Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (4ο μέρος)

Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 4ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.

Από τον Λίβανο στην Καζέρτα - Η εδραίωση της Αγγλικής παρουσίας στην Ελλάδα
Η Συμφωνία του Λιβάνου δεν έγινε αποδεκτή με ευκολία από το κίνημα της ΕΑΜικής Αντίστασης και το ΚΚΕ. Το περιεχόμενό της έγινε γνωστό, σχεδόν, αμέσως στην κατεχόμενη και ελεύθερη Ελλάδα από τους ραδιοσταθμούς του Λονδίνου και του Καΐρου και όπως ήταν φυσικό η άμεση αντίδραση τόσο των απλών αγωνιστών όσο και της ηγεσίας του κινήματος ήταν εναντίον της συμφωνίας.

Στις 22/5/44 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία με τηλεγράφημά της από το Κάιρο ενημέρωσε την ηγεσία του κινήματος στα Βουνά ότι επήλθε συμφωνία με υποχωρήσεις από την πλευρά της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Την επομένη η ηγεσία απάντησε στην αντιπροσωπεία με δικό της τηλεγράφημα το οποίο έλεγε:«Ελάβομεν μοναδικόν τηλεγράφημά σας. Στοπ. Οποίον αναφέρετε επήλθε συμφωνία με ιδικά σας υποχωρήσεις, οποίας παραλείπετε γνωρίσετε. Ραδιοφωνηθέντες όροι συμφωνίας είναι έξω και εναντίον γραπτών οδηγιών μας. Στοπ. Εντολή σας αυστηρώς καθορισμένη δια συμφωνίαν εξασφαλίζουσαν επιδιώξεις αγωνιζόμενου έθνους. Στοπ. Αναμένομεν επειγόντως εξηγήσεις. Στοπ. Δια ΠΕΕΑ. στοπ. Μπακιρτζής. Στοπ. Δια ΚΕ ΕΑΜ Χατζής. Δια ΚΚΕ Σιάντος. Στοπ.»[1].
Από το απαντητικό αυτό τηλεγράφημα δεν χωράει αμφιβολία πως η αρχική αντίδραση της ηγεσίας του κινήματος ήταν καταδικαστική για τη συμφωνία του Λιβάνου. Στη συνέχεια όμως ακολούθησαν δύο ακόμη τηλεγραφήματα του Σβώλου με τα οποία ενημέρωνε, ψευδώς, ότι δεν υπήρχε μεγάλη απομάκρυνση από τις θέσεις του κινήματος και ότι αποκρούσθηκε πρόταση για διάλυση του ΕΛΑΣ. Επίσης ζητούσε να καθορισθούν τα ονόματα αυτών που θα έμπαιναν στην κυβέρνηση[2]. Στις συνεδριάσεις των οργάνων του κινήματος (ΠΕΕΑ- ΕΑΜ- ΚΚΕ) που θα ακολουθήσουν θα επικρατήσει τελικά η μετριοπάθεια και θα αποφασιστεί να δοθεί πίστωση χρόνου στην αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους μιας και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν στο Κάιρο.
Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που συνεχίζονταν ήταν οι πιέσεις στη αντιπροσωπεία από τον Γ. Παπανδρέου, τους Άγγλους και τον αστικό πολιτικό κόσμο, ώστε ο απαράδεκτος συμβιβασμός του Λιβάνου να γίνει αποδεκτός ενώ εκφράζονται διαμαρτυρίες για την αρνητική στάση που κρατούσε το ΕΑΜικό κίνημα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα ο Παπανδρέου με ραδιοφωνικές ομιλίες του και γράμματα του προς την αντιπροσωπεία ασκούνταν σε επιθέσεις κατά του ΕΑΜικού κινήματος με σκοπό να εκβιάσει την συμμετοχή στην κυβέρνηση με την κοινοποίηση των ονομάτων των υπουργών.
Σιγά- σιγά η ηγεσία του κινήματος στα βουνά κάτω από την πίεση των πραγμάτων και της αντιπροσωπείας που ισχυριζόταν πως γενικά χειρίστηκε σωστά το θέμα, περιόρισε την κριτική της γύρω από τη συμφωνία του Λιβάνου μόνο στο πρόσωπο του Παπανδρέου ζητώντας την αντικατάστασή του. Για τη στροφή αυτή και τον περιορισμό του θέματος στο πρόσωπο του Γ. Παπανδρέου ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε και ο αστικός πολιτικός κόσμος, στο πλαίσιο, ενδεχομένως, των εσωτερικών του ανταγωνισμών. Συγκεκριμένα, λίγο πριν αναχωρήσει η αντιπροσωπεία από το Κάιρο- το τελευταίο κλιμάκιο αναχώρησε στα μέσα του Ιούλη του '44 ενώ νωρίτερα είχαν φύγει οι Σαράφης και Πορφυρογέννης- ο Σ. Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Σβώλο και του πρότεινε να τεθεί με τον πιο επίσημο τρόπο από την ηγεσία των βουνών θέμα αντικατάστασης του Παπανδρέου[3].
Η αποδοχή της Συμφωνίας
Η συμφωνία του Λιβάνου συζητήθηκε εκτενώς στην ΠΕΕΑ- αμέσως μετά την επιστροφή και του τελευταίου κλιμακίου της αντιπροσωπείας- στις 24, 25, 27 και 28 Ιουλίου 1944. Νωρίτερα, ενημερώσεις στην κυβέρνηση του Βουνού έκαναν οι Στ. Σαράφης και Μιλτ. Πορφυρογέννης. Στη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1944 έκανε ενημέρωση ο Σαράφης και στη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου ο Πορφυρογέννης[4]. Σ' αυτές τις συνεδριάσεις αποφασίστηκε και η τακτική που θα ακολουθούνταν στο εξής. Οι αρχικές αντιδράσεις είχαν περάσει πια στο παρελθόν. Η συμφωνία ουσιαστικά είχε γίνει αποδεκτή και είχαν μείνει μόνο τα προσχήματα.
Ο Σιάντος που μίλησε στη συνεδρίαση της 27ης Ιουλίου είπε για τη συμφωνία και τη στάση της αντιπροσωπείας[5]: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή. Δηλώνω σαν μέλος της ΠΕΕΑ και σαν εκπρόσωπος του ΚΚΕ, ότι εγκρίνουμε τις ενέργειες της αντιπροσωπείας στο Λίβανο και στο Κάιρο με τις εξής παρατηρήσεις: α) όσον αφορά το χειρισμό των διαπραγματεύσεων. Η αντιπροσωπεία έπεσε στην παγίδα των αντιπάλων, απομονώθηκε από μας, από κατήγοροι έγιναν κατηγορούμενοι κι έτσι οι άλλοι μας υπαγόρευσαν τους όρους τους. Η συμφωνία βγήκε σαν αποτέλεσμα των δηλώσεων του Παπανδρέου, από ένα λίβελο εναντίον μας, που ρίχνει τη σκιά και μέσα στη συμφωνία αυτή. Η αντιπροσωπεία μας έπρεπε να κρατήσει σθεναρότερη στάση, να περάσει στην αντεπίθεση, οπότε θα εξασφαλίζαμε καλύτερους όρους. β) Όσον αφορά την ουσία της συμφωνίας. Έχει ένα μεγάλο τρωτό: ότι είναι αόριστη, άρα εύκολα παρερμηνεύεται και καταστρατηγείται. Την καταστρατήγηση θα την έκαναν οι αντίπαλοί μας, όπως άρχισαν κιόλας να την κάνουν. Κι αν κάναμε τέτοια ενότητα, με τέτοια συμφωνία, κι έπειτα από ένα μήνα έσπαζε, τότε δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα να την πραγματοποιήσουμε».
Όπως βλέπουμε ο Σιάντος πατούσε σε δυο βάρκες. Από την μια ενέκρινε την στάση της αντιπροσωπείας και την συμφωνία του Λιβάνου λέγοντας πως «είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή» ενώ από τις κριτικές παρατηρήσεις του πάνω στο περιεχόμενο της συμφωνίας δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο. Όπως δε στοιχειοθέτούνταν και κανένα όφελος για το κίνημα.
Στην ίδια συνεδρίαση ο Σιάντος είπε κι άλλα αξιοσημείωτα πράγματα. Άρχισε την ομιλία του επεξηγώντας τους πολιτικούς σκοπούς του ΚΚΕ. Διαβάζουμε από τα πρακτικά[6]: «Ο συναγ. Σιάντος δηλώνει ότι πριν ασχοληθεί με την έκθεση του προέδρου, θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει ποιοι είναι οι πολιτικοί σκοποί του ΚΚΕ, που εκπροσωπεί στην ΠΕΕΑ, γιατί κυρίως στο κόμμα αυτό δυσπιστούν οι άλλοι. Τονίζει ότι η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, καθόρισε το Γενάρη του 1934 τι επιδιώκει το ΚΚΕ και ποιος είναι ο στρατηγικός του σκοπός. Η ολομέλεια εκείνη έκανε τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι χώρα προ παντός γεωργική, καθυστερημένη, χωρίς μεγάλη βιομηχανία, χώρα εξαρτημένη από το εξωτερικό. Αυτή η αντικειμενική κατάσταση δεν σηκώνει σοσιαλισμό. Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό, κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό. Γιατί τέτοια ήτανε και είναι η κατάσταση της χώρας. Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης. Η αστική τάξη που κυβέρνησε ως τώρα τη χώρα, δεν κατόρθωσε να λύσει αυτά τα προβλήματα (όπως π.χ. το αγροτικό, το βιομηχανικό, ιδιοκτησία, βελτίωση όρων ζωής, λαϊκή παιδεία, διοίκηση, γλώσσα, δικαιώματα γυναίκας κλπ). Οι αλλαγές που ωριμάζουν άμεσα είναι αστικοδημοκρατικές. Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη.
Εξετάζοντας ποιες δυνάμεις ποιες κοινωνικές τάξεις έχουν συμφέρον από τέτοιες αστικοδημοκρατικές λύσεις τονίζει ότι αυτές είναι α) η εργατική τάξη β) ολόκληρη η αγροτιά (αχτήμονες, μικροί, μεσαίοι και οπωσδήποτε εύποροι γεωργοί εχτός από τους τσιφλικάδες), γ) όλοι οι επιστήμονες και διανοούμενοι, οι υπάλληλοί κλπ. δ) ολόκληρη η μικροαστική τάξη (επαγγελματίες, βιοτέχνες κλπ) ε) η μεσαία κεφαλαιοκρατία. Δηλαδή, αυτές οι αστικοδημοκρατικές λύσεις ενδιαφέρουν τα 80- 90% του λαού».
Οι απόψεις που εκφράζει εδώ ο Σιάντος είναι εξόχως προβληματικές σε σχέση με τις θέσεις που είχε τότε το ΚΚΕ. Καταρχήν η 6η ολομέλεια του 1934 δεν έλεγε αυτά που ο Σιάντος ισχυριζόταν[7]. Η 6η ολομέλεια του ’34 ολομέλεια υπογράμμιζε ότι «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Ακόμη η ολομέλεια μιλούσε για ηγεμονία του προλεταριάτου στην αστικοδημοκρατική επανάσταση με επικεφαλής το ΚΚΕ. Επίσης σαν κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης αναφέρονταν η εργατική τάξη και οι φτωχομεσαίες μάζες της αγροτιάς.
Στην ίδια ομιλία του ο Σιάντος, αναφερόμενος στην αντιπροσωπεία που πήγε στο Λίβανο και στις εγγυήσεις που έπρεπε να έχει η λεγόμενη εθνική ενότητα σημείωνε: «Η σύνθεση της αντιπροσωπείας μας μαρτυρεί ότι εμείς πήγαμε με όλη μας την ειλικρίνεια να κάνουμε πραγματική και σταθερή ενότητα. Ξέραμε με ποιους είχαμε να κάνουμε. Όμως πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να γίνει σήμερα ενότητα και μ' αυτούς. Γιατί υπάρχει τώρα ένας καινούργιος παράγοντας. Ο ξένος κατακτητής. Ο αγώνας για το διώξιμό του από τη χώρα μας και η ανάγκη να μην πέσουμε στον εμφύλιο πόλεμο, συμφέρουν και σε μας και σε κείνους. Σ' αυτά συμπέφτουν τα συμφέροντα των 95% και των 5%. Γι’ αυτό και στη συμφωνία μ' αυτούς δύο μόνο εγγυήσεις θέλουμε: α) ότι θα παλέψουμε μαζί κατά του κατακτητή και β) ότι κανένας δεν θα δώσει δυναμικές λύσεις».
Αν συνδυάσουμε αυτή τη λογική της απόρριψης δυναμικών λύσεων με όσα λέει ο Σιάντος, περί ομαλού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα από τη δημοκρατική εξέλιξη, στο προηγούμενο απόσπασμα που παραθέσαμε, έχουμε μπροστά μας όλη την ιδεολογική πλατφόρμα της συνθηκολόγησης: Δεξιά αλλοίωση των προγραμματικών θέσεων του κόμματος όπως αυτές καθορίστηκαν στην 6η ολομέλεια του 1934. Άρνηση συγκεκριμένων μορφών της ταξικής πάλης- συγκεκριμένα της ένοπλης πάλης- για την κατάληψη της εξουσίας χάριν της λεγόμενης εθνικής ενότητας με την αστική τάξη και τέλος αποδέσμευση αυτής της ενότητας από τους πραγματικούς συσχετισμούς και πραγματικά δεδομένα που συμπυκνώνονταν στο αίτημα για υπεράσπιση και κατοχύρωση των κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος που είχαν επιτευχθεί με αίμα μέσα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Αποδοχή του Παπανδρέου και προσχώρηση στην κυβέρνησή του
Σ’ ότι αφορά το ΚΚΕ, αυτό καθ’ αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε πως η αποδοχή της συμφωνίας του Λιβάνου δεν ήρθε ως αποτέλεσμα απόφασης των καθοδηγητικών του οργάνων, ιδιαίτερα δε της ΚΕ που έπρεπε να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Έτσι αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι οι πολιτικές στροφές και οι συμβιβασμοί του κόμματος- ιδιαίτερα αυτοί που είχαν οδυνηρό αποτέλεσμα- συνοδεύονταν πάντοτε από στρέβλωση- που έφτανε ως το σημείο της κατάργησης στην πράξη- των οργανωτικών αρχών λειτουργίας του.
Η ΚΕ του ΚΚΕ συνεδρίασε για το θέμα της συμφωνίας του Λιβάνου εκ των υστέρων, στις 2-3 Αυγούστου του '44[8] αλλά ο Σιάντος είχε εγκρίνει την συμφωνία για λογαριασμό του κόμματος με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ στις 27 Ιούλη. Επίσης σ' εκείνη τη συνεδρίαση ο Σιάντος αποδέχτηκε πρόταση του Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με την συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου από τη θέση του Πρωθυπουργού[9]. Στην ίδια θέση κατέληξε και η ΚΕ του ΚΚΕ λίγες μέρες μετά[10].
Το αίτημα για αντικατάσταση του Παπανδρέου διαβιβάστηκε στο Κάιρο και συνάντησε- αναμενόμενο άλλωστε- τη λυσσαλέα αντίδραση των Άγγλων. Η Βρετανική κυβέρνηση ούτε που ήθελε να ακούσει για ενδεχόμενη αλλαγή του προστατευόμενού της και ο Τσόρτσιλ έγραφε, στις 6 Αυγούστου του 1944, στον υπουργό του επί των Εξωτερικών Α. Ήντεν[11]: «Και βέβαια πρέπει να πούμε στον Παπανδρέου ότι οφείλει να παραμείνει Πρωθυπουργός και να τους αψηφήσει όλους.... Δεν μπορούμε να φέρνουμε έναν άνδρα στην εξουσία, όπως κάναμε με τον Παπανδρέου, και μετά να τον αφήνουμε να ριχτεί στους λύκους με τα πρώτα ουρλιάγματα των αθλίων ελλήνων ληστών... Είτε υποστηρίζουμε τον Παπανδρέου, στην ανάγκη χρησιμοποιώντας και βία, όπως έχουμε συμφωνήσει, ή παύουμε να ενδιαφερόμαστε εντελώς για την Ελλάδα».
Η ωμή αυτή επέμβαση των Άγγλων έφερε αποτελέσματα. Πρώτοι υποχώρησαν οι αστοί πολιτικοί στο Κάιρο που είχαν αντιταχθεί στο πρόσωπο του Παπανδρέου. Στις 10 Αυγούστου του '44 οι Βενιζέλος, Μυλωνάς, Σακαλής και Ρέντης με τηλεγράφημά τους ενημέρωναν την ΠΕΕΑ: «Συνεπεία επισήμου εμπιστευτικής ανακοινώσεως Αγγλικής κυβερνήσεως, μη δεχομένης αλλαγήν Προέδρου Κυβερνήσεως παραμονάς απελευθερώσεως, κόμματα φιλελευθέρων, προοδευτικών, αγροτικών, δημοκρατικών, ποιούνται τελευταίαν έκκλησιν όπως αποστείλετε αντιπροσώπους σας καταλάβουν θέσεις των εν τη κυβερνήσει, ως έχει σήμερον. Εν εναντία περιπτώσει, αναλαμβάνετε τεραστίας ευθύνας απέναντι του έθνους εις στιγμήν που η εθνική ενότητης είναι υπέρ ποτέ άλλοτε απαραίτητος προς αντιμετώπισιν των μεταπολεμικών προβλημάτων και επούλωσιν των εκ του πολέμου πληγών»[12].
Η ΕΑΜική ηγεσία κάμφθηκε κάνοντας άλλη μια υποχώρηση, η οποία βεβαίως σε σχέση με την συμφωνία του Λιβάνου ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στο απαντητικό της τηλεγράφημά προς το Κάιρο- την κυβέρνηση και τους Βενιζέλο, Μυλωνά, Σακαλή και Ρέντη- αναφέρει[13]: «Σταθμίσαντες καλώς σημασίαν επισήμου ανακοινώσεως ως προς τον Πρόεδρον Κυβερνήσεως αναγκαζόμεθα να δηλώσωμεν ότι δεν επιμένομεν αλλαγή Πρωθυπουργού στοπ. Παρακαλούμεν μεριμνήσετε ταχυτέραν έλευσιν αυτόθι υπουργών μας στοπ. Θεωρούμεν αναγκαίον και σκόπιμον αποφευχθούν Κυβερνητικαί δηλώσεις εν τω μεταξύ στοπ. Δια ΠΕΕΑ στοπ. Σβώλος. στοπ. Δια ΕΑΜ στοπ. Παρτσαλίδης στοπ. Δια ΚΚΕ στοπ. Σιάντος».
Από κει και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Η κυβέρνηση με τους ΕΑΜικούς υπουργούς ορκίστηκε στις 2 Σεπτέμβρη του '44 και λίγες μέρες μετά με διάγγελμά της δήλωνε πως πολιτικό της πρόγραμμα ήταν η συμφωνία του Λιβάνου. Επίσης οι Άγγλοι διόρισαν τον Σκόμπυ αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων στην Ελλάδα. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την απόλυτη εδραίωση της αγγλικής παρουσίας στη χώρα με την υπογραφή, λίγες ημέρες αργοτερα- της περιβόητης συμφωνίας της Καζέρτας.  
Η συμφωνία της Καζέρτας.
Η συμφωνία της Καζέρτας υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944. Ήταν μια συμφωνία πλήρους υποταγής στον Αγγλικό ιμπεριαλισμό. Προέβλεπε την υπαγωγή των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων κάτω από τις διαταγές του Σκόμπυ, απαγόρευε στο αντάρτικο κίνημα να πάρει με την απελευθέρωση την εξουσία στα χέρια του, απαγόρευε στον ΕΛΑΣ οποιαδήποτε δράση στις περιοχές περιφερείας Αττικής, Πελοποννήσου και Θράκης συμπεριλαμβανομένου και της Θεσσαλονίκης κλπ[14]. Με τη συμφωνία αυτή το λαϊκό κίνημα είχε δεθεί χειροπόδαρα. Η λογική των συμβιβασμών χάριν της υποτιθέμενης εθνικής ενότητας είχε οδηγήσει τη χώρα στο δόκανο του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Στο Λίβανο αναγνωρίστηκε στους αντιπάλους του ΕΑΜ δύναμη που δεν διέθεταν καθώς και το δικαίωμα στην Αγγλία να αναγορεύεται ρυθμιστής όλων των εσωτερικών υποθέσεων της χώρας. «Εξασφάλισις, κατά την προσεχή από κοινού μετά των συμμαχικών δυνάμεων απελευθέρωσιν της Πατρίδος, της τάξεως και της ελευθερίας του ελληνικού λαού...» προέβλεπε η συμφωνία του Λιβάνου. Κι αυτό τα λέει όλα. Στην Καζέρτα τακτοποιήθηκαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες αυτής της συνθηκολόγησης. Προκύπτει βεβαίως το ερώτημα αν η ηγεσία του κινήματος είχε συνείδηση των πράξεών της. Φαίνεται πως είχε. Ο Γ. Ζέβγος που η «τύχη» τον έταξε να υπογράψει την Καζέρτα γράφει στο ημερολόγιο που κρατούσε, στο διάστημα από 31 Αυγούστου ως και 18 Οκτωβρίου του 1944,[15]: «Είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε. Να δεχόμαστε την προώθηση της αντίδρασης. Να συνιστούμε και να επιβάλουμε στο λαό, τον πανίσχυρο, μαρτυρικό, να υποχωρεί σ' όφελος της αντίδρασης.
Ως πότε; Προς το δημοψήφισμα και τις εκλογές. Η αντίδραση ελπίζει να παρασύρει πολιτικά τον λαό. Θα μας καταδικάσει η ιστορία ότι αφοπλίσαμε το λαό και επιβάλλαμε την αντίδραση; Θα μας κρίνει όπως τον Έμπερτ και Νόσκε; Όμως άλλη λύση δεν υπάρχει. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Η Αγγλία μας υποχρεώνει, μας αναγκάζει να φερθούμε έτσι». Δεν χωράει αμφιβολία πως ηγεσία αντιλαμβανόταν, τουλάχιστον, τους κινδύνους για όσα έπραττε. Η αδυναμία της, όμως, να σταθμίσει σωστά την ιστορική στιγμή και τον συσχετισμό δυνάμεων, η αδυναμία της αντιληφθεί το χαρακτήρα της εξουσίας που είχε γεννήσει στην Ελεύθερη Ελλάδα ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και την κυβέρνηση του Βουνού, η ηττοπαθής λογικής της ότι με την Αγγλία δεν είναι δυνατό να τα βάλει το κίνημα ή οι υπεραισιόδοξες αντιλήψεις στις γραμμές της ότι η δύναμη του κινήματος ήταν τέτοια που λειτουργούσε ανασταλτικά για τις προθέσεις των αντιπάλων καθώς και οι λεγγαλιστικές αυταπάτες ότι οι Άγγλοι θα επέτρεπαν δυνατότητα- ή λόγω της δύναμης του ΕΑΜ δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς- θετικών λύσεων μέσω των εκλογών δεν της άφηναν περιθώρια να πράξει διαφορετικά.
Στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο συμβιβασμών και αγνόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας εμφανίστηκε και στο κόμμα των Μπολσεβίκων- αμέσως μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17-, όταν η ηγεσία του στη Ρωσία σερνόταν πίσω από την Προσωρινή κυβέρνηση και τον μικροαστικό ρεφορμισμό ως τη στιγμή που ήρθε ο Λένιν. Δυστυχώς, το ελληνικό κίνημα αντίστασης και το ΚΚΕ δεν είχε τότε έναν ανάλογο ηγέτη ή μια ανάλογη συλλογική ηγεσία που θα σταματούσε τον κατήφορο των απαράδεκτων συμβιβασμών.

Στο επόμενο: Πώς φτάσαμε στον Δεκέμβρη

Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος

[1] Θ. Χατζή: «Η Νικοφάρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ, τόμος Γ', σελ. 209- 210 και Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία» , τόμος β' σελ. 152
[2] Θ. Χατζή, στο ίδιο, τόμος Γ', σελ. 210- 211
[3] Γρ. Δαφνή: "Σοφοκλής Βενιζέλος", εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σελ. 329
[4] «Αρχείο ΠΕΕΑ- Πρακτικά συνεδριάσεων», Εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 103- 104 και 118- 124
[5] Αρχείο ΠΕΕΑ- Πρακτικά συνεδριάσεων, εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 158
[6] στο ίδιο, σελ. 156, 157 και 158
[7] Βλέπε ολόκληρη την απόφαση της 6ης ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1934) στο «ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Δ’, σελ. 13- 34
[8] Ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του για την εθνική αντίσταση, στη σελ. 275, γράφει ότι η ΚΕ συνεδρίασε στις 28- 29 Ιούλη αλλά για συνωμοτικούς λόγους ανακοινώθηκε ότι συνεδρίασε στις 2- 3 Αυγούστου
[9] ΑΡΧΕΙΟ ΠΕΕΑ- πρακτικά συνεδριάσεων, σελ. 158
[10] Επίσημα κείμενα ΚΚΕ, τόμος 5ος, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 219
[11] Γ. Ανδρικόπουλου: 1944 Κρίσιμη χρονιά, τόμος Β' σελ. 27-28
[12] Λευκή Βίβλος ΕΑΜ, σελ. 8
[13] στο ίδιο, σελ. 9
[14] Ολόκληρη η συμφωνία δημοσιεύτηκε στη Λευκή Βίβλο του ΕΑΜ, σελ. 10-11
[15] Το ημερολόγιο του Ζέβγου υπάρχει στο Αρχείο του ΚΚΕ που βρίσκεται στα ΑΣΚΙ. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα ΑΥΓΗ τον Μάρτη του 1975. Επίσης δημοσιεύτηκε ολόκληρο στο βιβλίο του Μ. Παρτσαλίδη «Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 234- 242