Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Νίκος Μπογιόπουλος:“Και τι θα έπρεπε να κάνουμε τώρα;’

      Πρώτο: Εγώ δεν δέχομαι ότι η Ελλάδα υπερφορολογείται», έλεγε τον περασμένο Νοέμβρη ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο Γιάννης Στουρνάρας. Λίγο αργότερα δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Ιδού τα στοιχεία:

Οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρ’ ότι τα λαϊκά εισοδήματα συγκριτικά με το 2010 έχουν συρρικνωθεί κατά 50%, η φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων έχει αυξηθεί έως και 700% (!) και των ελεύθερων επαγγελματιών έως και 900%!
Ο ΦΠΑ αυξήθηκε από το 2010 τέσσερις φορές.
Οι φόροι στα καύσιμα έχουν αυξηθεί τρεις φορές.
Εξαιτίας ενός και μόνο γεγονότος, της αύξησης των φορολογικών συντελεστών στο πετρέλαιο θέρμανσης, η λαϊκή οικογένεια επιβαρύνθηκε με αύξηση των φόρων κατά 450%!



   Δεύτερο: Σύμφωνα με την άποψη που η πατρότητά της αποδίδεται στον βουλευτή Επικρατείας και στενότατο συνεργάτη του κ.Σαμαρά, τον κ.Χρύσανθο Λαζαρίδη, «ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας καταπληκτικός φόρος»!

   Το καταπληκτικό με τον «καταπληκτικό» αυτό φόρο - που έχει αλαλιάσει το πανελλήνιο - είναι ότι ήρθε να προστεθεί σε μια στιγμή που οι φόροι επί των ακινήτων (σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού) είχαν ήδη επταπλασιαστεί…


   Τρίτο: Στην Ελλάδα, όπου ο λαός «υποφορολογείται» και στην οποία επιβάλλονται «καταπληκτικοί φόροι» (όπως ο ΕΝΦΙΑ), συμβαίνουν τα εξής… «καταπληκτικά»:

   Προ Μνημονίων: Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, το 2007 στην Ελλάδα η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη των «εχόντων και κατεχόντων» δεν ξεπερνούσε το 15,9%. Την ίδια στιγμή η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας ήταν στο 35,1%. Με άλλα λόγια η φοροληστεία δεν είναι μια εφεύρεση των Μνημονίων. Αποτελεί καθεστώς διαρκείας: Από την προ Μνημονίων εποχή, ήδη, η εργασία εφορολογείτο στην Ελλάδα κατά τρεις φορές περισσότερο απ΄ ότι φορολογείτο το κεφάλαιο.

   Μετά Μνημονίων: Οι φόροι που πλήρωναν τα Νομικά Πρόσωπα το 2004 ανέρχονταν στο 25,7% του συνόλου των άμεσων φόρων. Δέκα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα όπως αποτυπώθηκε στον προϋπολογισμό του 2013 οι φόροι που πλήρωσαν τα Νομικά Πρόσωπα δεν ξεπέρασαν το 8,2% του συνόλου των άμεσων φόρων. Με άλλα λόγια: Οι φόροι που πληρώνουν τραπεζίτες, βιομήχανοι, εργολάβοι και λοιποί «αναξιοπαθούντες» έχουν μειωθεί κατά 3 φορές, την ίδια περίοδο που οι φόροι επί των εργαζόμενων, των συνταξιούχων και εν γένει των λαικών στρωμάτων έχουν αυξηθεί κατά 7 και 9 φορές!


   Τέταρτο: Στην Ελλάδα που «δεν υπερφορολογείται», από το 2004 έως και το 2014 (Προϋπολογισμός 2014, πίνακας 3.6, σελίδα 82), οι φόροι που στην συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν πληρωθεί από τα λαϊκά στρώματα ανέρχονται αθροιστικά στα 513,243 δισ. ευρώ!

   Επειδή το παραμύθι με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων έπαψε να έχει δράκο (σσ: άλλωστε το κατ’ έτος κονδύλι για μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο δεν ξεπέρασε ποτέ στο συγκεκριμένο διάστημα τα 23 δισ. ευρώ ενώ φέτος έχει πέσει στα 17 δισ. ευρώ), επειδή επίσης στην χώρα αυτή η αγοραστική δύναμη των μισθών είχε κατρακυλήσει στα επίπεδα της δεκαετίας του ’80 πριν ακόμα εμφανιστεί η κρίση, κι επειδή η Ελλάδα των ράντζων στα νοσοκομεία και του πακτωλού στην παραπαιδεία είναι σε όλους γνωστή, το ερώτημα ζητά επίμονα απάντηση: Τα λεφτά του ελληνικού λαού που έχουν πάει; Τους φόρους που πληρώνει ο ελληνικός λαός ποιος τους υπεξαιρεί; Το πάνω από μισό τρισεκατομμύριο ευρώ σε φόρους που πλήρωσαν σε μια δεκαετία οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι βιοπαλαιστές, που πήγαν; Γιατί σε μισθούς, σε Υγεία και σε Παιδεία δεν πήγαν… 


   Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι που η κυβέρνηση απαιτεί εντός του 2014 την καταβολή επιπλέον φόρων ύψους 11 δισ. ευρώ από τα υποζύγια. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι που με τον προϋπολογισμό του 2014 εκτίναξε τους φόρους πάνω στην ακίνητη περιουσία στα 3,9 δισ. ευρώ! Τα όσα συμβαίνουν με τον ΕΝΦΙΑ, λοιπόν, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου «υπολογιστικού λάθους». Είναι το αποτέλεσμα μιας στυγνής πολιτικής που ενσυνείδητα και αδυσώπητα επιβάλλουν οι κυβερνώντες.

   Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το ζήτημα που τίθεται είναι κεφαλαιώδες: Τι πρέπει να κάνει ο ελληνικός λαός; Ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο άνεργος, ο απολυμένος, ο «απασχολήσιμος», ο μεροκαματιάρης έχει «υποχρέωση» να πληρώνει; Κι αν δεν πληρώνει τότε είναι «αντικοινωνικό στοιχείο» και «φοροφυγάς»;

   Μα πριν αποδοθούν αυτοί οι χαρακτηρισμοί θα πρέπει οι κάθε λογής εισαγγελείς να απαντήσουν:

   α) Που έχει πάει ο κανόνας που έθετε ο Άνταμ Σμιθ, δηλαδή ο ίδιος ο πατέρας του συστήματος τους, του καπιταλισμού, ο οποίος έλεγε: «Οι φόροι θα πρέπει να αντιστοιχούν στη φοροδοτική ικανότητα του ατόμου, και επιπλέον θα πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, ευκόλως βεβαιούμενοι και αποδοτικοί».

   β) Τι γίνεται αν το «υποζύγιο» δεν έχει πια να πληρώνει.

   γ) Ακόμα και στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι ο μεροκαματιάρης συνεχίζει να διατηρεί ελάχιστη φοροδοτική δυνατότητα, πόσο «νόμιμο» είναι να υποβάλλεται σε ένα όλο και πιο άδικο καθεστώς φορολογικής λεηλασίας.

   δ - και κυριότερο) Ποια είναι μεγαλύτερη υποχρέωση για τον άνθρωπο του μόχθου: Να πληρώσει τον άδικο και δυσβάσταχτο φόρο ή να κρατηθεί στη ζωή και να πασχίσει με τα λίγα που έχει να συντηρήσει την οικογένεια και τα παιδιά του αντί να τα δώσει στην εφορία;

   Τα ερωτήματα αυτά, στην Ελλάδα των 4 εκατομμυρίων ανθρώπων που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, μόνο ρητορικά δεν είναι.

   Αν κοιτάξει κανείς πίσω στην Ιστορία θα πει ότι σήμερα απέχουμε πολύ από το 1928. Ήταν τότε που οι Κρητικοί ξεσηκώθηκαν κατά των φόρων, αρνήθηκαν την άγρια φορολογία που είχε επιβληθεί με πρόσχημα τα δάνεια από το εξωτερικό, αποκήρυξαν τους κυβερνητικούς βουλευτές που αποφάσιζαν όλο και σκληρότερα μέτρα σε βάρος των φτωχών και ανέτρεψαν δύο συμμαχικές, πολυκομματικές κυβερνήσεις...

   Απέχουμε ακόμα περισσότερο από το μακρινό 1192 της εξέγερσης των κατοίκων της Λευκωσίας. Πάλι λόγω των φόρων που καλούνταν να πληρώσουν στο Τάγμα των Ναϊτών που είχε αγοράσει το νησί από τον βασιλιά την Αγγλίας. Το αποτέλεσμα εκείνης της εξέγερσης ήταν και η διακοπή του ξεπουλήματος του νησιού…

   Όμως, πόσο απέχουμε, πραγματικά, όσον αφορά την φορομπηχτική τακτική στην Ελλάδα του 2014, από εκείνη που επικρατούσε στην Ευρώπη του Μεσαίωνα; Ήταν τότε που σύμφωνα με το «Οικονομολογικόν εγχειρίδιον» του Joseph Garnier («Το Χωνί», 31/8/2012, Δ.Καζάκης) οι εξέχοντες άνακτες και οι αυλικοί τους υποστήριζαν ότι «αν (το λαό) δεν τον καταθλίβουν οι επιβαρύνοντες φόροι, τότε θα γίνει αυθάδης» και ότι «πρέπει να κρατάμε φορτωμένο το μουλάρι για να το εμποδίσουμε να κλωτσάει»!

   Πόσο απέχουμε στην Ελλάδα του 2014 από το περιβάλλον που επικρατούσε στο δικαστήριο της Κολωνίας το 1849; Ήταν το δικαστήριο που αθώωσε τον Μαρξ από τις κατηγορίες που του είχε προσάψει η γερμανική κυβέρνηση, όταν στην «Εφημερίδα του Ρήνου» που εξέδιδε, έγραφε: «Και τι θα έπρεπε να κάνουμε τώρα; Θα έπρεπε να αρνηθούμε να πληρώνουμε φόρους (…). Η άρνηση πληρωμής φόρων είναι το καθήκον κάθε πολίτη».

   Και, τελικά, ποιανού επίτευγμα είναι, αν όχι της κυβέρνησης, δυο αιώνες μετά να ακούγεται τόσο επίκαιρη η κριτική του Μαρξ στην φορολογική πολιτική της κυβέρνησης της Γερμανίας στα 1848, για την οποία έλεγε ότι «στοχεύει στην επιβολή στην κοινωνία νόμων που έχουν καταδικαστεί από τις συνθήκες ζωής αυτής της κοινωνίας· στοχεύει στη διατήρηση νομοθετών που ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα· επιδιώκει να καταχραστεί την πολιτική εξουσία για να θέσει τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας πάνω από τα συμφέροντα της πλειοψηφίας…».