Όλα αποδείχθηκαν αληθινά! Σενάρια και προβλέψεις που διατυπώνονταν από την επόμενη κιόλας μέρα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και τα οποία αναφέρονταν στο καθεστώς ζόφου που υφαίνονταν σε όλο τον πλανήτη με πρωταγωνιστή τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες και πρόφαση την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, μετά βεβαιότητας πλέον μπορούν να χαρακτηριστούν ακόμη και άτολμα. Το πέπλο παρακολουθήσεων που έχουν δημιουργήσει οι αμερικάνικες αρχές είναι πολύ πιο γενικευμένο και εφιαλτικό, λόγω και της εξέλιξης της τεχνολογίας. Μάρτυρας όλων αυτών των διαπιστώσεων είναι τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο του δημοσιογράφου της βρετανικής εφημερίδας Γκάρντιαν, Λουκ Χάρντινγκ, με τίτλο Φάκελος Σνόουντεν, η ιστορία το Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο (εκδ. Καστανιώτη, 2014).
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Το βιβλίο, περιγράφοντας με ακρίβεια όλα τα (δημοσιεύσιμα) δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, μοιάζει με αστυνομική ιστορία. Ξεκινάει με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε ο ίδιος ο Σνόουντεν προσπαθώντας να βρει δημοσιογράφους και ακτιβιστές για να δημοσιοποιήσει το υλικό του και καταλήγει με λεπτομέρειες από την ζωή του στην Μόσχα, όπου ζει από τον Ιούνιο του 2013. Όλα τα ενδιάμεσα που εκτυλίσσονται μεταξύ Βαλτιμόρης, Γενεύης, Χαβάης, Χονγκ – Κονγκ και Μόσχας θα μπορούσαν να αποδοθούν με την βοήθεια μιας μακροσκελούς λίστας από αρκτικόλεξα: Είναι ένας καταιγισμός προγραμμάτων παρακολούθησης που υλοποιεί η αμερικάνικη κυβέρνηση, μέσω της μυστικής υπηρεσίας NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας), η οποία – σημείο των καιρών – είναι η υπηρεσία που προσλαμβάνει τους περισσότερους μαθηματικούς στις ΗΠΑ! Πολύ συχνά μάλιστα επιτελεί το έργο της με την βοήθεια της αντίστοιχης βρετανικής υπηρεσίας GCHQ (Κρατική Υπηρεσία Επικοινωνιών) που λειτουργεί εξ ίσου απειλητικά για τις πολιτικές ελευθερίες. Μόνο λοιπόν για να πάρουμε μια μικρή γεύση του ψηφιακού Μεγάλου Αδελφού που μας παρακολουθεί νυχθημερόν έχοντας μετατρέψει το διαδίκτυο στο πιο παγιδευμένο και εν τέλει ακατάλληλο δίκτυο επικοινωνίας ξεχωρίζουμε τρία από αυτά τα προγράμματα: Sigint, πρόγραμμα συλλογής σημάτων μόνο για ξένους στόχους. Stellarwind, πρόγραμμα παράνομης παγίδευσης τηλεφώνων μετά την 11η Σεπτεμβρίου που αφορούσε την συλλογή περιεχομένου και μεταδεδομένων εκατομμυρίων Αμερικανών χωρίς εισαγγελικό ένταλμα. Και τέλος πρόγραμμα Prism, το «καλύτερο» όλων καθώς επιτρέπει στις υπηρεσίες να έχουν πρόσβαση σε μεγάλο όγκο ψηφιακών πληροφοριών, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, αναρτήσεων στο Facebook. Για την υλοποίηση του συνεργάστηκε αδιαμαρτύρητα όλη η Κοιλάδα της Σιλικόνης που μετατράπηκε σε κυβερνο-χαφιέ του Μπους αρχικά και του Ομπάμα στη συνέχεια: Microsoft, Yahoo, Fb, Google, PalTalk, YouTube, AOL, Skype, κ.λπ. Ο ρόλος του πρόθυμου συνεργάτη των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, που μπορεί να συγκαλύφθηκε ελαφρώς από το αίτημά τους να απαιτηθεί με νόμο η πρόσβαση των υπηρεσιών στα δεδομένα ώστε να καλυφθούν οι εταιρείες απέναντι σε πιθανές προσφυγές των χρηστών, διέλυσε οριστικά και αμετάκλητα όποια στοιχεία αντι-κουλτούρας και χιπισμού διατηρούνταν ακόμη ζωντανά στην Κοιλάδα της Σιλικόνης, μακρινή ανάμνηση τις περισσότερες φορές των εφηβικών αναζητήσεων ιδρυτών αυτών των εταιρειών. Η αντίθεση εκφράζεται, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στην Apple, με τα τηλέφωνά της, τα i-phone να αποτελούν την πιο αποτελεσματική μηχανή παρακολούθησης (έφριξε ο Σνόουντεν όταν είδε τον βρετανό δημοσιογράφο στο πρώτο ραντεβού τους να μπαίνει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με το i-phone στο χέρι!) ενώ ο ιδρυτής της, Στιβ Τζομπσ, μέχρι και πριν πεθάνει ήθελε να είναι ο ορισμός της αντι-συμβατικής και εκτός πλαισίου σκέψης.
Αναφέρεται στο βιβλίο πως το διαδίκτυο, με βάση τα λόγια του Ασάντζ είναι «ο μεγαλύτερος μηχανισμό κατασκοπίας που υπήρξε ποτέ στον κόσμο»
Η περιπέτεια του Έντουαρντ Σνόουντεν, το τέλος της οποίας δεν έχει γραφτεί, όσο κι αν αποτελεί ακραία περίπτωση προσφέρεται για πλήθος συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την ασφυξία που νιώθει μια πολυπληθής κατηγορία νέων ανθρώπων λόγω του καθεστώτος επιτήρησης που έχει επιβληθεί στο διαδίκτυο. Πρόκειται για ανθρώπους υψηλής επαγγελματικής ειδίκευσης, ενίοτε συντηρητικών καταβολών (ο Σνόουντεν ήταν Ρεπουμπλικάνος και λάτρευε τα όπλα), σίγουρα φανατικών υπέρμαχων των ατομικών λύσεων χωρίς καθόλου εμπειρίες συλλογικής εργασίας ακόμη και με ανύπαρκτη κοινωνικότητα που πήραν ωστόσο πολύ στα σοβαρά τις υποσχέσεις για την απέραντη ελευθερία του κυβερνοχώρου. Η ιδεολογική ήττα, ιστορικών διαστάσεων, που βιώνει αυτή η γενιά επιβάλλει να δοθεί νέο περιεχόμενο στην έννοια της ελευθερίας. Μακριά προφανώς από την ατομικότητα, πολύ πιο κοντά όμως στις δυνατότητες που παρέχουν οι συνεχείς τεχνολογικές καινοτομίες και την τάση τους να καταργούν στεγανά και απαγορευμένες ζώνες. Την δική του σημασία έχει επίσης ο άθλος του Σνόουντεν, που οδήγησε τον τομέα της ψηφιακής κατασκοπίας να μιλάει για προ-Σνόουντεν και μετά-Σνόουντεν εποχή, καθώς δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες των σύγχρονων εργαζομένων, προφανώς σε συνάρτηση με τις ποικίλες και ασύλληπτες δυνατότητες που εμπεριέχουν οι νέες τεχνολογίες: από την συγκέντρωση, επεξεργασία και την μεταφορά δεδομένων, την διασκέδαση και την ανθρώπινη επικοινωνία, μέχρι τον συνδυασμό και την αξιολόγηση διαφορετικών πληροφοριών. Κι αν τα προηγούμενα δημιουργούν ελπίδες και δείχνουν τις νέες δυνατότητες, η συνέχεια που υπήρχε από τον Μπους στον Ομπάμα είναι απογοητευτική υποδηλώνοντας ταυτόχρονα πως το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν …αγγίζεται. Πρόεδροι και πλειοψηφίες πάνε κι έρχονται οι παραβιάσεις ωστόσο θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων συνιστούν το τρομοκρατικό «υπερσύνταγμα» των ΗΠΑ και όλου του υπόλοιπου κόσμου, καθώς όλες οι υπηρεσίες βοηθούν την NSA ή εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους ανάλογα μέτρα συνεχούς παρακολούθησης ή αποθήκευσης έτσι ώστε την κρίσιμη στιγμή να μπορούν αυτές οι πληροφορίες να ανασυρθούν και να είναι αξιοποιήσιμες.
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί καθώς είναι γραμμένο ζωντανά και διαθέτει καταιγιστικό ρυθμό θυμίζοντας πολλές φορές ρεπορτάζ. Στα αρνητικά του συγκαταλέγεται η βαθιά αποστροφή που εκφράζει ο συγγραφέας, Λουκ Χάρντινγκ, για την Ρωσία και τις αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, όπως και για τον ιδρυτή των Wikileaks, Τζουλιάν Ασάντζ, ο οποίος συνεχίζει να ζει παγιδευμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο. Είναι ο άνθρωπος αυτός που κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πρωτοπόρος που άνοιξε τον δρόμο στην Τσέλσι Μάνινγκ και τον Έντουαρντ Σνόουντεν για να γίνουμε μάρτυρες στην μεγαλύτερη διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών ποτέ στον κόσμο.