Πως θα αντικαταστήσει η Ρωσία τις εισαγωγές από την ΕΕ και τις ΗΠΑ; Αυτό θα γίνει, μεταξύ των άλλων, με ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, εισαγωγές γαλακτοκομικών από τη Λευκορωσία, τυριών από την Ελβετία, κρέατος και πουλερικών από Λατινική Αμερική
Πηγή: Getty Images/Fotobank |
Κυρίως μέσω της αύξησης των εισαγωγών από τη Λευκορωσία, την Ελβετία, την Κίνα και τη Λατινική Αμερική, σκοπεύει η ρωσική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα οποιαδήποτε προβλήματα δημιουργηθούν από τις αντι-κυρώσεις που επέβαλε στην εισαγωγή τροφίμων από την ΕΕ και τη Βόρειο Αμερική.
Η Μόσχα αμέσως μετά την κήρυξη των αντιμέτρων της, άρχισε να αναζητά νέους προμηθευτές που θα εξισορροπήσουν τις αρνητικές συνέπειες στην εγχώρια αγορά. Και υπολογίζει πρωτίστως στη Λευκορωσία, στο Καζακστάν, στην Κίνα, στην Ελβετία και στη Λατινική Αμερική, καθώς και στην ενεργοποίηση σχεδίων για τη δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής τροφίμων στη Ρωσία.
Οι ρωσικές εισαγωγές αγροτικών προϊόντων είναι περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια. «Στο πλαίσιο των ρωσικών αντι-κυρώσεων, εμπίπτει περίπου το 10% των γεωργικών προϊόντων που εισάγουμε», εξηγεί ο αναλυτής της UFS IC, Αλεξέι Κοζλόφ. Κατά τον ίδιο, υπάρχουν δύο τρόποι για να διευθετηθεί η νέα κατάσταση στη ρωσική αγορά τροφίμων:
Πρώτα απ’ όλα, ζητούμενο είναι να καλυφθεί το σύνολο ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος από τις ποσότητες των προϊόντων που θα λείψουν από τα ράφια. «Αυτό είναι πολύ απλό και γίνεται εύκολα και γρήγορα, αλλά δεν λύνει τα προβλήματα, συντηρεί την εξάρτηση της χώρας από τους ξένους παραγωγούς, δεν οδηγεί στην ανάπτυξη της εγχώριας αγροτικής οικονομίας, και τέλος, δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας», υπογραμμίζει.
Δεύτερος τρόπος, τονίζει, είναι η δημιουργία ενός συστήματος αντικατάστασης των εισαγωγών. «Είναι πιο δύσκολη επιλογή και απαιτεί επενδύσεις σε κεφάλαια, αλλά αυτός ο δρόμος θα είναι πιο αποτελεσματικός για την εθνική οικονομία», είπε.
Ωφελημένη η Ελβετία
Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή της εταιρείας συμβούλων «Arkaim», Αλεξάντρ Ντοροφέγιεφ, υπάρχουν προϊόντα που είναι δύσκολο να αντικατασταθούν. Είναι κυρίως προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία premium, για παράδειγμα, μερικές ποικιλίες σκληρών τυριών. Αν και, μπορούμε να τα προμηθευτούμε από την Ελβετία…
Όπως δήλωσε ο διευθύνων Σύμβουλος του οργανισμού «Swiss Cheese Marketing», David Escher, στο διεθνές πρακτορείο Bloomberg, οι ελβετικές τυροκομικές επιχειρήσεις σκοπεύουν να επωφεληθούν από την κατάσταση με το ρωσικό εμπάργκο σε προϊόντα από την ΕΕ. Στο θέμα αυτό, η κορυφαία ελβετική εταιρεία επεξεργασίας κρέατος, Micarna, ανακοίνωσε ότι οι ρώσοι έμποροι και αγοραστές έχουν επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το ελβετικό κρέας. «Η αντικατάσταση των εισαγωγών, με όποιο τρόπο και να πραγματοποιηθεί, απαιτεί χρόνο, καθώς οι έμποροι πρέπει να συνάψουν νέες συμβάσεις με τους προμηθευτές, να δημιουργήσουν νέο σύστημα εφοδιασμού (logistics), και οι παραγωγοί θα πρέπει να αυξήσουν τους όγκους παραγωγής», λέει ο επικεφαλής της «Arkaim», Αλεξάντρ Ντοροφέγιεφ.
Ψάρια, λαχανικά και φρούτα
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κύκλος της παραγωγής του κρέατος πουλερικών είναι περίπου δύο μήνες και είναι ευκολότερο να ανταποκριθεί στις μεταβολές της ζήτησης, ενώ για την παραγωγή βοείου και χοιρινού κρέατος, ο κύκλος είναι μεγαλύτερος και η αντικατάσταση τους, αντίστοιχα, θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Όπως τονίζει ο εμπειρογνώμονας, το πιο πιθανόν είναι η Ρωσία να μπορέσει να αντικαταστήσει τα προϊόντα εκείνα, που το μερίδιο τους στον εφοδιασμό της χώρας είναι μικρό: Για παράδειγμα, το μερίδιο των εισαγωγών στα ψάρια από τις χώρες της ΕΕ, είναι περίπου 13%. Περισσότερος χρόνος θα χρειαστεί για την αντικατάσταση των γαλακτοκομικών προϊόντων, των λαχανικών και των φρούτων.
Το 2010, η Ρωσία υιοθέτησε τη δική της «ντιρεκτίβα» (κανονισμό) ασφάλειας τροφίμων, σύμφωνα με την οποία οι εγχώριοι παραγωγοί θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη χώρα με όλα τα απαραίτητα προϊόντα. Ειδικότερα, οι ρώσοι παραγωγοί γεωργικών, αλιευτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων θα πρέπει να παράγουν το 95% των σιτηρών, το 80% της ζάχαρης, το 80% των φυτικών ελαίων, το 85% του κρέατος και των προϊόντων κρέατος, το 90% του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το 80% της παραγωγής ιχθύων, το 90% των πατατών, κλπ.
Το κρέας
Το πιο δύσκολο σε όλα αυτά, σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Ντοροφέγιεφ, είναι η αντικατάσταση των εισαγωγών κρέατος από την ντόπια βιομηχανία. «Η αντικατάσταση των εισαγωγών στη βιομηχανία κρέατος είναι μια μεγάλη και δύσκολη δουλειά, αλλά τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα εντυπωσιάζουν», υποστηρίζει ο επικεφαλής του Συνδέσμου Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος της Ρωσίας, Μουσέγκ Μαμικονιάν. Η ρωσική αγορά των πουλερικών, σύμφωνα με τον ίδιο, το 2000, ήταν κατά 50% εξαρτημένη από τις εισαγωγές, ενώ αυτή την περίοδο μόνο το 10% του κρέατος πουλερικών που καταναλώνεται στη Ρωσία, προέρχεται από το εξωτερικό. «Αλλωστε, ένα ποσοστό της τάξεως 10%-15% στις εισαγωγές, είναι ένας καλός παράγοντας για τον ανταγωνισμό και την ποιότητα στον κλάδο», λέει.
Εάν εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω, υποστήριξε ο ρώσος αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Οικονομίας, Ντμίτρι Γιούρεφ, δεν θα υπάρξουν προβλήματα με την τροφοδοσία αγαθών στη Ρωσία. «Ένα μέρος των εισαγωγών από ΕΕ-ΗΠΑ, θα αντικατασταθεί με εισαγωγές από άλλες χώρες, περιλαμβανομένων αυτών του κρέατος, όπως μοσχαρίσιου-βόειου, χοιρινού, πουλερικών».
Τα γαλακτοκομικά
Στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων, οι εταιρείες σχεδιάζουν να επικεντρωθούν στις ρωσικές φάρμες, καθώς και σε παραγωγούς από τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Συνολικά, σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του ρωσικού Συνδέσμου Γαλακτοπαραγωγών, Αντρέι Ντανιλένκο, οι απαγορεύσεις στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων, αφορούν στο 20% των συνολικών εισαγωγών και στο 10% του συνόλου των διαθέσιμων προϊόντων στην αγορά.
«Η Λευκορωσία και η Νότια Αμερική μπορούν να αντικαταστήσουν όλη την ποσότητα των απαιτούμενων προϊόντων», είπε στη RBTH ο εμπειρογνώμονας. Ωστόσο, παρατήρησε, «στη Ρωσία έχουμε εποχική πτώση –το χειμώνα- στην παραγωγή γάλακτος και, έτσι, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί σταθερή παραγωγή. Αντίθετα, η κατανάλωση πέφτει το καλοκαίρι, τη στιγμή που η παραγωγή αυξάνεται». Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει, το χειμώνα είναι απαραίτητο να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή γάλακτος στη Ρωσία, αλλά ακόμα και έτσι, είναι απίθανο να αποφευχθεί η εποχιακή αύξηση των τιμών των γαλακτοκομικών προϊόντων.