Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Γ. Αλεξάτος: «Δυο κόσμοι χωριστά: η Ελλάδα των ηττημένων»


Οπως είχαμε υποσχεθεί παραθέτουμε άλλο ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του συντρόφου Γιώργου Αλεξάτου «Το τραγούδι των ηττημένων, Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα», Η προηγούμενη ανάρτησή μας είχε τίτλο «Δυο κόσμοι χωριστά: η Ελλάδα των νικητών»

Το επόμενο κεφάλαιο που διαπραγματεύεται το ίδιο βιβλίο:

Δυο κόσμοι χωριστά: η Ελλάδα των ηττημένων

«Συρματοπλέγματα βαριά ζώνουν τη δόλια μου καρδιά.»
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Καθώς στις 30 Αυγούστου 1949 ο Γράμμος «αντηχούσε τα τραγούδια» των νικητών του Εμφυλίου, μια άλλη Ελλάδα, αυτή που συνέδεσε τις τύχες της με την εαμική επανάσταση, έκανε τον απολογισμό της μεγαλειώδους και τραγικής στην κατάληξή της, εποποιίας.
Ο κόσμος της εργασίας, της Αντίστασης, της Αριστεράς πλήρωσε, ήδη, πολύ ακριβά την τόλμη του να υψώσει το ανάστημά του, θέλοντας να βάλει τέρμα στη φασιστική Κατοχή αλλά και στο καθεστώς της κοινωνικής εκμετάλλευσης. Έχασε τα καλύτερα παιδιά του στις μάχες με τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, στην ανοιχτή αναμέτρηση με τον αστισμό. Τα είδε να στήνονται στα Σκοπευτήρια, να ματώνουν στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, να μαντρώνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα Χα’ίδάρια της Κατοχής, στα Μακρονήσια του Εμφύλιου. Να παίρνουν τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς.
Είναι αντικειμενικά δύσκολο να διακρίνει κανείς μεταξύ της βαρβαρότητας των φασιστών κατακτητών και του ελληνικού αστισμού, που σύσσωμος,ξεπερνώντας τους μεσοπολεμικούς διαχωρισμούς μεταξύ βασιλοφρόνων και φιλελευθέρων, έδωσε με τη φωτιά και το σίδερο τη μάχη για τη διατήρηση της ταξικής του κυριαρχίας, που την αμφισβητούσαν οι ξυπολιάδες απ” τις εργατο-γειτονιές κι οι αγράμματοι από τα λασποχώρια.
Με την αυγή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, την Πρωτοχρονιά του 1950, δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες βρίσκονταν στις φυλακές και στους τόπους εξορίας: 2.289 ήταν οι καταδικασμένοι/ες σε θάνατο, 16.783 σε ισόβια, 5.425 ήταν υπόδικοι/ες, ενώ άγνωστος ήταν ο αριθμός των κρατουμένων σε Τμήματα της Ασφάλειας, Μεταγωγών κ.λπ. (Ντουνιά Κουσίδου – Σταύρος Σταυρόπουλος 1993, σ. 37)
Ατμόσφαιρα ζόφου κυριαρχούσε από τα διάσπαρτα στήν ελληνική ύπαιθρο ανταρτοχώρια μέχρι τις εργατικές και λαϊκές συνοικίες των πόλεων, γιατί ο κόσμος εκεί καταλάβαινε ότι θα συνέχιζε να πληρώνει ακριβά το τίμημα της ήττας του για πολύ ακόμη. Κι ο κόσμος των νικητών έκανε ότι μπορούσε για να επιβεβαιωθούν και να ενισχυθούν τα συναισθήματα της απογοήτευσης και του φόβου.
Για τον λαϊκό κόσμο τίποτε πια δεν ήταν όπως παλιά. Μπορεί και κατά τον Μεσοπόλεμο η ζωή να ήταν δύσκολη για ευρύτατα εργατικά και λαϊκά στρώματα, πρώτα και κύρια για εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένων προσφύγων της Μικράς Ασίας, που ζούσαν στα όρια της εξαθλίωσης. Τότε όμως, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, μπορούσαν να καλλιεργούνται αυταπάτες, στηριγμένες στην άγνοια των πραγματικών κοινωνικών διαδικασιών, μέσα στις οποίες εμπλεκόταν η ζωή τους.
Το 1950 οι αυταπάτες είχαν, πλέον, καταρρεύσει. Ο κόσμος της φτωχολογιάς είχε περάσει απ” το μεγάλο σχολείο των σκληρών και πληρωμένων με αίμα, αγώνων. Είχε γνωρίσει πολύ καλά τον αντίπαλο του και τώρα αισθανόταν να βρίσκεται πραγματικά «στο έλεός του».
Ενώ η αστική τάξη έμπαινε ορμητικά και με τον αέρα της πρόσφατης νίκης της, στη μάχη της ανασυγκρότησης και δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, τα ευρύτατα στρώματα των εργαζομένων λαϊκών μαζών, που βρίσκονταν έξω από τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, η εργατική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος της φτωχής αγροτιάς και των φτωχών τμημάτων των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων των πόλεων, θα ζούσαν, για δυο ακόμη δεκαετίες, σε συνθήκες, ανάλογες των οποίων δεν υπήρξαν σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Οι επιπτώσεις της Κατοχής και του Εμφυλίου ήταν οδυνηρές για τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα. Χαρακτηριστική ήταν η περιγραφή των συνθηκών ζωής, που περιλαμβανόταν σε Έκθεση του Εργατικού Τμήματος της Αμερικανικής Αποστολής για την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαΐου 1949. Στην Έκθεση αναφέρονται κατοικίες σε σπήλαια ή σε προσωρινά παραπήγματα, από ξύλα και άλλα άχρηστα υλικά. «Το πρόγευμα συνίσταται από τσάι και ψωμί. Τα φαγητά αποτελούνται κυρίως από όσπρια, λαχανικά, πατάτες και ψάρια (είδος ψαριών που κοστίζουν 4.000 δρχ. η οκά). Το ρύζι και τα μακαρόνια τρώγονται σπανίως, και το κρέας αποτελεί πολυτέλειαν. Υπάρχουν περιπτώσεις οικογενειών, αι οποίαι έχουν να φάγουν κρέας περισσότερον από τρεις μήνας» (Γιώργος Κουκουλές 1995, σ. 182).
Με τη λήξη του Εμφυλίου και καθ” όλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, η ανεργία παραμένει το σημαντικότερο πρόβλημα των εργαζομένων, μόνιμος εφιάλτης, καθώς φτάνει το 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Το καλοκαίρι του 1950, σε απάντηση προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, η ελληνική κυβέρνηση αναγνώριζε ότι οι άνεργοι αποτελούσαν το ένα πέμπτο των εργατών των πόλεων και ότι από τις 112.000 των εγγεγραμμένων ανέργων μόλις 5.328 έπαιρναν επίδομα ανεργίας, που κι αυτό δεν ξεπερνούσε τα… 11 δολάρια μηνιαίως (Λευτέρης Σταυριανός 1977, σ. 241-242).
Παρά την αλματώδη μεταπολεμική ανάπτυξη της βιομηχανίας, η αύξηση της βιομηχανικής απασχόλησης ήταν ασήμαντη. Οι βιομηχανικοί εργάτες έφτασαν από 450.000 το 1950 (15,9% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού), τις 604.000 το 1973 (18,4% αντιστοίχως) (Θεόδωρος Κατσανέβας 1981, σ. 160). Και μόνο το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της στήριξης της ορμητικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού.
Το εργατικό μεροκάματο, που το 1950 βρίσκεται στο μισό του προπολεμικού, μόλις το 1956 φτάνει στα επίπεδα του 1938 (Γιάννης Μηλιός 1988, σ. 326). Αν πάρουμε υπόψη ότι τα προπολεμικά μεροκάματα υπολείπονταν κατά πολύ από τα απαραίτητα για την κάλυψη βασικών αναγκών, καταλαβαίνουμε ότι και πάλι, ακόμη και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, μιλάμε, κυριολεκτώντας, για μεροκάματα πείνας.
Καθώς οι αναπροσαρμογές μισθών (14 μεταξύ 1947-1966, μία κάθε ενάμισι χρόνο), ήταν περιοδικές, αλλά η αύξηση του τιμάριθμου συνεχής, «η πάλη της εργατικής τάξης γιά την αύξηση του πραγματικού της μισθού μοιάζει με τον αγώνα του Σισσύφου» (Στέργιος Μπαμπανάσης 1970, σ. 120).
Το 1961 η ωριαία αμοιβή στην ελληνική βιομηχανία ήταν κατά πολύ μικρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη της Τουρκίας, ενώ το χάσμα με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης ήταν ακόμα μεγαλύτερο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ενώ το ελληνικό μεροκάματο στην κλωστοϋφαντουργία αντιστοιχούσε σε 7,63 δρχ. την ώρα, στην Τουρκία ήταν 12,53 δρχ., στην Ιταλία 12,81 και στη Γερμανία 13,2. Η ωριαία αμοιβή στις μηχανολογικές βιομηχανίες ήταν στην Ελλάδα 8,05 δρχ., έναντι 15,26 δρχ. της Τουρκίας, 16,17 της Ιταλίας και 17,01 της Γερμανίας. Στα ανθρακωρυχεία οι Τούρκοι εργάτες έπαιρναν 16,17 δρχ., οι Ιταλοί 18,27, οι Γερμανοί 26,74, ενώ οι Έλληνες μόλις που έφταναν τις 9,5 δρχ. (Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης 1988, σ. 69).
Η συμπίεση των μισθών σε μακροπρόθεσμη βάση ήταν άμεσο αποτέλεσμα της συντριβής της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος, που διαμόρφωσε ένα σταθερό συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου (Γιάννης Μηλιός 1988, σ. 316), στην πολιτική συγκυρία του αντικομμουνιστικού κράτους, του «κράτους των εθνικοφρόνων» (στο ίδιο, σ. 326-327). Η συμπίεση του εργατικού εισοδήματος «θα αποτελέσει έκτοτε ένα μόνιμο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο» (στο ίδιο, σ. 326), με κύριο χαρακτηριστικό την τάση εξίσωσης των ημερομισθίων, με συμπίεση των υψηλότερων προς τα κατώτερα (Στέργιος Μπαμπανάσης 1970, σ. 114).
Κάτω απ” αυτές τις συνθήκες, το βιοτικό επίπεδο των φτωχών εργαζομένων στρωμάτων υπολείπεται κατά πολύ του αντίστοιχου της Δυτικής Ευρώπης. Η κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ελλάδα το 1961 αντιπροσωπεύει μόλις το 36,6% της κατανάλωσης στην τότε ΕΟΚ, ενώ ακόμη και το 1974 δεν φτάνει παρά το 47,8% (Γιάννης Μηλιός 1988, σ. 440).
Η κατάσταση αυτή είναι φανερή σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερα σοβαρές διαστάσεις προσλαμβάνει το ζήτημα της στέγασης, καθώς στις δεκάδες χιλιάδες των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, που δεκαετίες μετά το 1922 εξακολουθούσαν να στεγάζονται σε ακατάλληλα παραπήγματα, προστέθηκαν και οι ξεριζωμένοι του Εμφυλίου.
Κατά δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες οι κάτοικοι της υπαίθρου εγκαταλείπουν την επαρχία, για ν” αποφύγουν την τρομοκρατία που οργιάζει αμέσως μετά τη Βάρκιζα και φτάνει σε παροξυσμό με την έκρηξη του Εμφυλίου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «οι πιο πολλοί απ” τους ξεσπιτωμένους ήρθαν στην Αθήνα κυνηγημένοι για να γλυτώσουν, για να φάνε λίγο ψωμί, για να βρούνε μια δουλειά. Κι έμειναν όπου όπου, χωρίς πολλές απαιτήσεις. Κοιμήθηκαν στα υπόγεια πολυκατοικιών, σε τρώγλες και σε πρόχειρες παράγκες, σε σχολεία και σε εκκλησίες. Γυμνοί σχεδόν και πεινασμένοι γύριζαν στους δρόμους μέχρι να βρούνε κάποια δουλειά» (Γιάννης Καιροφύλλας 1993, σ. 19-20).
Σύμφωνα με στοιχεία του 1957, το 28,3% των οικογενειών στην Ελλάδα συγκατοικούσε με δύο ή και περισσότερες οικογένειες ανά κατοικία. Το 32,5% ζούσε σε ένα μόνο δωμάτιο. Μόνο στο 11,3% των κατοικιών υπήρχε τρεχούμενο νερό, σε ένα ποσοστό 7,1% υπήρχε τρεχούμενο νερό σιην αυλή. Ηλεκτρικό ρεύμα διέθετε το 26,7%, λουτρό μόλις το 2,5% (Στέργιος Μπαμπανάσης 1961, σ. 44).
Σε ό,τι αφορά στη διατροφή, αναφέρεται ενδεικτικά ότι το 1958 η κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος ήταν μόλις 23,5 κιλά τον χρόνο, περίπου δύο κιλά τον μήνα, για να φτάσει τα 32,5 κιλά, λιγότερο από τρία κιλά τον μήνα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 (Γιάννης Δόβας 1971, σ. 39). Η ανέχεια των λαϊκών μαζών περιγράφεται ακόμη και… στους οδηγούς μαγειρικής. Χαρακτηριστική η αναφορά, σε σχετικό οδηγό του 1960, στη διατροφή των αγροτικών και εργατικών οικογενειών, κυρίως με λαδερά φαγητά, «που συμπληρώνουν με λίγο ζωικό λεύκωμα (αυγό, τυρί, ρέγγα, μπακαλιάρο παστό, σαρδέλλες παστές κ.λπ.)» (Σοφία Σκούρα 1960, σ. 129).
Αν ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς δείκτες του βιοτικού επιπέδου ενός λαού είναι η παιδική θνησιμότητα, την εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας τη δίνει το ποσοστό του 34 τοις χιλίοις το 1967, όταν στη Γερμανία ήταν 24 τοις χιλίοις, στη Γαλλία 22 και στην Ολλανδία μόλις 13 (Γιάννης Δόβας 1971, σ. 40).
Ιδιαίτερα σκληρές ήταν οι συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας. Στα 1950-74 η εργασιακή πειθαρχία στους χώρους δουλειάς βασιζόταν σε μηχανισμούς καθαρής βίας, υπό την απειλή της δίωξης και της απόλυσης, στον φρονηματισμό μέσω του εκφοβισμού, στον κατασταλτικό πατερναλισμό, «με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την έντονη πολιτικοποίηση της μισθωτής σχέσης, την αστυνόμευση της παραγωγικής διαδικασίας και την εργοδοτική αυθαιρεσία» (Γεωργία Πετράκη 1994, σ. 261- επίσης, Ηλίας Ιωακείμογλου 1993, σ. 44).
Η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν στηρίχτηκε στο φορντικό μοντέλο των κοινωνικών παροχών και της σχετικής σταθεροποίησης του ποσοστού εκμετάλλευσης, αλλά αποκλειστικά στην άνοδο αυτού του ποσοστού (Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης 1988, σ. 41), ακόμη και με τη μορφή απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας. Ακόμη και οι εγκάθετοι του καθεστώτος εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ υποχρεώνονται να διαμαρτυρηθούν:
«Τα χρονικά όρια της εργασίας παραβιάζονται ασυστόλως υπό διάφορα προσχήματα, μη εξαιρούμενης και της ασκήσεως ψυχολογικής βίας, εις τρόπον ώστε το ΙΟωρον και το 12ωρον ν” αποτελούν τον μέσον όρον της ημερήσιας απασχολήσεως σημαντικού τμήματος των εργαζομένων» (ΓΣΕΕ 1956, σ. 102).
Το 1970 η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης στην οποία οι βιομηχανικοί εργάτες απασχολούνται 48 ώρες την εβδομάδα (Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης 1988, σ. 122).
Βαρύς είναι ο φόρος αίματος που υποχρεώνεται να πληρώσει η εργατική τάξη στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με τη μορφή των εργατικών ατυχημάτων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στη μεταπολεμική περίοδο το 50% των ναυτικών ατυχημάτων (ναυάγια, αβαρίες κ.λπ.) σε παγκόσμιο επίπεδο αφορούσαν στον ελληνικό στόλο ο οποίος αποτελούνταν, σε μεγάλο ποσοστό, από μεταχειρισμένα σαπιοκάραβα (Μιχάλης Μάλλιος 1975, σ. 86). Ήταν κι αυτό μία από τις οδυνηρές συνέπειες της ήττας του εργατικού κινήματος, καθώς «η νίκη της αστικής τάξης (…) επέτρεψε στους εφοπλιστές να αγνοήσουν πλήρως την ελληνική εργατική νομοθεσία» (Δημήτρης Χαραλάμπης 1985, σ. 64).
Αυτή η πραγματικότητα της σκληρής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης δεν γίνεται καν προσπάθεια να αποκρυφτεί. Αντιθέτως, εκθειάζεται από τους ίδιους τους εκπροσώπους του ελληνικού κεφαλαίου:
«Η εν Ελλάδι εξαιρετική απόδοσις των επενδύσεων προσδιορίζεται από παράγοντας ιδιαζόντως ευνοϊκούς ως είναι το άφθονον εργατικόν δυναμικόν και αι χαμηλαί αμοιβαί και εξηγούν το φαινόμενον του ύψους των ετησίων αποσβέσεών του, που εις πολ-λάς περιπτώσεις φθάνει το 20-40%», δηλώνει στις Βρυξέλλες, τον Φεβρουάριο του 1965, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Γεώργιος Δράκος.
Το 1974 ακόμη, όταν η πρώτη μεταπολεμική φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει φτάσει στο απόγειο -και στα όριά της, όπως είχε ήδη διαφανεί- η κοινωνική και οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακή. Το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού νέμεται το 47,99% του εισοδήματος, ενώ στο φτωχότερο 20% αντιστοιχεί ένα πενιχρό 3,1%(Σάκης Καράγιωργας – Θεοφάνης Πάχος 1986, σ. 275).