Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Αργεντινή, Ελλάδα και “αργεντινοποίηση”


Σχόλιο: Αναδημοσιεύουμε τρία παλαιότερα άρθρα του Τάκη Φωτόπουλου, για την Αργεντινή και την “αργεντινοποίηση” της Ελλάδας μεσω του ευρώ. Τα άρθρα είναι του 2001 και 2002.


Ευρώ: Πάμε για «Αργεντινοποίηση»;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Σε λίγες ώρες η δραχμή, το νόμισμα που ―όπως το περιέγραφαν οι Ταιμς του Λονδίνου πριν λίγες μέρες― είναι το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό νόμισμα ακόμη σε χρήση, με ιστορία πίσω του 2.650 χρόνων, οδεύει προς την ανυπαρξία, χάρη στην απόφαση της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που υποτίθεται ότι δεν ανέχεται… μύγα στο σπαθί της Ελληνικότητας της. Που οφείλεται όμως η απόφαση αυτή που επεβλήθη σε ένα απληροφόρητο λαό, τον οποίο ούτε ρώτησε, ούτε βέβαια πληροφόρησε ποτέ κανείς, για τις πραγματικές συνέπειες της απόφασης αυτής, πέρα από ασήμαντες συνέπειες όπως π.χ. ότι δεν θα χρειάζεται ν’ αλλάζει νομίσματα όταν κάνει τουρισμό στην Ευρώπη;

Για να δούμε τη πραγματική σημασία του Ευρώ θα πρέπει ν’ αναχθούμε στο μηχανισμό λειτουργίας των τιμών. Όταν σε μια οικονομία της αγοράς που δεν είναι πια κλειστή, όπως σήμερα η Ελληνική, υπάρχει σημαντικό άνοιγμα μεταξύ του τι παράγεταιι σε σχέση με το τι καταναλώνεται, τότε κάποιοι, (αυτόματοι ή μη) μηχανισμοί της αγοράς τίθενται σε κίνηση για να μειώσουν την «ανισορροπία» αυτή. Η Ελλάδα σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα μετά την ένταξη της στην ΕΕ αντιμετώπιζε μια συνεχή διεύρυνση του ανοίγματος αυτού. Έτσι, όσο περισσότερο ενσωματωνόταν στη διεθνή αγορά τόσο μεγάλωνε το άνοιγμα παραγωγής-κατανάλωσης. Πράγμα που εξηγείται από το ίδιο το γεγονός της ενσωμάτωσης της στη διεθνή αγορά και της αδυναμίας των προϊόντων μας (λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας τους που ανάγεται στη χαμηλότερη παραγωγικότητα μιας χώρας με την τεχνολογική ανάπτυξη της ημιπεριφέρειας) να ανταγωνιστούν τα ξένα, όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά ακόμη και στο εσωτερικό. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η προϊούσα κατάκτηση της ελληνικής αγοράς από τα ξένα εμπορεύματα και η αδυναμία των ελληνικών εμπορευμάτων να ανταγωνιστούν τα ξένα στην Ευρωπαϊκή αγορά. Ο μηχανισμός που όλα αυτά τα χρόνια έμπαινε σε κίνηση για να μειώσει την «ανισορροπία» αυτή ήταν η συνεχής υποτίμηση της δραχμής, είτε μέσω των απότομων δραστικών υποτιμήσεων, είτε μέσω της βραδείας διολίσθησης της σε σχέση με το Ευρώ και το δολάριο. Για παράδειγμα, ενώ το 1989 το Ευρώ ανταλλασσόταν προς 179 δρχ. σήμερα ανταλλάσσεται με 341 δρχ., πράγμα που σημαίνει ότι από το 1989 μέχρι σήμερα η δραχμή έχει χάσει σχεδόν το μισό της αξίας της σε σχέση με το Ευρώ. Αντίστοιχα έχει χάσει περίπου 56% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο.
Ο μηχανισμός όμως αυτός, ο οποίος επέφερε μια «τεχνητή» βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας κάνοντας φθηνότερα τα ελληνικά εμπορεύματα στο εξωτερικό και ακριβότερα τα ξένα στην Ελλάδα, απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, παρόλη αυτή τη μαζική υποτίμηση, το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών όλα αυτά τα χρόνια ήταν αυξανόμενα ελλειμματικό και μόνο μέσα στη τελευταία δεκαετία το σχετικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε.[1] Σήμερα, ο μηχανισμός αυτός εξαλείφεται. Πράγμα βέβαια που δεν αποτελεί πρωτοτυπία της ελληνικής ελίτ εφόσον αντίστοιχες κινήσεις κάνουν οι ελίτ σε πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από αυτούς που ωθούν την υπερεθνική ελίτ στη παγκοσμιοποίηση των νομισμάτων. Οι περιφερειακές ελίτ, για να επιβιώσουν στον ανελέητο ανταγωνισμό των ανοικτών και ελεύθερων αγορών που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, αναγκάζονται να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους μέσω της πρόσδεσης του νομίσματος τους σε ένα ισχυρό νόμισμα, (όπως έκανε η Αργεντινή πριν μια περίπου δεκαετία), ή και της ίδιας της κατάργησης των νομισμάτων τους, όπως κάνουν σήμερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής ημιπεριφέρειας μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Όμως η «λύση» αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί πραγματική λύση αλλά και χειροτερεύει τη κατάσταση αφού εξασφαλίζει μεν συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η οποία πράγματι είναι απαραίτητη για τη μείωση του ανοίγματος παραγωγής-κατανάλωσης, προυποτιθεμένου όμως ότι θα οδηγήσει σε μαζικές επενδύσεις στη παραγωγική δομή και δραστική βελτίωση της παραγωγικότητας. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η «λύση» αυτή χειροτερεύει ακόμη περισσότερο από πριν την ανταγωνιστικότητα εφόσον λειτουργεί ουσιαστικά σαν ανατίμηση, κάνοντας πιο ακριβές τις εξαγωγές και πιο φθηνές τις εισαγωγές. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αργεντινή και ήταν η κύρια αιτία της σημερινής κρίσης. Έτσι, ενώ το 1990 η Αργεντινή, πριν να δέσει το νόμισμα της στο δολάριο, είχε πλεόνασμα σχεδόν 8 δις δολ. στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, το 1998 είχε έλλειμμα 9 περίπου δις δολ., λόγω της πολλαπλάσιας αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Κάτι ανάλογο είναι πιθανό να συμβεί και στην Ελλάδα, που ήδη αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό μετά την ένταξη της στην ΕΟΚ/ΕΕ. Όσο όμως η ανταγωνιστικότητα χειροτερεύει, με δεδομένη την σημερινή αδυναμία υποτίμησης, ένας νέος εξισορροπητικός μηχανισμός μπαίνει σε κίνηση που λειτουργεί όχι με την αλλαγή της δομής των «εξωτερικών» τιμών (δηλαδή της αξίας του νομίσματος) αλλά των «εσωτερικών» τιμών (τμήμα των οποίων αποτελούν και οι μισθοί) που πρέπει να διατηρούνται σε επίπεδα χαμηλά, ανταγωνιστικά των εταίρων μας. Πράγμα που σημαίνει ότι η σημερινή κατάσταση της συμπίεσης της αγοραστικής μας δύναμης, που προκαλείται από το γεγονός ότι οι τιμές μας έχουν ήδη σχεδόν εξισωθεί με αυτές των εταίρων μας ενώ οι μισθοί μας είναι σχεδόν οι μισοί από τους Ευρωπαϊκούς, θα χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο. Εκτός βέβαια αν κάποιος από τους Άγιους προστάτες της ορθοδοξίας «μας»… βάλει το ιερό χέρι του και προσελκύσει μαζικές ξένες επενδύσεις, οδηγώντας σε δραματικές βελτιώσεις της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μας.
Με το ισχυρό Ευρώ μας, θ’ απολαμβάνουμε μεν όλοι νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα αλλά οι πολλοί θα μπορούν ν’ αγοράζουν όλο και λιγότερα πράγματα με όσα Ευρώ καταλήγουν στη τσέπη τους. Εάν σε αυτά προσθέσουμε ότι, στην πράξη, υπάρχει πολύ μικρή δυνατότητα κινητικότητας εργασίας μέσα στην ΕΕ, τότε μπορούμε να δούμε τη πραγματική σημασία του Ευρώ για εμάς. Ετσι, πέρα από τα οικονομικά και άλλα εμπόδια, καθώς και τις «υπόγειες» διακρίσεις που υποχρεώνουν τους εσωτερικούς μετανάστες στην ΕΕ να βρίσκουν δουλειά μόνο σε τομείς όπου τα Ευρωπαϊκά κέντρα έχουν έλλειψη χεριών, υπάρχουν τα πολύ σημαντικά πολιτιστικά εμπόδια και κυρίως η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας. Όλα αυτά κάνουν μια κινητικότητα εργασίας αντίστοιχη με αυτή των εμπορευμάτων και κεφαλαίων, σχεδόν αδύνατη, όπως άλλωστε δείχνει η διαιώνιση της διαφοράς των μισθών μεταξύ Ευρωπαϊκών κέντρων και της περιφέρειας τους. Σύμφωνα με την Eurostat, το μισθολογικό «χάσμα» μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μέσα στην ΕΕ είναι τεράστιο, με τον μέσο βασικο μισθό στη περιφέρεια (με την εξάιρεση της Ιρλανδίας) να είναι μόλις το 40% αυτού στο κέντρο.[2] Πράγμα που αντανακλά βέβαια την χαμηλότερη παραγωγικότητα στη περιφέρεια που στην Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στα 2/3 περίπου του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (σε αγοραστική δύναμη).
Η «Αργεντινοποιηση» επομένως της οικονομίας μας δεν απέχει τόσο πολύ όσο νομίζουν μερικοί, παρά τις κάποιες διαφορές μεταξύ των δυο οικονομιών. Στην Αργεντινή, μετά το δέσιμο του νομίσματος της στο δολάριο, ο πληθυσμός κάτω από τη γραμμή της φτώχιας ανέβηκε από 25,5% το 1991 σε 40% σήμερα. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ήδη ξεπερνά το 22%…
_________________________________________
[1]. Από περίπου 8 δις δολ. το 1990 σε 13 δις δολ. το 1998 (WB, World Development Report 2000/2001, Πιν 20). Αντίστοιχα, το έλλειμμα στο «ισοζύγιο των πόρων» σχεδόν διπλασιάζεται μεταξύ 1980 και 1997 (World Development Report 1998/99, πιν. 13).
[2]. Eurostat, Βασικοί μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2001; Βλ. και ‘Ε’ (25/02/2001).
__________________________________________

Τα μαθήματα της Αργεντινέζικης εξέγερσης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όταν τον περασμένο Δεκέμβρη ξέσπασε η εξέγερση στην Αργεντινή, μερικοί στη ρεφορμιστική Αριστερά έσπευσαν να προεξοφλήσουν την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη χώρα αυτή, ενώ άλλοι στην επαναστατική Αριστερά γιόρταζαν την Αργεντινέζικη επανάσταση. Στη πραγματικότητα βέβαια τίποτα από αυτά δεν συνέβη —κάτι που δεν θα πρέπει να προξενεί καμία έκπληξη όπως θα προσπαθήσω να δείξω συνοπτικά.
Η Αργεντινή, μετά από την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1983 που στοίχισε τη ζωή 30.000 περίπου ανθρώπων, εντάχθηκε οριστικά στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εγκαταλείποντας τις προδικτατορικές Περονικές πολιτικές που βασιζόντουσαν στον κρατισμό, δηλαδή τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, τις εθνικοποιήσεις και την ανάπτυξη που στηριζόταν στην εσωτερική αγορά και την προστατευμένη παραγωγική δομή. Το μοντέλο που εισήγαγαν τα δύο κόμματα που εναλλασσόντουσαν στην εξουσία μετά τη δικτατορία εξέφραζε τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, της στήριξης της ανάπτυξης στην εξωτερική αγορά και το ξένο κεφάλαιο, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Παράλληλα, οι πολιτικές αυτές έδρασαν σαν μαγνήτης για την προσέλκυση κερδοσκοπικών βασικά κεφαλαίων, καθώς και κεφαλαίων για την εξαγορά των αποκρατικοποιούμενων επιχειρήσεων. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν το κλείσιμο των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και η συρρίκνωση της βιομηχανικής ικανότητας της χώρας κατά 30%, καθώς και η συνακόλουθη μαζική αύξηση της ανεργίας (που έφθασε το 18,4%) και της φτώχειας στην οποία είναι καταδικασμένο το 38% του πληθυσμού. Παράλληλα, τα μεσαία στρώματα είδαν αρχικά τη θέση τους να βελτιώνεται, όσο το κερδοσκοπικό και δανειακό κεφάλαιο (που στη δικτατορία είχε οδηγήσει στην έκρηξη του δημ. χρέους από 8 δις δολ. σε 46 δις δολ.) εισέρρεε στη χώρα και ο πληθωρισμός συμπιεζόταν με το δέσιμο του πέσο στο δολάριο —που χειροτέρευε περισσότερο την εξαγωγική ικανότητα της χώρας.
Η ανεργία οδήγησε τον Αύγουστο του 2001 σε μια πανεθνική κινητοποίηση πάνω από 100.000 οργανωμένων ανέργων οι οποίοι έκλεισαν τουλάχιστον 300 δρόμους, παραλύοντας την οικονομία.[1] Η επιτυχία του κινήματος των ανέργων οφειλόταν στο γεγονός ότι, αντίθετα με τα κάθετα οργανωμένα γραφειοκρατικά συνδικάτα που ελέγχονται από τα κόμματα εξουσίας και κάθε τόσο κάνουν κάποια απεργία για την τιμή των όπλων και κατόπιν συμβιβάζονται με βάση τους όρους των ελίτ, το κίνημα αυτό ήταν πραγματικά αυτόνομο και δρούσε με συνεπή άμεση δράση.
Ταυτόχρονα, η μεσοαστική τάξη, η οποία συρρικνωνόταν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αντιμετώπισε στο τέλος του περασμένου χρόνου το πάγωμα των καταθέσεων, που επέβαλε η ελίτ κατόπιν εντολών του ΔΝΤ για να μπορέσει να συνεχίσει την κανονική αποπληρωμή του πελώριου δημόσιου χρέους που είχε φθάσει τα 160 δις. δολ. Έτσι, προστέθηκαν και τα μεσαία στρώματα στους άνεργους, παρέχοντας το φυτίλι για την έκρηξη του Δεκέμβρη που στοίχισε τη ζωή σε 30 διαδηλωτές. Η εξέγερση στρεφόταν γενικά κατά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, όπως άλλωστε είχαν δείξει και οι εκλογές του περασμένου Οκτώβρη όταν, σε μια χώρα με υποχρεωτική ψηφοφορία, σχεδόν το 30% των ψηφοφόρων είτε απέσχον είτε έγραψαν στο ψηφοδέλτιο τη φράση «όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες». Μολονότι όμως βασικό σύνθημα των διαδηλωτών ήταν «Χωρίς Περονιστές και Ριζοσπάστες (τα δυο κόμματα εξουσίας) θα ζούσαμε όλοι καλύτερα» οι Αργεντινέζοι βρέθηκαν τελικά πάλι με τους Περονιστές στην εξουσία. Η νέα πολιτική ελίτ που αναδείχθηκε μέσα από τις πολιτικές μανούβρες του κατεστημένου, τρομαγμένη από τη μαζική λαϊκή αντίδραση, ανέπτυξε μια ρητορική έλεγχου των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού, ενώ στην πράξη τα μέτρα που εφαρμόζει υλοποιούσαν τη γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε», με στόχο την απομάκρυνση των μεσοαστικών στρωμάτων από την εξέγερση: ηπιότεροι έλεγχοι στις καταθέσεις, υποτίμηση του πέσο και αποκοπή της πρόσδεσης στο δολάριο με παράλληλη προστασία των καταθέσεων κ.λπ. Tα μέτρα βέβαια αυτά ούτε θίγουν την ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή τις «απελευθερωμένες» αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και την ελαστική αγορά εργασίας, ούτε άλλωστε ήταν δυνατό μία κυβέρνηση απόλυτα εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο και τις ξένες αγορές να πάρει παρόμοια μέτρα.
Το φανερό κοινωνικό μάθημα ήταν ότι δεν αρκεί ούτε η πιο βαθιά οικονομική κρίση ούτε η αυθόρμητη εξέγερση για να επιτύχουν τη ριζική κοινωνική αλλαγή. Έτσι οι Αργεντινέζοι ανακαλύπτουν τώρα το μάθημα που είχαν πάρει 150 χρόνια πριν οι σοσιαλιστές, όταν συνειδητοποιούσαν ότι η μεταβολή ενός κοινωνικού συστήματος απαιτεί ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα και δεν αρκούν οι αυθόρμητες εξεγέρσεις που εύκολα πνίγονται στο αίμα ή αποπροσανατολίζονται σε στόχους που είναι συμβατοί με την αναπαραγωγή του συστήματος. Από τότε, η ιστορία των αντισυστημικών κινημάτων και η κατάρρευση του «υπαρκτού» δίδαξαν και ένα δεύτερο κοινωνικό μάθημα που σήμερα έχει πλήρως αφομοιωθεί στη λαϊκή συνείδηση: ότι ούτε το απελευθερωτικό πρόταγμα μπορεί να γίνει «επιστήμη» με τις απόλυτες «αλήθειες» του που κατέχει η «πρωτοπορία», ούτε η οργάνωση ενός απελευθερωτικού κινήματος μπορεί να είναι ιεραρχική, εκκολάπτοντας νέες ελίτ για το μέλλον. Το μάθημα αυτό είχε σαφώς αφομοιωθεί από τους εξεγερμένους του Μάη του ’68 χθες και τους εξεγερμένους της Αργεντινής σήμερα.
Μολονότι οι σχετικές πληροφορίες είναι περιορισμένες, και τα ΜΜΕ προσπαθούν για ευνόητους λόγους να τις περιορίσουν περισσότερο, στην Αργεντινή υπάρχουν τη στιγμή αυτή τουλάχιστον 140 «συνελεύσεις γειτονιάς» από τις οποίες 70 μέσα στο ίδιο το Μπουένος Άιρες και τουλάχιστον άλλες τόσες στην υπόλοιπη χώρα [2] που συνέρχονται εβδομαδιαία και, λειτουργώντας αμεσοδημοκρατικά, συζητούν τόσο τοπικά προβλήματα (ανεργία, ιατρική περίθαλψη κ.λπ.) όσο και γενικά θέματα για την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Κάθε Κυριακή γίνεται μια «συνέλευση των γειτονιών» όπου παίρνουν μέρος πολίτες που συμμετέχουν στις γειτονικές συνελεύσεις, όχι σαν «αντιπρόσωποι» τους, εφόσον οι γειτονικές συνελεύσεις είναι αυτόνομες και βασικά απορρίπτουν την αρχή της αντιπροσώπευσης, αλλά ως απλοί πολίτες που επιθυμούν να μεταφέρουν το πνεύμα των συζητήσεων των γειτονικών συνελεύσεων, με στόχο τον συντονισμό των προτάσεων και αποφάσεων τους.
Είναι επομένως φανερό ότι η εξέγερση της Αργεντινής δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που καλύφθηκε μεν προσωρινά, χωρίς όμως η κρίση που το δημιούργησε να έχει αποσοβηθεί. Και εδώ έρχεται η σημασία των κοινωνικών μαθημάτων από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Η εξέγερση στην Αργεντινή, μολονότι φανερώνει την πλήρη αφομοίωση του δεύτερου μαθήματος που ανέφερα παραπάνω, δείχνει συγχρόνως ότι —χάρη στη μεταμοντέρνα σημερινή «Αριστερά»— έχει ξεχαστεί εντελώς το πρώτο ιστορικό μάθημα. Ότι δηλαδή είναι αδύνατη η ριζική κοινωνική αλλαγή χωρίς τη δημιουργία ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος με σαφές πρόγραμμα συστημικής αλλαγής και καθαρούς μακροπρόθεσμους στόχους για τις γενικές αρχές οργάνωσης της μελλοντικής κοινωνίας που θα πείθουν για το εφικτό της (κάτι ιδιαίτερα απαραίτητο μετά την αποτυχία του κεντρικού σχεδιασμού ως εναλλακτικού προς την οικονομία της αγοράς τρόπου οικονομικής οργάνωσης) καθώς και βραχυπρόθεσμους στόχους και στρατηγική. [3] Όπως παρατηρούσε ένας Αργεντινέζος που συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση «το θλιβερό είναι ότι ούτε η κοινοβουλευτική ούτε η επαναστατική Αριστερά και ακόμη λιγότερο οι οργανωμένοι αναρχικοί έχουν κατορθώσει να προτείνουν ένα εναλλακτικό πρόταγμα που θα έκανε ο λαός δικό του» [4] ―πράγμα βέβαια που δημιουργεί την πιθανότητα για κάθε ολοκληρωτική λύση στο μέλλον.
_________________________________________
[1]. James Petras, Monthly Review (Ιανουάριος 2002).
[2]. Guido Galafassi, ‘Argentina on fire’, Democracy & Nature, Vol. 8, No.2.
[3]. βλ. T. Fotopoulos, ‘Transitional strategies and the Inclusive Democracy project’, Democracy & Nature, τομ. 8 αρ. 1 (Μάρτης 2002).
[4]. ‘Argentina: first hand account’ UK indymedia (02/01/2002).

__________________________________________

Το δημοκρατικό κίνημα στην Λατινική Αμερική

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Τα τελευταία χρόνια ένα νέο κίνημα έχει αρχίσει ν’ αναπτύσσεται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, το οποίο πολλά υπόσχεται για την μελλοντική ανάδυση ενός άλλου δημοκρατικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» ―που έχουν οδηγήσει στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, πολιτική, κοινωνική)― και τον αποτυχημένο κρατικιστικό σοσιαλισμό (σοβιετικό μοντέλο στην Ανατολή και σοσιαλδημοκρατία στη Δύση). Όχι μόνο στην Αργεντινή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα και αλλού, αναδύονται τελευταία μορφές άμεσης δημοκρατίας σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Μολονότι στις περιπτώσεις της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας, αντίθετα με την Αργεντινή, η αρχική πρωτοβουλία ξεκίνησε «από επάνω», συχνά, η αρχική πρωτοβουλία ξεπεράστηκε από τη δράση «από τα κάτω».
Έτσι, στη περίπτωση της Βενεζουέλας, η κυβέρνηση του Hugo Chavez ενθάρρυνε περιορισμένες μορφές τοπικής δημοκρατίας, με τον φανερό στόχο να ενισχύσει την εκλογική της βάση και ν’ αντιμετωπίσει μια συντονισμένη επίθεση (που συμπεριλάμβανε ακόμη και πραξικοπηματικές απόπειρες) της Αμερικανικής ελίτ και των ντόπιων υποστηρικτών της. Όμως, σύντομα αναπτύχθηκε ένα κίνημα που ξεπερνούσε πολύ τα αρχικά κυβερνητικά σχέδια. Πέρα δηλαδή από τις επιτροπές στις γειτονιές που ανέλαβαν, με κυβερνητική στήριξη, την ευθύνη επιδιόρθωσης ελαττωματικών συστημάτων ύδρευσης, οργάνωσης εθελοντικών προσπαθειών στα τοπικά σχολεία, προώθησης της καμπάνιας για ανακύκλωση κ.λπ., πολλές αυτόκλητες ‘συνελεύσεις πολιτών’ άρχισαν ν’ αναδύονται στις φτωχογειτονιές της Βενεζουέλας «για να συζητήσουν οποιοδήποτε θέμα, από τα τοπικά προβλήματα της γειτονιάς μέχρι προβλήματα εθνικής πολιτικής, και να δημιουργήσουν τοπικά συμβούλια, στα οποία οι τοπικές αρχές μοιράζονται τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με εκπρόσωπους των κοινοτήτων». [1] Οι στόχοι του κινήματος των συνελεύσεων αυτών έγιναν φανερές από τον Carlos Carles, συνιδρυτή του Radio Perola, ένα κοινοτικό σταθμό που έχει γίνει το κέντρο τοπικού ακτιβισμού στη περιοχή του Caricuao: «Δεν θέλουμε κυβέρνηση, θέλουμε εμείς να κυβερνάμε. Θέλουμε να αποφασίζουμε το τι γίνεται στις κοινότητες μας, το πότε και το πως». [2]
Στην Αργεντινή, η εξέγερση του Δεκέμβρη 2001 σημαδεύτηκε από το σύνθημα «que se vayantodos» (φύγετε όλοι σας) [3] που μολονότι στην αρχή στρεφόταν κατά των συγκεκριμένων επαγγελματιών πολιτικών που είχαν οδηγήσει τη χώρα στη μεγαλύτερη κρίση της, γρήγορα οδήγησε, όπως συνέβη σε πολλές ανάλογες περιόδους λαϊκής εξέγερσης στην Ιστορία με τελευταίο τον Μάη του ‘68, στο αίτημα να φύγει το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατιας’ και στη δημιουργία λαϊκών συνελεύσεων. Έτσι, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, αναδύθηκαν συνελεύσεις πολιτών στις γειτονιές, και στη συνέχεια, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, εμφανίστηκαν εργατικές συνελεύσεις στα εργοστάσια που κατέλαβαν οι εργάτες μετά την εγκατάλειψη τους από τους προηγούμενους καπιταλίστες ιδιοκτήτες τους και την αναδιοργάνωση τους στη βάση του εργατικού ελέγχου. Τα σπέρματα επομένως τριών από τις κύριες συνιστώσες μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας [4] ήδη δοκιμάστηκαν στη πράξη στη Αργεντινή: άμεση δημοκρατία (ισοκατανομή πολιτικής εξουσίας), οικονομική δημοκρατία (ισοκατανομή οικονομικής εξουσίας) και δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο (αυτοδιεύθυνση στους τόπους εργασίας, εκπαίδευσης κ.λπ.). Ακόμη, φαίνεται ότι ακόμη και θέματα οικολογικής δημοκρατίας (δηλ. επανενσωμάτωσης της κοινωνίας με τη φύση) επίσης τέθηκαν από μερικές συνελεύσεις, όπως αναφέρει ο Galafassi. Γι’ αυτό και ο ίδιος συμπεραίνει ότι αυτά τα κινήματα αντιπροσωπεύουν την εμφάνιση εμβρυονικων μηχανισμών άμεσης δημοκρατίας «που φτάνουν ακόμη και στο να εκτείνουν τα αιτήματά τους προς ένα νέο ολοκληρωμένο όραμα της κοινωνίας, που βρίσκεται πολύ κοντά στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας». [5] Ιδιαίτερα μάλιστα, συνεχίζει ο ίδιος, όταν ακόμη και το συνομοσπονδιακό στοιχείο οργάνωσης της κοινωνίας είναι παρόν, όπως έδειξαν τα εμφανισθέντα στοιχεία μιας νέας μορφής συνομοσπονδιακής δημοκρατίας, “η οποία βασίζεται σε γειτονικές κοινότητες που οργανώνονται σε ένα εδαφικό δίκτυο, σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα”. [6]
Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι στην Αργεντινή έγινε μια συστηματική και σαφής προσπάθεια για μια γνήσια δημοκρατία αλλά αυτό που είναι σημαντικό είναι το είδος των θεσμών το οποίο ένας λαός επιχείρησε να εγκαθιδρύσει όταν βρήκε την ευκαιρία, ως τον μόνο τρόπο διεξόδου από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση. Ούτε βέβαια είναι περίεργο ότι η απόπειρα αυτή φαίνεται ότι αποτυγχάνει να παγιώσει νέους δημοκρατικούς θεσμούς, στις σημερινές συνθήκες στην Αργεντινή. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού, [7] η μετάβαση σε μια γνήσια δημοκρατία είναι μια μακρά διαδικασία που μπορεί να παρακινήσει μόνο ένα μαζικό κίνημα με ένα καθαρό πρόγραμμα και μεταβατική στρατηγική, η οποία θα πρέπει ν αρχίσει να εφαρμόζεται, όχι απλώς στη διάρκεια μιας κοινωνικής έκρηξης, αλλά πολύ πιο πριν, ή και μετά, από αυτήν. Με άλλα λόγια, μια τέτοια δημοκρατία μπορεί να εγκαθιδρυθεί όχι απλώς μέσα από ένα λαϊκό ξέσπασμα αλλά μόνο μετά από μια μακρά μεταβατική διαδικασία δημιουργίας θεσμών πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας ―οι οποίοι θα βρίσκονται σε σχέση έντασης με τους υπάρχοντες θεσμούς― και αφού η πλειονότητα του πληθυσμού έχει δοκιμάσει τι σημαίνει μια γνήσια δημοκρατία και είναι αποφασισμένη να πολεμήσει γι’ αυτήν. Και αυτό, διότι μόνο μετά από μια τέτοια μεταβατική περίοδο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι υποκειμενικές συνθήκες, (δηλαδή η μαζική δημοκρατική συνειδητοποίηση) για παρόμοια δημοκρατία σε μαζική κοινωνική κλίμακα.
Αντίθετα, στη περίπτωση που τα παραδοσιακά κόμματα καταφέρουν και επικρατήσουν, τότε, εάν κυριαρχήσουν τα ρεφορμιστικά κόμματα, θα αποπροσανατολίσουν τη λαϊκή οργή σε ασήμαντες και εύκολα αντιστρέψιμες μεταρρυθμίσεις, όπως συμβαίνει σήμερα στην Αργεντινή, ή συνέβη τον Μάη ’68 στη Γαλλία. Παρόμοια, εάν επικρατήσουν οι οργανώσεις και κόμματα της παραδοσιακής ‘επαναστατικής’ Αριστεράς, θα στρέψουν το λαϊκό κίνημα προς τις διάφορες ‘πρωτοπορίες’, πράγμα που, όπως έδειξε επανειλημμένα και τραγικά η Ιστορία, είτε θα καταλήξει σε τελική περιθωριοποίηση του κινήματος, είτε (στη περίπτωση επιτυχίας) σε νέα αυταρχικά καθεστώτα.
_________________________________________
[1]. Reed Lindsay, ‘Venezuela’s slum army takes over’, The Observer (10/8/2003).
[2]. Στο ίδιο.
[3]. Τα στοιχεία για την Αργεντινή στηρίζονται στο σημαντικό άρθρο του Αργεντινού ακαδημαϊκού GuidoGalafassi «Koινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή» Democracy & Nature, Νοέμβρης 2003 και περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, (εκδ. Γόρδιος) Νοέμβρης 2003
[4]. Βλ. για παραπέρα ανάλυση της μορφής αυτής κοινωνικής οργάνωσης, Τ. Φωτόπουλος,Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999), κεφ 5-6
[5]. Βλ. Galafassi, ο.π.
[6]. Βέβαια δεν έλειψαν και αυτοί, όπως οι Albert και Adamovsky, που βάφτισαν τις συνελεύσεις των πολιτών και τις εργατικές συνελεύσεις, ως συμβούλια…καταναλωτών και εργατικά συμβούλια αντίστοιχα, για να τις καλουπώσουν στην Προκρούστεια κλίνη του Parecon μοντέλου τους, βλ. Michael Albert and Ezequiel Adamovsky, ‘Argentina and Parecon’, (04/08/2003).
[7]. Βλ. T. Fotopoulos, ‘Transitional Strategies and the Inclusive Democracy Project’, Democracy & Nature (Μάρτης 2002).