτε μικροαστικά- οπορτουνιστικά, δηλαδή υποτάσσοντας την στρατηγική στην τακτική είτε μικροαστικά- αναρχικά εξαφανίζοντας κάθε έννοια τακτικής και εμφανίζοντας την κοινωνία του μέλλοντος ως άμεσο καθήκον. Σε ποιον από αυτούς τους δύο μικροαστισμούς κατατάσσεται η ηγεσία του ΚΚΕ αφήνουμε να μας το πει η ίδια.
Το ζήτημα της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού δεν είναι ίδιο σε όλες τις εποχές και κάτω από τις οποιασδήποτε συνθήκες. Αυτό είναι αναμφισβήτητα ορθό. Πουθενά όμως στον μαρξισμό- λενινισμό δεν είναι ένα ξένο πρόβλημα που δεν πρέπει να απασχολεί το επαναστατικό κίνημα. Όλη η ιστορία του λενινισμού ως θεωρία και πολιτική πρακτική διδάσκει πως το επαναστατικό κόμμα οφείλει να ασχολείται σοβαρά με το ζήτημα αυτό σε κάθε φάση της ταξικής πάλης και να μην αρνείται ακόμη και την συμμετοχή σε μια τέτοια κυβέρνηση αν οι συνθήκες το επιτρέπουν και καθιστούν δυνατή την υπεράσπιση και προώθηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού. Θα σταθούμε σε δύο ιστορικά παραδείγματα που φέρουν την σφραγίδα του Λένιν.
Το ζήτημα της κυβέρνησης πριν την επανάσταση του Οκτώβρη
Το πρώτο αφορά στην περίοδο της επανάστασης του 1905 και στο ενδεχόμενο της εμφάνισης μιας αστικής προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Ο Λένιν αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα στο έργο του «Οι δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση».
Γράφει ο Λένιν: «Εφόσον o λαός διαφωνεί με την κυβέρνηση και η μάζα έχει επίγνωση της ανάγκης να εγκαθιδρυθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, το κόμμα πού έχει βάλει σα σκοπό του την ανατροπή τής κυβέρνησης πρέπει κατανάγκην να σκεφτεί με ποια κυβέρνηση θα αντικαταστήσει την παλιά κυβέρνηση που πρόκειται να ανατραπεί. Παρουσιάζεται ένα καινούργιο ζήτημα, το ζήτημα της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Το κόμμα του συνειδητού προλεταριάτου για να δώσει ολοκληρωμένη απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαρίσει: 1ο, τη σημασία της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης στη συντελούμενη επανάσταση και σ’ όλο τον αγώνα του προλεταριάτου γενικά- 2ο, τη στάση του απέναντι στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση- 3ο, τους ακριβείς όρους συμμετοχής της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβέρνηση αυτή- 4ο, τούς όρους άσκησης πίεσης πάνω σ’ αυτή την κυβέρνηση από τα κάτω, δηλ. στην περίπτωση που η σοσιαλδημοκρατία δε θ’ αντιπροσωπεύεται σ’ αυτήν. Μόνο όταν ξεκαθαριστούν όλα αυτά τα ζητήματα η πολιτική στάση του κόμματος θα είναι, από την άποψη αυτή, στάση αρχών, καθαρή και σταθερή.
Ας δούμε λοιπόν πώς λύνει αυτά τα ζητήματα η Απόφαση τού III συνεδρίου τού ΣΔΕΚΡ. Παραθέτουμε το πλήρες κείμενό της:
«’Απόφαση σχετικά με την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση.
Παίρνοντας υπόψη:
1) ότι τόσο τα άμεσα συμφέροντα του προλεταριάτου όσο και τα συμφέροντα του αγώνα του για τους τελικούς σκοπούς του σοσιαλισμού απαιτούν όσο το δυνατόν πληρέστερη πολιτική ελευθερία και συνεπώς Αντικατάσταση τής Απολυταρχικής μορφής διακυβέρνησης με τη λαοκρατική δημοκρατία
2) ότι ή πραγμάτωση της λαοκρατικής δημοκρατίας στη Ρωσία είναι δυνατή μόνο σαν αποτέλεσμα μιας νικηφόρας λαϊκής εξέγερσης που όργανό της θα είναι μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, η μόνη ικανή να εξασφαλίσει πλήρη ελευθερία στην προεκλογική ζύμωση και να συγκαλέσει, με βάση το καθολικό, ίσο και άμεσο εκλογικό δικαίωμα και με μυστική ψηφοφορία, μια συντακτική συνέλευση που θα εκφράζει πραγματικά τη θέληση του λαού
3) ότι αυτή η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, με το σημερινό κοινωνικοοικονομικό της καθεστώς, δε θα αδυνατίσει αλλά θα δυναμώσει την κυριαρχία τής αστικής τάξης, που σε μιαν ορισμένη στιγμή θα προσπαθήσει αναπόφευκτα, χωρίς να διστάσει μπροστά σέ τίποτε, να αφαιρέσει από το ρωσικό προλεταριάτο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των κατακτήσεων της επαναστατικής περιόδου-, το III συνέδριο του ΣΔΕΚΡ αποφασίζει:
α) είναι απαραίτητο να διαδώσουμε μέσα στην εργατική τάξη μια συγκεκριμένη αντίληψη για την πιθανότερη πορεία της επανάστασης και για την ανάγκη να δημιουργηθεί σε μια ορισμένη στιγμή της επανάστασης μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, από την οποία το προλεταριάτο θα απαιτήσει την πραγματοποίηση όλων των αμέσων πολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεων του προγράμματός μας (πρόγραμμα-μίνιμουμ)
β) σέ συνάρτηση με το συσχετισμό των δυνάμεων και με άλλους παράγοντες, που δεν μπορούν να καθοριστούν προκαταβολικά με Ακρίβεια, επιτρέπεται η συμμετοχή πληρεξουσίων του κόμματός μας στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, με σκοπό την αμείλικτη καταπολέμηση κάθε αντεπαναστατικής απόπειρας και την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης
γ) απαραίτητος όρος για μια τέτοια συμμετοχή είναι ο αυστηρός έλεγχος του κόμματος πάνω στους πληρεξουσίους του και η ακλόνητη περιφρούρηση της ανεξαρτησίας της σοσιαλδημοκρατίας, που επιδιώκει μια ολοκληρωτική σοσιαλιστική επανάσταση και που απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη είναι αδιάλλακτα εχθρική προς όλα τα αστικά κόμματα
δ) ανεξάρτητα από το αν θα είναι ή όχι δυνατή η συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, πρέπει να προπαγανδίζεται στα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου η ιδέα ότι χρειάζεται συνεχής πίεση πάνω στην προσωρινή κυβέρνηση από το εξοπλισμένο και καθοδηγούμενο από τη σοσιαλδημοκρατία προλεταριάτο, με σκοπό την περιφρούρηση, τη στερέωση και την επέκταση των κατακτήσεων της επανάστασης»…
Η απόφαση του III συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ, όπως φαίνεται από τον τίτλο της, είναι αφιερωμένη ολοκληρωτικά και αποκλειστικά στο ζήτημα της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση περιλαμβάνεται εδώ σα μέρος του όλου προβλήματος. Από το άλλο μέρος γίνεται λόγος μόνο για μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση και για τίποτε άλλο, συνεπώς εδώ δεν περιλαμβάνεται καθόλου το ζήτημα λχ. της «κατάκτησης της εξουσίας» γενικά κτλ. Ενήργησε άραγε σωστά το συνέδριο αφήνοντας κατά μέρος αυτό το τελευταίο ζήτημα και άλλα παρόμοια; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενήργησε σωστά, γιατί η πολιτική κατάσταση της Ρωσίας δεν προβάλλει καθόλου παρόμοια ζητήματα στην ημερήσια διάταξη. Απεναντίας, όλος ό λαός έχει βάλει στην ημερήσια διάταξη την ανατροπή της απολυταρχίας και τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. Στα συνέδρια του κόμματος πρέπει να μπαίνουν για λύση όχι τα προβλήματα που έθιξε σέ κατάλληλη ή ακατάλληλη στιγμή τούτος ή εκείνος ο δημοσιολόγος, μα εκείνα που έχουν σοβαρή πολιτική σημασία δυνάμει των συνθηκών τής στιγμής και λόγω της αντικειμενικής πορείας τής κοινωνικής εξέλιξης» (Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 11ος, σελ. 10- 12).
Όπως συμβαίνει με τους κλασικούς του Μαρξισμού, ο λόγος του Λένιν έχει στοιχεία που αφορούν το ειδικό και το συγκεκριμένο αλλά και το γενικό, δηλαδή στοιχεία επιστημονικής γενίκευσης. Θα είχε μιαν αξία να μας έλεγε η ηγεσία του ΚΚΕ αν διακρίνει τέτοια στοιχεία επιστημονικής γενίκευσης στο προαναφερόμενο κείμενο του Λένιν ή αν το θεωρεί σκέτο οπορτουνισμό. Π.χ. πως κρίνει αυτό το απόσπασμα: «Από το άλλο μέρος γίνεται λόγος μόνο για μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση και για τίποτε άλλο, συνεπώς εδώ δεν περιλαμβάνεται καθόλου το ζήτημα λχ. της «κατάκτησης της εξουσίας» γενικά κτλ. Ενήργησε άραγε σωστά το συνέδριο αφήνοντας κατά μέρος αυτό το τελευταίο ζήτημα και άλλα παρόμοια; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενήργησε σωστά, γιατί η πολιτική κατάσταση της Ρωσίας δεν προβάλλει καθόλου παρόμοια ζητήματα στην ημερήσια διάταξη. Απεναντίας, όλος ό λαός έχει βάλει στην ημερήσια διάταξη την ανατροπή της απολυταρχίας και τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. Στα συνέδρια του κόμματος πρέπει να μπαίνουν για λύση όχι τα προβλήματα που έθιξε σέ κατάλληλη ή ακατάλληλη στιγμή τούτος ή εκείνος ο δημοσιολόγος, μα εκείνα που έχουν σοβαρή πολιτική σημασία δυνάμει των συνθηκών τής στιγμής και λόγω της αντικειμενικής πορείας τής κοινωνικής εξέλιξης».
Το ζήτημα της κυβέρνησης και η ΚΔ
Το δεύτερο ιστορικό παράδειγμα που αφορά στο ζήτημα της στάσης των κομμουνιστών απέναντι σε μία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού το συναντάμε στις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβρη- Δεκέμβρη του 1922, ζώντος του Λένιν και με την ενεργό συμμετοχή του.
Το συνέδριο αυτό αποφάσισε τα παρακάτω:
«Η εργατική κυβέρνηση: (ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη.
Σ’ αυτές τις χώρες το σύνθημα της ‘‘εργατικής κυβέρνησης’’ αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου.
Τα κόμματα της 2ης Διεθνούς σ’ αυτές τις χώρες προσπαθούν να «σώσουν» την κατάσταση υποστηρίζοντας και πραγματοποιώντας τη συμμαχία των αστών με τους σοσιαλδημοκράτες. Οι πιο πρόσφατες προσπάθειες που έγιναν από ορισμένα κόμματα της 2ης Διεθνούς (π.χ. στη Γερμανία), που αρνήθηκαν την ανοιχτή συμμετοχή τους σε μια τέτοια κοινή κυβέρνηση, για να πραγματοποιήσουν σύγχρονα το συνασπισμό τους με τους αστούς με μασκαρεμένη μορφή, είναι απλώς μια μανούβρα που αποβλέπει να καθησυχάσει τις μάζες οι οποίες διαμαρτύρονται εναντίον τέτοιων συνασπισμών, και μια ραφιναρισμένη εξαπάτηση των εργατικών μαζών. Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία της αστικής τάξης με την σοσιαλδημοκρατία, οι κομουνιστές αντιτάσσουν το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και τον πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας για την οριστική ανατροπή της. Στον κοινό αγώνα όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας, όλος ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να περάσει στα χέρια της εργατικής κυβέρνησης και οι θέσεις της εργατικής κυβέρνησης να ενισχυθούν.
Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας.
Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεσμένων εργατικών μαζών. Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η διατήρηση μιας κυβέρνησης που κάνει επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο λυσσασμένο αγώνα και ίσως, και σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας. Επομένως, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να εξαπολύσει επαναστατικούς αγώνες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κομουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομουνιστικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις. Αυτό όμως μπορούν να το κάνουν μόνο αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικά αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας, με την έννοια που μιλήσαμε παραπάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κανονικοί όροι της συμμετοχής των κομουνιστών σε μια τέτοια κυβέρνηση είναι οι ακόλουθοι:
1) Η συμμετοχή στην εργατική κυβέρνηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την έγκριση της Κομουνιστικής Διεθνούς.
2) Οι κομουνιστές που θα αποτελέσουν μέλη της εργατικής κυβέρνησης θα ελέγχονται με τον πιο αυστηρό τρόπο από το κόμμα τους.
3) Τα κομουνιστικά μέλη της εργατικής κυβέρνησης παραμένουν σε στενή επαφή με τις επαναστατικές οργανώσεις των μαζών.
4) Το κομουνιστικό κόμμα διατηρεί απόλυτα τη φυσιογνωμία του και την πλήρη ανεξαρτησία της ζύμωσης και της προπαγάνδας του.
Παρά τα μεγάλα του πλεονεκτήματα, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης έχει επίσης και κινδύνους, όπως και κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Για να προφυλαχτούν απ’ αυτούς τους κινδύνους, τα κομουνιστικά κόμματα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάνε ότι αν κάθε αστική κυβέρνηση είναι σύγχρονα και κυβέρνηση καπιταλιστική, δεν είναι αλήθεια ότι και κάθε εργατική κυβέρνηση είναι κυβέρνηση πραγματικά προλεταριακή, δηλαδή ένα επαναστατικό όργανο της προλεταριακής εξουσίας.
Η Κομουνιστική Διεθνής οφείλει να έχει υπόψη της τις ακόλουθες ενδεχόμενες περιπτώσεις:
1) Φιλελεύθερη εργατική κυβέρνηση. Υπάρχει ήδη τέτοια κυβέρνηση στην Αυστραλία και είναι εξίσου πιθανή στο αρκετά κοντινό μέλλον και στην Αγγλία.
2) Σοσιαλδημοκρατική εργατική κυβέρνηση (Γερμανία).
3) Εργατοαγροτική κυβέρνηση. Αυτό το ενδεχόμενο μπορούμε να το προβλέψουμε για τα Βαλκάνια, την Τσεχοσλοβακία, κ.λπ.
4) Εργατική κυβέρνηση με συμμετοχή των κομουνιστών.
5) Πραγματική προλεταριακή εργατική κυβέρνηση που, στην καθαρότερη μορφή της, μόνο ένα Κομουνιστικό Κόμμα μπορεί να την ενσαρκώσει.
Οι δύο πρώτοι τύποι εργατικής κυβέρνησης δεν είναι επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, αλλά κυβερνήσεις καμουφλαρισμένης συμμαχίας μεταξύ της μπουρζουαζίας και των αντεπαναστατών εργατικών ηγετών. Αυτές οι «εργατικές κυβερνήσεις» είναι ανεκτές από την εξασθενημένη μπουρζουαζία σε κρίσιμες γι’ αυτήν περιόδους και σκοπό έχουν να εξαπατήσουν το προλεταριάτο για τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του κράτους, ή ακόμα, και να αποτρέψουν την επαναστατική επίθεση του προλεταριάτου με τη βοήθεια των διεφθαρμένων εργατικών ηγετών, για να κερδηθεί χρόνος και να ξεπεραστεί η κρίση. Οι κομουνιστές δεν πρέπει να συμμετέχουν σε παρόμοιες κυβερνήσεις. Αντίθετα πρέπει να αποκαλύπτουν χωρίς οίκτο τον πραγματικό χαρακτήρα αυτών των ψεύτικων εργατικών κυβερνήσεων μπροστά στις μάζες. Στην περίοδο της παρακμής του καπιταλισμού, όπου το κύριο καθήκον μας είναι να κερδίσουμε στην υπόθεση της επανάστασης την πλειοψηφία του προλεταριάτου, οι κυβερνήσεις αυτές αντικειμενικά μπορούν να συμβάλουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας αποσύνθεσης του αστικού καθεστώτος.
Οι κομουνιστές είναι επίσης έτοιμοι να βαδίσουν μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, χριστιανούς, ακομμάτιστους, συνδικαλιστές κ.λπ. εργάτες, που δεν έχουν ακόμα αναγνωρίσει την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι κομουνιστές είναι ακόμα διατεθειμένοι, κάτω από ορισμένες συνθήκες και με ορισμένες εγγυήσεις, να υποστηρίξουν μια μη κομουνιστική εργατική κυβέρνηση. Όμως, είναι υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να εξηγούν στην εργατική τάξη ότι η απελευθέρωσή της μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Οι άλλοι δύο τύποι εργατικής κυβέρνησης, στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν οι κομουνιστές, δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου, ούτε αποτελούν ακόμα μια αναγκαία μεταβατική μορφή προς τη δικτατορία, μπορούν όμως να αποτελέσουν μια αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας. Μόνο μια εργατική κυβέρνηση συγκροτημένη από κομουνιστές μπορεί να πραγματοποιήσει την πλήρη δικτατορία του προλεταριάτου» (3η Διεθνής- Τα Τέσσερα Συνέδρια- Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα», εκδόσεις Εργατική Πάλη, σελ. 396- 398).
Το ζήτημα της παραπάνω απόφασης του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ- και συνεπώς η ηγεσία του ΚΚΕ- το προσπερνάει με έναν αφορισμό. Μιλάει για «ανιστόρητο παραλληλισμό των στρατηγικών επεξεργασιών και επαναστατικών πειραματισμών της ΚΔ στις συνθήκες του 1922 με τη διεκδίκηση κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού στις σημερινές συνθήκες». Δεν μπαίνει όμως στον κόπο να μας πει που βρίσκεται το ανιστόρητο και φυσικά δεν αντιλαμβάνεται ότι κάνει μια παραδοχή που τον εκθέτει. Αν, όπως λέει, η ΚΔ, επί Λένιν, το 1922 προέβαινε σε στρατηγικές επεξεργασίες και επαναστατικούς πειραματισμούς πάνω στο ζήτημα της κυβέρνησης σε συνθήκες καπιταλισμού, γιατί αυτό απαγορεύεται σήμερα και γιατί είναι οπορτουνισμός; Τελικά σύντροφοι είστε λενινιστές ή απλώς αναφέρεστε στο Λένιν για καμουφλάζ;