Οι θρυλικές μάχες για την καθιέρωση του οκταώρου εργασίας, τα γεγονότα του 1886 στο Σικάγο και η «ματωμένη» Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή
Κάθε χρόνο, η Πρωτομαγιά εορτάζεται σε όλο τον κόσμο σαν μία διεθνής ημέρα αλληλεγγύης της εργατικής τάξης.
Στα πλαίσια του εορτασμού της εργατικής πρωτομαγιάς, εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα από την Αφρική ως την Ασία, από τη Νότια έως τη Βόρεια Αμερική και σε όλη την Ευρώπη. Αυτές οι εκδηλώσεις, διοργανώνονται σε κάποια κράτη από εμπορικά σωματεία, σε άλλα από επαναστατικά κόμματα ή κυβερνήσεις, ωστόσο όλες γιορτάζουν τον αγώνα της διεθνούς εργατικής τάξης.
Η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε επισήμως σαν Διεθνής Ημέρα των Εργατών σε μία συνεδρίαση του διεθνούς Μαρξιστικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου, που διεξήχθη στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1989. Στόχος του ήταν η καθιέρωση του οκταώρου εργασίας για όλους τους εργαζομένους.
Οι αγώνες για την καθιέρωση του δεκάωρου εργασίας.
Τον 19ο αιώνα παρουσιάστηκε μία αξιοσημείωτη βιομηχανική ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Η καπιταλιστική τάξη συγκέντρωσε τεράστιες περιουσίες καθώς η οικονομία επεκτεινόταν. Ο διηπειρωτικός σιδηρόδρομος ολοκληρώθηκε, ενώ τα ορυχεία και οι χημικές βιομηχανίες βρίσκονταν σε άνθιση. Ωστόσο οι συνθήκες εργασίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν σκληρές και απάνθρωπες. Το ωράριο εργασίας κυμαινόταν από 12 έως 14 ώρες ενώ η μέρες της εργασίας ήταν έξι και πολλές φορές επτά.
Υπήρχαν μεμονωμένοι αγώνες για τη μείωση του ωραρίου εργασίας. Το 1835, οι εργάτες στη Βοστώνη κλήθηκαν να αγωνιστούν για την καθιέρωση του δεκάωρου εργασίας. Την ίδια χρονιά, στη Φιλαδέλφεια ύστερα από γενική απεργία που διήρκησε τρεις εβδομάδων επετεύχθη η καθιέρωση του δεκάωρου σε ιδιωτικές και δημόσιες θέσεις εργασίας. Παρ’ όλα αυτά η κατάπνιξη του κινήματος μεταξύ 1837 και 1841 αντέστρεψε τους όρους.
Όταν η κατάπνιξη του εργατικού κινήματος έφτασε στο τέλος, οι αγώνες για τη μείωση του ωραρίου εργασίας αναβίωσαν και συνεχίστηκαν για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Μέχρι το έτος 1860, ο μέσος όρος ωραρίου εργασίας είχε μειωθεί σε 11 ώρες.
Αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος και 8ωρο εργασίας
Οι αγώνες για την καθιέρωση του 8ώρου εργασίας κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου.
«Μέσα από το τέλος της σκλαβιάς μία νέα ζωή ανέτειλε για πρώτη φορά. Οι πρώτοι καρποί του εμφυλίου πολέμου ήταν η λήξη του ωραρίου εργασίας μετά την πάροδο 8ωρου» είπε ο Καρλ Μαρξ σχετικά με αυτή την περίοδο.
Εκατοντάδες τοπικές οργανώσεις σε όλη τη χώρα ενεργοποιήθηκαν για την καθιέρωση της νομοθεσίας του 8ωρου εργασίας.
«Μέσα από το τέλος της σκλαβιάς μία νέα ζωή ανέτειλε για πρώτη φορά. Οι πρώτοι καρποί του εμφυλίου πολέμου ήταν η λήξη του ωραρίου εργασίας μετά την πάροδο 8ωρου» είπε ο Καρλ Μαρξ σχετικά με αυτή την περίοδο.
Εκατοντάδες τοπικές οργανώσεις σε όλη τη χώρα ενεργοποιήθηκαν για την καθιέρωση της νομοθεσίας του 8ωρου εργασίας.
Η Εθνική Εργατική Ένωση, η πρώτη εθνική εργατική ένωση που σχηματίστηκε μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου, υπογράμμισε τις προτεραιότητες των εργατών για εκείνη την περίοδο. «Η πρώτη και μεγαλύτερη προϋπόθεση για το παρόν ώστε να απελευθερωθεί η εργατική τάξη αυτής της χώρας από την σκλαβιά του καπιταλισμού, είναι η ψήφιση ενός νόμου που να ορίζει το οκτάωρο ως το φυσιολογικό ωράριο στις ΗΠΑ»
Έως το 1868, έξι πολιτείες και ένας αριθμός πόλεων των ΗΠΑ ψήφισαν νομοθεσία για την καθιέρωση του 8ώρου εργασίας. Την ίδια χρονιά, μετά από μια εθνική εκστρατεία που συγκέντρωσε 10.000 υπογραφές, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο 8ωρου εργασίας για όλους τους ομοσπονδιακούς εργαζόμενους. Ωστόσο μια κατάπνιξη του κινήματος από το 1873 έως το 1879 επέστρεψε τις συνθήκες σε πρότερη κατάσταση και χάθηκαν τα οφέλη της εκστρατείας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στηριζόταν περισσότερο σε αναφορές νομοθετών παρά στην άμεση δράση. Μέχρι που κάποια εθνικά συνδικάτα κατέφυγαν σε απεργίες για να επιτύχουν μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα.
Εργατικές οργανώσεις (επηρεαζόμενες από μαρξιστές με μια πιο επαναστατική προσέγγιση για την επίτευξη του οκτάωρου) διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 1880. Το κίνημα για το οκτάωρο είχε καθοριστεί για την ημερομηνία της 1ης Μαΐου σε μια σύμβαση του 1884 της τριετούς Ομοσπονδίας των οργανωμένων εμπορικών και εργατικών συνδέσμων των ΗΠΑ και του Καναδά, που αποτελούσε πρόδρομο της αμερικανικής Ομοσπονδίακής εργασίας.
Ένα ψήφισμα το οποίο να αποκρυσταλλώνεται η στήριξη των εργατών για την καθιέρωση του 8ωρου εισήχθη: «Επιλύθηκαν τα κάτωθι θέματα ... ότι η νόμιμη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας είναι οκτώ ώρες μετά την 1η Μαΐου 1886, και συνιστούμε στις εργατικές οργανώσεις σε όλη αυτή την περιοχή να κατευθύνουν τους νόμους τους προς αυτήν την κατεύθυνση.»
Ένα ψήφισμα το οποίο να αποκρυσταλλώνεται η στήριξη των εργατών για την καθιέρωση του 8ωρου εισήχθη: «Επιλύθηκαν τα κάτωθι θέματα ... ότι η νόμιμη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας είναι οκτώ ώρες μετά την 1η Μαΐου 1886, και συνιστούμε στις εργατικές οργανώσεις σε όλη αυτή την περιοχή να κατευθύνουν τους νόμους τους προς αυτήν την κατεύθυνση.»
1η Μάιου 1886
Την 1η Μαΐου του 1886 περίπου 500.000 εργαζόμενοι ανέλαβαν δράση. Διαδηλώσεις και απεργίες εκδηλώθηκαν σε μεγάλες πόλεις σε όλη την χώρα την επικράτεια των ΗΠΑ, καθώς και σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις.Δέκα χιλιάδες άτομα διαδήλωσαν στην Union Square της Νέας Υόρκης. Έντεκα χιλιάδες διαδήλωσαν στο Ντιτρόιτ. Περίπου 20.000 διαδήλωσαν στη Βαλτιμόρη, μαζί με χιλιάδες ακόμα στο Μιλγουόκι. Στη Λούισβιλ, 6.000 έγχρωμοι και λευκοί εργαζόμενοι διαδήλωσαν σε πάρκα που απέκλειαν την κυκλοφορία στους μαύρους. Ο Τύπος των έγχρωμων ανέφερε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα είχε πατάξει τις προκαταλήψεις.
Τα γεγονότα στο Σικάγο και το περιστατικό του Χεϊμάρκετ
Η πιο μαχητική πορεία (και μία από τις πιο ιστορικές), έγινε στο Σικάγο με τις αναφορές εκείνης της εποχής να αναφέρουν πως η συμμετοχή ξεπέρασε τα 90.000 άτομα.
Το πρώτο εργατικό αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα, έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισαν πολλούς ακόμα, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.
Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, στην οποία πρωτοστάτησαν άτομα του αναρχικού κινήματος. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών έπεσε μια χειροβομβίδα προς το μέρος των αστυνομικών, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστούν εκατοντάδες, ο ακριβής αριθμός των οποίων δεν έγινε ποτέ γνωστός. Στην συνέχεια ακολούθησαν αντίποινα και έξι ακόμα αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.
Για την επίθεση με χειροβομβίδα, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν Γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς Αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγο ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγο, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
Αθήνα - Πρωτομαγιά 1944 – Η εκτέλεση των «200»
Η χώρα μας γνώρισε πολλές «ματωμένες» Πρωτομαγιές. Ωστόσο σήμερα (1/5/2014) συμπληρώνονται 70 χρόνια από την πιο αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα.
Στις 27 Απριλίου του 1944 ένας αξιωματικός των ναζί και τρεις συνοδοί του βρήκαν τον θάνατο στους Μολάους της Λακωνίας μετά από μία ενέδρα ανταρτών.
Και ενώ πλησιάζει το τέλος της Κατοχής, μετά το περιστατικό, ακολούθησε η ανακοίνωση – απόφαση του Γερμανού Στρατιωτικού διοικητή της νότιας Ελλάδας η οποία ήταν σαφής:
«Διέταξα να εκτελούνται επί τόπου όσοι ευρεθούν σήμερον επί της οδού από Σπάρτης έως Mολάους. Επίσης διέταξα την εκτέλεσιν δι’ αύριον πρώτην Μαΐου διακοσίων κομμουνιστών εκ των εις τας ενταύθα φυλακάς κρατουμένων» σαν αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Πελοποννήσου έξω από τη Σπάρτη στις 29 Απρίλη του ’44 από «αναρχικά στοιχεία»
«Διέταξα να εκτελούνται επί τόπου όσοι ευρεθούν σήμερον επί της οδού από Σπάρτης έως Mολάους. Επίσης διέταξα την εκτέλεσιν δι’ αύριον πρώτην Μαΐου διακοσίων κομμουνιστών εκ των εις τας ενταύθα φυλακάς κρατουμένων» σαν αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Πελοποννήσου έξω από τη Σπάρτη στις 29 Απρίλη του ’44 από «αναρχικά στοιχεία»
Έτσι και έγινε. Στην κατεχόμενη Αθήνα, 200 κομμουνιστές αιχμάλωτοι, πρώην πολιτικοί κρατούμενοι, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή από τους ναζί ως αντίποινα για τον θάνατο του αξιωματικού.
Από τα 200 άτομα, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι επί δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία που οι αρχές τους παρέδωσαν με πρωτόκολλο παράδοσης στους Ιταλούς κατακτητές μετά την πτώση του μετώπου. Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι. Οι υπόλοιποι ήταν εξόριστοι από την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη .
H διαταγή για τις εκτελέσεις δημοσιεύτηκε στον κατοχικό Τύπο στις 30 Απριλίου του 1944:
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Το πρωί της 1ης Μαΐου στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων που συντάχτηκε στο ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν για να μεταφέρουν τους «200» από το Χαϊδάρι, όπου κρατούνταν, στην Καισαριανή. Και ο δρόμος γέμισε σημειώματα, στη μάνα, στον πατέρα, στα αδέλφια, στους αγαπημένους, στους συναγωνιστές, παρακαταθήκη για αυτούς που έμεναν πίσω να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία.
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος» έγραψε στην πορεία του προς το θάνατο ο Νίκος Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά.
Αξέχαστο το «όχι» του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στην προσφορά των ναζί να του χαρίσουν τη ζωή, επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας. Είπε ότι θα δεχόταν να ζήσει μόνο εάν δεν πήγαινε άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα στη θέση του.
«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές» έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας.
Παρά τη μεγάλη κινητοποίηση που έγινε για τη σωτηρία τους, δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα.
Έτσι, τα χαράματα της Πρωτομαγιάς του 1944, τα πολυβόλα των ναζί άρχισαν τις εκτελέσεις ανά 20 άτομα, υποχρεώνοντας την επόμενη 20άδα πριν εκτελεστούν να φορτώσουν τους νεκρούς στα αυτοκίνητα! Αυτή η σκηνή θα επαναληφθεί πολλές φορές μέχρι να εκτελεστούν και οι 200 και το μακάβριο έργο των ναζιστών θα τελειώσει λίγο μετά τις 10 το πρωί!
Όσοι έζησαν από κοντά εκείνες τις στιγμές θυμούνται ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Πλήθος κόσμου έτρεξε να δει εάν βρισκόταν κάποιος δικός τους στα φορτηγά που επέστρεφαν γεμάτα πτώματα.
Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά του κατακτητή στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.