Γίνεται τελευταία πολλή συζήτηση για το υψηλό κόστος της ενέργειας στη βιομηχανία. Οι βιομήχανοι, μέσω του συλλογικού τους οργάνου, πιέζουν για σημαντικά χαμηλότερες τιμές από τις σημερινές. Η ΔΕΗ, κατόπιν απόφασης της κυβέρνησης, προέβη στην παροχή εκπτώσεων σε ενεργοβόρους καταναλωτές. Η ΡΑΕ προγραμματίζει να εξαναγκαστεί η ΔΕΗ να πουλά φτηνά λιγνιτική και υδροηλεκτρική ενέργεια σε προμηθευτές, ώστε αυτοί να δημιουργήσουν κατάλληλο μείγμα και ν' ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ.
Από τη δημόσια διαβούλευση βγήκε ότι οι βιομήχανοι επιθυμούν να είναι και αυτοί αγοραστές της φθηνής ενέργειας με πολύ μικρές τιμές (λ.χ. 30 ευρώ / MWH), ενώ η ΔΕΗ ισχυρίζεται ότι έχει κόστος 60 ευρώ / MWH και έτσι η ΡΑΕ μεταθέτει την ευθύνη λήψης απόφασης στη κυβέρνηση. Όμως από τη συζήτηση απουσιάζει η διερεύνηση των αιτίων του υψηλού κόστους. Η όποια μείωση των τιμολογίων των βιομηχανικών καταναλωτών θα δημιουργήσει επιβάρυνση στα τιμολόγια άλλων κατηγοριών, κάτι βεβαίως που συνεπάγεται απαγορευμένη σταυροειδή επιδότηση και φυσικά αναίτια χρέωση των καταναλωτών.
Τα αίτια του υψηλού κόστους κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες οργάνωση της ηλεκτροπαραγωγής και προνομιακές παροχές σε παίκτες της αγοράς.
Οργάνωση της αγοράς
Η αγορά άνοιξε με νόμο του 1999 και άρχισε να λειτουργεί το 2001. Το σημερινό μοντέλο καθορίστηκε με νόμο του 2003 (3175) και εξειδικεύτηκε με τους Κώδικες το 2005. Από τότε μέχρι σήμερα η αγορά είναι ελάχιστα ανταγωνιστική, αλλά ιδιαίτερα προστατευτική για τους εναλλακτικούς παραγωγούς.
Η ενεργειακή πολιτική έχει καθοριστεί από ρυθμίσεις που δεν έχουν την απαιτούμενη συνοχή. Ο μακροχρόνιος προγραμματισμός έχει θεσμοθετηθεί από την εποχή που άνοιξε η αγορά ηλεκτρισμού (1999). Όμως ποτέ οι κυβερνήσεις δεν προέβησαν σ' εφαρμογή του. Ακόμη και την εποχή που είχε συσταθεί ειδικός φορέας (ΣΕΕΣ), οι εκθέσεις που συνέτασσε δεν χρησιμοποιήθηκαν.
Ο άνθρακας αποκλείστηκε από το μείγμα καυσίμων της ηλεκτροπαραγωγής. Η απόφαση πάρθηκε από τον τότε υπουργό ( Χατζηδάκη) μετά από κάποια διαμαρτυρία κατοίκων και δεν ήταν αποτέλεσμα εμπεριστατωμένης μελέτης χάραξης μακροχρόνιου προγραμματισμού. Στην απόφαση αυτή συμφώνησε και η αντιπολίτευση, διότι η προστασία του περιβάλλοντος «πουλάει». Όμως η κατάργηση του άνθρακα στέρησε την ηλεκτροπαραγωγή από ένα οικονομικό καύσιμο και, όπως πρόσφατα είπε ο καθηγητής κ. Κάπρος σε συνέδριο, δεν μπορούμε να συζητάμε για μείωση των τιμών της ενέργειας όταν έχουμε αποκλείσει τον άνθρακα.
Η ΔΕΗ δεν έχει δικαίωμα να φτιάξει νέες μονάδες, παρά μόνο ν' αντικαταστήσει παλιές. Συγχρόνως οι κακές επιλογές της να εγκαταστήσει μονάδες σε Αλιβέρι και Μεγαλόπολη, όπου υπήρχαν προβλήματα δικτύων και αρχαιολογίας, έδωσαν άνεση χρόνου στους ιδιώτες να εγκαταστήσουν τις δικές τους. Οι υψηλές τιμές πετρελαίου και η ξηρασία του 2008 απετέλεσαν κίνητρο για τους εναλλακτικούς παραγωγούς να εγκαταστήσουν μονάδες φυσικού αερίου (ΦΑ), που έχουν χαμηλό κόστος εγκατάστασης, αλλά υψηλό κόστος καυσίμου.
Το μοντέλο της αγοράς είναι έτσι δομημένο ώστε οι μονάδες ΦΑ να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας από την απαραίτητη, με αποτέλεσμα αύξηση του κόστους (τρόπος υποβολής προσφορών παραγωγών, τεχνικά ελάχιστα κ.λπ.).
Προνομιακές παροχές
Ο αέρας και ο ήλιος παρέχονται δωρεάν. Η παραγωγή των ΑΠΕ εξοικονομεί ρύπους, όμως συνεπάγεται σημαντικό κόστος. Είναι γνωστή η άναρχη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών (ΦΒ) λόγω των υπερβολικών εγγυημένων τιμών που έδωσε η πολιτεία, με αποτέλεσμα ν' αυξηθεί το κόστος της ενέργειας μέσω του τέλους ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ). Συγχρόνως με νόμο (2010) ο Διαχειριστής (ΑΔΜΗΕ) υποχρεούται ν' αποζημιώνει τον παραγωγό ΑΠΕ όταν αναγκάζεται να μειώσει την παραγωγή για τεχνικούς λόγους.
Είναι δείγμα της προχειρότητας με την οποία καταστρώνονται οι νόμοι το γεγονός ότι στα νησιά ισχύει άλλο καθεστώς: εκεί ο Διαχειριστής έχει τη δυνατότητα να επιβάλει μείωση της παραγωγής χωρίς αποζημίωση του παραγωγού. Ακόμη η παραγωγή ΑΠΕ είναι ασταθής αφού εξαρτάται από τον άνεμο ή τον ήλιο και επομένως επιβάλλεται η παράλληλη λειτουργία ευέλικτων μονάδων, όπως υδροηλεκτρικών ή/και μονάδων ΦΑ.
Με απόφαση της ΡΑΕ αυξήθηκε από 1.8.2013 το κόστος ισχύος των μονάδων παραγωγής ΗΕ, των γνωστών Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ). Ειδικά για τις μονάδες ΦΑ από 45.000 ευρώ / MW / έτος διαμορφώθηκε σε 112.000 ευρώ / MW / έτος. Έτσι φτάσαμε ο καταναλωτής να πληρώνει για κάθε μονάδα ΦΑ (ισχύος περίπου 400 MW) 45 εκατ. ευρώ τον χρόνο, είτε δουλεύει είτε όχι! Κατόπιν αυτού οι εναλλακτικοί παραγωγοί έχουν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους για να μην καταπονούν τις μονάδες τους αφήνοντας τη ΔΕΗ να κάνει τη «βρόμικη» δουλειά.
Με μια μικρή παράγραφο που προστέθηκε στον νόμο 4001/2011 η μονάδα παραγωγής του «Αλουμινίου» χαρακτηρίστηκε μονάδα συμπαραγωγής με αποτέλεσμα την ενέργεια που παράγει να την πουλά στην αγορά περίπου 100 ευρώ / MWΗ και να την αγοράζει από τη ΔΕΗ λιγότερο από 40 ευρώ / MWΗ. Είναι γνωστή η τελευταία απόφαση της διαιτησίας της ΡΑΕ που καθόρισε 36,6 ευρώ / MWΗ. Η ΔΕΗ ισχυρίστηκε ότι η απόφαση είναι απαράδεκτη, έδωσε εντολή να σταματήσει την παροχή και φυσικά την πήρε πίσω, κατέθεσε αίτηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε. ζητώντας να θεωρηθεί κρατική επιχορήγηση, δεν την υποστήριξε με τα αναγκαία στοιχεία και απορρίφθηκε. Όμως το επιπλέον κόστος που δημιουργείται επιβαρύνει τον καταναλωτή.
Υπάρχουν ακόμη διάφοροι φόροι που επιβαρύνουν το κόστος που δεν έχουν θέση στο σημείωμα αυτό.
Συμπέρασμα
Προκειμένου επομένως ν' αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του κόστους της ενέργειας απαιτείται η λήψη τολμηρών αποφάσεων, απαιτείται εκπόνηση σοβαρής μελέτης μακροχρόνιου προγραμματισμού. Αντ' αυτών εξαγγέλλονται πολλά και διάφορα που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά μάλλον θα έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Τα μεγάλα λόγια για "πράσινη" ανάπτυξη δεν βοηθούν. Οι εγγυημένες τιμές, όταν δεν είναι σωστές, απλώς μεταφέρουν εισόδημα από τον καταναλωτή στους παραγωγούς, πόσο μάλλον που επιπρόσθετα υπάρχει αναίτια και κρατική επιδότηση. Σημειωτέον ότι οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ δημιουργούν ελάχιστες θέσεις εργασίας.
Τα σχέδια για ενίσχυση ανταγωνισμού μέσω εξαναγκασμού της ΔΕΗ να πουλά φτηνή λιγνιτική και υδροηλεκτρική ενέργεια σε παραγωγούς ή/και προμηθευτές (πρόγραμμα ΝΟΜΕ) θα έχουν αποτέλεσμα επιβάρυνση του καταναλωτή και πρόσθετα εισοδήματα των αγοραστών. Υποτίθεται ότι οι αγοραστές των προϊόντων αυτών, συμπληρώνοντας με ενέργεια που θα εισάγουν και θ' αγοράζουν από την ημερήσια αγορά, θα δημιουργήσουν οικονομικό μείγμα παραγωγής και θ' ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ στη λιανική προς όφελος του καταναλωτή. Όμως ο ανταγωνισμός είναι επωφελής όταν οι ανταγωνιστές μπορούν να παράγουν με μειωμένο κόστος, λ.χ. εφαρμόζοντας καινοτόμες μεθόδους κ.λπ.
Εδώ οι αγοραστές δεν έχουν να προσφέρουν κάτι δικό τους, απλώς μη έχοντας τα έξοδα της ΔΕΗ και ανάλογα με τις τιμές που θ' αποφασιστεί να πουληθούν τα προϊόντα αυτά θα ελαττώσουν κατά τι τις τιμές και θ' αποσπάσουν πελάτες, και φυσικά θα πάρουν καλούς πελάτες, δηλαδή κατ' αρχήν αυτούς που πληρώνουν και αυτούς που το τιμολόγιό τους αφήνει μεγαλύτερο κέρδος. Η ΔΕΗ με αυξημένο μέσο κόστος παραγωγής θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Το ποσοστό κακοπληρωτών θ' αυξηθεί (σήμερα της χρωστούν 1,5 δισ.) και σύντομα θ' αναγκαστεί ν' αυξήσει τα τιμολόγια. Προφανώς, το ίδιο θα κάνουν οι εναλλακτικοί αυξάνοντας τα κέρδη τους.
Συμπερασματικά, αν πράγματι θέλουμε μείωση του κόστους της ενέργειας, πρέπει άμεσα να ενταχθεί ο άνθρακας στο μείγμα καυσίμων, να απαλειφθούν οι διάφορες επιδοτήσεις σε ομάδες παραγωγών, να υιοθετηθούν σωστές τιμές για την παραγωγή ΑΠΕ, να θεσμοθετηθούν σωστές διαδικασίες λειτουργίας τους και κυρίως το μοντέλο της αγοράς να γίνει πραγματικά ανταγωνιστικό.
* Ο Αλβέρτος Μαΐσης είναι δρ μηχ/γος - ηλεκ/γος μηχανικός
e-mail: amaissis@yahoo.gr