Για όσους λένε ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο.
Παραθέτω φωτογραφίες από εφημερίδες εκείνων των ημερών, που δημοσίευσαν με βάση τα στοιχεία που τους παρείχε η αστυνομία του καθεστώτος και που εκδίδονταν και κυκλοφορούσαν υπό συνθηκών λογοκρισίας.
Η Χούντα στις μέρες ισχύος της υπήρξε ειλικρινέστερη από τους σημερινούς -πάσης φύσεως- Υποστηρικτές της.....!!!!!
Δυο μέρες μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη 11 Νεκρών....
Συνεπώς η ύπαρξη τουλάχιστον 11 Νεκρών καταρχήν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο.
Σ αυτούς πρέπει να συμπεριληφθεί - σύμφωνα πάντα με την ίδια την Χούντα -ένας 12ος, Ο Μαρκουλής Νικόλαος, που τραυματίστηκε βαριά και πέθανε αργότερα.
Επίσης, το να λέει κανείς ότι οι Νεκροί υπήρξαν, αλλά ο θάνατος τους προήλθε από αδέσποτες σφαίρες εκτός του χώρου του Πολυτεχνείου, είναι ακόμα πιο ενοχοποιητικό για την Χούντα. Είναι σαν να λέει ότι επειδή έγινε μια εξέγερση στον χώρο του Πολυτεχνείου, το καθεστώς έβαλε πυρά έξω από τον χώρο της εξέγερσης , που πάει να πει ότι είναι υπεύθυνο για τον θάνατο πολιτών, που δεν είχαν σχέση με την εξέγερση.
Φανταστείτε αν έγινε κι αυτό, τι έγινε πραγματικά μέσα στο ίδιο το Πολυτεχνείο....
Τέλος, όσοι αναγνωρίζουν την 21η Απριλίου ως ''Επανάσταση'' και δεν δέχονται τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος της ως Στρατιωτικής Δικτατορίας (Χούντα) θα πρέπει να αναγνωρίσουν το ίδιο και για το σοσιαλφασιστικό πραξικόπημα και την συνεπακόλουθη Χούντα του ΜΕΓΙΣΤΟΥ Χαϊλέ Μάριαμ στην Αιθιοπία....
Αν δεν το δέχονται ούτε αυτό, τότε πρέπει να μας δώσουν δυο ορισμούς για το τι είναι Στρατιωτικό Πραξικόπημα και τι Χούντα, που να έχουν ισχύ για όλες τις περιπτώσεις Πραξικοπήματος και Χούντας βασισμένους σε κοινά χαρακτηριστικά, στα οποία να θεμελιώνονται οι ορισμοί τους , ώστε να ισχύουν για όλες (αυτές ) τις παρόμοιες συμπίπτουσες (στους ορισμούς ) περιπτώσεις...
Δυο μέρες μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη 11 Νεκρών....
Συνεπώς η ύπαρξη τουλάχιστον 11 Νεκρών καταρχήν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο.
Σ αυτούς πρέπει να συμπεριληφθεί - σύμφωνα πάντα με την ίδια την Χούντα -ένας 12ος, Ο Μαρκουλής Νικόλαος, που τραυματίστηκε βαριά και πέθανε αργότερα.
Επίσης, το να λέει κανείς ότι οι Νεκροί υπήρξαν, αλλά ο θάνατος τους προήλθε από αδέσποτες σφαίρες εκτός του χώρου του Πολυτεχνείου, είναι ακόμα πιο ενοχοποιητικό για την Χούντα. Είναι σαν να λέει ότι επειδή έγινε μια εξέγερση στον χώρο του Πολυτεχνείου, το καθεστώς έβαλε πυρά έξω από τον χώρο της εξέγερσης , που πάει να πει ότι είναι υπεύθυνο για τον θάνατο πολιτών, που δεν είχαν σχέση με την εξέγερση.
Φανταστείτε αν έγινε κι αυτό, τι έγινε πραγματικά μέσα στο ίδιο το Πολυτεχνείο....
Τέλος, όσοι αναγνωρίζουν την 21η Απριλίου ως ''Επανάσταση'' και δεν δέχονται τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος της ως Στρατιωτικής Δικτατορίας (Χούντα) θα πρέπει να αναγνωρίσουν το ίδιο και για το σοσιαλφασιστικό πραξικόπημα και την συνεπακόλουθη Χούντα του ΜΕΓΙΣΤΟΥ Χαϊλέ Μάριαμ στην Αιθιοπία....
Αν δεν το δέχονται ούτε αυτό, τότε πρέπει να μας δώσουν δυο ορισμούς για το τι είναι Στρατιωτικό Πραξικόπημα και τι Χούντα, που να έχουν ισχύ για όλες τις περιπτώσεις Πραξικοπήματος και Χούντας βασισμένους σε κοινά χαρακτηριστικά, στα οποία να θεμελιώνονται οι ορισμοί τους , ώστε να ισχύουν για όλες (αυτές ) τις παρόμοιες συμπίπτουσες (στους ορισμούς ) περιπτώσεις...
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
- Δημόσια γη δωρίστηκε στην Πετρόλα, οι τραπεζίτες λήστευαν τα ασφαλιστικά Ταμεία, τα εργοδοτικά χρέη πάγωναν και οι εισφορές μειώνονταν κατά 20%. Πώς να μην ανακηρύξουν τον Παπαδόπουλο Ισόβιο Πρόεδρο της Ένωσης Εφοπλιστών τον Μάρτη του ’72 και πώς να μην του παραχωρήσει τη βίλα του στο Λαγονήσι ο Ωνάσης;
- Η διαφθορά κι ο νεποτισμός της Χούντας ήταν ενδημικά φαινόμενα κι ας μην εμφανίζονταν στις λογοκριμένες εφημερίδες. Ο Παπαδόπουλος εκτόξευσε το δηλωμένο εισόδημά του στα 4.310.000 δρχ (μισθός εργάτη 4.000 δρχ), χρέωνε το δημόσιο με 600.000 το μήνα για το φωτισμό και την ασφάλεια των βιλών του και διόριζε τα αδέρφια του υπουργούς και γενικούς γραμματείς υπουργείων!
- Ο «αντιπρόεδρος» Μακαρέζος έκανε τον κουνιάδο του υπουργό Γεωργίας, ο γαμπρός του Παττακού αναλάμβανε έργα του δημοσίου έναντι εκατομμυρίων και ο υπουργός Ναυτιλίας Ι.Χολέβας έγινε ξαφνικά... εφοπλιστής με 40 πλοία.
Με αυτά τα μέσα ο δείκτης κερδοφορίας κατέκτησε ένα ιστορικό ρεκόρ που διατηρεί ως σήμερα, την ίδια στιγμή που η φτώχεια κι οι ανισότητες εξαπλώνονταν. Οι προσπάθειες προσεταιρισμού μικροαστικών στρωμάτων δεν κάλυπτε την πραγματικότητα. - Για παράδειγμα, η διατυμπανισμένη διαγραφή των αγροτικών χρεών αφορούσε κυρίως συνεταιρισμούς με... διορισμένες διοικήσεις (384 εκατ. δρχ) και ελάχιστα (7,4 εκατ. δρχ) τους φτωχούς αγρότες. Εξάλλου, το αγροτικό εισόδημα επέστρεψε το 1972 στα χαμηλά του 1960.
- Ελέω ανταγωνιστικότητας και μείωσης ελλείμματος και εξωτερικού χρέους (που το φαγοπότι αύξησε 40 φορές), ο μισθός εξαρτήθηκε από την παραγωγικότητα, σχεδιάστηκαν συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ταμείων και κατάργηση της επικουρικής ασφάλισης.
- Η δραχμή υποτιμήθηκε μετά το ’71 και αυξήθηκαν τρομακτικά οι τιμές. Το κρέας ανατιμήθηκε 38%, ο ετήσιος πληθωρισμός απ’ το 4,4 αυξήθηκε στο 15,6 και μετά εκτινάχθηκε στο 26,9%. Συνολικά το μερίδιο εργασίας στο παραγόμενο προϊόν έπεσε από 40,2% το 1967 σε 32,2% το 1971, ενώ η μετανάστευση γνώρισε νέα ρεκόρ το ’69 και το ’70. Το 1971 έφυγαν 136.000 μετανάστες.
- Τρομοκρατία
Αυτή την πολιτική υποστήριζε η ανοιχτή τρομοκρατία του καθεστώτος. Επίσημα, την πρώτη βδομάδα συνελήφθησαν 6.500 πολίτες και σε τέσσερα χρόνια πάνω από 3.300 πέρασαν απ’ τα στρατοδικεία. Η ανάκριση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ άφηνε ανάπηρους απ’ το ξύλο, τα ηλεκτροσόκ και τη «φάλαγγα» όσους δυσφορούσαν με το «γύψο». Τα κόμματα κι οι απεργίες απαγορεύτηκαν, στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους οι διοικήσεις διορίζονταν, χαφιέδες της Ασφάλειας παντού, λογοκρισία στον Τύπο.- Τελικά, ο ματωμένος γύψος ράγισε και κατέρρευσε: από την εξέγερση του Νοέμβρη, από το φόβο να δοθούν όπλα στο λαό στην επιστράτευση του ’74, από τους εργατικούς κι αγροτικούς αγώνες που ξεσήκωναν οι αντεργατικές πολιτικές. Η αποχουντοποίηση όμως δεν έγινε ποτέ σοβαρά, αφού θα συνεπαγόταν τη διάλυση του βασικού κρατικού μηχανισμού, που είχε εμπλακεί στο «εθνοσωτήριο» έγκλημα. Το κράτος των καπιταλιστών έπρεπε να διατηρηθεί.
- Τη συντήρηση του ίδιου ταξικού κράτους και μεταπολιτευτικά τη μαρτυρούν οι αποφάσεις Αρείου Πάγου (684/75) και δικαστηρίων. Αυτές, μαζί με το Προεδρικό Διάταγμα 519/74 του Καραμανλή και του χουντικού «Προέδρου» Γκιζίκη, έδωσαν αμνηστία ή αθώωσαν τους περισσότερους συνένοχους: υπουργούς, δικαστές, αστυνομικούς, πανεπιστημιακούς, βασανιστές.
- Ως και οι καταδίκες των «πρωταίτιων» επιτεύχθηκαν μετά από μηνύσεις ιδιωτών και όχι αυτεπάγγελτα. Ο Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, ακύρωσε τις θανατικές καταδίκες των χουνταίων και αργότερα, το ’77, προσπάθησε να απαγορεύσει την πορεία του Πολυτεχνείου.
- Μεταπολίτευση
Στη Μεταπολίτευση το σύστημα αναγκάστηκε να χάσει πολλά κομμάτια απ’ τη σάρκα του, παραχωρώντας δικαιώματα, βελτιώνοντας πρωτοφανώς το βιοτικό επίπεδο, νομιμοποιώντας την Αριστερά, διώχνοντας τη Μοναρχία. Όμως κρατήθηκε στη ζωή και σήμερα απειλεί ξανά κάθε δημοκρατική κι εργατική κατάκτηση και μάλιστα με το ίδιο πολιτικό προσωπικό ή με μαθητές του.- Τόμους γεμίζουν οι διαδρομές των Πλεύρηδων ή των Γεωργιάδη, Καρατζαφέρη, Βορίδη και Μιχαλολιάκου μεταξύ ΔΑΠ, ΕΠΕΝ, ΧΑ, ΛΑΟΣ, ΠΟΛΑΝ και ΝΔ. Πρόσφατο παράδειγμα ο Ηλίας Φιλιππακόπουλος, πρώην χουντικός Γραμματέας του ΣΦ Πολυτεχνείου, νυν διευθυντής Γραμματείας της ΝΔ.
- Πτέρυγες κομουνιστοφάγων βασιλοχουντικών και ναζιστών συνασπίζονται πάλι εναντίον μας, για να σώσουν το σύστημα που τους ταΐζει. Υφαίνουν, στην καλύτερη περίπτωση, μια αστυνομοκρατούμενη «δημοκρατία» και προσπαθούν να ωραιοποιήσουν τη Χούντα, αφού η υπάρχουσα αστική δημοκρατία αποδεικνύεται φενάκη.
- Για να σωθούμε οι εργαζόμενοι, χρειαζόμαστε μια νέα Μεταπολίτευση. Για να τους ξεφορτωθούμε οριστικά.
- http://rproject.gr
- 21η Απριλίου: Η κληρονομία της χούντας, επιβιώσεις, αναβιώσεις και νέες μορφές αυταρχισμού σήμερα
- Η φετινή επέτειος της 21ης Απριλίου είναι η πρώτη που βρίσκει τους νεοναζιστές στο Κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα η συρρίκνωση πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων είναι προωτοφανής για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Θελήσαμε λοιπόν να συζητήσουμε μια σειρά ερωτήματα που είναι στην καθημερινή ατζέντα: τι σημαίνει η απαξίωση της μεταπολίτευσης, αν ζούμε μια «νέα χούντα», τι σημαίνει η συρρίκνωση της δημοκρατίας και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσει η Αριστερά, αν ο αυταρχισμός της μνημονιακής εποχής, αλλά και η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελούν «αναβιώσεις» ή νέα φαινόμενα; Απευθυνθήκαμε έτσι στην Αθηνά Αθανασίου (κοινωνική ανρθρωπολόγο) την Ελένη Βαρίκα (ιστορικό, Paris VIII), τον Κωστή Κορνέτη (ιστορικό, Brown University), τον Ηλία Νικολακόπουλο (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Δημήτρη Σαραφιανό (δικηγόρο), τον Γιάννη Χαμηλάκη (αρχαιολόγο, University of Southampton), Δημήτρη Χριστόπουλο (νομικό, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Τους θέσαμε, σε όλους και όλες, τα τέσσερα ερωτήματα που ακολουθούν. Τις απαντήσεις τους, τις διαβάζετε στη συνέχεια. Tους ευχαριστούμε θερμά, όλους και όλες για την ανταπόκρισή τους.
- Αναδημοσίευση από την Αυγή
- 21 Απριλίου 1967: Το πραξικόπημα, η Αριστερά, η αντίσταση
- http://www.youtube.com/watch?v=OiJEbS6mTcs
- Η οικονομική κρίση, η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, και οι συνεχείς επιθέσεις κατά της μεταπολίτευσης ως καθεστώτος διαφθοράς, έχουν καταστήσει τη φετινή επέτειο της δικτατορίας του 1967 εξαιρετικά επίκαιρη και μόνο για το γεγονός ότι υπάρχει προσπάθεια ωραιοποίησης του τότε δικτατορικού καθεστώτος. Το left.gr και ο Άγγελος Καλοδούκας συζητούν με δυο αντιστασιακούς κατά του δικτατορικού καθεστώτος των συνταγματαρχών εκείνης της εποχής.
- Συνέντευξη με τους Α. Λιάκο και Π. Κλαυδιανό
- Τον Αντώνη Λιάκο, που την περίοδο 1969-1973φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Σήμερα είναι καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο του αφορά την νεώτερη και σύγχρονη ιστορία, ειδικότερα την ιστορία της συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία, την κοινωνική ιστορία και την ιστορία της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει έξι βιβλία (το ένα στα ιταλικά) και περίπου τριάντα μελέτες δημοσιευμένες σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους.Μαζί μας ακόμα έχουμε τον Παύλο Κλαυδιανό οικονομολόγο και δημοσιογράφο στην εφημερίδα «Η Εποχή», επίσης με πολυετή φυλάκιση επί χούντας.Μαζί τους συζητάμε για το πώς προέκυψε το καθεστώς, τη σχέση του με τις ΗΠΑ, την οικονομική του πολιτική και τα σκάνδαλα της εποχής των συνταγματαρχών.
Κυριακή 21 Απριλίου: Ημέρα μνήμης και αντιφασιστικών εκδηλώσεων
"Ποτέ ξανά χούντα και φασισμός" και "ψωμί, παιδεία, ελευθερία" θα βροντοφωνάξουν την Κυριακή χιλιάδες πολίτες σε εκδηλώσεις ανά την επικράτεια με αφορμή τη μαύρη επέτειο επιβολής της χούντας στην Ελλάδα.Κάλεσμα του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για τις εκδηλώσεις μνήμης και αγώνα της Κυριακής 21ης ΑπριλίουΕν όψει της 21ης Απριλίου, της μαύρης επετείου επιβολής της στρατιωτικής δικτατορίας στη χώρα μας, σε πολλές πόλεις της χώρας, οργανώνονται από δεκάδες κοινωνικούς φορείς, κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις με συνθήματα "ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ - ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ". Ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ στηρίζει και καλεί σε αυτές τις εκδηλώσεις μνήμης και αγώνα.Σήμερα, 46 χρόνια μετά το 1967, τα συνθήματα της αντιδικτατορικής αντίστασης, παραμένουν επίκαιρα. Φαίνεται μάλιστα πως ενοχλούν ιδιαίτερα τους Χρυσαυγίτες νοσταλγούς της χούντας και του ναζισμού, που μόλις εχθές επιτέθηκαν σε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και της Κίνησης "Απελάστε το Ρατσισμό" της Νίκαιας που προπαγάνδιζαν τις αντιδικτατορικές κινητοποιήσεις της 21ης Απριλίου, τραυματίζοντας δύο άτομα. Είχαν πλήρη ομοιόμορφη εξάρτηση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής (μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής, παντελόνια παραλλαγής, κ.λπ.) και η επίθεση έγινε 300 μέτρα από τα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης στη Νίκαια.Τόσο απέναντι στους φασιστικούς τραμπουκισμούς, όσο και απέναντι στην απόπειρα περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών όσων αγωνίζονται για μια ζωή με αξιοπρέπεια, που επιχειρείται από τη μνημονιακή δημοκρατία "έκτακτης ανάγκης" του κ. Σαμαρά μία είναι η απάντηση: Η τρομοκρατία δεν θα περάσει, ο λαός μας έχει και μνήμη και γνώση.Καλούμε κάθε δημοκρατικό πολίτη:Στην ΑΘΗΝΑ την Κυριακή 21/4, 5 μ.μ., στο Πάρκο Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ – ΕΣΑ), Λ. Βασιλίσσης ΣοφίαςΣτη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την Κυριακή 21/4, Συγκέντρωση και πορεία, 6 μ.μ., Άγαλμα ΒενιζέλουΣτην ΠΑΤΡΑ την Παρασκευή 19/4, Συγκέντρωση – Εκδήλωση, 7 μ.μ. στον ΕΣΠΕΡΟΣτο ΒΟΛΟ την Κυριακή 21/4, Εκδήλωση, 6 μ.μ., Παραλία Βόλου (Ηρώο)Left.gr - Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
- Όταν ρωτούσαν τον Γκέμπελς για την εξολόθρευση των Εβραίων, απαντούσε: «Αδύνατον, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα το γνώριζα»!
- Επομένως τίποτα το πρωτότυπο από τα ναζιστικά αποβράσματα της Χρυσής Αυγής, που ως απόγονοι των ταγματασφαλιτών, ως επίγονοι του φασίστα Μεταξά και ως υπερασπιστές της χούντας των συνταγματαρχών, ισχυρίζονται πως δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο και πως οι νεκροί του Πολυτεχνείου είναι «μύθος». Προφανώς «η Γη γυρίζει»... Αλλά αυτό το «προφανές» κάποιες φορές δεν αρκεί. Υπάρχουν ιστορικές στιγμές που πρέπει να επαναβεβαιώνεται ακόμα και το αυτονόητο. Οτι δηλαδή «η Γη γυρίζει». Μια τέτοια στιγμή είναι όταν ο φασισμός επιδιώκει να φυλακίσει τη «Γη», την Ιστορία και το μυαλό των ανθρώπων στο βάλτο του. Δεν θα αναφερθούμε στους 88 εκ των δολοφονημένων από τη χούντα που μνημονεύονται στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Ούτε σε προσωπικές μαρτυρίες (πλην αυτής που αφορά στον δολοφόνο Ντερτιλή). Ούτε στους (πιστοποιημένα) 1.103 τραυματίες των γεγονότων του Πολυτεχνείου.
- Νίκος Μπογιόπουλος
o Τα τέσσερα ερωτήματα
1. Το 1974 σηματοδοτεί μια καθοριστική τομή σε πολλά επίπεδα, ταυτόχρονα όμως στοιχεία της χούντας επιβιώνουν. Ποια είναι η κληρονομιά της χούντας που επιβιώνει και ποια η σημασία της;
2. Τα τελευταία χρόνια, από πολλές πλευρές, η μεταπολίτευση αμφισβητείται, ως περίοδος κυριαρχίας του λαϊκισμού, της χαλάρωσης, της διαφθοράς, του κομματισμού κ.ο.κ., που οδήγησε στη σημερινή κρίση. Στην προσέγγιση αυτή συμπίπτουν απόψεις από πολύ διαφορετικές αφετηρίες -- από την ακροδεξιά μέχρι νεοφιλελεύθερους και υποστηρικτές του Μνημονίου. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αποτιμήσουμε τη μεταπολίτευση;
3. Μαζί με την ιδεολογική αυτή αμφισβήτηση, παρακολουθούμε σήμερα την ανατροπή βασικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης, μαζί με την έξαρση του αυταρχισμού. Το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το '73» φωνάζεται όλο και περισσότερο στις διαδηλώσεις, ενώ συναντάμε διάχυτη την αντίληψη ότι ζούμε μια «χούντα». Πρώτον, πιστεύετε ότι ζούμε μια «νέα χούντα»; Δεύτερον, γιατί υπάρχει και ενισχύεται αυτή η αντίληψη; Τρίτον, ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς, αφενός απέναντι στη συρρίκνωση της δημοκρατίας και τον αυταρχισμό, αφετέρου στην αντίληψη περί «νέας χούντας»;
4. Βλέπουμε επίσης να αναβιώνουν ιδεολογήματα και όροι όπως ο «εχθρός λαός», ένας νέος αντικομμουνισμός, ένας τιμωρητικός-ιατρικός λόγος κλπ. Για όλα αυτά αλλά και για τη δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής έχει σημασία να αναζητήσουμε τις ιστορικές συνέχειες, τις κληρονομιές λ.χ. της χούντας; Ή πρέπει να τα δούμε ως νέα φαινόμενα που εδράζονται στο σήμερα και στην κρίση;
o Ακροδεξιά πολιτική παράδοση: ισχυρή και διαχρονικά παρούσα
1. Η μετάβαση στη δημοκρατία, τον Ιούλιο του 1974, χαρακτηρίζεται από ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ισοζύγιο μεταξύ ρήξης και συνέχειας, σε σχέση με το αυταρχικό προδικτατορικό καθεστώς. Ρήξη σε θεσμικό αλλά και πραγματικό επίπεδο, αφού για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία διαμορφώθηκε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο λειτουργεί χωρίς εξωγενείς περιοριστικούς παράγοντες.
Ταυτόχρονα όμως τα στοιχεία συνέχειας με το προδικτατορικό παρελθόν ήταν εμφανή, και όχι μόνο στο ηγετικό πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης. Γι' αυτό άλλωστε και στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Το κρισιμότερο ίσως στοιχείο στο πεδίο της συνέχειας είναι ότι δεν υπήρξε κανένας επίσημος στιγματισμός ούτε καν σαφής οριοθέτηση ως προς τους συνεργασθέντες με το δικτατορικό καθεστώς. Και αυτό γιατί σε αρκετούς τομείς η δικτατορία δεν ήταν παρά η ακραία και παραμορφωμένη --μέχρι βαρβαρότητας-- εκδοχή του προδικτατορικού αυταρχισμού. Αυτό επομένως που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως «κληρονομιά της χούντας» δεν είναι παρά η διαχρονικά παρούσα ακροδεξιά πολιτική παράδοση, το εύρος και η εμβέλεια της οποίας συχνά υποτιμάται.
2. Καταρχάς απαιτείται μια εννοιολογική διευκρίνιση: η «μεταπολίτευση» ως διαδικασία μετάβασης και εδραίωσης ενός δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρείται πλήρως ολοκληρωμένη τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με την οριστική αποχώρηση όλων των πρωταγωνιστών της από την ενεργό πολιτική. Επομένως, οι κριτικές που αφορούν, στην πραγματικότητα, την ποιότητα και τις στρεβλώσεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κακώς αναφέρονται στην «μεταπολίτευση», δημιουργώντας μια σύγχυση μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Και για μεν την Ακροδεξιά η σύγχυση αυτή είναι απολύτως ηθελημένη, αφού κατατείνει στον εξαγνισμό της δικτατορίας. Λιγότερο κατανοητή είναι η στόχευση που έχει η νεοφιλελεύθερη κριτική, η οποία αποδίδει στη «μεταπολίτευση» την κατηγορία του «λαϊκισμού», δηλαδή αυτό που εκλαμβάνει ως αριστερή ιδεολογική ηγεμονία κατά τη μακρά μεταδικτατορική περίοδο. Αναφερόμενη όμως και αυτή γενικά στη «μεταπολίτευση», οδηγείται εκ των πραγμάτων στην έμμεση αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας.
3. Το δημοφιλές σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το '73» είναι ίσως από τα ατυχέστερα που έχουν ακουστεί. Γι' αυτό και προβληματίζει πώς ένα ορθό, πολιτικά και ιστορικά, σύνθημα της προηγούμενης περιόδου («Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το '73, εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία») μετασχηματίστηκε σε ένα σύνθημα που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ιστορική αστοχία: αφενός ταυτίζει την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 με τη μεταγενέστερη κατάρρευση της Χούντας το 1974, και αφετέρου εξομοιώνει καθεστώτα που κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμα.
Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο πολιτικό ολίσθημα για την Αριστερά να υιοθετήσει την άποψη ότι ο συνεχώς αυξανόμενος σήμερα αυταρχισμός αποτελεί μια «νέα χούντα». Το αντικειμενικό γεγονός ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 δεν αποτελεί βιωμένη εμπειρία δεν δικαιολογεί την, έστω και σιωπηρή, αποδοχή ανιστόρητων συγκρίσεων, και κυρίως ατελέσφορων πολιτικών παρομοιώσεων.
4. Το ισοζύγιο μεταξύ ιστορικής συνέχειας και διακυβευμάτων της συγκυρίας αποτελεί για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ακροδεξιά το δυσκολότερο ίσως ερώτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στα καθ' ημάς, η Χρυσή Αυγή. Για όσο διάστημα παρέμενε ένα περιθωριακό μόρφωμα που ανταγωνιζόταν τις υπόλοιπες ακροδεξιές ομάδες, η ιδεολογική (εθνικοσοσιαλιστική) ταυτότητά της αποτελούσε την κυριότερη αναφορά της. Η εκλογική της καταξίωση το 2012 προέκυψε όμως από τη στιγμή που υποβάθμισε, έστω και προσχηματικά, την ιδεολογική της ταυτότητα και επέλεξε να επενδύσει στη συγκυρία, δηλαδή να εκμεταλλευτεί πολιτικά τα λανθάνοντα αντιμεταναστευτικά και ρατσιστικά συναισθήματα ενός ευρύτατου φάσματος του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα φαίνεται να ταλαντεύεται και πάλι ανάμεσα στην εκμετάλλευση της συγκυρίας (αντιμεταναστευτικά πογκρόμ) και την ανάδειξη της ιστορικής προέλευσης (Μελιγαλάς, Μακρυγιάννη, εμφυλιοπολεμικός αντικομουνισμός αλλά και χούντα), προσδοκώντας να αποτελέσει τον κύριο υποδοχέα των απογοητευμένων παραδοσιακών οπαδών της Δεξιάς.
Ηλίας Νικολακόπουλος
o Oι επικαιροποιημένες παρακαταθήκες της Χούντας
1. Η ελεγχόμενη και από τα πάνω μετάβαση στη δημοκρατία το 1974, παρά τις σημαντικές ανατροπές και νεωτερισμούς που επέφερε στο μετεμφυλιακό και μεταδιδακτορικό κράτος, δεν ανέτρεψε ριζικά νοοτροπίες και συμπεριφορές, κατεστημένες για δεκαετίες. Στερεοτυπικές, αν όχι φολκλορικές, αντιλήψεις και ερμηνείες (λ.χ. τα προβλήματα γίνονται αντιληπτά ως αποτέλεσμα των ελληνικών ιδιοτυπιών, που αποδίδονται στην εγωιστική αντικοινωνικότητα και οκνηρία των «Νεοελλήνων» κ.ά.) παγιώθηκαν, υποκαθιστώντας κριτικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ενώ ταυτόχρονα το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν ξεπέρασε τις λογικές μηδενικού αθροίσματος. Κατά συνέπεια, η υπερπολιτικοποίηση που χαρακτήρισε τη μεταπολίτευση και τον κομματικό ανταγωνισμό ήταν ουσιαστικά απολίτικη, αφού δεν γειώνονταν στις κοινωνικές/ταξικές διαιρετικές τομές και τη δυναμική τους.
2. Η μεταπολίτευση, παρά τις αντιφάσεις, τις αντινομίες της και τους κομματικούς/πολιτικούς περιορισμούς που επέβαλε στην κοινωνική συμμετοχή σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των θεσμών, γεγονός που επέβαλε το κρατικοβαρές πρότυπο μετάβασης στη δημοκρατία, πρέπει να αποτιμηθεί θετικά. Και τούτο ισχύει γιατί, πέρα από τη γρήγορη, σχετικά ομαλή και εν τέλει αποτελεσματική μετάβαση και παγίωση στη δημοκρατική νομιμότητα (κάτω από τις διαδικασίες που καθόριζε το κράτος δικαίου), οδήγησε σε θεσμοθέτηση ενός σημαντικού πλέγματος φιλελεύθερων, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι αυτά τα δικαιώματα που σήμερα τόσο οι νεοφιλελεύθεροι και οι συνοδοιπόροι τους, διαφόρων προελεύσεων και ιδιοτελειών, όσο και εκείνοι που κατά παράδοση αντιστέκονται στον Διαφωτισμό, αν και φυσικά από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, συγκλίνοντας, επιδιώκουν τη μέχρι εξαφανίσεως απομείωσή τους. Δυστυχώς, τα συμφέροντα που στη συγκυρία ωφελούνται από αυτή τη σύγκλιση αποκαλύπτουν ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, οι οποίες απειλούν την δημοκρατία.
3. Φυσικά και δεν ζούμε σε συνθήκες χούντας. Κάτω από τον κοινωνικό και πολιτικό αυταρχισμό που αντιμετωπίζουμε, οι πολίτες καταφεύγουν σε απλουστευτικές ερμηνείες της κατάστασής τους, που τους προσφέρει η ευκολία της ιστορικής παρομοίωσης. Το σύνθημα «H χούντα δεν τελείωσε το '73» λοιδορήθηκε από μερίδα της απολογητικής διανόησης των καθεστωτικών δυνάμεων, με το επιχείρημα ότι όχι μόνο δεν έχουμε χούντα αλλά και ότι είναι λάθος πραγματολογικά (αφού θα έπρεπε να λέει «δεν τελείωσε το '74»). Πρόκειται για έναν κακώς εννοούμενο ελιτισμό, που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία και αγανάκτηση, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της επικοινωνίας (το σύνθημα κάνει ρίμα), έχει ατέλειες και δεν είναι ακαδημαϊκό τεστ γνώσεων. Η Aριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι ο συνεχώς διευρυνόμενος αυταρχισμός και η συρρίκνωση της δημοκρατίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με γενικόλογες εκκλήσεις, με τις οποίες εύκολα συμφωνεί ακόμη και η «Αριστερά» των καθεστωτικών δυνάμεων, ούτε να περιοριστεί στο να «ταράζει» τους παράγοντες των δημοκρατικών παραβιάσεων και εκτροπών στη «νομιμότητα». Αντίθετα, σήμερα η κρίση, περισσότερο από ποτέ, επιβάλλει τη διεκδίκηση της δημοκρατίας --πέρα από το προφανές κανονιστικό της πρόταγμ-- ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της στη βάση ενός διαφορετικού προτύπου κοινωνικής οργάνωσης.
4. Με δεδομένο ότι τίποτα δεν είναι αποτέλεσμα της «αποκαλυπτικής δύναμης» της Ιστορίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν συνέχειες με τις πολιτικές πρακτικές και τα ιδεολογήματα της χούντας. Μέρος του πολιτικού προσωπικού της Χρυσής Αυγής, αλλά και εκείνου που μεταπήδησε στην Ν.Δ. από το ΛΑΟΣ της προηγούμενης συγκυβέρνησης είχαν υπηρετήσει με ζήλο την ιδεολογική και πολιτική κληρονομιά της χούντας όπου το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» και ο επιθετικός αντικομμουνισμός του «νόμου και της τάξης» ήταν συστατικά του στοιχεία. Συνέχειες, όπως αυτές με τη χούντα, έχουν επικαιροποιηθεί και συγκροτούν τη βάση για αναστροφή των κατακτήσεων της μεταπολίτευσης. Αν, για παράδειγμα, μια από τις κατακτήσεις αυτές ήταν ο εκδημοκρατισμός των σωμάτων Ασφαλείας, σήμερα οι επικαιροποιημένες παρακαταθήκες της χούντας χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση του ακριβώς αντιθέτου προτάγματος.
Μιχάλης Σπουρδαλάκης
o Μεταπολίτευση ή το «κράτος του δήμου»;
1. Η σημαντική τομή που σηματοδότησε η μεταπολίτευση δεν περιορίζεται στο τέλος της δικτατορίας. Για πολλούς, αποτέλεσε υπόσχεση και ελπίδα κατάργησης του βάναυσα αντικομμουνιστικού και ανελεύθερου καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την ήττα του Εμφυλίου: της ποινικοποίηση των ιδεών, των τιμωρητικών στρατοπέδων, της επαγγελματικής απαγόρευσης και των πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης, της αστυνόμευσης των πολιτών, της εκλογικής βίας και νοθείας,τηςκαταστολήςτουεργατικού κινήματος -- ενός καθεστώτος που εγκατέστησε μακρόχρονα στην καρδιά του κρατικού και ιδιαίτερα του κατασταλτικού μηχανισμού την αυθαίρετη εξουσία των συνεργατών και δοσιλόγων της ναζιστικής Κατοχής.
Αυτή η πολιτική κληρονομιά, την οποία η χούντα ήρθε να υπερασπίσει ενάντια στους αγώνες της δεκαετίας του '60, και ενάντια στην οποία ορθώθηκαν τα κινήματα της μεταχουντικής περιόδου, είναι αυτή που επιβιώνει και αναβιώνει στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, καθώς και στον σημερινό κυβερνητικό λόγο, την τιμωρητική κυβερνητική πολιτική και, κυρίως, στην άνοδο του νεοναζισμού.
2. Η πρώτη περίοδος της μεταπολίτευσης σήμανε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, εργατικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, κινημάτων όπως το φεμινιστικό, κάποιων δειλών αλλά επίμονων αντιαυταρχικών απαιτήσεων της νεολαίας που συνέθεταν την απαίτηση μιας ριζικής αλλαγής. Η μεταπολίτευση, όπως δηλώνει ο όρος, υπήρξε αλλαγή πολιτεύματος, όχι όμως όπως υποστηρίζεται ενίοτε, «βελούδινη» μετάβαση στη δημοκρατία. Οι επίσημοι και μη διεκδικημένοι νεκροί της κρατικής βίας της μεταπολίτευσης αμφισβητούν μια τέτοια αμνησία, από τον μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλο και τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά μέχρι τα ξεχασμένα θύματα των διαδηλώσεων του Πολυτεχνείου και τις εκδικητικές σκευωρίες κατά ανένταχτων και ασυμβίβαστων αγωνιστών, όπως ο Γιάννης Σερίφης. Η μεταπολίτευση ήταν ίσως «περίοδος χαλάρωσης» για τους νοσταλγούς του ΕλλάςΕλλήνων Χριστιανών, αλλά όχι για όσους και όσες έζησαν την εμπόλεμη ατμόσφαιρα με τις αύρες να σαρώνουν το κέντρο της Αθήνας. Είναι μάλλον περίοδος ομαλοποίησης και ένταξης ενός τμήματος της Αριστεράς στους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, που θα καταλήξει σε έναν εκ των άνω εκδημοκρατισμό-εξευρωπαϊσμό των θεσμών, που περνάει από την περιθωριοποίηση, αποσιώπηση ή ενσωμάτωση της συσσωρευμένης δίψας για ριζική αλλαγή: το κράτος του δήμου,αυτό ήταν και είναι, νομίζω, το ζητούμενο, και όχι η αναζήτηση «έντιμων» πολιτικών ή αρχηγών της Αστυνομίας, που να αποφασίζουν αδέκαστοι πότε και πόσες αύρες θα στείλουν.
3. Όχι, δεν ζούμε μια χούντα. Tέτοιες απλουστεύσεις εκφράζουν την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή αποτελεσματική επίθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, απαντώντας σε αυτό που τον διακρίνει από τις προηγούμενες ιστορικές εμπειρίες, αλλά και εντοπίζοντας τις αδυναμίες στις δικές της παραδόσεις που διευκολύνουν μια τέτοια επιτυχία. Δεν βρισκόμαστε στη χούντα, γιατί σχεδόν παντού οι νεοφιλελεύθερες αυταρχικές και τιμωρητικές πολιτικές που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα του πολιτικού, επιβάλλονται από εκλεγμένες κυβερνήσεις, και μάλιστα συχνά έχουν εισαχθεί από «προοδευτικούς» σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς ή με την υποστήριξη τους. Το ότι ειναι εκλεγμένες, δεν τις εμποδίζει --το αντίθετο!-- να είναι άκρως αυταρχικές και απολυταρχικές, με μεθόδους που εξηγούν τη μεταφορική και ισοπεδωτική χρήση του όρου «χούντα». Ωστόσο, η μεταφορά υποδηλώνει άγνοια για το τι ήταν η χούντα, όχι μόνο ως ξένη επέμβαση, αλλά και ως γηγενής παράδοση και ιδεολογία.
4. Το ένα δεν μπορεί να γίνει χωρίς το άλλο. Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως η «κρίση» δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και βαθιά πολιτική· δεν είναι, όπως περίμενε η Αριστερά, επαναστατική, αλλά για την ώρα τουλάχιστον ευνοεί τα πιο αναπάντεχα και εφιαλτικά σενάρια. Οι σημερινές μορφές καταστολής δεν ξεκίνησαν με την κρίση, αλλά με τη βαθμιαία εισαγωγή στην Ευρώπη μιας νομοθεσίας εξαίρεσης που με το πρόσχημα της τρομοκρατίας κατάργησε ελευθερίες κερδισμένες με αιματηρούς αγώνες. Στην Ελλάδα αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο με την ευκαιρία της δίκης της 17 Νοέμβρη. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο αντιστάθηκε η Αριστερά στην υστερική κρίση για το όνομα της Μακεδονίας και πόσο αυτό προετοίμασε ένα κομμάτι να αμβλύνει τα αντιρατσιστικά του αντανακλαστικά, σε μια χώρα υπερήφανη για την αντίσταση της στη «γερμανική», όπως λέγεται συνήθως, Κατοχή. Η Ισπανία είχε δεκαετίες φασισμό και βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση, δεν έχει όμως ένα νεοναζιστικό κόμμα στην τρίτη θέση. Το ίδιο συμβαίνει με την αδυναμία κατανόησης της σημασίας που έχει το ιδίωμα της ομοφοβίας και του σεξισμού στην επιτυχία αυτών των μορφωμάτων ακριβώς επειδή, παραδοσιακά, η Αριστερά τα θεώρησε δευτερεύοντα πολιτισμικά στοιχεία. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν μιλάμε για τη χούντα ή για το παρόν, αλλά τι κάνουμε ώστε να αναπτύξουμε μια πρακτική και κουλτούρα ρήξης και αντιστασης, τόσο πολύμορφης όσες και οι μορφές της βαρβαρότητας που μας έρχονται απροειδοποίητα, όπως συμβαίνει πάντα με τα πολιτικά πράγματα.
Ελένη Βαρίκα
o Ποια ιστορική περίοδο αναπολούν όσοι αμφισβητούν τη μεταπολίτευση;
1. Η περίοδος της χούντας είναι θεσμικά παρούσα σε διάφορα επίπεδα, από νομοθετήματα που δεν έχουν ρητώς καταργηθεί και χρησιμοποιούνται κατά καιρούς από την εκτελεστική εξουσία, παρότι προσβάλλουν ευθέως συνταγματικές διατάξεις, όπως το Βασιλικό Διάταγμα 794/71 και το Προεδρικό Διάταγμα 269/72 Περί διαδηλώσεων (π.χ. στη Χαλκιδική, τον Νοέμβριο του 1997) μέχρι αποικιοκρατικές νομοθεσίες, όπως ο μεταλλευτικός κώδικας ή ο αναγκαστικός νόμος 89/67 περί κινήτρων αλλοδαπών επιχειρήσεων. Άλλωστε, και ο Ποινικός Κώδικας, αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν διατάξεις που αντανακλούν το μετεμφυλιακό κλίμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Το γεγονός ότι ουδέποτε καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις αυτές, αλλά αντίθετα εφαρμόζονται συστηματικά είτε για την ποινικοποίηση διαδηλώσεων και απεργιών (όπως τα αδικήματα της διατάραξη κοινής και οικιακής ειρήνης, της παράνομης βίας κλπ.), είτε για τη ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, είτε ακόμα και ερμηνευτικά για τον προσδιορισμό της «εθνικής ταυτότητας», αναδεικνύει ότι η κληρονομιά αυτή είναι ζωντανή και πρόσφορη προς χρήση.
2. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ένταση των ταξικών εργατικών αγώνων από το 1975 έως και το 1979. Μέσω αυτών ο λαός βγήκε στο προσκήνιο (πολλές φορές σε αντίθεση με τις επίσημες συμβιβαστικές κατευθύνσεις των κομμάτων της Αριστεράς) και επέβαλε στην αστική τάξη της χώρας και στο πολιτικό προσωπικό της να παράσχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και περισσότερα δικαιώματα για την πλατιά πλειοψηφία. Περαιτέρω, με τη μεταπολίτευση καθιερώθηκε ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο δεν είχαν ρόλο το παλάτι και ο στρατός -- ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι χάρη στους αγώνες που προαναφέραμε δεν ακολουθήθηκε στην Ελλάδα το μοντέλο που ακολούθησε η Τουρκίας μετά το πραξικόπημα του 1980. Συνεπώς, όσοι αμφισβητούν την σημασία της μεταπολίτευσης φέρουν το βάρος να αποδείξουν ποια είναι η ιστορική περίοδος της Ελλάδας που αναπολούν: Το μετεμφυλιακό κράτος; Ή η περίοδος του Μεσοπολέμου με τα συνεχή πραξικοπήματα; Η ενσωμάτωση αυτών των αγωνιστικών διαθέσεων μέσω στοιχείων κορπορατισμού και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή, πολύ περισσότερο, μέσω της πρόσδεσης της πλατιάς πλειοψηφίας στα δάνεια, τα χρηματιστήρια, την παρασιτική κατανάλωση δεν είναι φαινόμενο ελληνικό ούτε οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεταπολίτευση. Εκτός αν η σχετική κριτική εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν κρατήθηκαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κάτω από τα όρια της φτώχειας, όπως έγινε με την επιβολή δικτατορικών --ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα-- καθεστώτων σε χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
3. Στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και της κρίσης του, η αναίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεων μιας προηγούμενης περιόδου συνδυάζεται με την ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής (από τη διαμόρφωση ενός πλαισίου εξαίρεσης στο ποινικό δίκαιο με τις διατάξεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που σήμερα τυγχάνουν εφαρμογής σε ευρεία στρώματα «υπόπτων», μέχρι τη σύγχρονη μνημονιακή νομοθεσία που καθιστά την εξαίρεση κανόνα), τον περιορισμό της δημοκρατικής αρχής (με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, αλλά και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε όργανα που δεν έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση) και κυρίως με την προφανή παραβίαση πληθώρας διατάξεων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κατάσταση αυτή, που αποκτά δομικά χαρακτηριστικά-- νομιμοποιεί το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε…». Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η επιβολή χούντας, ως θεσμική αναστολή συνταγματικών διατάξεων, συνιστά μια περαιτέρω τομή στο πολιτικό και νομικό σύστημα, και συνήθως έρχεται ως αποτέλεσμα της ανόδου της ταξικής πάλης και της ήττας των δυνάμεων της εργασίας.
4. Με βάση όσα προαναφέραμε, δεν είναι περίεργο που το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό υιοθετεί στοιχεία της νεοναζιστικής ατζέντας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης -- το σύμβολο δηλαδή του δικαίου της εξαίρεσης. Όμως, παρότι από τη χούντα μέχρι σήμερα παρουσιάζονται στοιχεία συνέχειας ιδεολογικών καταβολών, αλλά και όψεων του πολιτικού λόγου (που σίγουρα είναι σκόπιμο να αναδεικνύονται), το γεγονός ότι σήμερα αναπτύσσεται μια αυτοτελής πολιτική εκπροσώπηση του ναζισμού αποτελεί ένα στοιχείο τομής που σχετίζεται με την οικονομική και πολιτική κρίση.
Δημήτρης Σαραφιανός
o Πόσο «επιβιώνει» η χούντα;
1. H χούντα εξέθρεψε νοοτροπίες και καταστάσεις που επιβιώνουν εν μέρει μέχρι σήμερα. Από τo αστικό τοπίο που καταστράφηκε με την απελευθέρωση των συντελεστών δόμησης και τα μεγάλα κιτς ξενοδοχεία, μέχρι τους αγρότες που συνήθισαν να τους χαρίζονται τα χρέη. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κατάλοιπα των λαϊκιστικού τύπου παροχών του χουντικού καθεστώτος προς συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, που αποσκοπούσαν στην εξαγορά κάποιου είδους ανοχής, αν όχι στήριξης. Η χούντα όμως επιβιώνει και στο γεγονός πως η Ελλάδα από το 1974 και μέχρι και σήμερα έπρεπε να καλύψει το τεράστιο χαμένο έδαφος της επταετίας σε επίπεδο πολιτικού πολιτισμού, ατομικών ελευθεριών, κουλτούρας και αισθητικής. Οι όποιες στρεβλώσεις δημιουργήθηκαν στη περίφημη μεταπολίτευση ήταν η άμεση συνέπεια των στρεβλώσεων της ίδιας της χούντας. Όπως εύστοχα έλεγε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, «από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ».
2. Καταρχάς, ο όρος «μεταπολίτευση» είναι άκρως προβληματικός. Θα έπρεπε να περιοριστεί στην περίοδο της μετάβασης στη δημοκρατία, δηλαδή το 1974-75 ή έστω το 1974-1981, αν θεωρήσουμε πως η εμπέδωση του εκδημοκρατισμού έγινε με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Η μετέπειτα περίοδος θα μπορούσε να ονομαστεί Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, όπως εξάλλου έχουν προτείνει διάφοροι μελετητές, έτσι ώστε να αποφύγουμε τις γενικότητες, τη σχηματικότητα και όλο το νοηματικό αλαλούμ που δημιουργεί ο όρος-ομπρέλα «μεταπολίτευση», που υπονοεί ένα είδος αέναης μετάβασης. Η συνολική αποτίμηση αυτής της σαραντάχρονης πλέον περιόδου είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακριβώς επειδή θα έπρεπε να την αναλύσουμε τμηματικά. Σίγουρα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πέρα από τα λάθη, τις κατακτήσεις της που ήταν πολλές: από την κατάργηση της βασιλείας, τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και τη δημιουργία κράτους πρόνοιας, μέχρι την αναδιανομή του εισοδήματος, τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων και τη γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
3. Ασφαλώς δεν ζούμε μια «νέα χούντα», παρά το γεγονός πως η σημερινή πολιτική κατάσταση έχει αρκετά από τα μετα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης». Είναι όμως σαφές πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ολοκληρωτικού ή άλλου τύπου. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με τη χρήση των όρων, γιατί διαφορετικά οι λέξεις σχετικοποιούνται και χάνουν τη σημασία και το ειδικό τους βάρος. Ο λόγος που το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το '73» έχει τόσο μεγάλη πέραση σχετίζεται με το γεγονός πως ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «αξιακής πλαισίωσης» (framing), κοινώς μιας στρατηγικής νοηματοδότησης της πραγματικότητας, που έχει στόχο να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τα συλλογικά υποκείμενα. Καταδεικνύει πως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ιστορικά σημεία αναφοράς και δημιουργία γενεαλογιών, άσχετα με το κατά πόσο αυτές αντέχουν στη βάσανο της ανάλυσης. Και στην περίοδο της δικτατορίας γίνονταν παραλληλισμοί με προηγούμενες εποχές με βάση προβληματικές θεωρίες «συνέχειας» -- θυμίζω «Το μεγάλο μας τσίρκο» και τις αναφορές του στη βαυαροκρατία ως γενεσιουργό αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας. Πιστεύω πως η Αριστερά οφείλει να καταγγέλλει δυναμικά τα όλο και πιο συχνά φαινόμενα αυταρχισμού, παραβίασης της ελευθερίας της έκφρασης και αστυνομικής βίας, χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα της υπερβολής και της εξομοίωσης ανόμοιων πραγμάτων, παρά την οργή που δημιουργεί η οριακότητα της κατάστασης.
4. Παρότι η λεγόμενη θεώρηση «μακράς διάρκειας» μπορεί να μας βοηθήσει να εντάξουμε τα κοινωνικά φαινόμενα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, η επίμονη αναζήτηση ιστορικών συνεχειών με το παρελθόν για την κατανόηση του παρόντος μπορεί να αποβεί εξόχως παραπλανητική. Όσο λανθασμένη είναι η θέαση της ιστορίας αποκλειστικά με βάση τις «τομές» (λ.χ., το 1974 ως απόλυτη ρήξη με το πριν), άλλο τόσο αυθαίρετο είναι το να ανακαλύπτουμε παντού συνέχειες. Πιστεύω πως η πρόσφατη αυταρχικοποίηση του κράτους και η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής είναι άμεσες παρενέργειες της κρίσης. Το να τις βαφτίσουμε κληρονομιές της 21ης Απριλίου θα μας οδηγούσε στη μηχανιστική απόδοση όλων των παθογενειών της σημερινής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στα κατάλοιπα του αυταρχισμού, κάτι που θα ενείχε στοιχεία υπεραπλούστευσης και στατικής (άρα ανιστορικής) θέασης των ιστορικών εξελίξεων. Δομές όπως η αστυνομία ή η δικαιοσύνη δεν παρέμειναν άθικτες για δεκαετίες μετά τη χούντα· μετασχηματίστηκαν και εξελίχτηκαν, παρά την όντως προβληματική θεσμική τους μνήμη, παρά τα πολλά λάθη και τις παραλείψεις στις διαδικασίες εκδημοκρατισμού και αποχουντοποίησης.
Κωστής Κορνέτης
o Η «κοινοτοπία» του φασισμού και η βαριά κληρονομιά του «μετα-»
1. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές του άταφου πτώματος, των επανειλημμένων ταφών και της αμφιλεγόμενης κληρονομιάς επιστρατεύονται στην ιστορικοποίηση της μεταπολίτευσης. Όταν επανεξετάζουμε τη μετάβαση στη δημοκρατία σήμερα --στον καιρό της κρίσης, της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του νεοναζισμού και της πιο συντηρητικής κυβέρνησης της μεταπολίτευσης-- το ζήτημα του τέλους της δικτατορίας τίθεται και ως ερώτημα για τους αδιόρατους, άτυπους, επίμονους τρόπους με τους οποίους πλευρές της επιβιώνουν. Το ότι η χούντα με κάποιους τρόπους επιβιώνει μέσα στα διάχυτα ανθεκτικά της υπολείμματα δεν σημαίνει και ότι δεν έχει τελειώσει, με μια έννοια. Είναι όμως τελεσίδικα νεκρή; Πώς στοιχειώνει το ζωντανό παρόν; Έχει διακόπτη off ο φασισμός; Αυτή είναι άλλωστε η προβληματική για την ενοχλητικά παράδοξη μορφή του «φαντάσματος» που μας έχει προσφέρει ο Ζακ Ντεριντά, όταν θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορεί να είναι εδώ, εκ νέου, όταν ο χρόνος του έχει παρέλθει;». Η χούντα, λοιπόν, έχει τελειώσει αλλά η κληρονομιά της επιβιώνει, με διάφορες μορφές, στο πολιτικό μας παρόν: στον αυταρχισμό, στην καταστολή, στην αποψίλωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, στη νέα εθνικοφροσύνη, στην επέλαση του νεοναζισμού.
2. Η εναντίωση στη μεταπολίτευση επιστρατεύεται από το ηγεμονικό μπλοκ διαχείρισης της κρίσης ως υπέρτατο τεκμήριο πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Επιστρατεύεται μάλιστα ως τεχνολογία αντι-κριτικής, με τη μορφή του αυταρχικού ιδεολογικού δόγματος: όσοι/ες διαφωνούν με την τρέχουσα πολιτική διευθέτηση είναι υποστηρικτές του «λαϊκισμού», της «οπισθοδρόμησης», των «διεφθαρμένων συντεχνιών», και, μετωνυμικά, της μεταπολίτευσης.
To «ρεύμα» της αντι-μεταπολίτευσης είναι ετερογενές: το φάσμα του εκτείνεται από τους νεοφιλελεύθερους θιασώτες του εθνοσωτήριου μονόδρομου έως τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της επταετίας που μιλούν για τον «μύθο του Πολυτεχνείου» και αναβιώνουν το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Άλλωστε, ο κυνικός στιγματισμός της μεταπολίτευσης έφερε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», πλήρως νομιμοποιημένη ως εθνικά «υπεύθυνη» δύναμη. Άνοιξε έτσι ο δρόμος στη νεοναζιστική ακροδεξιά, το φασισμό και το μίσος για τη διαφορά, που σήμερα δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο.
Η «υπαρξιακή» πρόκληση με την οποία αναμετριόμαστε σήμερα ως Αριστερά είναι να μη βάλουμε στη θέση της αντι-μεταπολίτευσης μια αμυντική υπεράσπιση της «Μεταπολίτευσης», με την έννοια της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση ή της άνευ όρων υπεράσπισης «κεκτημένων». Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τους αγώνες της Αριστεράς και των κινημάτων (εργατικού, φοιτητικού, φεμινιστικού κτλ) για κοινωνική αλλαγή. Ενώ η Αριστερά αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στη χούντα και για την πραγματική δημοκρατία, το «κράτος της Μεταπολίτευσης» ήταν δημιούργημα των πολιτικών που υπηρέτησαν αυτοί που σήμερα κανοναρχούν στη νεοσυντηρητική δοξασία.
3. Στα συμφραζόμενα της σημερινής αυταρχικής δημοκρατίας, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα νοούνται ως αποτρόπαιες ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης που υπονομεύουν την «εθνική προσπάθεια». Η ανατροπή μάλιστα των κατακτήσεων φυσικοποιείται στο όνομα μιας επιτακτικής έκτακτης ανάγκης και μιας πολιτικής θεολογίας της (ανθρώπινης) «θυσίας».
Οι αδιαμφισβήτητες ασυνέχειες της σημερινής αστικής δημοκρατίας προς τη δικτατορία δεν πρέπει να επισκιάζουν και τις συνέχειες: τις επιβιώσεις και αναβιώσεις, τις μεταλλάξεις και τις κληρονομιές της δικτατορίας. Η Αριστερά πρέπει να εμπλέκεται ενεργά σε έναν συνεχή αγώνα ενάντια στις συνθήκες που καθιστούν αυτή την κληρονομιά ενεργή.
Η Αριστερά καλείται να κρατά ενεργοποιημένη, ανανεωτική και ριζοσπαστική τη σχέση της με τη δημοκρατία, και δεν έχει φυσικά ανάγκη από υπεραπλουστεύσεις του τύπου «ζούμε μια χούντα». Ασφαλώς και δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για τη σύγχρονη αστική φιλελεύθερη δημοκρατία της κοινωνικής αδικίας, των απολυταρχικών μεθόδων και των ταξικών, εθνοκεντρικών και έμφυλων περιχαρακώσεων. Η Αριστερά υπερασπίζεται αυτό που δεν υπάρχει ακόμη. Και στο όνομα αυτού αγωνίζεται ενάντια στις συνθήκες που μετατρέπουν το φασισμό σε «κοινοτοπία».
4. Ο ιατρικός λόγος του φόβου και της ασφάλειας --η λογική του «γύψου»-- επιστρατεύεται για να ρυθμίσει την ομοθυμία του πληθυσμού περιχαρακώνοντάς την, με οριοθετήσεις βιολογικού τύπου, από τα κάθε λογής «ξένα σώματα». Έτσι, η κρατική εξουσία μετέρχεται τον ρατσισμό, εγγράφοντάς τον στους μηχανισμούς της. Το ιδεολόγημα της κοινωνικής θεραπευτικής συνιστά τεχνική εμπέδωσης μιας ασφαλούς και αρραγούς ισορροπίας του «συνόλου», με γνώμονα τις προδιαγραφές του φύλου, της φυλής, της εθνότητας, της σεξουαλικότητας, της κοινωνικής τάξης και του παραγωγικού πληθυσμού. Οι βιοπολιτικές διαχωριστικές γραμμές που περιγράφουν τα όρια του πολιτικού σώματος βαθαίνουν και φυσικοποιούνται, καθώς η κρίση γίνεται πρόσφορο έδαφος για τη νομιμοποίηση καθεστώτων «νόμου και τάξης» και εγκατάλειψης στον θάνατο των όποιων παρείσακτων και μη ανταγωνιστικών.
Η νόρμα της εθνοφυλετικής καθαρότητας που περιφρουρείται μέσω της πολεμικής αρρενωπότητας είναι η θεμελιώδης δέσμευση της νεοναζιστικής οργάνωσης. Εδώ ανιχνεύει κανείς τρεις (τουλάχιστον) διαστάσεις που συνθέτουν ένα ταυτόχρονα «παλιό» και «νέο» φαινόμενο: τη λανθάνουσα αλλά επίμονη κληρονομιά της Χούντας στο νεοελληνικό φαντασιακό, τον νεοσυντηρητισμό που εδράζεται στην κρίση και στη νεοφιλελεύθερη αυταρχικοποίηση, αλλά και τις ανθεκτικές κοινωνικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές νόρμες (πατριαρχικές, εθνικιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές) που διέπουν τη μεταπολιτευτική νεοελληνική κοινωνία.
Αθηνά Αθανασίου
o Ιατρικός λόγος, βιοπολιτική και εθνική ρητορεία, τότε και τώρα
Παρότι δεν παραγνωρίζω την τεράστια σημασία που είχε σε πολλά επίπεδα η πτώση της Χούντας, έχω την αίσθηση πως, όσον αφορά το επίπεδο της ιδεολογίας, μάλλον για συνέχειες πρέπει να μιλάμε, και όχι τόσο για τομές. Δεν νομίζω πως ο κεντρικός πυρήνας της εθνικής αφήγησης, έτσι όπως διαμορφώθηκε τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, έχει αλλάξει δραστικά, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις. Το ιδεολόγημα της συνέχειας της εθνικής υπόστασης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ανωτερότητα του ελληνικού έθνους, η ιεροποίηση του κλασικού παρελθόντος, η απαξιωτική ή και συχνά ρατσιστική αντιμετώπιση άλλων λαών, η σύνθεση ελληνισμού και Ορθοδοξίας, προϋπήρξαν της επταετίας, και συνέχισαν να υφίστανται, με κάποιες τροποποιήσεις, και μετά την πτώση της, έως και τις μέρες μας.
Υπάρχει όμως μια ιδιαίτερη διάσταση αυτού που ονομάσατε «κληρονομιά της χούντας», η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Μιλώ για την καθαρά φυλετική και ρατσιστική νοηματοδότηση του έθνους, την έμφαση στη βιολογία και στον «ιατρικό» λόγο· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη ρητορική του έθνους ως ασθενούς που έχει άμεση ανάγκη χειρουργικής επέμβασης. Είναι γνωστό πως η κυρίαρχη εθνική αφήγηση, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, έδινε έμφαση στην πολιτισμική υπόσταση και συνέχεια του ελληνισμού και όχι στη γενετική-βιολογική. Όμως η βιολογική διάσταση ήταν παρούσα, και σε ορισμένες χρονικές στιγμές έβρισκε τρόπους έκφρασης, είτε μέσα από τη ρητορική πολιτικών ηγετών και διανοουμένων είτε μέσα από επιστημονικές μελέτες γενετικού και φυσικο-ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Η επταετία ήταν μια τέτοια χρονική στιγμή.
Νομίζω πως σήμερα βιώνουμε άλλη μια τέτοια χρονική στιγμή, όπου η εθνικιστική ρητορεία και πρακτική, τουλάχιστον σε ορισμένες εκφάνσεις της, αποκτά φυλετικά, βιολογικά-γενετικά χαρακτηριστικά. Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ συνιστούν οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και πολιτικών όπως αυτή που χαρακτήριζε τους μετανάστες και τις οροθετικές γυναίκες ως «υγειονομική βόμβα», αλλά και τα μανιφέστα «ευγονικής» από τους νεοναζί, οι καμπάνιες τους με καθαρά ιατρικό χαρακτήρα όπως οι τράπεζες αίματος και τα ιατρεία μόνο για Έλληνες. Επίσης, οι δηλώσεις επιστημόνων του χώρου της ιατρικής, που μέσα από κρανιομετρικές αναλύσεις αρχαιολογικού και σύγχρονου οστεολογικού υλικού επιδιώκουν να αποδείξουν τη βιολογική συνέχεια της «φυλής», στα πρότυπα της ρατσιστικής φυσικής ανθρωπολογίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Ιταλού φιλοσόφου Ρομπέρτο Εσπόζιτο που στο βιβλίο τουΒίος (2004) τονίζει πως ο ναζισμός μπορεί να οριστεί ως «πραγματωμένη βιολογία», αφού όπως λέει, ώθησε τις βιοπολιτικές διαδικασίες της νεωτερικότητας στα άκρα τους, μεταγράφοντάς τες με θανατο-πολιτικούς όρους. Αν λοιπόν η κυρίαρχη αφήγηση της εθνικής ρητορείας μιλούσε κατά βάση με όρους θρησκευτικούς (όπως η ιεροποίηση του έθνους και του εθνικού παρελθόντος, αλλά και η αποκάθαρση και ο εξαγνισμός του εθνικού σώματος από οτιδήποτε μιαρό), η φυλετική και βιολογική διάσταση της εθνικής ρητορείας μιλούσε, και μιλά, με όρους ιατρικούς, αλλά και με όρους σωματικού και αισθητηριακού ρατσισμού: «Να ξεβρωμίσει ο τόπος» είναι το γνωστό σύνθημα των ναζί σήμερα, και οι μετανάστες αλλά και όσοι και όσες θεωρούνται εκτός εθνικού σώματος, συνιστούν εστίες μόλυνσης, που απειλούν την υγεία του έθνους.
Το εθνικό ιδεολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η χούντα λοιπόν, ούτε δημιουργήθηκε το 1967, ούτε φυσικά εξαφανίστηκε ως δια μαγείας το 1973-74. Μ' αυτή την έννοια, όντως, «η χούντα δεν τελείωσε το 1974». Γι' αυτό και οι ερμηνείες που εξηγούν τη σημερινή έξαρση του ναζισμού επικαλούμενες μόνο την οικονομική κρίση, παραγνωρίζοντας αυτές τις ιδεολογικές συνέχειες, είναι τραγικά ελλιπείς. Τέλος, έχω την αίσθηση πώς ενώ το κινηματικό μέτωπο απέναντι στον αυταρχισμό είναι ιδιαίτερα ισχυρό σήμερα, το μέτωπο απέναντι στον εθνικιστικό λόγο, και στην πολιτισμική και στην βιολογική-γενετική του εκδοχή, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο απαιτούν οι καιροί. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις αριστερές κινηματικές εκφράσεις πέφτουν και αυτές στην παγίδα του βιολογικού και ιατρικού λόγου, υπονομεύοντας έτσι την ιδεολογική μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό.
Γιάννης Χαμηλάκης
o Το μάθημα της «αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων»
1. Η ταραγμένη πολιτειακή ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, με αποκορύφωση τη δικτατορία, αφήνει δύο κατηγοριών ανοιχτούς λογαριασμούς αυταρχισμού στην πολιτική κουλτούρα των δικαιωμάτων. Στην πρώτη, τοποθετούνται επιβιώσεις που σχετίζονται με το ότι η πολιτική κουλτούρα ενός συστήματος έχει δικούς της μηχανισμούς αναπαραγωγής, σε ένα βαθμό –ενίοτε πολύ υπολογίσιμο– αυτονομημένους από το πολίτευμα. Ο αυταρχισμός δεν είναι υγρό, του οποίου η ροή σταματά όταν το πολίτευμα αλλάζει· είναι αέριο που μολύνει την ατμόσφαιρα, ακόμη και όταν σταματήσει να εκπέμπεται επισήμως.
Στη δεύτερη κατηγορία, εντοπίζονται επιβιώσεις που σχετίζονται με το νωπό παρελθόν των εκτροπών. Η αρχή της πλειοψηφίας στην Ελλάδα υλοποιήθηκε ουσιαστικά μεταπολεμικά για πρώτη φορά το 1974, κληροδοτώντας ένα πλειοψηφικό υπόβαθρο πρόσληψης των δικαιωμάτων: σχηματικά, «δικαίωμα ενάντια στην πλειοψηφική βούληση δεν νοείται». Αυτό το συμπαγές ιδεολογικό εποικοδόμημα σπάνια κλονίστηκε και, όποτε συνέβη, υπήρξαν λυσσαλέες αντιδράσεις – όπως στην υπόθεση των ταυτοτήτων. Εν μέρει, βέβαια, η αντίληψη αυτή εδράζεται σε ένα υποκριτικό υπόστρωμα: υστερούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, εθνοτικών και θρησκευτικών, όχι εν γένει τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Υπάρχουν μειοψηφίες που περνάνε μια χαρά στην Ελλάδα.
2. Το ότι η μεταπολίτευση, στη συγκυρία της χρεοκοπίας, έχει ενδυθεί με έναν πολιτικό λόγο αυτομαστίγωσης και αυτοενοχοποίησης δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι μετρά πρωτοφανή θεσμικά εγγυητικά κεκτημένα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Η «μεταπολίτευση» είναι μια πολιτική διαδικασία, υπό την έννοια της διαρκούς επιτέλεσης. Είναι διαρκώς ανοιχτή, καθώς εξ ορισμού ο αγώνας για πολιτική δημοκρατία δεν νοείται τετελεσμένος. Η μεταπολίτευση, εγγενώς και πάντα, θα είναι ατελής -- πολλώ δε μάλλον σήμερα, που πολλά από τα αυτονόητα κεκτημένα της καταργούνται.
Χρειαζόμαστε μια νέα κριτική κατανόηση. Το ότι ο όρος «συντεχνίες» χρησιμοποιείται, λ.χ., από τους κυβερνώντες, για να καταργηθεί το εργατικό δίκαιο, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού (και όχι μόνο). Τη διάκριση πρέπει να την κάνουμε με σαφήνεια, αλλιώς παρέχουμε κακές υπηρεσίες στην Αριστερά σε μια πολύ κρίσιμη ώρα. Επίσης, όσο πρέπει να φωνάζουμε στους μανδαρίνους του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η Ελλάδα έχει τραγικά κενά στο ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων, άλλο τόσο πρέπει να λέμε σε κάποιους εκπροσώπους της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών ότι η χώρα δεν είναι το βαλκανικό προπύργιο του αυταρχισμού της Νότιας Ευρώπης. Και, εσχάτως, πρέπει να φωνάζουμε επίσης ότι αν η τρόικα συνεχίσει έτσι τελικά η Ελλάδα θα γίνει όχι απλώς προπύργιο κρατικού αυταρχισμού, αλλά κάτι χειρότερο.
3. Η συγκυρία της κρίσης έχει οδηγήσει σε ολική ανατροπή του κοινωνικού κεκτημένου της μεταπολίτευσης. Σήμερα, η παραβίαση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν συνιστά απλώς παραβίαση «κεκτημένων», αλλά απαξίωση του σκληρού πυρήνα της πολιτικής αυτονομίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εξάλου, κάτι το οποίο στην Ελλάδα ως Αριστερά δεν έχουμε επεξεργαστεί αρκετά είναι η διάκριση μεταξύ «κεκτημένων» και «δικαιωμάτων». Η κρίση επαναφέρει το ξεχασμένο, ή μάλλον απωθημένο, μάθημα της αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων. Όταν παραβιάζονται, και μάλιστα τόσο απροκάλυπτα, τα κοινωνικά δικαιώματα, αμέσως έρχεται η σειρά όλων των άλλων δικαιωμάτων: από τα ατομικά μέχρι την ίδια την ιδέα της πολιτικής συμμετοχής.
Αυτός ο κίνδυνος διαγράφεται, με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, από τη νεοναζιστική εφόρμηση στο κεντρικό πολιτικό στερέωμα. Δι' αυτής, απροσχημάτιστα πλέον, απειλείται το πολίτευμα. Αν η απειλή νικήσει, θα έχουμε πράγματι μια «νέα χούντα» -- οπότε οφείλουμε να προσέχουμε τα λόγια μας. Στην κρίση πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες στο θυμικό της αγανάκτησης, αλλά και υπαγορευμένες από την πολιτική σπέκουλα. Οι όροι όμως, και η έντασή τους, έχουν σημασία. Το θέμα δεν είναι ότι δεν έχουμε δημοκρατία, αλλά τι δημοκρατία έχουμε καταλήξει να έχουμε.
4. Πρέπει να ανιχνεύουμε τομές και συνέχειες, χωρίς να θαμπωνόμαστε από τον εκκωφαντικό θόρυβο των ρήξεων ούτε να υποκλινόμαστε στη δύναμη της ιστορικής αδράνειας. Την ελληνική πολιτική κουλτούρα διαπερνά ένα ιδεολογικοπολιτικό συνεχές μιας συμπαγούς εθνοφυλετικής αντίληψης για την πολιτική κοινότητα, που είναι η πρώτη ύλη για την ακροδεξιά ιδεολογία. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει την ένταση και την έκταση της νεοναζιστικής εφόρμησης. Το σχήμα κατανόησης αυτού που συμβαίνει σήμερα πρέπει να είναι διττό: σε ένα υπαρκτό υπόστρωμα εθνοφυλετισμού και αυταρχισμού, επικάθεται η συγκυρία της κρίσης, που έρχεται να διαλύσει το ήδη ασθενές θεσμικό υπόβαθρο των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Πηγή: Αυγή
Θα σταθούμε μόνο στο κομμάτι της ιστορικής έρευνας του «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών» με τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973» που αφορά στους νεκρούς του Πολυτεχνείου κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και αμέσως μετά την καταστολή της.
Σύμφωνα με τα τεκμήρια, από τη χούντα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου δολοφονήθηκαν δεκάδες άνθρωποι. Να μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
*
Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16/11/1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ και Μάρνη τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε νεκρός στο «Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών».
Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών,φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16/11/1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΙΚΑ.
Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16/11/1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε νεκρός στο «Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών».
Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε νεκρός στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΙΚΑ.
Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών,οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βραδινές ώρες της 16/11/1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, χτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού.
Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Στις 16/11/1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19/11/1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Στις 17/11/1973, στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο «Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών», όπου πέθανε τη Δευτέρα 19/11/1973.
Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών,οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17/11/1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΩ» και «ΕΛΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, όπου εξέπνευσε στις 30/11/1973.
Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών,ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 17/11/1973, επί της πλατείας Αιγύπτου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του ΟΤΕ. Στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτορίας) διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17/11/1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του ΟΤΕ. Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.
Αλέξανδρος - Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών,Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, κάτοικος Μύρων 10, Αγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17/11/1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέιδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου πιστοποιήθηκε ο θάνατος του.
Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου, 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18/11/1973, στη διασταύρωση των οδών Γ' Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Εξέπνευσε στο ΚΑΤ στις 30/1/1974.
Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών,ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18/11/1973, στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο «Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών», όπου πέθανε αυθημερόν.
*
Ο κατάλογος που προηγήθηκε είναι ενδεικτικός. Περιλαμβάνει κι άλλους. Πολλούς. Αρκετοί από αυτούς δολοφονημένοι και στην ευρύτερη, πέραν του Πολυτεχνείου, περιοχή της Αθήνας, από τις δυνάμεις καταστολής που είχε εξαπολύσει η χούντα.
Τέτοιες ήταν, για παράδειγμα, οι δολοφονίες του Κυριάκου Παντελεάκη, εκτελεσμένου στις 18/11/1973 από πυρά άρματος μάχης στην Πατησίων, του Ευστάθιου Κολινιάτη που κτυπήθηκε στις 18/11/1973 από αστυνομικούς, των θυμάτων της αστυνομίας Σπυρίδωνα Κοντομάρη (πρώην βουλευτής Κερκύρας), Σωκράτη Μιχαήλ που τον χτύπησαν στην οδό Μπουμπουλίνας στις 16/11/1973, του Δημήτριου Παπαϊωάννου, του Δημήτρη Θεοδώρα που γαζώθηκε στις 17/11/1973 από πυρά στρατιωτικής περιπόλου, τουΑλέξανδρου Παπαθανασίου που εκτελέστηκε από τα πυρά των αστυνομικών του ΙΣΤ' Αστυνομικού Τμήματος Αθήνας...
***
Τα θρασίμια του ναζισμού λένε:
«Αυτοί δεν είναι νεκροί του Πολυτεχνείου. Αυτοί ήταν "έξω"από το Πολυτεχνείο»!
Είναι μάλιστα ικανοί να ισχυριστούν ότι οι «έξω» από το Πολυτεχνείο δεν δολοφονήθηκαν από τη χούντα στο πλαίσιο της καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά ότι «σκόνταψαν και χτύπησαν μόνοι τους»...
Να, όμως ένα παράδειγμα, για το τι έγινε με τους «έξω» από το Πολυτεχνείο:
To μεσημέρι της 18ης Νοέμβρη 1973, ο ταγματάρχης Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, Πατησίων και Στουρνάρη, οι αστυφύλακες χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμήν τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο και πυροβολεί.
«Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο», περιγράφει στην κατάθεσή του ένα χρόνο αργότερα ο οδηγός του Ντερτιλή - ο 21 ετών τότε Αντώνης Αγριτέλης - και συνεχίζει:
«Μετά το φόνο ο Ντερτιλής σαν να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε στο τζιπ και χτυπώντας με στην πλάτη μου είπε: "Με παραδέχεσαι, ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!"»...
*
Αυτός είναι ο «μύθος» των νεκρών του Πολυτεχνείου. Αυτή ήταν η χούντα των «Ντερτιλήδων». Αυτά είναι και τα ναζιστοειδή της Χρυσής Αυγής που την εκπροσωπούν σήμερα.
ΤΟ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Ημερομηνία καταχώρησης 18-11-2012-11:39:09 Θεματική Ενότητα: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973 (ΧΟΥΝΤΑ)
|
Αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο (1973) – 14 Νοέμβρη 2012 | ||
Ημερομηνία καταχώρησης 14-11-2012-18:04:40 Θεματική Ενότητα: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973 (ΧΟΥΝΤΑ)
http://www.youtube.com/watch?v=KmcQQNmS7h8 http://www.youtube.com/watch?v=rnvOXHKNhHE http://www.youtube.com/watch?v=nDqxGxQPM2s |
http://www.youtube.com/watch?v=YP3UBVYyuXo
Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974 - 21 Απρίλη 2012 | ||
Ημερομηνία καταχώρησης 22-04-2012-00:11:11 Θεματική Ενότητα: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973 (ΧΟΥΝΤΑ)
<iframe width="420" height="315" src="//www.youtube.com/embed/fWuzaapQB4s" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>
http://www.youtube.com/watch?v=fWuzaapQB4s
Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974: Εγχώριες και διεθνείς διαστάσεις
Οι «Δρόμοι της Ιστορίας» με αφορμή την 44η επέτειο από το απριλιανό πραξικόπημα και τη βύθιση της Ελλάδας στο επτάχρονο σκοτάδι της καταπίεσης και της βίας παρουσιάζουν ένα διπλό αφιέρωμα σε δύο συνεχόμενα τεύχη του Δρόμου για την περίοδο αυτή. Σκοπός μας είναι να υπενθυμίσουμε γεγονότα και διεργασίες που συντελέστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να αναδείξουμε κάποια ιδιαίτερα θέματα.
Η θεματολογία του πρώτου μέρους του αφιερώματος ξεκινάει με μια καταρχήν παρουσίαση και ανάλυση της περιόδου πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα. Έχουν γραφεί πάρα πολλά από ιστορικούς, δημοσιογράφους, μελετητές και πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα της περιόδου αλλά ακόμα μένουν πολλά να ειπωθούν στο πλαίσιο της ιστορικής ανάλυσης αφού οι συνέπειες της χούντας για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου επηρεάζουν ακόμα και σήμερα πολιτικές συμπεριφορές και στάσεις. Το πολιτικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, που σύμφωνα με τις περισσότερες σύγχρονες πολιτικές αναλύσεις βρίσκεται στο τέλος του, δημιουργήθηκε από τα απομεινάρια της προδικτακτορικής περιόδου αλλά και από την ανάγκη να μην βρεθεί ποτέ ξανά ο ελληνικός λαός κάτω από τα δεσμά της απολυταρχίας και του ολοκληρωτισμού στερούμενος των βασικών δικαιωμάτων του.
Η περίοδος της χούντας όπως ονομάστηκε, δανειζόμενη το όνομά της από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, δεν ήταν μια στατική περίοδος, ένα διάλειμμα της ελληνικής πολιτικής ζωής όπως τις περισσότερες φορές εμφανίζεται. Αποτελεί μια απόληξη της μετεμφυλιακής περιόδου και του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους που είχε στηριχθεί στον αντικομουνισμό, στην προσπάθεια για μια ανάπτυξη δυτικού τύπου με ενδογενείς αντιφάσεις, στην επέμβαση του ξένου παράγοντα αλλά και στην ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος που έχει ως αναφορά την κυνηγημένη Aριστερά μετά την ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο αλλά και τις σύγχρονες ανάγκες που προέκυψαν τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Βασικά αιτήματα παρέμεναν ο εκδημοκρατισμός της χώρας, η συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα και η βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών με τη διεκδίκηση οικονομικών παροχών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στην περίοδο της χούντας θα έρθουν όλα τα αιτήματα της προδικτατορικής περιόδου να μετουσιωθούν με αργούς ρυθμούς σε αντιδικτατορικό κίνημα που θα εκφρασθεί από την ελληνική νεολαία και το φοιτητικό κίνημα, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου που θα σηματοδοτήσει και την αρχή του τέλους για το καθεστώς.
Τα αίτια και οι αφορμές όμως του απριλιανού πραξικοπήματος παραμένουν ένα ενδιαφέρον πεδίο για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε πολλά από αυτά που συντελέστηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας. Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος, στο τεύχος 62 που θα κυκλοφορήσει τη Μεγάλη Παρασκευή 22 Απριλίου θα βρείτε ένα εκτενές αφιέρωμα στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσα από τα αρχεία του με πλούσιο υλικό από φωτογραφίες, ντοκουμέντα και άλλα υλικά από τις οργανώσεις της Αριστεράς και όχι μόνο.
21η Απριλίου 1967: Η κατάληξη μιας χρόνιας πολιτικής κρίσης και η έναρξη μιας σκοτεινής περιόδου
Του Δημήτρη Στεμπίλη
Εικοσαετία προετοιμασίας
Για να μπορέσει κανείς να καταλάβει το απριλιανό πραξικόπημα και τη χούντα των συνταγματαρχών θα πρέπει να γνωρίζει τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν. Το 1947 είναι μια σημαντική χρονιά για την εξέλιξη της μεταπολεμικής Ελλάδας και ειδικότερα για την πορεία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου αλλά και για τη μετέπειτα θέση της χώρας μας στο διεθνές πλαίσιο. Λόγω της αδυναμίας της Αγγλίας, ύστερα από την οικονομική της εξάντληση, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να αντεπεξέλθει στις ανάγκες μιας υπερδύναμης, η Ελλάδα περνάει στην «εποπτεία» και «καθοδήγηση», βλέπε εξάρτηση, των ΗΠΑ. Ενώ το δαχτυλίδι έχει δοθεί από τους Βρετανούς στους Αμερικανούς, ο δούρειος ίππος γι’ αυτή την εξάρτηση είναι το σχέδιο Μάρσαλ και το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας. Η αποτυχία να διαλυθούν οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) μέχρι το καλοκαίρι του 1948 επιτείνει τις ανησυχίες των Aμερικανών για την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου. Το 1947 τον Γεώργιο Β’ διαδέχεται στο θρόνο ο βασιλιάς Παύλος με την πολύ δυναμική σύζυγό του, Φρειδερίκη, οι οποίοι στο πλαίσιο του εμφύλιου πολέμου αλλά και των ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο θα υιοθετήσουν την ακραιφνή αντικομουνιστική ρητορική και θα θελήσουν να παίξουν έναν πιο παρεμβατικό ρόλο στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Το 1948 την αρχηγεία του στρατού για τις επιχειρήσεις στο Γράμμο-Βίτσι αναλαμβάνει ο αρχιστράτηγος Παπάγος. Είναι ένα κομβικό σημείο γιατί οι υπερεξουσίες που δίνονται στον Παπάγο και η νίκη του εθνικού στρατού απέναντι στο ΔΣΕ ένα χρόνο αργότερα θα τον καταστήσουν ως το πρόσωπο κλειδί των αρχών της δεκαετίας που ερχόταν. Ο Παπάγος θα αποτελέσει τον εκπρόσωπο της «νέας γενιάς» στην πολιτική ζωή με τη νίκη του στις εκλογές του 1952. Παράλληλα θα ενδυναμώσει λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, το στρατιωτικό πόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Οι δύο δεκαετίες που θα ακολουθήσουν για την εγχώρια πολιτική ζωή σηματοδοτούνται από την ύπαρξη του τρίπολου, βασιλιάς-στρατός-εκτελεστική εξουσία. Η παρέμβαση των ανακτόρων σε κάθε έκφανση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας είναι διάχυτη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η διαδοχή του αποβιώσαντος το 1955 Παπάγου από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο μακεδόνα πολιτικό θα καταδείξει την αντίληψη του παλατιού για τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της εγχώριας πολιτικής. Και ο Παύλος και ο διάδοχός του μερικά χρόνια αργότερα, γιος του Κωνσταντίνος, θα αποδειχθούν πολύ σκληροί παίκτες για το ελληνικό πολιτικό σύστημα και θα συγκρουστούν με τις ηγετικές μορφές του. Ο νεαρός Κωνσταντίνος δε θα διστάσει, παρά τα αναμενόμενα, να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στον αστικό πολιτικό κόσμο που θεωρούσε ότι λόγω της νεότητάς του δε θα είχε την ίδια πυγμή με τον πατέρα του Παύλο. Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο πατέρας του, Παύλος, θεωρούν δεδομένο τον έλεγχο που πρέπει να έχουν στο στράτευμα, έτσι ώστε σε ενδεχόμενη περίπτωση απειλής της εξουσίας τους να μπορούν να επιλέξουν τη συνταγματική εκτροπή έχοντας στο πλευρό τους το στράτευμα.
Όσον αφορά την εκτελεστική εξουσία, η επιλογή Καραμανλή από τον Παύλο το 1955 θα αλλάξει τα δεδομένα αφού ο Καραμανλής θα επιδιώξει αυτό που ονομάστηκε «βαθεία τομή» προσπαθώντας να χειραφετήσει την εκτελεστική εξουσία από τις ανακτορικές παρεμβάσεις αλλά και να απεμπλέξει το στρατό από την πολιτική. Η περιβόητη φράση του μετά τη δολοφονία Λαμπράκη «Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο» δηλώνει την αδυναμία του ισχυρού πολιτικού ηγέτη να απαγκιστρωθεί από τις παθογένειες και τις εγγενείς αδυναμίες που κουβαλούσε η δεξιά παράταξη σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο που όμως από την άλλη πλευρά την είχαν βοηθήσει να επικρατήσει μέσω ενός κράτους καταστολής. Ο άλλος ισχυρός πολιτικός άντρας της περιόδου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ακολουθώντας πολλές φορές τις εξελίξεις βρέθηκε να είναι ηγέτης ενός κινήματος που έχει μείνει στην ιστορία ως «Ανένδοτος Αγώνας», ειδικά μετά την ισχυροποίησή του από τη νίκη του στις εκλογές το Φεβρουάριο του 1964 με 53%. Οι εύθραυστες συμμαχίες που δημιούργησαν το κόμμα στο οποίο ηγείτο ο Γ. Παπανδρέου, την Ένωση Κέντρου, θα σπάσουν ακριβώς τη στιγμή που θα υπάρξει η διαμάχη μεταξύ βασιλιά Κωνσταντίνου και Παπανδρέου για τον έλεγχο του στρατού και της ΚΥΠ. Πολλοί ιστορικοί και αναλυτές της περιόδου έχουν μιλήσει για τη διαφορά συμφερόντων ανάμεσα σε μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Ο Πουλαντζάς λέει συγκεκριμένα για τα αίτια της δικτατορίας ότι ήταν η σύγκρουση της μεταπρατικής αστικής τάξης και της ενδογενούς αστικής τάξης που υποστήριζε περισσότερο την ένταξη στην ΕΟΚ. Από την άλλη πλευρά τα Ιουλιανά του ’65 αποτέλεσαν και μία περίοδο όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων που θα οδηγούσαν στην οριστική επικράτηση του κοινοβουλευτισμού και αυτών που θα είχαν πάντα ως εναλλακτική λύση τη συνταγματική εκτροπή αφού και το τότε ισχύον σύνταγμα του 1952 άφηνε παράθυρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε και στο ρόλο της ΕΔΑ σε όλη αυτή την περίοδο που ανέδειξε την ενίσχυση και την ισχυροποίηση του αριστερού και του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, παρά τις απαγορεύσεις και την καταστολή από το καθεστώς της δεξιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σφοδρός αντικομουνιστής ήταν και ο Γεώργιος Παπανδρέου, γεγονός που αποτελούσε πάντα σημείο τριβής μεταξύ του γηραιού πολιτικού και των αριστερών δυνάμεων. Ο γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέας Παπανδρέου και Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως θα κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του Γ. Παπανδρέου ότι θέλει να οδηγήσει τη χώρα σε μία κυβέρνηση με την παρουσία της ΕΔΑ.
Ο τρίτος πόλος που παίζει σημαντικό ρόλο όλη αυτή την περίοδο είναι ο στρατός που όπως προαναφέραμε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 βρίσκει την πολιτική του έκφραση μέσω του στρατάρχη Παπάγου και του «Ελληνικού Συναγερμού». Η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ το 1952 θα αναδείξει τη σημασία των στρατιωτικών καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφερόμαστε. Όμως ο στρατιωτικός μηχανισμός δεν απέκτησε ποτέ στην Ελλάδα τη θεσμική και διαρκή αυτονομία που είχε αποκτήσει ο τουρκικός στρατός. Αυτό οδήγησε θερμόαιμους αξιωματικούς οι οποίοι είχαν δράσει την περίοδο του εμφυλίου και είχαν ως κοινή ιδεολογική βάση τον αντικομουνισμό, να συγκροτήσουν ή να αναβιώσουν παραστρατιωτικές οργανώσεις οι οποίες δεν χειραγωγούνταν από το στέμμα ή από τους αρχηγούς του στρατού. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) που αν και δεν ήταν η μόνη αντιπειθαρχική στρατιωτική οργάνωση αποτέλεσε τον πυρήνα των μετέπειτα πρωταιτίων του απριλιανού πραξικοπήματος. Η σημαντική χρονιά για τους συνταγματάρχες όπως ο Παπαδόπουλος ήταν το 1966 όταν οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο ή την επαρχία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Γ. Παπανδρέου το 1964, επιστρέφουν και αναλαμβάνουν στην Αθήνα σημαντικά πόστα για τη διοίκηση του στρατού. Οι σχέσεις επίσης του Γεωργίου Παπαδόπουλου και του ανταγωνιστή του Δημήτρη Σταματελόπουλου για την ηγεσία της ομάδας με τον αντισυνταγματάρχη Λάζαρο, διευθυντή του γραφείου του αρχηγού του ΓΕΣ και με τον αντισυνταγματάρχη Βαγενά, θα τους βοηθήσει εκτός από την κατάληψη καίριων θέσεων στο στράτευμα να έχουν και αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στα ανώτερα κλιμάκια. Ο Σπαντιδάκης, αρχηγός του ΓΕΣ μάλλον γνώριζε την ύπαρξη του ΙΔΕΑ αλλά όμως δεν έδινε και τόση σημασία στη δυναμική και τις δυνατότητές του. Οι συνταγματάρχες κατηγορώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και προσπαθώντας να «εκκαθαρίσουν» το στράτευμα από τους δημοκρατικούς αξιωματικούς θα μεγαλοποιήσουν και ουσιαστικά θα κατασκευάσουν την υπόθεση Ασπίδα που αποτέλεσε πολιτικό πλήγμα για τον Α. Παπανδρέου και τον πατέρα του Γεώργιο, αλλά και αφορμή για εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. Η αποστασία του Ιουλίου του 1965 θα σηματοδοτήσει την προβληματική διάσταση και σχέση του τριγώνου εκτελεστικής εξουσίας, στρατού και βασιλιά που θα προετοιμάσει το δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου
Ο γιος του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και μετέπειτα πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου αποτέλεσε ίσως ένα από τα πρόσωπα κλειδιά στα χρόνια πριν από την επιβολή της χούντας. Ο Α. Παπανδρέου αποτέλεσε γρήγορα έναν από τους δύο εσωτερικούς πόλους στην Ένωση Κέντρου, ο άλλος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Α. Παπανδρέου εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζοντας έναν πιο ριζοσπαστικό λόγο και έχοντας περισσότερο ριζοσπαστικούς στόχους χωρίς βέβαια να αποφεύγει κι αυτός την οικογενειακή παράδοση του λαϊκισμού. Για την εποχή αυτή όμως και στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, οι προτάσεις και η παρουσία Παπανδρέου αποτελούσαν μία εναλλακτική λύση για ένα κομμάτι που είχε εμπιστευτεί την ΕΔΑ στις εκλογές του ’58 και ένα άλλο κομμάτι που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Ο Α. Παπανδρέου έθιξε εκείνη την περίοδο ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που επηρέασαν την ελληνική κοινή γνώμη, αυτό της ξένης επέμβασης και του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Μιλούσε ανοιχτά για την επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα και της ντόπιας ελίτ που την υποστήριζε και διακήρυττε ότι χρειάζεται πλήρης εθνική κυριαρχία, το γνωστό «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Ουσιαστικά εννοούσε στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό μια πολιτική ανεξάρτητης λήψης αποφάσεων με εκμετάλλευση των συμμαχιών για τη διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων. Στον δε ευρωπαϊκό προσανατολισμό πίστευε ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ. Ο Α. Παπανδρέου έβαλε πάλι στο τραπέζι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας συνεπικουρούμενος από την έξαρση και την κορύφωση στο εθνικό ζήτημα της Κύπρου τον «εξ ανατολών» κίνδυνο της Τουρκίας, η οποία αποτελούσε σύμμαχό μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Προσπαθεί δηλαδή να «σπάσει» για την Ελλάδα το δόγμα του δυτικού συνασπισμού και του από βορράν κίνδυνο, δηλαδή τη Βουλγαρία και να ανοιχτεί σε μία πιο αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Το State Department την περίοδο 1966-1967 αναφέρει με συνεχείς προαναφορές τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ Α. Παπανδρέου και παλατιού κυρίως στα ζητήματα που αφορούν το στρατό και τον έλεγχο της ΚΥΠ. Πάντως μέχρι την τελευταία στιγμή ο Ανδρέας Παπανδρέου πιστεύει ότι η μαζική κινητοποίηση την οποία θέλει να εκφράσει θα αποτρέψει το πραξικόπημα. Συγκεκριμένα την 20η Απριλίου 1967 ο Παπανδρέου φέρεται να δηλώνει «το βράδυ των εκλογών θα σχηματίσουμε λαϊκή κυβέρνηση στην πλατεία Συντάγματος χωρίς να ειδοποιήσουμε το βασιλιά». Αλλά και ο κόσμος της Αριστεράς ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ βασιλιά, Κανελλόπουλου και Γεωργίου Παπανδρέου, κάτι που έτσι κι αλλιώς είχε γίνει στις 18 Δεκεμβρίου του 1966, ότι οι εκλογές του Μαΐου θα πραγματοποιηθούν. Η πιο γνωστή ιστορία που αξίζει να υπενθυμίσουμε είναι ότι η εφημερίδα Αυγή στο φύλλο της, της 21ης Απριλίου 1967 που δεν κυκλοφόρησε θα δημοσίευε το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας σειράς κειμένων που εξηγούσαν γιατί δεν μπορεί να γίνει δικτατορία στην Ελλάδα. Ο Λεωνίδας Κύρκος δήλωνε ότι ο λαός θα αποτρέψει το πραξικόπημα και οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες.
Στο κόμμα της ΕΡΕ μετά την αποχώρηση του Καραμανλή, το 1963, και την αυτοεξορία του στο Παρίσι υπήρχε βαθύ χάσμα μεταξύ των σκληροπυρηνικών δεξιών στοιχείων και των μετριοπαθών όπως ο αρχηγός της, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και ο Αβέρωφ, και ο Πιπινέλης αλλά και ο Κανελλόπουλος, μπροστά στον κίνδυνο μιας εκτράχυνσης της κατάστασης μπορεί και να αποδέχονταν ένα ελεγχόμενο πραξικόπημα από το βασιλιά που τελικά οργανώθηκε αλλά δεν ευοδώθηκε. Η ηγεσία της ΕΡΕ φαίνεται κατώτερη των περιστάσεων. Πάντως είναι γνωστό από τα αμερικανικά αρχεία ότι ο Γ. Παπανδρέου ανησυχούσε ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος πιεζόταν από τον Πιπινέλη, το Γαρουφαλιά και τη Φρειδερίκη για την επιβολή δικτατορίας και ότι ζητούσε παρέμβαση των Αμερικανών λόγω της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ Παπανδρέου και Βασιλιά. Ο άγνωστος Χ στην εξίσωση ήταν ο Κων/νος Καραμανλής ο οποίος ως αυτοεξόριστος στο Παρίσι δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία λόγω της ρευστότητας της πολιτικής κατάστασης. Συγκεκριμένα, σε τρεις συναντήσεις που είχε μαζί του ο διευθυντής του γραφείου του βασιλιά, Δημήτριος Μπίστιος, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του ’66 και τον Μάρτιο του ’67, ο Καραμανλής αρνήθηκε να έρθει στην Ελλάδα και να αναλάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ζητώντας την αναθεώρηση του Συντάγματος και έκτακτες εξουσίες όπως αυτές που είχε ο Παπάγος, πριν από 15 χρόνια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξαφνικά βρέθηκαν αμήχανες λόγω των δικών τους ανακατευθύνσεων στην εξωτερική πολιτική. Το State Department και η πρεσβεία στην Ελλάδα έβλεπαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκλογές του Μαΐου του 1967 και κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά είχαν επεξεργαστεί σενάρια όπου θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα δικτατορία των στρατηγών, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά. Ο Κωνσταντίνος με το φόβο της ισχυροποίησης του Α. Παπανδρέου μετά τις εκλογές του Μαΐου του 1967 έλεγε στον αμερικανό πρέσβη Τάλμποτ ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την κατάσταση της «ελεύθερης Ελλάδας», ανεχόμενος την άνοδο στην εξουσία του Α. Παπανδρέου. Η παραίτηση της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κανελλόπουλο εξωθεί τα πράγματα ακόμη περισσότερο με τον Γ. Παπανδρέου να στέκεται αδιάλλακτος απέναντι στις πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου. Από την άλλη πλευρά οι συνταγματάρχες οι οποίοι ήδη είχαν οργανώσει ένα «επαναστατικό συμβούλιο» από το Δεκέμβριο του 1966 και με τη βοήθεια της CIA είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Ο ίδιος ο Τάλμποτ θα φανεί αιφνιδιασμένος το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 όταν οι συνταγματάρχες θα αναλάβουν την εξουσία με τα τανκς. Ο βασιλιάς επίσης θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και μετέπειτα σε πολιτικό αδιέξοδο που θα τον οδηγήσει μετά το αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου του 1968 σε έξοδο από τη χώρα.
Όσον αφορά την Αριστερά σε όλο αυτό το πλαίσιο της δεκαετίας του 1960, έχοντας υποστεί πολλές πιέσεις και συμπίεση από την κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρο υ, δεν θα μπορέσει να κάνει τουλάχιστον στη φάση λίγο πριν το πραξικόπημα πολλά πράγματα. Η ΕΔΑ και το παράνομο ΚΚΕ είναι οι «συνήθεις εχθροί» που όλοι χρησιμοποιούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους. Τελικά όμως η Αριστερά θα είναι αυτή που για μια ακόμη φορά όπως συνέβη και στην κατοχή του ’41-’44 θα αποτελέσει ίσως τον βασικότερο πόλο του αντιδικτατορικού κινήματος ενάντια στην χούντα των συνταγματαρχών.
Η ανανεωτική κομμουνιστική Αριστερά στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (1972-1973)
Το φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, αναμφίβολα απετέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της περιόδου 1967-1974. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτό δεν ήταν άσχετοι με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, την περίοδο εκείνη, η ελληνική Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η επιθετικά κατασταλτική πολιτική των συνταγματαρχών, οι ενδοκομμουνιστικές έριδες και η ανοχή που επέδειξε για αρκετό χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία, είχαν ως αποτέλεσμα την περιορισμένη και αναποτελεσματική αντιστασιακή δράση στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας.
Η συγκρότηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, περί τα τέλη 1971 – αρχές 1972, άλλαξε άρδην αυτά τα δεδομένα. Η κλιμακούμενη δράση του προοδευτικά σηματοδότησε την ποιοτική αναβάθμιση της αντίστασης, με το ξεπέρασμα των συνωμοτικών δομών των αντιστασιακών οργανώσεων και την αντικατάστασή τους από την οργανωμένη και ανοιχτή αντιπαράθεση με τη χούντα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που οδήγησαν στην επανεισαγωγή του λαϊκού παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις, όπως συνέβη στην περίπτωση της κατάληψης της Νομικής Σχολής και, αργότερα, στην κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου. Από την άποψη αυτή, το φοιτητικό κίνημα λειτούργησε ως πολιτικός παράγοντας πρώτης γραμμής στα χρόνια της δικτατορίας, αντικαθιστώντας την αδράνεια των πολιτικών κομμάτων.
Ωστόσο, η σχέση που ανέπτυξε με τις πολιτικές δυνάμεις αυτής της περιόδου, κυρίως με τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις, εμφανίζει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1972, περίοδο συγκρότησης και ανάπτυξης των οργανωτικών του δομών, η σχέση αυτών των πολιτικών δυνάμεων με τα συλλογικά όργανα του φοιτητικού κινήματος περιορίστηκε στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι φοιτητές που διατηρούσαν οργανωτικούς δεσμούς με τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα. Με άλλα λόγια, στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου δεν παρατηρείται κάποια άμεση εμπλοκή της κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του κινήματος. Από την άποψη αυτή, η πολιτική παρέμβαση του κόμματος της κομμουνιστικής ανανέωσης, εκείνη την περίοδο, ελάχιστα συνεισέφερε στη διαδικασία συγκρότησης των συλλογικοτήτων του φοιτητικού χώρου. Όπως διαφαίνεται μέσα και από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ Εσωτερικού αυτής της περιόδου, τα καθοδηγητικά του όργανα δεν αντιλαμβάνονταν το ιδιαίτερο πολιτικό βάρος του φοιτητικού κινήματος, αντιμετωπίζοντας τις εξελίξεις στα πανεπιστήμια ως μία δευτερεύουσα πλευρά ενός ευρύτερου αντιστασιακού κινήματος, για το οποίο όμως δεν εκπληρώνονταν ούτε καν οι βασικές προϋποθέσεις συγκρότησής του.
Από τα τέλη, όμως, του φθινοπώρου 1972 και αμέσως μετά τις φοιτητικές εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η συγκρότηση και δραστηριοποίηση των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, σε συνδυασμό με κάποιας καθοριστικής σημασίας γεγονότα στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος αλλά και με τις συνέπειες που προκάλεσε σε αυτό η πολιτική των συνταγματαρχών, είχαν ως αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη συμβολή της κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του φοιτητικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1972 διασπάστηκαν οι Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα (ΦΕΑ) στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διαφορετικών οργανωτικών σχημάτων στις παραπάνω σχολές. Το πρώτο, που ενσωματώθηκε στο ήδη υπάρχον οργανωτικό σχήμα, ελεγχόταν από την Κομμουνιστική Οργάνωση Σπουδαστών (Κ.Ο.Σ.) του ΚΚΕ Εσωτερικού μέσω του Ρήγα Φεραίου, ενώ το δεύτερο από την ΚΝΕ, μέσω της Αντί-ΕΦΕΕ. Παράλληλα η προσπάθεια των συνταγματαρχών, στις αρχές του 1973, αποψίλωσης του φοιτητικού κινήματος μέσω των αναγκαστικών στρατεύσεων σημαντικών στελεχών του, έδωσε την ευκαιρία στις πολιτικές φοιτητικές οργανώσεις να διαδραματίσουν βαρύνοντα ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η κατάληψη της Νομικής Σχολής της Αθήνας, τον Φεβρουάριο του 1973, απετέλεσε προσχεδιασμένη ενέργεια στελεχών του Ρήγα Φεραίου και της Αντί-ΕΦΕΕ. Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και η λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση», δηλαδή η πολιτική της ελεγχόμενης από το καθεστώς χρήσης ηπιότερων μεθόδων διακυβέρνησης, που ήταν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων της δικτατορίας και της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κοινωνικά ερείσματα. Βεβαίως, στη φάση αυτή, η υπεροχή των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων έναντι των σχετικά αυθόρμητων οργανωτικών δομών που είχαν ήδη αναπτυχθεί στα ΑΕΙ, υπήρξε αποτέλεσμα και των οργανωτικών δυνατοτήτων που χαρακτήριζε τις κομμουνιστικές οργανώσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι οργανωτικές δυνατότητες δεν υλοποιήθηκαν με τον συνήθη για τις κομμουνιστικές οργανώσεις τρόπο, αλλά ενσωματώθηκαν και προσαρμόστηκαν στις αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών το επίκεντρο των αποφάσεων, σε αντίθεση με τις τυπικές κομμουνιστικές οργανώσεις, μετατοπιζόταν από την κορυφή στη βάση της οργανωτικής πυραμίδας αντανακλώντας την, κάθε φορά, διαμορφωμένη συλλογική βούληση των δρώντων υποκειμένων.
Η σχέση του αναδιοργανωμένου Ρήγα Φεραίου, που ανασυστήθηκε το 1972 από στελέχη του προηγούμενου κλιμακίου του Ρήγα και δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, δηλαδή το ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί γύρω από δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αναφέρεται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος, ο οποίος καθορίστηκε από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες που υιοθετήθηκαν στα φοιτητικά περιβάλλοντα. Ο δεύτερος καθορίστηκε στη βάση των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών δεσμών του Ρήγα με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Λίγους μόνο μήνες πριν τις πρώτες εκδηλώσεις του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, το ηγετικό κλιμάκιο του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν αντιλαμβανόταν ακόμη τις δυνατότητες αντιδικτατορικής δράσης που διαμορφώνονταν στον φοιτητικό χώρο και δεν επεδίωξε να επενδύσει πολιτικά σε αυτές. Η πολιτική αυτή, ουσιαστικά, ακολουθήθηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 1972, αν και οι πρώιμες αποτυπώσεις της μεταστροφής της καταγράφονται από τα τέλη της άνοιξης του ίδιου έτους. Μία από τις πρώτες ενδείξεις αυτής της μεταστροφής έχουμε τον Μάη του 1972, όταν το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού με απόφασή του υιοθέτησε τη γραμμή της αποφασιστικής στροφής των μελών και στελεχών του κόμματος προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μαζικού κινήματος. Στην απόφαση αναφερόταν ότι το βάρος της μαζικής δράσης έπρεπε να μετατοπιστεί στον χώρο της νεολαίας. Αυτή, ωστόσο, η πολιτική πρωτοβουλία εκδηλώθηκε μόνο όταν οι βασικές προϋποθέσεις συγκρότησης του φοιτητικού χώρου είχαν ενεργοποιηθεί, μέσα από τις πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις και τη διαδικασία των προσφυγών κατά των διορισμένων διοικήσεων των φοιτητικών συλλόγων. Επομένως, δεν επρόκειτο για μία πολιτική παρέμβαση μέσω της οποίας προαποφασίστηκε η ενεργός ανάμειξη των στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού στον φοιτητικό χώρο με στόχο τη συγκρότηση αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Αλλά για μία εκ των υστέρων διαπίστωση της αναγκαιότητας του μαζικού αγώνα, μέσω της οποίας καταγράφηκε το πολιτικό ενδιαφέρον του κόμματος για τις ήδη σχηματοποιημένες κινηματικές διαδικασίες που είχαν συντελεστεί στα πανεπιστήμια.
Τον Οκτώβριο του 1972 κυκλοφόρησαν οι θέσεις της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Σπουδαστών (ΚΟΣ) του ΚΚΕ Εσωτερικού για το φοιτητικό κίνημα, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κ.Ε. του κόμματος. Στο σημαντικότατο αυτό κείμενο υπήρχε σαφής αναφορά στη δυνατότητα συγκρότησης αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και καλούνταν όλοι οι κομμουνιστές και δημοκράτες φοιτητές να συσπειρωθούν γύρω από τις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα, που ήδη λειτουργούσαν στα ΑΕΙ, διεκδικώντας τη διενέργεια ελεύθερων φοιτητικών εκλογών. Μετά την κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο του 1973, δηλαδή σε μια περίοδο όξυνσης των φοιτητικών κινητοποιήσεων, το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού με απόφασή του ανέφερε ότι οι φοιτητές αναδεικνύονταν πρωτοπόροι στην ανάπτυξη του ευρύτερου λαϊκού κινήματος. Παράλληλα, τόνιζε ότι οι κινητοποιήσεις των φοιτητών ήταν ακαθοδήγητες, καλώντας όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις να εκδηλώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή συμπαράσταση προς τους αγωνιζόμενους φοιτητές.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση του Ρήγα Φεραίου με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Αν και το ζήτημα του ιδεολογικού χαρακτήρα του Ρήγα ήταν ένα θέμα που απασχόλησε εξαρχής την οργάνωση, η σύνδεσή του με το Γραφείο Εσωτερικού και την Κομμουνιστική Οργάνωση Σπουδαστών του ΚΚΕ Εσωτερικού θεωρείται δεδομένη, διότι πολλά από τα στελέχη του διατηρούσαν επαφές με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Στη βάση αυτή, πολλά στελέχη του Ρήγα προσπάθησαν να ενσωματώσουν στη δράση τους τις πολιτικές απόψεις των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ Εσωτερικού σχετικά με τη στρατιωτική δικτατορία. Οι απόψεις αυτές σχηματοποιούνταν στη λεγόμενη «Θεωρία των ρωγμών», σύμφωνα με την οποία η δικτατορία, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν μπορούσε να αναπαραχθεί δεδομένου ότι στερούνταν ιδεολογικής νομιμοποίησης και κοινωνικών ερεισμάτων. Επομένως, εμφάνιζε «ρωγμές» σε δομικό και λειτουργικό επίπεδο και ένας πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισής της αναφερόταν στη δυνατότητα αξιοποίησης, από μέρους των αντιδικτατορικών δυνάμεων, αυτών των δομικών και λειτουργικών της αντιφάσεων. Αργότερα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973, η πρόθεση κάποιων στελεχών της καθοδηγητικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού για συμμετοχή του κόμματος στις εκλογικές διαδικασίες που τέθηκαν σε κίνηση με το λεγόμενο «πείραμα Μαρκεζίνη», σχετιζόταν με τη συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη περί «ρωγμών» στο εσωτερικό της δικτατορίας, αν και πολλά στελέχη του κόμματος διαφοροποιήθηκαν ως προς αυτό το ζήτημα. Παρόμοιες διαφοροποιήσεις εκφράστηκαν στα καθοδηγητικά όργανα της ΚΟΣ και του Ρήγα. Στο σημείο αυτό παρατηρήθηκαν οι πρώτοι τριγμοί ανάμεσα στην ηγεσία του κόμματος και στη νεολαία. Ωστόσο, δεν οδήγησαν ούτε σε διάσπαση αλλά ούτε και σε εκτεταμένες διαρροές στελεχών. Αυτό συνέβη διότι τα μέλη του Ρήγα Φεραίου διέθεταν, ως ένα βαθμό, τη δυνατότητα να δρουν ανεξάρτητα από τις αποφάσεις της κομματικής καθοδήγησης.
Η προσπάθεια των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου και του Ρήγα Φεραίου, να ταυτισθούν με τις επιλογές των πολιτικών τους φορέων ήταν περισσότερο ευδιάκριτη στην περίπτωση της εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973. Η εξέγερση και η κρισιμότητα της κατάστασης που διαμορφώθηκε κινητοποίησαν τους καθοδηγητικούς μηχανισμούς της κομμουνιστικής Αριστεράς με στόχο την πραγμάτωση των πολιτικών τους επιλογών. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε και η στάση του Ρήγα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Συγκεκριμένα, η πρώτη αντίδραση της καθοδήγησης στο φαινόμενο της κατάληψης ήταν η απόρριψή της. Η συγκεκριμένη, όμως, γραμμή δεν αφομοιώθηκε πλήρως από το σύνολο των μελών, πολλά από τα οποία συντάχθηκαν με τους υποστηρικτές της κατάληψης. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί και από τη δυναμική των γεγονότων που εξελίχθηκαν ραγδαία, χωρίς να προσφέρουν τη δυνατότητα εκτιμήσεων αλλά και από το γεγονός των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών του κινήματος τα οποία επιβίωναν από την πρώτη του φάση και έφεραν τα στοιχεία ενός κινήματος που οργανώνεται και δρα ανεξάρτητα από τη «γραμμή» των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, πολλά στελέχη δεν υπάκουσαν στην καθοδήγηση ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, οι καθοδηγήσεις δεν λειτούργησαν με σαφήνεια, εξαιτίας της σύγχυσης που δημιουργούσε η ταχύτητα των εξελίξεων, με αποτέλεσμα η πρωτοβουλία να περνά στα στελέχη των οργανώσεων. Με τον τρόπο αυτό, η τελική στάση των στελεχών του Ρήγα στα δρώμενα της εξέγερσης ήταν ένας συγκερασμός αυθόρμητων πρωτοβουλιών, που επιβάλλονταν από την εκάστοτε εξέλιξη των γεγονότων, και δρομολογημένων δράσεων, οι οποίες εξέφραζαν τις επιλογές των πολιτικών καθοδηγήσεων.
Στο σύντομο αυτό άρθρο προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε την παρουσία και τον ρόλο της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και τη σχέση που διείπε το ΚΚΕ Εσωτερικού με τον Ρήγα Φεραίο. Το κόμμα της κομμουνιστικής ανανέωσης, όπως και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις που δραστηριοποιήθηκαν μέσω των φοιτητικών τους οργανώσεων στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιδικτατορική πάλη. Ακολούθησαν όμως, μέχρι και τα τέλη περίπου του 1972, τις εξελίξεις που είχαν ήδη σημειωθεί στον φοιτητικό χώρο και οι πολιτικές τους διαμεσολαβήσεις σε αρκετές περιπτώσεις είχαν ως μέριμνα, εκτός από την ανατροπή του τυραννικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, την πολιτική τους αναπαραγωγή. Τέλος, στη σχέση των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, μεταξύ αυτών και ο Ρήγας Φεραίος, με τις καθοδηγήσεις των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς συνυφαίνονταν οι αυθόρμητες διαμεσολαβήσεις, απόρροια των αμεσοδημοκρατικών γνωρισμάτων των πρώιμων οργανωτικών δομών του φοιτητικού χώρου, με τις πιο οργανωμένες παρεμβάσεις, φορείς των οποίων υπήρξαν τα στελέχη των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων.
* O Αργύρης Υφαντόπουλος
είναι διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Οικονομικές σχέσεις και μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας
Βασική και καταστατική προϋπόθεση όταν τίθεται υπό συζήτηση η οικονομική πολιτική της χούντας είναι να διευκρινιστεί ότι, παρά τις επί τω χειρίστω τροποποιήσεις που επέφερε, ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις οικονομικές στρατηγικές που δρομολογήθηκαν όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην ουσία επρόκειτο για την εφαρμογή ενός σχεδιασμού που εγκαινιάστηκε με το σχέδιο Μάρσαλ και μορφοποιήθηκε από τις οικονομικές προτεραιότητες μιας ελληνικής αστικής τάξης, όπως αυτή προέκυψε δυνάμει των συνθηκών που επικράτησαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και η οποία δρομολόγησε έναν συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. Αυτές προσδιορίστηκαν από την πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στις σχέσεις εξάρτησης που οικοδόμησε ο διεθνής καπιταλισμός στις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Με αυτήν την έννοια, το καθεστώς εκτεταμένων και σκανδαλωδών εν πολλοίς φορολογικών «διευκολύνσεων» που επέκτεινε η χούντα (ΝΔ 916/1971) βασίστηκε στο νόμο 4171 του 1961 περί κινήτρων οικονομικής ανάπτυξης, τις βασικές ρυθμίσεις του οποίου ανανέωσε. Ο νόμος 2687 του 1953 «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» εξελίχθηκε με ενδιάμεσες τροποποιήσεις (1961,1965) στο νόμο 608/1970 της χούντας περί «εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου», ο οποίος και αποθέωσε την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και εδραίωσε ένα καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης συναρτημένο με την επέκταση των υπηρεσιών χωρίς ανταγωνιστικό μεταποιητικό τομέα αλλά ως επί το πλείστον βασισμένο σε μονάδες συναρμολογήσεων, παραγωγής ελαφρών καταναλωτικών αγαθών και πρωτογενούς κατεργασίας πρώτων υλών χωρίς καθετοποίηση της παραγωγής, ιδίως στη μεταλλουργία. Το ίδιο συνέβη με την πολιτική των συμβάσεων του ελληνικού κράτους με ξένες ιδίως εταιρίες. Επρόκειτο για συμβάσεις, όπως αυτή της «Ολυμπιακής», που υπεγράφη στα 1956 και παραχωρούσε δεκάδες προνόμια εκμετάλλευσης των αεροπορικών μεταφορών, η οποία, μεταξύ άλλων, στα 1971 απέδωσε τη δυνατότητα στον Ωνάση για την προμήθεια αεροπλάνων με πλήρη απαλλαγή των αγορών αυτών από οποιοδήποτε φόρο ή εισφορές υπέρ του δημοσίου.
Το ίδιο καθεστώς αναπαρήγαγε και επέκτεινε η χούντα και με τις προδικτατορικές συμβάσεις του αμίαντου (Εταιρία Μεταλλεία Βορείου Ελλάδος), του Νιάρχου για τα ναυπηγεία, του Τ. Πάππας για τα διυλιστήρια, ή με τη σύμβαση με την Πεσινέ για το αλουμίνιο κ.λπ. Μάλιστα, για τη σχέση αυτή των προδικτατορικών συμβάσεων και αυτών της χούντας η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Πάππας και της «ΕΣΣΟ»: η σύμβαση του 1962 ήταν τόσο σκανδαλώδης ώστε για να χρυσωθεί το χάπι επιβλήθηκε στην εταιρία ως συμβατική υποχρέωση να δημιουργήσει 5-6 γεωργικές βιομηχανίες, στη δημιουργία των οποίων ποτέ δεν προχώρησε. Η χούντα στα 1972 απάλλαξε και τυπικά την εταιρία από τις υποχρεώσεις αυτές, με αντιστάθμισμα τη δημιουργία ενός εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα.
Δανειακή και οικονομική εξάρτηση
Την ίδια στιγμή επιταχύνθηκε η διαδικασία δανειακής εξάρτησης της χώρας. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο την πενταετία 1967-1971 εισήχθησαν στην Ελλάδα 550,8 εκατ. δολάρια στον ιδιωτικό τομέα και 602,2 εκατ. με τη μορφή δανείων στο δημόσιο. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της επιτάχυνσης της πρόσδεσης στις δομές εξάρτησης που συγκροτήθηκαν αρκεί να σημειωθεί ότι τα κρατικά αυτά δάνεια αντιπροσώπευαν το 90% του συνολικού εξωτερικού δημοσίου χρέους της χώρας μέχρι την περίοδο εκείνη.
Μόνο η επιβάρυνση σε επίπεδο χρεολυσίων υπερδιπλασιάστηκε μέσα στα 5 αυτά χρόνια, συνιστώντας περίπου το μισό των κεφαλαίων που κάθε χρόνο εισήχθησαν ως δάνεια. Έτσι, μεταξύ του 1968 και του 1971 τα χρεολύσια αυξήθηκαν από 35,5 εκατ. δολάρια σε 51,6 εκατ. για να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις στα 3 επόμενα χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία των χρημάτων αυτών κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ (το 48%). Μάλιστα, για να μην εμφανίζεται άμεσα το ελληνικό δημόσιο ως οφειλέτης, τη λήψη των δανείων διαμεσολαβούσε η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία μέσα σε ένα χρόνο, από τα μέσα του 1973 ως την πτώση της χούντας, δανείστηκε 688 εκατ. δολάρια και έτσι αυξήθηκε το εξωτερικό χρέος κατά 20 δισεκατομμύρια δραχμές. Την περίοδο 1967-1972 το 38,6% των 2.070 εκατ. δολαρίων που εισήχθησαν, και λίγο αργότερα το 50% περίπου, έφευγε από τη χώρα ως τόκοι, μερίσματα και κέρδη.
Συνολικά το ύψος των αμερικανικών τοποθετήσεων κάθε μορφής στην Ελλάδα μέχρι και τις αρχές του 1973, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, πρέπει να υπολογίζεται σε 400.000.000 δολάρια ενώ οι εμπορικές σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Από τη Γαλλία εισήχθησαν περίπου 230.000.000 ενώ μέχρι το 1973, με στοιχεία του Γερμανο-ελληνικού Επιμελητηρίου, η Δυτ. Γερμανία είχε επενδύσει περίπου 60 εκατ. δολάρια, όμως ήταν η πρώτη χώρα σε αριθμό εταιριών γερμανικών συμφερόντων στη χώρα με 30 θυγατρικές εταιρείες διεθνών γερμανικών επιχειρήσεων, 80 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων και 40 τεχνολογικής συνεργασίας με ελληνικές.
Προστασία του κεφαλαίου
Στον τομέα προάσπισης των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου επιχειρήθηκε μια εκτεταμένη παρέμβαση στην αγορά, πάλι στα πλαίσια της προδικτατορικής λογικής. Φοροαπαλλαγές, διπλασιασμός της κρατικής κάλυψης των αποσβέσεων, απελευθέρωση της τραπεζικής χρηματοδότησης από το Σεπτέμβριο του 1968, συνταγματική προστασία για την εγκατάσταση αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιριών με πλήρης φοροαπαλλαγές μέχρι και επί του χαρτοσήμου (Άρθρο 23 του Συντάγματος 1968-1973), παρεμβάσεις του δημοσίου για απαλλοτριώσεις και δωρεάν παράδοση γης στις ιδιωτικές εταιρίες (π.χ. 3.000 στρέμματα στην Πάχη Μεγάρων, 1.000 στρέμματα στην Ελευσίνα για «Στραν» και «Πετρόλα»). Επιπλέον, χαριστικές συμβάσεις για δημόσια έργα με ξένες εταιρίες χωρίς μελέτες, ελαστικότητα στις υπερβάσεις προϋπολογισμού που ξεπερνούσαν το 50%, εγγυήσεις και συγκρότηση κοινοπραξιών με ξένους χρηματοπιστωτικούς οίκους για την παροχή δανείων προς το δημόσιο, επιδότηση επιτοκίων του ιδιωτικού δανεισμού.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παράδειγμα της κατάστασης αυτής ήταν το δάνειο της ΔΕΗ από την Boston Corporation και την Deutsche Bank που υπερχρέωσε την εταιρία. Το 1972 η ΔΕΗ συνήψε δάνεια 20 εκατομμυρίων δολαρίων από τις δύο τράπεζες και ορισμένες άλλες με επιτόκιο 8,25%. Την επόμενη χρονιά, με τις ίδιες βασικά τράπεζες, συνήψε νέο δάνειο 60 εκατομμυρίων δολαρίων αλλά με επιτόκιο 10%. Εκτός αυτών, υπέγραψε και συμβόλαιο με τη Siemens για τη δημιουργία 5 κέντρων διανομής ρεύματος αξίας 26.000.000 δολαρίων και πήρε δάνειο από γερμανική τράπεζα για να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Και αυτά πλέον των δανείων που ελήφθησαν την ίδια περίοδο για τα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαϊδας και ήταν της τάξης των 100.000.000 δολαρίων προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις των γαλλικών εταιριών που ανέλαβαν το έργο. Από αυτά η χώρα εισέπραξε στην πραγματικότητα μόνο 18.000.000 μετρητά, όσα και οι αμοιβή των τεχνικών εταιριών που εκπόνησαν τις μελέτες.
Να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων κεφαλαίων που εισήχθησαν ήταν φτηνές επενδύσεις κατώτερης τεχνολογίας που διατηρούσαν ένα πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ή διοχετεύτηκαν σε τρεις μόνο βιομηχανικούς τομείς (χημικά, αλουμίνιο και διύλιση πετρελαίου). Η χούντα υλοποίησε στο ακέραιο τη συμμαχία του μεταπρατικού ελληνικού κεφαλαίου, οι επενδύσεις του οποίου στη μεταποίηση ήταν στο 13% των συνολικών επενδύσεων, με τμήματα του διεθνούς που προσανατόλισαν την οικονομική ζωή της χώρας στα στενά συμφέροντα του τουριστικού, του οικοδομικού και του ναυτιλιακού κεφαλαίου. Είναι ενδεικτικό αυτό που έγινε με την οικοδομή: καταργήθηκε ο φόρος υπεραξίας επί των ακινήτων και προσφέρθηκε αθρόα δανειοδότηση κατασκευαστών και αγοραστών για κατοικίες. Το αποτέλεσμα ήταν να απορροφήσει ο τομέας αυτός, με χαμηλής παραγωγικότητας επενδύσεις, το σύνολο των άλλων δραστηριοτήτων και τους πόρους της χώρας και να εξαφανίσει κάθε ιδέα χωροταξικού σχεδιασμού.
Ανάλογου «αναπτυξιακού» προτύπου ήταν και τα φαινόμενα με τις συμβάσεις με την εταιρία «Μακντόναλτ» για την διάνοιξη της Εγνατίας Οδού, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αν και πληρώθηκε από το κράτος, η σύμβαση με τη «Λίττον» που ανέλαβε την οικονομική ανάπτυξη της Πελοποννήσου και σύντομα αποσύρθηκε αφού ιδιοποιήθηκε όλες τις εγγυήσεις του ελληνικού κράτους, οι συμβάσεις με σειρά αμερικανικών πετρελαϊκών εταιριών όπως η «Οσεάνικ», η «Έσσο Στάνταρτ Όιλ», η «Τέξακο» κ.λπ., οι οποίες αφότου πήραν κρατικά χρήματα αποσύρθηκαν σε σύντομο διάστημα, χωρίς καμία επίπτωση. Τα ίδια συνέβησαν και με σειρά άλλων μικρότερων συμβάσεων, όπως η σύμβαση με την Στάγιερ-Ντρέμλερ για την ίδρυση βιομηχανίας παραγωγής ελκυστήρων, φορτηγών και μοτοποδηλάτων, όπου με τον πρώτο ισολογισμό της στα 1973 διαπιστώθηκε ότι η εταιρία δεν είχε καν καταθέσει το μερίδιο της στο μετοχικό κεφάλαιο της κοινής εταιρίας με την ΕΤΒΑ, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η εταιρία εισήγαγε έτοιμα τρακτέρ από την Αυστρία –και δεν τα παρήγαγε στην Ελλάδα– επιβάλλοντας την πώληση τους βάσει της σύμβασης που είχε υπογράψει μέσω δανειοδότησης των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα. Της ίδιας μορφής ήταν και η σύμβαση του ελληνικού κράτους της 16 Οκτωβρίου 1972 με τη «Νεστλέ» που παρέδωσε στην εταιρία αυτή το μονοπώλιο της εσωτερικής αγοράς γάλακτος για 30 χρόνια.
Αξίζει ενδεικτικά να αναφερθεί η περίπτωση της αμερικανικής εταιρίας «Μακντόναλντ» και της σύμβασης του 1969: για να διανοιχτεί η Εγνατία Οδός από το συνολικό κόστος των 150.000.000 δολαρίων που προϋπολογίστηκε, η Ελλάδα υποχρεούνταν ως μερίδιο της να καταβάλει τα 45.000.000. Όμως επειδή η «Μακντόναλτ» δεν είχε δικά της κεφάλαια, θα την διευκόλυνε το ελληνικό δημόσιο με την παροχή κρατικών ομολόγων αξίας 80.000.000. Δηλαδή η αμερικανική εταιρία θα δαπανούσε μόνο 25.000.000 δικά της χρήματα. Αξιοσημείωτο με βάση τη σύμβαση θα έπαιρνε ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της το 14% του κόστους όλου του έργου, δηλαδή 21.000.000 δολάρια. Με άλλα λόγια θα έβαζε δικά της κεφάλαια μόνο 4.000.000 δολάρια ενώ θα εκμεταλλευόταν το έργο για 30 χρόνια. Το έργο δεν πραγματοποιήθηκε αφού οι Αμερικανοί, που είχαν αναθέσει υπεργολαβικά, το έργο σε ελληνικές τεχνικές εταιρίες, δεν εξασφάλισαν ούτε τα ελάχιστα αυτά κεφάλαια. Σημείωση: η ατυχής αυτή σύμβαση με την απίθανη αυτή εταιρία στοίχισε στο κράτος 1 ½ δισεκατομμύριο δραχμές.
Στα τέλη του 1973, 1.000 ανώνυμες εταιρίες με ξένα κεφάλαια λειτουργούσαν επωφελούμενες από την απουσία ελέγχων και ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων. Τα έσοδα των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν στα 1972 κατά 32,6% και μέσο ετήσιο ρυθμό 5ετίας 17,5%, που ήταν προφανώς ακόμη μεγαλύτερος αφού στην πραγματικότητα, ιδίως στο βιομηχανικό κλάδο, δεν δηλώνονται τα πραγματικά κέρδη. Την ίδια στιγμή γιγαντώνεται η τραπεζική πίστη και στη διετία 1971-1973 τριπλασιάζεται η ανάληψη βιομηχανικών μετοχών και ομολογιών από τράπεζες, συντελώντας στην τραπεζική επικυριαρχία του όλου πλαισίου κεφαλαιοκρατικής συγκρότησης της χώρας. Να σημειωθεί ότι μόνο ο Όμιλος Τραπεζών του συγκροτήματος Ανδρεάδη είχε τέτοια κέρδη και γιγάντωση ώστε περιελάμβανε την Εμπορική, την Ιονική, την Τράπεζα Επενδύσεων, την Τράπεζα Αττικής, την Τράπεζα Πειραιώς, εκτός από σειρά άλλων εταιριών οικονομικού χαρτοφυλακίου.
Συμπίεση του εργατικού κόστους
Εκεί όμως που αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική η χούντα, προδιαγράφοντας και το μέλλον των εργασιακών σχέσεων, ήταν να καθηλώσει το εργασιακό κόστος, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομιμοποιώντας απαιτήσεις για ληστρική εκμετάλλευση της εργασίας. Έτσι, οι μισθοί στην τριετία 1968-1971 αυξήθηκαν κατά 8%, όταν τα κέρδη κατά 18%, ενώ τις επόμενες χρονιές, όταν η διεθνής κρίση εκδηλώθηκε, η χούντα απλά πολλαπλασίασε τα κέρδη του κεφαλαίου στο 32% και περιόρισε τους μισθούς στο 6% του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Σε επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ιδίως από το 1969 και μετά η παραγωγικότητα εργασίας ανέβηκε στο 11,6% ενώ ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 6,9%, ενώ το 1973 με παραγωγικότητα εργασίας στο 8,4% ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 1,5%, τη στιγμή, μάλιστα, που το ονομαστικό κόστος εργασίας ανέβηκε στο 8,1 από το -0,2% που ήταν στα 1971.
Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια η σχέση της μέσης ετήσιας ανόδου των ωρομισθίων και των τιμών ειδών κατανάλωσης ήταν 8 προς 2 και ο μέσος πραγματικός μισθός 2 μονάδες μεγαλύτερος του ύψους της παραγωγικότητας της εργασίας (στα 1968 στο 9,5%), φαινόμενο που εμφανίστηκε και σε άλλες χώρες την ίδια περίοδο υπό χουντική διακυβέρνηση, όπως στην Ισπανία, γεγονός που κατά τον Πουλαντζά εξηγεί και την απουσία σημαντικών εργατικών αγώνων στην πρώτη αυτή φάση. Όμως, ειδικά μετά τα 1971, με την εκτίναξη του πληθωρισμού σε πρωτοφανή επίπεδα, (το 1972 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξάνεται κατά 4,3%, το 1973 κατά 15,5% και το 1974 κατά 26,9%) και την ανεργία να υπερδιπλασιάζεται σε ετήσια βάση, η συμπίεση στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων ήταν αλύπητη. Αλλά και στις φάσεις που δουλειά φαινόταν να υπάρχει, η αξία της εργατικής δύναμης ήταν πολύ χαμηλή. Το πόσο χαμηλή φαίνεται από το γεγονός ότι, ακόμα και τη στιγμή που εμφανιζόταν στις εκθέσεις ως χαμηλός ο δείκτης ανεργίας, η εξωτερική μετανάστευση αυξανόταν συνέχεια. Μόνο την περίοδο 1968-1971 έφυγαν ως μετανάστες συνολικά 297.500 άτομα.
Πέρα από τα χαμηλά επίπεδα των μισθών, η χούντα συμπίεσε στα όρια του και τον έμμεσο μισθό. Καταρχήν πάγωσε τις περισσότερες οφειλές προς το ΙΚΑ των εργοδοτών, μειώνοντας τις εισφορές τους κατά 20% για σειρά επιχειρήσεων, ιδίως των μεταλλευτικών επιχειρήσεων, των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα αλλά και των τουριστικών εκμεταλλεύσεων (ΝΔ 1377/1973). Και ενώ μείωσε τις ασφαλιστικές εισφορές καταληστεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, στην ουσία εμφανίστηκαν ασφαλιστικές ιδιωτικές εταιρίες που κερδοσκοπούσαν σε ένα περιβάλλον, όπου με απόφαση της νομισματικής της επιτροπής του 1969 απελευθερώθηκε η τραπεζική αγορά, διευκολύνοντας τους τραπεζίτες να ασκούν ανεξέλεγκτη πιστωτική πολιτική και να απαιτούν στήριξη στην ουσία από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.
Απέμειναν μόνο, και αυτά για να εξασφαλίσει η χούντα μια κάποια κοινωνική στήριξη, η άναρχη και ευνοιοκρατική χρηματοδότηση, τμημάτων της μικροαστικής τάξης και των συνεταιριστικών βιοτεχνιών. Έτσι, δημιουργήθηκε σωρεία μικρών παραγωγικών μονάδων χωρίς δυνατότητες επιβίωσης, ιδίως της οικοδομικής και τουριστικής δραστηριότητας, εξαρτημένες από τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους της χούντας, όσο και μορφές επιλεκτικής παραγραφής χρεών και απόδοση μικροϊδιοκτησιών σε αγρότες και συνεταιριστικές ενώσεις, που δημιούργησαν μια ακραία πελατειακή νοοτροπία. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που το μέσο αγροτικό εισόδημα συρρικνωνόταν ραγδαία για να αγγίξει τα χαμηλά επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας στα 1972.
Οι άμεσες συνέπειες
Η παροχή «κινήτρων» προς το κεφάλαιο από τη χούντα προκάλεσε μια γενική οικονομική αναρχία, που αρχικά εκδηλώθηκε τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας με πτώση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης που μειώθηκε κατά 3% σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, φαινομενική ανάκαμψη τα δύο επόμενα χρόνια, για να αποδιαρθρωθεί οικονομικά η χώρα από το 1971 και μετά. Όταν εκδηλώθηκε η διεθνής κρίση του 1971 στην Ελλάδα, απλώς επιβεβαιώθηκε πλήρως, και χωρίς καμία αντίσταση, η διαδικασία απρόσκοπτης εξαγωγής των συνεπειών της διεθνούς κρίσης από τις ισχυρές χώρες στις εξαρτημένες, ιδίως στον τομέα του πληθωρισμού και της ανεργίας. Για αυτό και η Ελλάδα στα 1973 εμφάνισε το ρεκόρ πληθωρισμού στην Ευρώπη με 30%, μαζί με την Πορτογαλία, ενώ η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια. Αποτυγχάνοντας δε πλήρως στην απόπειρα σταθεροποίησης που υποσχέθηκε η χούντα, σε ένα ακραία υπονομευμένο πεδίο από ανεξέλεγκτους επενδυτές και μια νέα γενιά κεφαλαιοκρατών που πλούτισαν απότομα, χωρίς πραγματική παραγωγική βάση, η οικονομία της χώρας δεν απέφυγε την κατάρρευση.
Όταν λοιπόν, στο διεθνές πρόβλημα προστέθηκε η πετρελαϊκή κρίση του 1973, εξαιτίας του Ισραηλοαραβικού πολέμου του Yom Kippur, γεγονός που επιτάχυνε την εκδήλωση των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης που βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν σχεδόν αδύνατο να τιθασευτούν οι επιπτώσεις της στην Ελλάδα. Ο Σ. Καράγιωργας το απέδιδε στη σώρευση των επιπτώσεων από το καταναλωτικό μοντέλο που επιβλήθηκε από την χούντα και το οποίο προκάλεσε μια υπερβάλλουσα ζήτηση χωρίς αντίστοιχες αναπτυξιακές τομές και διεξόδους συμπίεσης της κατανάλωσης.
Έτσι, κατά ριπάς εμφανίζονταν πλέον οι συνέπειες της πολιτικής της χούντας. Την ίδια στιγμή εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση όλες οι επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων που είχαν προηγηθεί. Μια τεράστια έκρηξη τιμών και καθίζηση της παραγωγής αύξησε, μέσα σε ένα χρόνο, τα επίπεδα φτώχειας στο 30% του πληθυσμού. Οι συνθήκες που επικράτησαν επέτειναν τη μεταφορά κεφαλαίων στους κερδοσκόπους ενώ επιβλήθηκε η δραστική περιστολή των κρατικών δαπανών, που προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση στην κοινωνική ασφάλιση. Η ανατροπή της χούντας ήταν πλέον εκ των ων ουκ άνευ.
* Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Οι σχέσεις της χούντας με τη Λιβύη και ο αμερικανικός φόβος περί «Ελλήνων Καντάφηδων»
Η Λιβύη μετά την πτώση της μοναρχίας το 1969 υπήρξε εξαιρετικά ευέλικτη ως προς τις εξωτερικές της σχέσεις, οι οποίες διαμορφώνονταν βάσει τριών παραγόντων: την απόκτηση του οπλισμού της από οποιονδήποτε συνασπισμό, την πώληση του πετρελαίου της στη Δύση, και την προσέγγιση άλλων αραβικών δυνάμεων για τη σύμπηξη ενός πολιτικού στρατιωτικού οικονομικού μπλοκ, που θα συνεισέφερε στον κοινό αγώνα κατά του Ισραήλ. Το σημαντικότερο όπλο της κατά τους ελιγμούς της με τη Δύση υπήρξε βεβαίως το πετρέλαιό της. Η σημασία του πετρελαίου της, ειδικά εκείνη την περίοδο, είχε αναβαθμιστεί για δύο λόγους.
Πρώτον: όσο η διώρυγα του Σουέζ παρέμενε κλειστή (από τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 μέχρι και τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973), το λιβυκό πετρέλαιο κάλυπτε ένα κρίσιμο ενεργειακό κενό, αφού μπορούσε να μεταφερθεί στις ευρωπαϊκές καταναλώτριες χώρες εντός 6 ημερών. Συνεπώς, το γεγονός αυτό καθιστούσε την τιμή του ανταγωνιστική σε σχέση με το πετρέλαιο των χωρών του Κόλπου, για τη μεταφορά του οποίου απαιτούνταν τότε 35 με 45 μέρες.
Δεύτερον: η πολύ χαμηλή περιεκτικότητα του λιβυκού πετρελαίου σε θείο, που μείωνε σημαντικά το κόστος της περαιτέρω επεξεργασίας του για τους Ευρωπαίους1.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Λιβύη ήταν σημαντικά από οικονομικής άποψης, αφού 28 αμερικανικές εταιρίες παρήγαγαν το 90% του λιβυκού πετρελαίου (η συνολική παραγωγή τον πρώτο καιρό του καθεστώτος Καντάφι ήταν 3.000.000 βαρέλια ημερησίως) από το οποίο, ένα ποσοστό 25% προοριζόταν για τις χώρες της ΕΟΚ και ένα 43% για τη Δυτική Γερμανία μόνο. Επιπλέον, οι αμερικανικές εταιρίες είχαν ετήσια κέρδη της τάξεως των 500.000.000 δολαρίων2. Όπως αναφέρθηκε σε έκθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, βασικό αμερικανικό συμφέρον στη Λιβύη μετά το πραξικόπημα ήταν να διατηρηθεί η βάση Wheelus, όχι όμως εις βάρος των στρατηγικών οικονομικών συμφερόντων. Επίσης, τονίστηκε η ανάγκη να προστατευθεί η εξάρτηση των Ευρωπαίων από το λιβυκό πετρέλαιο, το οποίο λόγω γεωγραφικής θέσης και ποιότητας θεωρούνταν –όπως καταγράφηκε στην έκθεση– κυριολεκτικά αναντικατάστατο. Επομένως, η σημασία που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια το λιβυκό πετρέλαιο επέτρεψε στο νέο καθεστώς να είναι σκληρό στις διαπραγματεύσεις του με τις ΗΠΑ, αναφορικά με τη βάση Wheelus. Οι Λίβυοι πράγματι απαίτησαν και κατάφεραν χωρίς κανένα πολιτικό ή οικονομικό κόστος να εκκενωθούν οι αμερικανικές και οι βρετανικές βάσεις στη χώρα. Οι Αμερικανοί φοβούνταν πως η ενεργειακή εξάρτηση των Ευρωπαίων μείωνε σημαντικά τα περιθώρια ελιγμών τους στις σχέσεις τους με τον Καντάφι αφού, όπως ανέφεραν, ακόμα και αν η Λιβύη εθνικοποιούσε το πετρέλαιό της, δεν θα είχε δυσκολία να διατηρήσει τις οικονομικές της συναλλαγές με τις ευρωπαϊκές εισαγωγικές εταιρίες, εφόσον η τιμή του θα παρέμενε ανταγωνιστική. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να διατηρηθεί η πρόσδεση της Λιβύης στο άρμα της Δύσης, αφού η εκκένωση των αμερικανικών και βρετανικών εγκαταστάσεων είχε δημιουργήσει ένα νέο κενό ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο. Η μόνη θετική εξέλιξη για τις ΗΠΑ ήταν ότι, λόγω της οικονομικής της ισχύος, η Λιβύη δεν ένιωθε υποχρεωμένη να στραφεί στη Σοβιετική Ένωση για όπλα, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ριζοσπαστικών αραβικών καθεστώτων.
Η δύναμη που έσπευσε εγκαίρως να καλύψει το κενό στη Λιβύη ήταν η Γαλλία του Πομπιντού. Ήταν η εποχή που η Γαλλία, έχοντας αποφασίσει την επιβολή εμπάργκο στα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, επανασχεδίαζε τη μεσογειακή της πολιτική, μέσω των Αράβων της Βορείου Αφρικής3. Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της γαλλικής αραβικής πολιτικής έπαιζαν βεβαίως οι πιεστικές ανάγκες της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας. Η Λιβύη, έναν περίπου χρόνο μετά το πραξικόπημα, σχεδίαζε να αγοράσει 110 Mirage, τα οποία θα παραλαμβάνονταν σταδιακά. Η γαλλική βιομηχανία αεροπλάνων είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα μετά την επιβολή του εμπάργκο στο Ισραήλ, αφού οι παραγγελίες της είχαν μειωθεί κατά 55%, επομένως η «δίψα» των Λίβυων για αεροσκάφη αποτελούσε μια έξοχη ευκαιρία. Η Ελλάδα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη μεσογειακή πολιτική της Γαλλίας και ήταν προς το συμφέρον της να τη στηρίξει, πρώτον επειδή η γαλλική κυβέρνηση ήταν μια από τις λίγες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που επιδείκνυαν πραγματισμό ως προς τις σχέσεις τους με τη χούντα, αφού αποτελούσε τον καλύτερο εναλλακτικό προμηθευτή οπλισμού μετά τις ΗΠΑ4, και δεύτερον, επειδή μπορούσε να προσφέρει έναν τρίτο πόλο στις στρατιωτικές και διπλωματικές επιλογές των Αράβων, μεταξύ του υπερβολικά φιλοϊσραηλινού αμερικανικού από τη μια, και του σοβιετικού από την άλλη. Η ανάδυση αυτού του νέου πόλου υπήρξε πράγματι κοινή επιθυμία των Γάλλων και των Αράβων το διάστημα εκείνο αφού, όπως ανέφεραν οι Αμερικανοί, ο ίδιος ο Νάσερ συμβούλευε τον Καντάφι να μην εξαρτηθεί στρατιωτικά από τη Μόσχα, αλλά να στραφεί στο Παρίσι5. Παράλληλα, η Λιβύη αποτέλεσε το μοναδικό ριζοσπαστικό αραβικό καθεστώς με το οποίο οι ΗΠΑ διατήρησαν μια μειωμένη σε σχέση με τα προ του 1969 επίπεδα σχέση στρατιωτικής συνεργασίας, και αυτό μάλιστα παρά τη βίαιη αντιισραηλινή ρητορική του.
Επομένως, ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα, η Λιβύη αποτελούσε μια ιδιόμορφη περίπτωση αραβικού καθεστώτος, το οποίο είχε αποκτήσει άρματα μάχης από τη Σοβιετική Ένωση λόγω των βρετανικών κωλυσιεργιών για την αγορά των Chieftains, και την ίδια στιγμή διέθετε έναν μικρό αεροπορικό στόλο (περίπου 30 αεροσκάφη), που αποτελούνταν από κάποια αμερικανικά F-5 και γαλλικά Mirage, ενώ εκκρεμούσε η πώληση άλλων 8 F-5 και η παραλαβή ενός μεγάλου αριθμού Mirage. Η διατήρηση κάποιας μορφής στρατιωτικής συνεργασίας με το καθεστώς αποτελούσε για τις ΗΠΑ τον μοναδικό τρόπο να έχουν μια ελάχιστη δυνατότητα επιρροής των πραγμάτων στην Λιβύη, αλλά και μια σχετική ασφαλιστική δικλείδα για τα συμφέροντα των εταιρειών τους.
Οι Αμερικανοί γνώριζαν πως οι Λίβυοι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με τον χειρισμό των F-5 και τη συντήρηση των βάσεων που είχαν εκκενωθεί, επομένως, η ύπαρξη μιας φιλικής δύναμης, ικανής να εκπαιδεύσει τους Λίβυους στα αμερικανικά όπλα, ήταν ένας καλός τρόπος να αντισταθμιστεί η φθίνουσα αμερικανική στρατιωτική επιρροή μετά την αποχώρηση από τη βάση Wheelus. Η Ελλάδα μπορούσε να παίξει άνετα τον ρόλο αυτό, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της συνεργασίας της με τους Άραβες γείτονες. Έτσι, το 1970, 110 Λίβυοι πιλότοι στάλθηκαν στην Ελλάδα για εκπαίδευση ώστε να μπορούν να επανδρώσουν τα F-5. Επίσης, Λίβυοι εκπαιδεύονταν από Έλληνες στη Σχολή Δοκίμων στον χειρισμό ακταιωρών6.
Οι Αμερικανοί, βέβαια, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο μια τέτοια πολιτική να στρεφόταν μακροπρόθεσμα εναντίον τους, αφού οι εκπαιδευμένοι από Έλληνες σε αμερικανικά όπλα Λίβυοι κατά πάσα πιθανότητα θα στρέφονταν εναντίον του Ισραήλ. Αυτό ωστόσο δεν έδειχνε να προβληματίζει διόλου την Ελλάδα, η οποία έφτασε στο σημείο να στείλει αποστολή στην πρώην βάση Wheelus, η οποία μαζί με μια αντίστοιχη πακιστανική επικουρούσαν Αιγύπτιους τεχνικούς συμβούλους στο έργο της εκπαίδευσης των Λίβυων και της συντήρησης της βάσης7. Και οι Αιγύπτιοι, βεβαίως, ήταν με τη σειρά τους εκπαιδευμένοι από τους Σοβιετικούς, αλλά ούτε αυτό έδειχνε να ενοχλεί την Ελλάδα.
Οι ελληνολιβυκές σχέσεις αποτέλεσαν ζήτημα που απασχόλησε τους Αμερικανούς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καθ’ όλη την επταετία. Αρχικά οι Αμερικανοί τις αντιμετώπισαν με νηφαλιότητα, ίσως και με κάποια ικανοποίηση. Σε μνημόνιο της 17ης Μαΐου του 1971 αναφέρθηκε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα και το Πακιστάν αποτελούν δύο φιλοδυτικές δυνάμεις που ζητούν να παίξουν ρόλο στα οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα της Λιβύης, στην κατεύθυνση της ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου για το καθεστώς8». Εντούτοις, λίγο αργότερα η συνεργασία αυτή έδειχνε να τους ενοχλεί, αφού πίστευαν πως είχε χάσει τον αρχικό εποικοδομητικό της χαρακτήρα. Μάλιστα μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, έφτασαν μέχρι το σημείο να αναφέρουν ότι η ελληνική χούντα θα ακολουθούσε τον δρόμο του Καντάφι σε περίπτωση που επιδεινώνονταν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Η «επιρροή του Καντάφι» στους Έλληνες χουντικούς και η προτίμησή τους για τις εθνικιστικές, ουδετερόφιλες πολιτικές του –ασχέτως του πόσο ήταν υπαρκτή ή όχι– άρχισε να προβάλλεται όλο και συχνότερα στα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα ως ένα νέο είδος ελληνικού εκβιασμού. Η «επιρροή του Καντάφι» ακόμα και αν υπήρξε ένας διπλωματικός μύθος, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον πρέσβη Τάσκα στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει το προφίλ της νέας ομάδας εξουσίας στην Αθήνα. Άλλωστε, υπήρχε η τάση το όνομα του Καντάφι, όπως παλιότερα και του Νάσερ, να χρησιμοποιείται μεταξύ των ελληνικών πολιτικοστρατιωτικών κύκλων, με σκοπό την πρόκληση των εντυπώσεων ή τον εκβιασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο πρωθυπουργός της χούντας Μαρκεζίνης, ο οποίος λίγο πριν από την ανατροπή του Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του 1973, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στη Le Monde πως αν αποτύχαινε το φιλελεύθερο πείραμά του και ανατρεπόταν, τότε θα τον διαδεχόταν ο «Έλληνας Καντάφι». Ωστόσο, ποιοι ήταν αυτοί οι περιβόητοι «Έλληνες Καντάφηδες» και πόσο στα σοβαρά τους έπαιρναν οι Αμερικανοί;
Η εμμονή του Τάσκα με τους «Έλληνες Καντάφηδες», πέραν της επιθυμίας του Αμερικανού πρέσβη να περιγράψει με γλαφυρότητα το ύφος της πολιτικής των νέων πραξικοπηματιών, ουσιαστικά αντανακλούσε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη βάση της εξουσίας στην δικτατορική Ελλάδα. Το πολιτικό σύστημα, το οποίο μελετούσαν οι Αμερικανοί αναλυτές κατά την περίοδο της επταετίας, ήταν το στράτευμα, δηλαδή ο μόνος πόλος εξουσίας του προδικτατορικού πολιτικού συστήματος που είχε διατηρηθεί στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο πόλος αυτός δεν ήταν ενιαίος στον βαθμό που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα αυστηρά μονοπολικό σύστημα εξουσίας. Αντίθετα, γινόταν αντιληπτός ως κατακερματισμένος σε μικρότερους πόλους, σημαντικούς ή ασήμαντους. Οι πόλοι αυτοί, βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά άμορφες ή περισσότερο οργανωμένες συσπειρώσεις αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Κατά τους Αμερικανούς, το μέλλον του συστήματος εξουσίας που είχε δημιουργηθεί θα εξαρτιόταν είτε από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της μιας ομάδας να αντισταθεί στις πιέσεις της άλλης, με αποτέλεσμα τη διαρκή εκδήλωση πραξικοπημάτων και αντιπραξικοπημάτων και την τελική αυτοκατάλυση της δικτατορίας είτε από την ανθεκτικότητα που θα επιδείκνυε μια ομάδα κατά την παραμονή της στην εξουσία. Η κοινή εκτίμηση, ωστόσο, ήταν πως καμιά ομάδα δεν θα άντεχε για πολύ, δεδομένης της διαρκούς συρρίκνωσης της βάσης της εξουσίας. Βάσει των όσων ανέφερε ο Τάσκα στον Κίσινγκερ τον Μάρτιο του 1974, η χούντα του Ιωαννίδη υπήρξε το καθεστώς με τη μικρότερη βάση εξουσίας στη χώρα από το 1821. Η μόνη του στήριξη ήταν 20 με 30 ή ίσως 10 με 12 αξιωματικοί9.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν ότι πέραν του δικτύου του Ιωαννίδη υπήρχαν και άλλες ομαδώσεις αξιωματικών, άλλες χαλαρές και άλλες πιο συμπαγείς. Μία από αυτές ήταν ένας σκληρός πυρήνας των λεγόμενων «Καντάφηδων», πολλοί από τους οποίους φαίνεται ότι βοήθησαν τον Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, ελπίζοντας πως θα επέβαλλε ένα πιο ακραίο εθνικιστικό καθεστώς.
Όπως αναφέρει το εν λόγω έγγραφο, οι «Καντάφηδες» ήταν υπερεθνικιστές αξιωματικοί, που επιθυμούσαν μια πιο ανεξάρτητη πολιτική για την Ελλάδα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τη χρήση των εγκαταστάσεων επί ελληνικού εδάφους10.
Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί γνώριζαν πως χωρίς οποιασδήποτε μορφής στήριξης από τις ΗΠΑ, μικρής ή μεγαλύτερης, το καθεστώς θα κατέρρεε. Εντούτοις, μέχρι και την κατάρρευσή του, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν όχι απλά μια επαφή αλλά κανονική συνεργασία με τη χούντα, για την αποφυγή νέων δυσάρεστων κενών ισχύος στην κρίσιμη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Προς μεγάλη τους απογοήτευση, το Κυπριακό δεν είχε διευθετηθεί «ατλαντικά και ήσυχα» από το καθεστώς Παπαδόπουλου, η Μέση Ανατολή παρέμενε ασταθής, ενώ ακόμα υπήρχαν Σοβιετικοί στα θερμά ύδατα. Οι Αμερικανοί, επομένως, ήταν αναγκασμένοι, χάριν των συμφερόντων τους, να ανεχτούν μια χούντα πολύ πιο ενοχλητική από την προηγούμενη, την οποία δεν μπορούσαν ούτε να ανατρέψουν, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα συνέβαλε στην αστάθεια της περιοχής, αλλά ούτε και να αφήσουν απόλυτα ανεξέλεγκτη, αφού υπήρχε μια γενικότερη αίσθηση πως θα ήταν επιρρεπής στην πρόκληση νέων προβλημάτων.
Η αίσθηση αυτή πήγαζε από την αντίληψη που είχαν για τον εθνικισμό του νέου καθεστώτος: Ενώ τους ταύτιζαν ως προς τον αντικομμουνισμό με τους προκατόχους τους, θεωρούσαν ότι οι νέοι κυβερνώντες της χώρας –αν και φιλικά διακείμενοι απέναντι στο ΝΑΤΟ– δεν αποτελούσαν εκείνο το είδος των Ατλαντιστών με τους οποίους θα προτιμούσαν να συνεργαστούν οι ΗΠΑ, λόγω του ακραιφνούς εθνικισμού τους. Πρακτικά, ο εθνικισμός αυτός σήμαινε τρία πράγματα:
Πρώτον: Ότι η ομάδα Ιωαννίδη θα θεωρούσε οποιαδήποτε μορφή αμερικανικής πίεσης προς την κατεύθυνση της πολιτικής φιλελευθεροποίησης ως απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας, γεγονός που θα οδηγούσε σε εκβιασμούς «αλά Καντάφι».
Δεύτερον: Ότι το νέο καθεστώς θεωρούσε πως ο μόνος τρόπος για να συνεργαστεί αρμονικά με τις ΗΠΑ θα ήταν να παραδεχτούν οι τελευταίες ότι η Ελλάδα είναι το ίδιο σημαντική για αυτές όσο και αυτές για την Ελλάδα, πράγμα που σήμαινε πως οι Αμερικανοί θα έπρεπε να βοηθούν την Ελλάδα χωρίς κάποιο αντάλλαγμα.
Τρίτον: Ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να παραδεχτούν πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να τις βοηθήσει εφόσον έκρινε ότι τα συμφέροντά της στην περιοχή δεν ταυτίζονταν με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ουσιαστικά αυτός ο νέος εθνικισμός ήταν που ώθησε τον Τάσκα να αναζητά τους «Έλληνες Καντάφηδες», αφού όπως ο ίδιος πίστευε, οι νέοι κυβερνώντες δεν θα είχαν κανέναν δισταγμό –εφόσον οι ΗΠΑ αρνούνταν να τους βοηθήσουν– να «γίνουν Γάλλοι» (go French) και αν όχι Γάλλοι, να «γίνουν Άραβες» (go Arab). Και βέβαια λέγοντας «Άραβες», ο Τάσκα εννοούσε τον Καντάφι, αφού όπως ανέφερε στον Κίσινγκερ, οι Έλληνες χουντικοί ήταν αυτοί που είχαν εκπαιδεύσει το ναυτικό και την αεροπορία της Λιβύης.
*Ο Παναγιώτης Κουργιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
1. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.39, p.1 – 10.
2. Ό.π., doc.44, p.1 – 11.
3. Berstein S. & Rioux J-P, The Cambridge History of Modern France,
The Pompidou Years 1969 – 1974, Cambridge University Press –
Edition de la maison des sciences de l’ homme, Paris, 2000.
4. Το Βήμα, 27/2/1970 & 19/9/1970.
5. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.52, p.1 – 2.
6. Το Βήμα, 13/1/1970.
7. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.74, p.1 – 13.
8. Ό.π., doc.77, p.1 – 15.
9. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume XΧΧ,
Greece; Cyprus; Turkey, 1973 – 1976, doc.12, p.47 – 60.
10. Ό.π., doc.13, p.60 – 69.
Μανώλης Γλέζος: «Εσείς εκτελέσατε τη Δημοκρατία…»
Ο Μανώλης Γλέζος θυμάται και εξιστορεί την πρώτη μέρα της δικτατορίας. Το κείμενο γράφτηκε στις 14 Μαρτίου 2006 και δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας «Αρχειοτάξιο», στο αφιέρωμα του 8ου τεύχους στην 21 Απριλίου 1967, το Μάιο του 2006.
Είχα γυρίσει από την Αυγή περασμένα μεσάνυχτα. Δείπνησα με τις σκέψεις να κλωθογυρίζουν στο κεφάλι, μαζί με τις ειδήσεις της ημέρας. Χτες είχαν κυκλοφορήσει και πάλι οι φήμες πως «απόψε τη νύχτα θα γίνει το πραξικόπημα», όπως βδομάδες συνέχεια, μήνες, χρόνια. Απόψε όμως δεν ξεμύτισε καμιά τέτοια «σίγουρη» πληροφορία, όπως τις άλλες φορές. Απόψε τίποτε. Από πουθενά δεν μας ήρθε παρόμοια είδηση. Άκρα του τάφου σιγή. Η πρωινή πληροφορία δεν επιβεβαιώθηκε.
Το παιχνίδι, με τον Αισώπειο μύθο του λύκου, μας είχε ταλανίσει δυο χρόνια και βάλε. Κάθε τόσο, πότε από το στρατό, πότε από το κόμμα της ΕΡΕ, πότε από τον κρατικό μηχανισμό, πότε από φίλους που μάθαιναν, έρχονταν η πληροφορία: «Απόψε θα γίνει το πραξικόπημα». Το πρωί κάτι ειπώθηκε. Απόψε όμως το βράδυ ησυχία.
Χθες το πρωί, κάποιος είπε στον Μπάμπη Δρακόπουλο «πως απόψε θα γίνει δικτατορία». Ο Ηλίας Ηλιού και ο Αντώνης Μπριλλάκης ανέλαβαν τον πολιτικό κόσμο, να ψάξουν, να ερευνήσουν, να μάθουν. Ο Μπάμπης Δρακόπουλος και ο Χαρίλαος Φλωράκης ανέλαβαν να ρωτήσουν τις οργανώσεις. Επιπρόσθετα όμως και ανεξάρτητα από το αν στηριζόταν κάπου η πληροφορία, οι οργανώσεις έπρεπε να επαγρυπνούν. Τα στελέχη και οι υπεύθυνοι των τομέων να μην κοιμηθούν στα σπίτια τους. Με το ξέσπασμα της δικτατορίας: χτύπημα των καμπάνων των εκκλησιών, χωνιά και συγκεντρώσεις στις συνοικίες κι από κει μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Το ψάξιμο όμως και η έρευνα, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το παιχνίδι με τον Αισώπειο μύθο συνεχίζονταν ή ο λύκος θα ’ρθει απόψε. Οι σκέψεις κλωθογύριζαν κι άκρη στο νήμα του κουβαριού δεν έπιανα. Έπεσα στο κρεβάτι και τα νήματα των σκέψεων δε με άφηναν.
Ντρινν, ντρινν, ντρινν. Ένα παρατεταμένο κουδούνισμα μ’ έκανε να πεταχτώ απάνω. Τρέχω προς την εξώπορτα. Ρωτάω ποιος είναι και ταυτόχρονα ανάβω τα φώτα της εισόδου και κοιτάω μέσα από τον οφθαλμό της πόρτας. Ένα άγνωστο πρόσωπο είχε κολληθεί πάνω στον οφθαλμό. «Ποιος είσαι;» ξαναρωτάω. «Έρχομαι από τον Αντώνη Μπριλλάκη και σου φέρνω παραγγελιά του», μου απαντά.
Κατάλαβα. Τρέχω ν’ αρπάξω καρέκλες να βάλω πίσω από την πόρτα. Πρόλαβα κι έβαλα μία. Ο γιός μου ο Νίκος (δώδεκα χρονών) είχε πεταχτεί από το κρεβάτι του. Τον πήρα και τον πήγα στη μάνα του, όπου προσπαθούσε να ησυχάσει τη μικρή μας κόρη τη Μαρία (δυόμισι χρονών), που τρομαγμένη είχε ξυπνήσει και φώναζε: «βιβίο να βαβάσει». Πριν κοιμηθώ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι έπαιρνα πάντα ένα βιβλίο να διαβάσω. Δίπλα μου στο κρεβατάκι της ήθελε κι η Μαρία «βιβίο να βαβάσει». Μπροστά σ’ αυτή την τρομερή αναστάτωση από θορύβους –είχαν αρχίσει να χτυπούν με τους υποκόπανους των όπλων την πόρτα– η μικρή Μαρία αποζητούσε την ησυχία, ήθελε ένα βιβλίο να διαβάσει, ήθελε τη γαλήνη, ήθελε να ησυχάσει από τους θορύβους.
Ως να πάρω και να βάλω δεύτερη καρέκλα, η πόρτα είχε υποχωρήσει κι ένας αξιωματικός με εφτά-οχτώ φαντάρους, με άρπαξαν και σηκωτό με κατέβασαν από τις σκάλες του πέμπτου ορόφου στο ισόγειο. Στις διαμαρτυρίες μου «Γιατί; Τι συμβαίνει;» ο αξιωματικός απαντούσε μόνιμα: «Για την ασφάλειά σας κύριε Γλέζο, μην ανησυχείτε».
Στο δρόμο (Φαιδριάδων 71 - Άνω Κυψέλη) υπήρχαν τρία φορτηγά αυτοκίνητα. Με έβαλαν στο μεσαίο και η πομπή ξεκίνησε. Φαιδριάδων - Πλατεία Κυψέλης - οδός Κυψέλης - Ευελπίδων - Πατησίων. Εκεί στην οδό Πατησίων άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο των ερπυστριών των αρμάτων μάχης. Τον γνώριζα από την εποχή της Κατοχής. Από τα γερμανικά άρματα μάχης, που είχαν κατακλύσει την Ελλάδα. Κατάλαβα. Η δικτατορία με τα άρματα μάχης και το στρατό κατέλυε τη δημοκρατία, την κολοβή. Ναι, την κολοβή, αλλά Δημοκρατία. Απευθύνομαι και πάλι στον αξιωματικό. «Δικτατορία, λοιπόν, του λέω και λέτε να μην ανησυχώ;». Δεν μου απάντησε. Η πομπή από Ακαδημίας - Βασιλίσσης Σοφίας έφτασε τελικά στο Γουδί. Στο κέντρο εκπαίδευσης των τανκιστών. Στην είσοδο αξιωματικοί πολλοί και στρατιώτες. Στις διαμαρτυρίες μου καμιά απάντηση. Με ανέβασαν στον πρώτο όροφο και βρέθηκα σ’ έναν φρουρούμενο θάλαμο. Είχε μέσα έναν μόνο κρατούμενο, τον Λεωνίδα Κύρκο. Συνεννοηθήκαμε στην αρχή με τα βλέμματα κι αργότερα ψιθυριστά ανταλλάξαμε απόψεις.
Μια μεσόπορτα χωρίς πορτόφυλλα οδηγούσε σ’ έναν άλλο θάλαμο. Παρ’ όλο που στεκόταν εκεί ένας σκοπός, την πέρασα και μπήκα μέσα. Βρίσκονταν εκεί ο Παυσανίας Κατσώτας και ο γιός του, και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Τον πλησίασα. Πιάσαμε κουβέντα. Το μόνο που είπε ήταν: «Δεν κατάφερε ο Κανελλόπουλος, ούτε να ολοκληρώσει μήνα ως πρωθυπουργός». Προφανώς δεν ήθελε να πει άλλα, να μην ακούσουν οι σκοποί. Ακίνητοι με παγωμένα πρόσωπα και γυάλινα μάτια χωρίς έκφραση, κοίταζαν ίσια μπροστά. Σαν να κόβονταν το βλέμμα από έναν τοίχο. Το στυγνό πρόσωπο της δικτατορίας αποκαλύπτονταν σ’ αυτά τα ανέκφραστα πρόσωπα με τα βλέμματα που δεν δύνανται να δουν μακριά προς το μέλλον.
Σε λίγο έφεραν τον Πουρνάρα, τον Κόκκα, τον Δημ. Ψαθά και τον Κ. Μητσοτάκη. Οι άλλοι στο θάλαμο που ήταν ο Γ. Παπανδρέου. Ο Κ. Μητσοτάκης, με τις πυτζάμες, όπως κι εγώ, με τον Λεωνίδα Κύρκο στον μπροστινό θάλαμο. Με το ξημέρωμα μας έφεραν κι έναν άγνωστο που δεν τον ήξερε κανένας. «Χαφιές θα είναι», λέει ο Κ. Μητσοτάκης. Πάω τον πιάνω. «Ποιος είσαι;» τον ρωτώ. Ήταν αστυνομικός της φρουράς Ανδρέα Παπανδρέου και επειδή αντιστάθηκε στη σύλληψη του Ανδρέα τον πιάσαν κι αυτόν. Τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως μας είπε, τον είχαν στον απέναντι, πέρα από το διάδρομο, θάλαμο, όπου επίσης είχαν τον Γιάννη Αλευρά, τον Γεώργιο Ράλλη, τον Παπαληγούρα.
Άλλες πληροφορίες δεν είχαμε. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Αφού άλλα στελέχη από την ΕΔΑ δεν πιάστηκαν, παρά μόνον ο Λεωνίδας κι εγώ, γιατί δεν υπάρχει, γιατί δεν εκδηλώνεται η προσχεδιασμένη αντίδραση. Περίμενα ν’ ακούσω τις κωδωνοκρουσίες. Το χτύπημα των καμπάνων. Κάποια στιγμή σαν κάτι ν’ άκουσα. Πιάνω τον Λεωνίδα «Ακούς κωδωνοκρουσίες Λεωνίδα» τον ρωτώ. «Όχι» μου απαντά. «Τότε, εγώ γιατί ακούω;».
Μ’ αυτές τις παραισθήσεις έφτασε το μεσημέρι. Μας έφεραν φακή, για μεσημεριανό φαγητό. Το απόγευμα ήρθε ένας ανώτερος αξιωματικός ντυμένος με στολή εκστρατείας και έπαρση πολλή. Κουβέντιασε με τον Γ. Παπανδρέου. Δεν ακούσαμε τι είπαν. Στην κουβέντα με τους Κατσωταίους, ακούσαμε να τους λέει: «Εσείς μας μάθατε τα πραξικοπήματα». Σ’ εμάς ανήγγειλε τον σχηματισμό κυβέρνησης, όπου ο ίδιος είναι υπουργός Εσωτερικών. Όταν έφυγε ρώτησε τον Κ. Μητσοτάκη ποιος ήταν αυτός. Μου είπε πως ήταν ο Στυλιανός Παττακός, διοικητής του Κέντρου Εκπαίδευσης των Αρμάτων Μάχης στο Γουδί. «Ποιος τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;» τον ρωτώ. «Εμείς» μου απαντά. «Και μετά μου λες, πώς προετοιμάστηκε η δικτατορία Κώστα» του απαντώ.
Τη νύχτα μας μετέφεραν στο ξενοδοχείο «Πικέρμι» στο Πικέρμι. Εμένα με τον Λεωνίδα στο ίδιο δωμάτιο. Σ’ ένα ξεχωριστό τον Γ. Παπανδρέου. Δίπλα σε μας τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον Γιάννη Αλευρά.
Την άλλη μέρα ήρθε ο Στ. Παττακός. «Γιατί κάνατε τη δικτατορία», τον ρώτησα, «με ποιο δικαίωμα;». «Γιατί ετοιμάζατε να καταλάβετε την εξουσία», μου απάντησε, «βρήκαμε και τα όπλα στα γραφεία της ΕΔΑ». «Πάμε αυτή τη στιγμή να μου τα δείξεις» του απαντώ. Οπότε έξαλλος βγαίνει από το δωμάτιο φωνάζοντας: «Είμαστε και μεις ήρωες».
Οι μέρες περνούσαν. Κωδωνοκρουσίες δεν ηχούσαν, μόνον οι παραισθήσεις μου έπαιζαν παιχνίδι, το φοβερό παιχνίδι των παραισθήσεων.
Μια μέρα με μετέφεραν εκεί όπου είχαν προηγούμενα τον Γ. Παπανδρέου, τον οποίο είχαν πάει στο Νοσοκομείο γιατί αρρώστησε.
Ένα πρωινό, ανοίγει την πόρτα ο αξιωματικός φρουράς και μαζί του εισέρχονται κι άλλοι. «Κύριε Γλέζο», μου λέει, «έχει διαδοθεί ότι σας εκτελέσαμε, γι’ αυτό φέραμε τους δημοσιογράφους να σας δουν». Αμέσως του απαντώ: «Εσείς εκτελέσατε τη Δημοκρατία και έχει σημασία αν ζει ο Γλέζος ή όχι;». Γρήγορα-γρήγορα τους πήρε κι έφυγε.
Πηγή: ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
|