ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Τα μέτρα που φιλοδοξούν να ενισχύσουν την ρευστότητα περιλαμβάνουν την αγορά τραπεζικών ομολόγων και τιτλοποιημένων (στεγαστικών και καταναλωτικών) δανείων από τις τράπεζες τετραετούς διάρκειας και την μείωση όλων των επιτοκίων με το βασικό να φτάνει στο 0,05%. Το ακριβές ύψος της παρέμβασης δεν έγινε γνωστό. Θα ανακοινωθεί στις αρχές Οκτωβρίου (οπότε και θα ξεκινήσει η εφαρμογή των μέτρων), μαζί με τις λεπτομέρειες που έχουν τεράστια σημασία καθώς περιλαμβάνουν και τον ορισμό των προϋποθέσεων που θα κρίνουν ποιες τράπεζες θα μπορούν να ενταχθούν στις ευνοϊκές πρόνοιες του πακέτου Ντράγκι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται ανάλογο πακέτο μέτρων από τον ιταλό πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αντίστοιχης πρωτοβουλίας ήταν τον Ιούνιο του 2014 όταν και πάλι εγκρίθηκε ένα νέο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης (TLTRO’s: Targeted Longer-Term RefinancingOperations) ύψους 400 δις. ευρώ για τις τράπεζες της ευρωζώνης σε μια προσπάθεια να αυξηθεί ο δανεισμός κυρίως στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Μάλιστα η μείωση του βασικού επιτοκίου αναχρηματοδότησης από το 0,25% στο 0,15% εισήγαγε για πρώτη φορά το ευρώ στα αχαρτογράφητα, για την Ευρώπη, και επικίνδυνα ύδατα των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να παραμένει στα ανησυχητικά επίπεδα του 0,3% δείχνει ότι ένας από τους στόχους εκείνων των μέτρων, η άνοδος του πληθωρισμού κι η αποφυγή του αποπληθωρισμού, δεν επιτεύχθηκε. Η ΕΚΤ απέτυχε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα δώσουν μια αναγκαία κι ελαφρά προφανώς ώθηση στο επίπεδο των τιμών, μια και το όριο του πληθωρισμού 2% συνεχίζει να έχει θέση ιερής κι απαράβατης εντολής στην ιεράρχηση του θεματοφύλακα του ευρώ. Αν λοιπόν τα μέτρα του Ιουνίου απέτυχαν να κάνουν την διαφορά γιατί να την κάνουν τα μέτρα του Σεπτεμβρίου που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση;
Ξεφόρτωμα των προβληματικών δανείων
Παρόλα αυτά οι εξαγγελίες του Ντράγκι, τα «Ντραγκινόμικς» όπως χαρακτηρίστηκαν από τον οικομολόγο Νουριέλ Ρουμπινί στο φόρουμ του Αμπροσέτι όπου συνεδρίασε η ευρωπαϊκή ελίτ το Σαββατοκύριακο 6-7 Σεπτεμβρίου, έχουν ωφελημένους, και δεν είναι μόνο οι δανειολήπτες που έχουν συνάψει δάνεια με ονομαστικό επιτόκιο και ρήτρα euribor οι οποίοι θα δουν τις μηνιαίες δόσεις να μειώνονται γύρω στα 10 ευρώ, συναρτήσει προφανώς του ύψους της δόσης. Οι σημαντικότεροι ωφελημένοι θα είναι οι μεγάλες τράπεζες του ευρωπαϊκού κέντρου, που δεν έχουν καμία ανησυχία για το όριο που θα θέσει η ΕΚΤ ως προς την ποιότητα των εγγυήσεων κι επομένως αν θα συμπεριληφθούν στους ευνοημένους. Οι συγκεκριμένες τράπεζες θα μπορέσουν να ξεφορτωθούν στην ΕΚΤ προβληματικά δάνεια που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους, εξυγιαίνοντάς τα κατ’ αυτό τον τρόπο. Προφανώς, αυτός θα ήταν ο όρος που έθεσαν οι τράπεζες στην ΕΚΤ για να ανοίξουν ξανά τις στρόφιγγες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει και κάποια δέσμευσή από την μεριά τους πως έτσι θα ξεκινήσουν να χρηματοδοτούν την παραγωγή ή την κατανάλωση. Μάλιστα, αν κρίνουμε από τη θεαματική πτώση των αποδόσεων των ομολόγων (που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από τις τιμές τους) τις μέρες που ακολούθησαν των δηλώσεων, όλων των χωρών της Ευρώπης, από την Γερμανία μέχρι και την περιφέρεια, πιθανότερο είναι κι αυτοί οι πακτωλοί να καταλήξουν σε πιο σίγουρες τοποθετήσεις, όπως τα ομόλογα ή ο τζόγος, παρά σε επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα οδηγήσουν το ΑΕΠ σε αύξηση. Κερδισμένοι επίσης είναι κι οι μεγάλοι ευρωπαίοι εξαγωγείς καθώς τα μέτρα του Ντράγκι οδήγησαν το ευρώ σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι του δολαρίου, βελτιώνοντας την θέση των ευρωπαίων παραγωγών (πχ αυτοκινητοβιομηχανία) στον διεθνή ανταγωνισμό, μιας και τα προϊόντα τους θα γίνουν σχετικά φθηνότερα στις ξένες αγορές.
Ωστόσο, η απόφαση δεν λήφθηκε ομόφωνα. Η πρόταση του Ντράγκι συνάντησε ισχυρές αντιρρήσεις που προέρχονταν κυρίως από την Γερμανία. Η κεντρική τράπεζα του Τέταρτου Ράιχ δεν ενοχλήθηκε τόσο από την μετακίνηση των πραγματικών επιτοκίων καταθέσεων στη ζώνη των αρνητικών τιμών, που θα έχει ως αποτέλεσμα να χαθεί το κίνητρο για αποταμίευση που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην συνείδηση των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων της κεντρικής Ευρώπης, τα οποία συγκροτούν την εκλογική του βάση. Η Γερμανία κυρίως αντέδρασε επειδή η ΕΚΤ πάει ένα βήμα πιο κοντά στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η αμερικανική κεντρική τράπεζα κι αφορούν αφειδώλευτες αγορές κρατικών ακόμη και εταιρικών ομολόγων. Αυτό είναι που θέλει να αποφύγει η Μέρκελ, θεωρώντας το διαχωριστική γραμμή καθώς έτσι θα ατονήσει η πίεση για την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων, όπως κατ’ επανάληψη έχει ισχυριστεί.
Η λιτότητα είναι εδώ!
Κατά συνέπεια, η διαφωνία των κεντρικών τραπεζών του πυρήνα της ευρωζώνης δεν σημαίνει πως το πακέτο Ντράγκι κινείται σε μια φιλολαϊκή κατεύθυνση ή σηματοδοτεί την αναίρεση, έστω την χαλάρωση, της σημερινής πολιτικής λιτότητας. Αντίθετα, έρχονται να διορθώσουν τις ανεπιθύμητες συνέπειές της στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή την διάβρωση των τραπεζικών ισοζυγίων λόγω των καθυστερούμενων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αύξηση των επισφαλειών. Προς επίρρωση της συμπληρωματικής σχέσης των μέτρων Ντράγκι με την πολιτική της λιτότητας, η συνέχιση από τον πρόεδρο της ΕΚΤ των παραινέσεων για μεταρρυθμίσεις στα κράτη – μέλη, που μεταφράζεται σε πίεση για περισσότερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, μικρότερους μισθούς και συντάξεις και μεγαλύτερα ωράρια. Αυτή ακριβώς είναι κι η πραγματική διαχωριστική γραμμή για να κριθεί οποιαδήποτε πολιτική.
Μακροπρόθεσμα, τα «Ντραγκινόμικς» δημιουργούν μεγαλύτερη φούσκα, αυξάνοντας τους κινδύνους και την τρωτότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ενώ άμεσα σημαίνουν την εξάντληση από τη μεριά της ΕΚΤ των συμβατικών εργαλείων άσκησης νομισματικής πολιτικής (καθώς πλέον καμία άλλη μείωση στα επιτόκια δεν έχει νόημα) και την επίσημη ένταξη της ευρωζώνης στην παγίδα ρευστότητας, που περιέγραφε ο Κέυνς, όπου όλο και μεγαλύτεροι πακτωλοί χτημάτων από την κεντρική τράπεζα έχουν όλο και λιγότερα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία.
Οι εξαγγελίες Ντράγκι επομένως περισσότερο ανησυχία πρέπει να προκαλούν παρά ελπίδες.