Τα αλλεπάλληλα σενάρια που δοκιμάζονταν στα μέσα Φεβρουαρίου σχετικά με την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών (κατά πόσο δηλαδή θα συμπέσουν με τις δημοτικές εκλογές) ως μοναδικό ζητούμενο είχαν να απομακρύνουν τους ψηφοφόρους από τις κάλπες. Και αυτό δεν συνέβαινε καθόλου τυχαία: Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ξέρει ακόμη και τώρα πως μοναδικός τρόπος για να περιορίσει την αδιαμφισβήτητη συντριβή της, που θα είναι αποτέλεσμα της φτώχειας και της ανεργίας που έχει επιβάλει, προέρχεται από την μείωση της συμμετοχής. Έτσι, θα μπορεί να επικαλεστεί την αποχή για να υποβαθμίσει το μήνυμα που θα στείλουν οι κάλπες με την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαβεβαιώνουν όλες πλέον οι δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, η επίπτωση που θα έχει στην συμμετοχή των ψηφοφόρων το παιχνίδι με τις ημερομηνίες θα είναι μηδαμινή κι αυτό θα φανεί από τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις που θα ενεργοποιηθούν αμέσως μόλις κλείσουν οι κάλπες…
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, από την άλλη, θεωρείται σίγουρο πως θα κυριαρχεί η αδιαφορία. Η συμμετοχή στις όγδοες στη σειρά εκλογές που διοργανώνονται από το 1979 για την ανάδειξη των 751 ευρωβουλευτών (όπως διαμορφώθηκαν οι έδρες τελευταία φορά) θα πέσει ακόμη πιο χαμηλά από το 43% του 2009. Αυτοί δε που θα ψηφίσουν σε ένα πρωτοφανές ποσοστό θα δείξουν την προτίμησή τους για κάθε είδους κόμμα που στέκεται κριτικά απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αμφισβητεί εν μέρει ή συνολικά την ΕΕ και το ευρώ: Από το κόμμα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλιο στην Ιταλία, που ανακηρύχτηκε πρώτο σε ψήφους στις εθνικές εκλογές της γειτονικής χώρας τον Μάρτιο του 2013, μέχρι το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Νάιγκελ Φάραγκ και ακροδεξιά κόμματα από την Γαλλία, την Ολλανδία, κ.α. Τύπος μεγάλης κυκλοφορίας και κόμματα εξουσίας, που θεωρούν ύψιστη σχεδόν εθνική τους υποχρέωση να δικαιολογούν τη λιτότητα, επιχειρούν να απαξιώσουν και να στιγματίσουν την κριτική στάση απέναντι στην ΕΕ ταυτίζοντάς την με την άκρα Δεξιά και την αποκρουστική Μαρίν Λε Πεν. Τίποτε όμως δεν απέχει πιο πολύ από την αλήθεια.
Κατ’ εφαρμογή χιτλερικών σχεδίων
Σε ό,τι αφορά δε τον φασισμό η ΕΕ δεν δικαιούται να μιλάει… Πριν δούμε τα σύγχρονα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δυσφορίας απέναντι στις Βρυξέλλες, αξίζει να αναφέρουμε ότι η ΕΕ, από την ίδρυσή της ακόμη, δεν ήταν και τόσο εχθρική, ούτε καν ασύμβατη με τα ναζιστικά επεκτατικά σχέδια! Κι αυτό προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Μιας αλήθειας που για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε με αφορμή τον ορισμό της 9ης Μαΐου ως ημέρας της ενωμένης Ευρώπης. Η 9η Μαΐου όμως ήταν ανέκαθεν η μέρα πάλης ενάντια στον φασισμό, λόγω του ότι μια μέρα πριν, στις 8 Μαΐου το ναζιστικό θηρίο είχε παραδοθεί άνευ όρων στους συμμάχους, πλήρως συντετριμμένο μετά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο στις 2 Μαΐου 1945. Παρόλα αυτά, πέντε χρόνια αργότερα στις 9 Μαΐου του 1950, η διακήρυξη «για μια ενωμένη Ευρώπη» του γάλου υπουργού Εξωτερικών Ρομπέρτ Σουμάν (που κατηγορήθηκε για σχέσεις με το Ναζισμό κι ο οποίος υπηρέτησε το καθεστώς του προδότη φιλο-Ναζί Πεταίν, γνωστό κι ως καθεστώς του Βισύ) επισκίασε την ημέρα της αντιφασιστικής πάλης. Κι έτσι την δεκαετία του ’90, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η μέρα της αντιφασιστικής δράσης πέρασε σε δεύτερη μοίρα…
Οι ναζιστικές καταβολές της σημερινής ΕΕ, ως ένας ενιαίος οικονομικός χώρος υπό γερμανική εποπτεία, αποτυπώνεται ανάγλυφα στο πολύ σημαντικό βιβλίο Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια του Δημοσθένη Κούκουνα (εκδ. Ερωδιός, 2013). Αναφέρει ο συγγραφέας: «Η διεύθυνση Εξωτερικού Εμπορίου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών… βρισκόταν στο επίκεντρο της χιτλερικής “νέας Ευρώπης”… Και, αντίθετα απ’ ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, η έννοια της ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας δεν βασιζόταν κυνικά στην εκμετάλλευση όλων των άλλων ευρωπαϊκών λαών από την Γερμανία. Δεν θα έπαυε ασφαλώς να είναι η ιθύνουσα δύναμη, αλλά στον εαυτό της δεν επεφύλασσε τον μεταπολεμικό ρόλο ενός στυγνού κατακτητή που δια της βίας θα ασκούσε την εξουσία στα ευρωπαϊκά κράτη. Ενδιαφερόταν πρωτίστως για την αδιαμφισβήτητη οικονομική επιρροή της επ’ αυτών μετά το τέλος του πολέμου και επεφύλασσε στον εαυτό της ρόλο συντονιστή και επομένως προνομιούχου συναλλασσόμενου. Βεβαίως, ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς και οι λοιποί φανατικοί εθνικοσοσιαλιστές ηγέτες δεν επέζησαν του πολέμου για να δουν το αποτέλεσμα. Ωστόσο, ένας από τους βασικούς εντολοδόχους της χιτλερικής ηγεσίας, ο Βάλτερ Φουνκ, ο οποίος πειθαρχικά είχε θέσει το σχέδιο σε εφαρμογή, με τη βοήθεια καθηγητών και άλλων οικονομολόγων, κυρίως όμως με την συνδρομή του Κλόντιους, ήταν εκείνος που πριν πεθάνει, το 1960, είδε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να γίνεται πραγματικότητα. Και οπωσδήποτε σε μερικές περιπτώσεις θα διαπίστωσε ότι η γερμανική οικονομία ήταν πιο ωφελημένη με τα νέα μεταπολεμικά δεδομένα παρά στα χρόνια του πολέμου! Η γερμανική ηγεμονία είχε ένα προφίλ, λιγότερο προκλητικό και περισσότερο αποδοτικό»…
Επιστρέφοντας στο σήμερα, παρατηρούμε πως η κριτική απέναντι στην ΕΕ που θα εκφρασθεί στις ευρωεκλογές δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου της δυσφορίας που κλιμακώνεται σε όλη την γηραιά ήπειρο. Η αιτία είναι μία και μοναδική: η πολιτική λιτότητας και βίαιης φτωχοποίησης που επιβάλει η ΕΕ, αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση όλους τους μηχανισμούς που διαθέτει. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ευρωκοινοβούλιο μέχρι την Τρόικα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υπ’ αυτό το πρίσμα το παράδοξο που χρήζει ερμηνείας δεν είναι η δυσφορία των ευρωπαίων πολιτών, την οποία κάνουν ότι δεν βλέπουν τα ΜΜΕ και τα κόμματα εξουσίας κι όταν καταδεχθούν να ασχοληθούν μαζί της αρνούνται να την κατανοήσουν ή την στιγματίζουν, αλλά η αναντιστοιχία – μέχρι στιγμής – του πολιτικού συστήματος και της κομματικής διάταξης με αυτές τις διαθέσεις. Με άλλα λόγια, το εκπληκτικό είναι ότι η πολιτική συμπεριφορά των ευρωπαίων πολιτών δεν έχει ακόμη βρει το κομματικό σύστημα που της ταιριάζει, με αυτό που υπάρχει σήμερα να αρμόζει σε προηγούμενες δεκαετίες, και να αποδεικνύεται απρόθυμο να ενσωματώσει τις ανησυχίες τους.
Ευρωβαρόμετρο – χαστούκι για την ΕΕ
Η πολιτική στάση των ευρωπαίων πολιτών καταγράφηκε πιστά στο Ευρωβαρόμετρο, την έρευνα που πραγματοποιείται σε όλη την ΕΕ δύο φορές τον χρόνο. Η πιο πρόσφατη, του φθινοπώρου του 2013 που διεξήχθη το Νοέμβριο, περιείχε ευρήματα που θα έπρεπε να ανησυχήσουν πολλούς από τους αργυρώνητους γραφειοκράτες της ΕΕ, καθώς δείχνουν ότι οι λαοί της Ευρώπης απορρίπτουν την πολιτική της λιτότητας, πίσω από την οποία έχουν στοιχηθεί όχι μόνο τα όργανα της ΕΕ, αλλά και τα μεγαλύτερα κόμματα της Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας. Αρκούν ορισμένα στοιχεία. Στο ερώτημα για παράδειγμα «αν εμπιστεύεστε την ΕΕ» θετικά απαντάει μόνο το 31%, ενώ το 58% απαντάει πως δεν την εμπιστεύεται. Οι αρνητικές απαντήσεις ξεπερνούν σημαντικά τον μέσο όρο στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης. Έτσι, στην Ελλάδα απαντάει αρνητικά το 77%, στην Κύπρο το 75%, στην Ισπανία το 71%, στην Πορτογαλία το 68%, στην Ιταλία το 62%, κοκ. Ο λόγος της αποστροφής τους στην ΕΕ είναι προφανής: Αυτές οι χώρες βίωσαν το αποκρουστικό πρόσωπο των Βρυξελλών καθώς η πολιτική του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και της οικονομικής κατοχής που επέβαλε το Τέταρτο Ράιχ εφαρμόστηκε με πολιορκητικό κριό την ΕΕ.
Στο ερώτημα αν η ΕΕ θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση το 45% όσων ερωτήθηκαν και στις 28 χώρες απαντάει αρνητικά και μόνο το 37% απαντάει θετικά. Στην ευρω-περιφέρεια των Μνημονίων περιττό να ειπωθεί ότι οι αρνητικές απαντήσεις είναι στα ύψη. Στην Ελλάδα για παράδειγμα το 66% απορρίπτει την εκτίμηση ότι η ΕΕ θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση, στην Ιταλία το 49%, στην Κύπρο το 57%, κοκ. Αυτή η απάντηση αποτελεί χαστούκι για την ΕΕ, δεδομένου πως σημαίνει ότι οι πολίτες θεωρούν ότι μεροληπτεί σε βάρος των μεγάλων συμφερόντων και με τις πολιτικές που επιβάλλει εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Πιο ξεκάθαρα δεν μπορεί να ειπωθεί… Στην ίδια έρευνα περιγράφονται και τα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετεί η ΕΕ. Στο ερώτημα για το αν η ΕΕ κάνει τον χρηματοπιστωτικό τομέα να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογεί συμφωνεί μόνο το 34% και διαφωνεί το 50%. Το μεγαλύτερο μερίδιο δηλαδή, ή ο 1 στους 2, πιστεύει πως η ΕΕ διευκολύνει τις τράπεζες. Πρόκειται για βαρά κατηγορία δεδομένου ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας την τελευταία πενταετία απέδειξε ότι λειτουργεί σε βάρος της κοινωνίας και πολύ δικαιολογημένα έχει συγκεντρώσει την μήνι των πολιτών όλου του πολιτικού φάσματος. Οι ευρωπαίοι πολίτες ταυτίζουν την ΕΕ με τις τράπεζες και την αδικία κι επίσης με την λιτότητα και την ανεργία! Στο ερώτημα κατά πόσο η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την λιτότητα στην Ευρώπη συμφωνεί το 63% και διαφωνεί το 27%, ενώ στο ερώτημα για το αν η ΕΕ δημιουργεί τους όρους για περισσότερες θέσεις εργασίας συμφωνεί το 40% και διαφωνεί το 52%. Κατόπιν όλων αυτών δεν ξαφνιάζει πως η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών (58%) δεν εμπιστεύεται την ΕΕ, έναντι ενός μικρού μόνο ποσοστού (31%) που δηλώνει πως την εμπιστεύεται. Επίσης, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, της τάξης του 82% δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα, με το ποσοστό αυτών που εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα να κινείται στο 14% και, τέλος, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (47%) να απαντάει πως τα πράγματα κινούνται στην λάθος κατεύθυνση. Μόνο το 26%, δηλαδή ο 1 στους 4 δηλώνει πως τα πράγματα εξελίσσονται σε μια θετική κατεύθυνση.
Όλα αυτά τα ευρήματα δηλώνουν ξεκάθαρα ότι στην ΕΕ είναι σε εξέλιξη μια βαθιά πολιτική κρίση με τους πολίτες να γυρίζουν την πλάτη τους σε κόμματα και θεσμούς, που πριν λίγα χρόνια εμφανίζονταν ως εγγυητές της δημοκρατίας και της ευημερίας. «Μας κάψατε το μέλλον, σας καίμε το παρόν» σαν να δηλώνουν εκατομμύρια Ευρωπαίων αποσύροντας οριστικά και δια παντός την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους από κόμματα και θεσμούς που υπηρετούν την διάλυση του κοινωνικού κράτους και την μείωση των μισθών. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία της χαμηλής συμμετοχής στις ευρωεκλογές και του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού, όπως χαρακτηρίζεται η κριτική στην ΕΕ.
Η ίδια η ΕΕ, πρέπει να αναγνωρίσουμε, πως κάνει ότι περνάει κι από το χέρι της προκειμένου να τροφοδοτεί την οργή των Ευρωπαίων. Σε αυτή την κατεύθυνση δύο είναι οι πιο πρόσφατες εξελίξεις που αλλάζουν σημαντικά τον χαρακτήρα της ΕΕ και το κάνουν μάλιστα προς το χειρότερο. Η πρώτη σχετίζεται με τις διαπραγματεύσεις που έχουν ξεκινήσει από το 2014 με τις ΗΠΑ για την ανάπτυξη του διατλαντικού εμπορίου κι η δεύτερη εξέλιξη σχετίζεται με την εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 2014 ενός πολύ αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου.
Το διατλαντικό εμπόριο μοχλός ανατροπών
Οι αλλαγές που θα προκαλέσουν οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύει κανείς, δεν θα αφορούν τον έξω κόσμο αλλά το εσωτερικό της ΕΕ. Οι Βρυξέλλες, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της μεγαλύτερου κύματος διεύρυνσης που έχει υπάρξει με την είσοδο δέκα νέων μελών, επιχειρούν τώρα μια εξ ίσου σοβαρή τομή. Το ζητούμενο μάλιστα, αν πριν δέκα χρόνια αφορούσε την άλωση των αγορών των νέων κρατών μελών από τα γερμανικά πάντσερ και την συμπίεση των δυτικο-ευρωπαϊκών μισθών στα πρότυπα των ανατολικο-ευρωπαϊκών, από τη στιγμή που η σύγκριση έγινε άμεση, τώρα, είναι το σάρωμα των προστατευτικών ρυθμίσεων που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία προς όφελος των καταναλωτών και των εργαζομένων. Μέτρα που όλο και συχνότερα χαρακτηρίζονται ως απαρχαιωμένα ή αντι-αναπτυξιακά, με την ίδια ευκολία που στην Ελλάδα οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή τα μέτρα προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς χαρακτηρίζονται ως γραφειοκρατία, ώστε εύκολα να παρακάμπτονται στο πλαίσιο των fasttrack διαδικασιών.
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ευόδωση των συνομιλιών θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 28% και να προσθέσει στο ΑΕΠ 120 δισ. ευρώ ή το 0,5% του ετήσιου προϊόντος. Αντικείμενο των εντατικών διαπραγματεύσεων δεν αποτελούν μόνο οι δασμοί, που λόγω του ότι είναι καταγεγραμμένοι είναι και το πιο εύκολο μέρος της δουλειάς. Με βάση έρευνα της ΕΕ, τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη του διατλαντικού εμπορίου στέκονται περισσότερα από 600 μη δασμολογικοί εμπόδια που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν: καθεστώτα προστασίας στο πλαίσιο δημοσίων προμηθειών (πχ για τις αμυντικές βιομηχανίες), κρατικές επιδοτήσεις που μπορεί να ξεκινούν από την ανανεώσιμη ενέργεια να επεκτείνονται σε αγρότες και να φτάνουν στα κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης προστατευμένων κλάδων, ακόμη και στις επιδοτήσεις στην αεροναυπηγική βιομηχανία. Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο μελετάει κανείς το θέμα, εξετάζει δηλαδή το αντικείμενο των συνομιλιών, τόσο καταλαβαίνει ότι πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις υποσχέσεις κρύβεται η προώθηση μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης ατζέντας που στην προμετωπίδα της γράφει «λιγότερο κράτος, εμπορευματοποίηση των πάντων». Καθόλου τυχαία δεν είναι η ανησυχία που εκφράζεται στην Αγγλία μήπως η Συνεργασία για το Διατλαντικό Εμπόριο και τις Επενδύσεις, όπως είναι η επίσημη ονομασία της (TTIP) λειτουργήσει σαν πολιορκητικός κριός για την άλωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που μέχρι τώρα έχει καταφέρει να αντέξει από τις επιβολές της Θάτσερ, του διαδόχου της Μέιτζορ, του Μπλερ και τώρα του Κάμερον. Διακρίνεται έτσι ο κίνδυνος της ιδιωτικοποίησης ακόμη και των υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής φροντίδας και ασφάλειας με την υλοποίηση αυτής της ατζέντας. Στην πραγματικότητα δηλαδή η προώθηση του διατλαντικού εμπορίου να γίνει σε βάρος του εναπομείναντος κράτους πρόνοιας.
Επιπλέον τίθεται κι ένα ακόμη ερώτημα: ποιος θα γευτεί αυτά τα επιπλέον έσοδα και κέρδη που θα δημιουργηθούν όταν αυξηθεί ο κύκλος εργασιών των εξαγωγικών επιχειρήσεων; Γιατί, δεν μιλάμε για οποιεσδήποτε επιχειρήσεις, οπότε θα συμπεριλαμβάνονταν και μικρομεσαίες ή τον μέσο όρο. Μιλάμε για την αφρόκρεμα, που τυχαίνει τις περισσότερες φορές να είναι και πολυεθνικές στο πλαίσιο των οποίων ανθούν φαινόμενα θεσμοθετημένης φοροαποφυγής, μέσω πχ υπεράκτιων εταιρειών. Η εμπειρία επίσης που υπάρχει σε έναν άλλον τομέα, των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων στο σύνολο της οικονομίας, εξαιρουμένων ακόμη και των δημοσίων εσόδων, είναι σοβαρή και εξόχως αρνητική. Ποιός ξεχνάει για παράδειγμα τον σημερινό υπουργό Οικονομικών από την θέση του επικεφαλής του ΙΟΒΕ να υπόσχεται προ τριετίας ούτε λίγο ούτε πολύ την εκτίναξη του ΑΕΠ όταν απελευθερωθεί το επάγγελμα του φορτηγατζή; Ισχυρισμοί που αποδείχθηκαν αστείοι κι επίσης παραπλανητικοί. Γιατί, τα οφέλη που δημιουργήθηκαν αξιοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου από τις μεγάλες επιχειρήσεις που είδαν το κόστος οδικών μεταφορών να μειώνεται. Δεν είδαμε όμως ως καταναλωτές να μειώνεται ανάλογα και η τιμή πχ των προϊόντων διατροφής. Επομένως εκ του ασφαλούς μπορούμε να συνάγουμε ότι το μειωμένο κόστος μεταφορών έγινε αυξημένο κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν οδικές μεταφορές για την διακίνηση των προϊόντων τους. Γιατί, επομένως, και σε ό,τι αφορά το διατλαντικό εμπόριο τα οφέλη από την αύξησή του να μην τα καρπωθούν οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές κι από την άλλη οι ευρωπαίοι πολίτες τελικά να επωμιστούν μόνο το κόστος από την διάλυση των υπηρεσιών υγείας, που στο όνομα της ανάπτυξης του εμπορίου θα ιδιωτικοποιηθούν; Το ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου θεωρητικό…
Συνένοχος το ευρω-κοινοβούλιο
Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα για τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις (από το εργατικό δίκαιο που αφορά την προστασία από εργοδοτικές καταχρήσεις μέχρι την προστασία του καταναλωτή που αφορά εμπόδια στην εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων τροφίμων) αν λάβουμε υπ’ όψη μας το καθεστώς αδιαφάνειας που θα δημιουργηθεί όσο θα προχωρούν οι συζητήσεις μεταξύ των επιτροπών εργασίας. Η διάσημη γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσει να εκτονώσει τις αντιδράσεις που θα προκαλέσουν οι αποφάσεις στο πλαίσιο της διατλαντικής συμφωνίας παραπέμποντας κρίσιμες αλλαγές στους γραφειοκρατικούς λαβύρινθους. Έτσι να μην μαθαίνουμε ποτέ έγκαιρα τι αποφασίζεται και ποιοι νόμοι καταργούνται. Το επιχείρημα των ιθυνόντων της ΕΕ είναι πως όλες οι αποφάσεις θα τεθούν σε ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο σύμφωνα με πολλούς είναι το δημοκρατικό αντίβαρο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν υπόκειται σε καμιά δημοκρατική λογοδοσία.
Η αλήθεια είναι πως όσο αδιαμφισβήτητη είναι η αυθαιρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, άλλο τόσο αμφισβητούμενος είναι ο υποτιθέμενος δημοκρατικός χαρακτήρας του Ευρωκοινοβουλίου. Πολλώ δε μάλλον η δυνατότητά του να αποτελέσει όργανο των λαών της Ευρώπης, αποκρούοντας τα σχέδια μετατροπής της ΕΕ σε γερμανική αποικία, όπως συμβαίνει με ολοένα και ταχύτερο ρυθμό. Μάρτυρας, μεταξύ άλλων, είναι η θετική ψήφος που έδωσε το Ευρωκοινοβούλιο στο πακέτο των έξι και των δύο μεταρρυθμίσεων (sixpack και twopack) χάρη στις οποίες μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκε το δρακόντειο πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, που ισχύει από φέτος. Εν ολίγοις περιλαμβάνει: Απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό όχι απλά δια νόμου (ο οποίος μάλιστα έχει και συνταγματική ισχύ) αλλά και δια της απειλής προστίμου, το οποίο θα επιβάλλεται αυτόματα. Αντίθετα δε με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν όταν απαιτούταν αυξημένη πλειοψηφία στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής για να επιβληθεί τέτοια ποινή, πλέον, θα απαιτείται αυξημένη για να αναιρεθεί μια τέτοια απόφαση, δηλαδή η ποινή, που είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι ισοδυναμεί με την κατάργηση και των τελευταίων βαθμών αυτονομίας από την μεριά των κρατών και των εθνικών κοινοβουλίων. Σε αυτό το πλαίσιο η ψήφος των πολιτών ακυρώνεται! Καμία σημασία δεν θα έχει αν στις προσεχείς εκλογές στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα το εκλογικό σώμα δώσει την εξουσία, με καθόλα δημοκρατικές διαδικασίες, σε κόμματα ή συνασπισμούς που προκρίνουν την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική! Αυτή η εξέλιξη, που επισημάνθηκε με την δέουσα σοβαρότητα και από το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής στην ενδιάμεση έκθεση του Ιανουαρίου, είναι η δεύτερη σε σημασία εξέλιξη που οδηγεί τους λαούς της Ευρώπης σε μια εχθρική στάση απέναντι στην ΕΕ και τους θεσμούς της, ανεξάρτητα από το αν είναι εκλεγμένοι ή όχι. Το αποτέλεσμα μετράει. Κι εδώ το αποτέλεσμα είναι πως το Ευρωκοινοβούλιο, όπως η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνιστούν βαθιά αντιδημοκρατικά μορφώματα, με κύριο έργο την θωράκιση της λιτότητας και της φτώχειας.
Νέο, τρίτο δάνειο στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα όμως υπάρχει κι ένα επιπλέον γεγονός που επιβαρύνει την ΕΕ στη συνείδηση της κοινωνίας. Μαζί με όσα πρόκειται να γίνουν με αφορμή το διατλαντικό εμπόριο και την δημοσιονομική πειθαρχία, προστίθεται κι η προοπτική του νέου, τρίτου δανείου, ύψους γύρω στα 20 δισ. ευρώ, που σχεδιάζει η Γερμανία να δοθεί στην Ελλάδα τον Μάιο, πριν δηλαδή τις ευρωεκλογές, με βάση όσα γράφονταν στα μέσα Φερβουαρίου. Το σκεπτικό του Τέταρτου Ράιχ είναι απλό: Ξέροντας ότι οι ευρωεκλογές θα επιταχύνουν τις πολιτικές εξελίξεις συντομεύοντας την ζωή της κυβέρνησης, αυτό που επιδιώκουν είναι να δεσμεύσουν τον ελληνικό λαό και την επόμενη κυβέρνηση με μια συμφωνία εξόχως καταστρεπτική καθώς: Πρώτο, θα συνοδεύεται από νέο Μνημόνιο, που σημαίνει νέα μέτρα λιτότητας. Δεύτερο, θα αυξάνει το δημόσιο χρέος καθώς όσο κι αν μειωθούν τα επιτόκια στα δάνεια που έχουν ήδη δοθεί (κατά 0,5% με βάση τις τελευταίες πληροφορίες) κι όσο κι αν επιμηκυνθεί η αποπληρωμή (μεταξύ 30 και 50 ετών) το ύψος του δημόσιου χρέους δεν θα μειωθεί. Τα βάρη στον ελληνικό λαό θα αυξηθούν! Τέλος, θα συρρικνωθούν σε βαθμό εξαφάνισης και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας από την στιγμή που η κρίση χρέους την μετατρέπει σε αποικία χρέους, με την Τασκ Φορς στο εξής (από την στιγμή που η Τρόικα θα πάψει να υφίσταται λόγω τη μη συμμετοχής του ΔΝΤ στο νέο δάνειο) να μετατρέπεται σε κατοχική διοίκηση!
Επομένως αυτοί που απεργάζονται τέτοια σενάρια ας μην απορούν όταν οι ψηφοφόροι γυρίσουν τις πλάτες τους στις κάλπες των ευρωεκλογών ή ολοένα και περισσότεροι ψηφίσουν κόμματα κριτικά ή και απορριπτικά απέναντι στην ΕΕ.