Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ : ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ



Η τιτάνια θέληση του, λύγισε μια αυτοκρατορία, τη Βρετανική. Η δράση και η σκέψη του θα σφραγίσει τρεις από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Εναντίον της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων, και της μη βίας.

Με την ένθεη δύναμη της θέλησης και τη ζεστασιά της καρδιάς του, πάλεψε τα ανθρώπινα πάθη του και βγήκε νικητής από την «αρένα» του Είναι του! Ολόψυχα, χωρίς πισωγυρίσματα, τάχθηκε στον αγώνα του καιρού του. Τη φωτεινή πορεία που χάραξε η νιότη του, την είχε σταθερά μπροστά του και η ιδέα του σκοπού του ήταν το πολικό αστέρι που έλαμπε μεσ’ την οθόνη του νου του. «Το καθήκον μου είναι διάφανο, σαν το φως του ήλιου» γράφει στην Αυτοβιογραφία του.

Από νωρίς κατάλαβε, πως για να υπηρετήσει το διάφανο καθήκον του έπρεπε ν’ αδειάσει την ύπαρξη του από τα πάθη του. Να απαλλάξει το Είναι του, από τις επιθυμίες που φέρνουν ηδονή και πόνο. «Οφείλω να εκμηδενιστώ» έγραφε, «όσο ένας άνθρωπος δεν θεωρεί τον εαυτό του, αυθόρμητα, τον τελευταίο ανάμεσα στον κόσμο, δεν υπάρχει σωτηρία γι’ αυτόν».

Τα πρώτα χρόνια

Γεννημένος στις 2 Οκτωβρίου του 1869, ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι είναι ο τρίτος γυιός της Πούτλιμπαϊ, τέταρτη γυναίκα του κληρονομικού Πρωθυπουργού, (ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια της Ινδίας) Κάμπα Γκάντι, στη πόλη Πορμπαντάρ. Η οικογένεια του ανήκει στην κάστα των Μπάνια, ήταν δηλαδή έμποροι.

( «Μαχάτμα» που σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή» ήταν ο τιμητικός τίτλος, που του απέδωσε ο Ινδικός λαός. Μ’ αυτή τη φράση, τον προσφωνεί, για πρώτη φορά, ο μεγάλος ποιητής της Ινδίας, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας, Ρομπιντανάθ Ταγκόρ, στις 18 Φεβρουαρίου του 1915, όταν ο Γκάντι από την Ν. Αφρική, φτάνει στην Βομβάη. Υιοθετήθηκε αμέσως από το λαό και έγινε γνωστός μ’ αυτό τον τίτλο σ’ ολόκληρο τον Πλανήτη).

Σε ηλικία 8 ετών ο πατέρας του θα επιλέξει για γυναίκα του την συνομήλικη του Καστουρπαϊ και οι γάμοι θα γίνουν πέντε χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά θα είναι δεκατριών ετών. Μια περιπέτεια, που όπως ο ίδιος εξομολογείται, του άφησε μια οδυνηρή ανάμνηση.

Στο Λονδίνο

Το 1888, με θαρραλέα απόφαση, αρνούμενος να υπακούσει τον αρχηγό της κάστα του, θα ταξιδέψει στην Αγγλία για να σπουδάσει δικηγόρος. Γοητευμένος από τα ήθη της χώρας που επισκέφτηκε θα προσπαθήσει να γίνει ένας τζέντλεμαν με αγγλική εμφάνιση και τρόπους.

Γρήγορα όμως τα χρήματα του λιγόστεψαν και αναγκάζεται να υιοθετήσει ένα πιο απλό τρόπο ζωής. Ενοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια λαϊκή συνοικία και αρχίζει να διαβάζει βιβλία που δίδασκαν την αυτάρκεια στην καθημερινή ζωή. Υιοθετεί την υγιεινή διατροφή και γίνεται μέλος της χορτοφαγικής λέσχης του Λονδίνου. Μελετά πολλές ώρες και καταφέρνει να ζει με ελάχιστα χρήματα. Ζει μια περίοδο με ευεργετικά αποτελέσματα στη ψυχολογία του, γράφει στην Αυτοβιογραφία του.

Στην Αγγλία, θα του συστήσουν το διασημότερο βιβλίο του ινδουϊσμού, την «Μπαγκαβάντ Γκιτά». Το Ουράνιο τραγούδι! Το βιβλίο του φάνηκε ανεκτίμητο! Τον συγκλονίζει! Το διαβάζει σε όλες τις αγγλικές μεταφράσεις. (Αργότερα η «Γκιτά» έγινε ο αχώριστος σύντροφος του, την είχε πάντα μαζί του και την θεωρούσε το υπέρτατο μέσον για να γνωρίσει κανείς την Αλήθεια). Ιδιαίτερα έλκεται από τους παρακάτω στίχους:

«Όταν ένας άνθρωπος διαμένει στα αντικείμενα,
αναπτύσσει προσκόλληση για τα αντικείμενα.
Από την προσκόλληση προέρχεται η επιθυμία,
και η επιθυμία γεννάει την οργή.
Από την οργή προέρχεται η σύγχυση, η αποτυχία της μνήμης.
Από την αποτυχία της μνήμης προβάλλει η απώλεια της διάκρισης,
και εδώ ο άνθρωπος αποτυχαίνει πάνω στην ατραπό του πνευματικού αγώνα».

«Όσο πιο βαθιά εισχωρείς σ’ αυτό το ποίημα τόσο πιο πλούσιο είναι το μετάλλευμα που βγάζεις» έγραφε. ( «Αυτό το ποίημα απαιτεί το μεγαλύτερο σεβασμό μας» έλεγε και ο Εμμ. Κάντ).

Ένα ακόμα βιβλίο, το «Φως της Ασίας», τον ωθεί να μελετήσει σχετικά με τον ινδουϊσμό. Στην καρδιά της Δύσης γνωρίζει τον πλούτο της δικής του παράδοσης! Με την παρότρυνση φίλου του διαβάζει την Αγία Γραφή. Η Παλαιά Διαθήκη δεν του δημιουργεί κανένα ενδιαφέρον. Γοητεύεται όμως από την Καινή Διαθήκη και ειδικότερα από την, «Επί του Όρους Ομιλία». Έκτοτε οι διδασκαλίες της «Γκιτά», το «Φως της Ασίας» και η «Επί του όρους Ομιλία» θα αποτελέσουν τα θεμέλια της θρησκευτικής του ζωής. Σ’ αυτή τη περίοδο διαβάζει και για τη ζωή του Προφήτη του Ισλάμ. Θαυμάζει τον ηρωισμό του και εντυπωσιάζεται από την τραχιά ζωή του.

Στην Αγγλία ο Γκάντι τηρεί, με αυστηρή πειθαρχία, τις τρεις υποσχέσεις που έδωσε στη μητέρα του, για να του επιτρέψει να ταξιδέψει. Όχι κρέας, όχι κρασί, όχι γυναίκες. Υιοθετεί την λιτότητα, ως τρόπο ζωής και αρκείτε στα απαραίτητα για την καθημερινή του διαβίωση. Οι συνθήκες που επιβάλει στον εαυτό του διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του. Η προσωπικότητα του έχει αποδεχθεί την φιλοσοφία της Ινδικής παράδοσης και θέτει τις εσωτερικές του δυνάμεις στην υπηρεσία ενός σκοπού.

Όταν γυρίζει στην πατρίδα του είναι περισσότερο Ινδός απ’ ότι έφυγε.

Δικηγόρος στην Ινδία

Όταν φτάνει στη Ινδία μαθαίνει από τον αδελφό του Λαξμίδα, που ήρθε να τον παραλάβει, ότι η μητέρα του έχει πεθάνει κι αυτό του προκαλεί οδύνη. Φτάνοντας στη πόλη Ραζκότ, όπου έχει μεταφερθεί η οικογένεια του, διαπιστώνει ότι η κάστα του δεν του συγχώρησε την ανυπακοή του, να μη φύγει έξω από την Ινδία. Ο Γκάντι, παρά την θέληση του, και ύστερα από πιέσεις του αδελφού του, υποβάλλεται σε πράξεις καθαρμού, στον ιερό ποταμό, σύμφωνα με τις υποδείξεις του αρχηγού της κάστα τους.

Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε για όλους ο ανυπάκουος και για τους περισσότερους ήταν ανεπιθύμητος στη πόλη. Για να διευκολύνει τους συγγενείς του, παίρνει τη γυναίκα του και το γιό του και πάνε στη Βομβάη.

Ο νεαρός Γκάντι δεν θα καταφέρει να γίνει ένας καλός δικηγόρος. Η υπερβολική συστολή του δεν τον βοηθά στην άσκηση της δικηγορίας. Τα οικονομικά του τον αναγκάζουν να πεζοπορεί καθημερινά. Διανύει μεγάλες αποστάσεις και τρώει ελάχιστα. Αποθαρρυμένος γυρίζει στο Ραζκότ, όπου ο αδελφός του είναι ένας φημισμένος δικηγόρος.

Αυτή την εποχή ο Γκάντι συνδέεται με τον ποιητή και κοσμηματοπώλη Ραϋχανμπάι, ο οποίος συνδύαζε τη φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη με μια επιτυχή εμπορική δραστηριότητα. Ο Μοχάντας Γκάντι γοητεύεται από τη πνευματική του φρόνηση και τον θεωρούσε έναν από τους τρεις συγχρόνους του, που είχαν ασκήσει μεγάλη επίδραση στη σκέψη του. «Μεταξύ μας δεν υπήρχε κανένας οικονομικός δεσμός, μονάχα αυτός με τίμησε με την φιλία του. Εγώ ήμουνα ένα δικηγόρος χωρίς υποθέσεις κι αυτός επεδίωκε να συζητά μαζί μου σπουδαία θρησκευτικά θέματα» θα γράψει αργότερα.

(Οι άλλοι δυο ήταν ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος Τολστόι (1828-1910) κι ο Άγγλος Τζων Ράσκιν (1819-1900), φανατικός υπέρμαχος για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών . Το βιβλίο του Ράσκιν, «Ως το τέλος» θα γεμίσει ενθουσιασμό και θα χαράξει βαθιές πεποιθήσεις στον Γκάντι. Ο Τολστόι, συγκινεί τον Ινδό δικηγόρο όχι σαν μυθιστοριογράφος, αλλά σαν ασκητής και φιλόσοφος. Το έργο του «Το βασίλειο του Θεού βρίσκεται μέσα μας» ασκεί μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του και του αποκαλύπτει τη πραγματική σημασία της μη-βίας! )

Στο Ραζκότ, θα σημειωθεί ένα επεισόδιο που θα αλλάξει ριζικά την πορεία της ζωής του Γκάντι. Στη προσπάθεια του να βοηθήσει τον αδελφό του, ο οποίος κατηγορείται για κάποιο παράπτωμα, επισκέπτεται τον Άγγλο πολιτικό εκπρόσωπο της περιοχής, και πρόεδρο του τοπικού δικαστηρίου τον οποίο είχε γνωρίσει στο Λονδίνο.

Του ζητά να συνηγορήσει στο θέμα που αφορούσε τον αδελφό του, όμως ο Άγγλος αρνήται τη βοήθεια του. Ο Γκάντι προσπαθεί να τον μεταπείσει. Η επιμονή του Γκάντι, αναγκάζει τον Άγγλο δικαστή να διατάξει τον υπηρέτη του να τον πετάξει έξω από το γραφείο του. Το γεγονός αυτό προδιάγραφε την δικηγορική του σταδιοδρομία στη πόλη και όπως αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία του στάθηκε η αιτία να αλλάξει όλη η πορεία της ζωής του.

Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, από την εταιρεία «Ντάντα Αβδουλλάχ και Σία» του κάνουν πρόταση να τους εκπροσωπήσει σε μια υπόθεση της εταιρείας τους στην Ν. Αφρική. Ο Γκάντι δέχεται τη πρόταση με ανακούφιση και τον Απρίλιο του 1893, αποχαιρετά την σύζυγο του Καστουρμπάϊ, η οποία είχε γεννήσει και το δεύτερο αγόρι και ταξιδεύει για τη Νότια Αφρική.

Ενάντια στο απαρτχάιντ

Φτάνοντας στη πόλη Νατάλ, θα νοιώσει την ταπείνωση που υφίσταται η ινδική κοινότητα. Από τις πρώτες μέρες θα έρθει σε αντίθεση με τους δικαστικούς κύκλους της Αγγλικής Αυτοκρατορίας . Αρνούμενος να βγάλει το παραδοσιακό σαρίκι των Ινδών στο δικαστήριο, όταν το διέταξε ο Άγγλος δικαστής, εγκαταλείπει την αίθουσα.

Μερικές μέρες αργότερα, ενώ ταξιδεύει με εισιτήριο πρώτης θέσεως, σε αμαξοστοιχία που κατευθύνεται προς την Πρετόρια, ο εισπράκτορας τον πετά έξω από το τραίνο, γιατί δεν προθυμοποιείται να εγκαταλείψει το βαγόνι, που όπως του ανακοινώνεται είναι μόνο για τους λευκούς. Στη συνέχεια, ξυλοκοπείται από τον λευκό οδηγό του λεωφορείου, στο οποίο επιβιβάζεται, αφού και εκεί θα αρνηθεί με πείσμα να παραχωρήσει τη θέση του, σε ένα λευκό επιβάτη ενώ εκείνος θα έπρεπε να κρατηθεί από τη εξωτερική σκάλα του αυτοκινήτου. Κανένα ξενοδοχείο δεν θα δεχτεί να του δώσει δωμάτιο για να περάσει τη νύχτα του. Φιλοξενούμε μόνο Ευρωπαίους, τον ενημερώνουν! Τέτοιους εξευτελισμούς δεχόταν καθημερινά οι Ινδοί από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν «κούλιδες», (αχθοφόρους).

Οι εμπειρίες αυτές θα ξυπνήσουν τον επαναστάτη μέσα του και ο Γκάντι θα αποφασίσει ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πολεμήσει την αδικία.

Με συνεχή υπομνήματα στη Κυβέρνηση και στους κρατικούς οργανισμούς, με άρθρα σε εφημερίδες, με ομιλίες, επισημαίνει την απάνθρωπη συμπεριφορά των λευκών και ζητά ισότητα και σεβασμό, των Ινδών. Σε μικρό χρονικό διάστημα θα καταφέρει να γίνει ο εκπρόσωπος 150.000 Ινδών. Στο μεταξύ συνεχίζει με πάθος να μελετά τα ιερά βιβλία των μεγάλων θρησκειών.
Είχε περάσει ένας χρόνος, από τότε που ήρθε, και είναι έτοιμος να επιστρέψει στην Ινδία. Αλλάζει τα σχέδια του όταν διαβάζει στην εφημερίδα ότι η Κυβέρνηση αποφασίζει να καταργήσει το δικαίωμα ψήφου στην Ινδική κοινότητα. Πιέζεται από τους συμπατριώτες του να παραμείνει για να τους εκπροσωπήσει σ’ αυτόν τον αγώνα. Πείθεται, και τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα τον κρατήσουν στην Ν. Αφρική για εικοσιένα χρόνια!

Ολοκληρωτικά αφοσιωμένος πια στην υπεράσπιση των συμπατριωτών του, πάει στην Ινδία το 1896 για να φέρει την γυναίκα του, τα δυο παιδιά του και ένα ορφανό ανιψιό του. Στην πατρίδα του θα εκφωνήσει πολλούς λόγους , θα γράψει άρθρα σε εφημερίδες, και θα κάνει γνωστή την κατάσταση που επικρατεί στη Ν. Αφρική στους πολιτικούς ηγέτες των Ινδιών.

Η δράση του αυτή, ενοχλεί τη λευκή κοινότητα της Ν. Αφρικής. Όταν επιστρέφει, με πλοίο, ένα εξαγριωμένο πλήθος προσπαθεί να τον λιντσάρει. Σώζεται με τη βοήθεια του αρχηγού της αστυνομίας, που του δίνει ρούχα αστυνομικού να φορέσει.

Ο Γκάντι, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει τις προσπάθειες για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λευκών, ώσπου ξεσπά το 1899 ο πόλεμος των Μπόερς. (Ήταν απόγονοι των Ολλανδών, που πρώτοι αποίκησαν την Νότια Αφρική).

Παρ’ ότι ο Γκάντι συμπαθούσε τους Μπόερς, ένοιωθε ότι είναι σωστό να ενταχθεί στο πλευρό των Άγγλων, ως Βρετανός πολίτης. Θα ηγηθεί μια ομάδας εθελοντών, την οποία ο ίδιος έφτιαξε, με μοναδικό τους μέλημα, την περισυλλογή και την περιποίηση των τραυματιών. Ατρόμητοι και με φιλανθρωπικό αίσθημα οι Ινδοί ανέπτυξαν μια τακτική που εντυπωσίασε ακόμα και τον τακτικό στρατό. Η γενναιότητα που έδειξαν αναγνωρίστηκε από τους Άγγλους.

Ο Γκάντι μετά το τέλος του πολέμου θα εγκατασταθεί στο Γιοχάννεσμουργκ όπου έχει πια μεγάλη φήμη σαν δικηγόρος. Στο γραφείο του εργάζονται και Ευρωπαίοι. Αυτό προκαλεί αίσθηση στη τοπική κοινωνία, με τις έντονες φυλετικές διακρίσεις. Αναγνωρίζεται από τους πολιτικούς εκπροσώπους, τις μητέρας πατρίδας, ως αρχηγός των Ινδών της Ν. Αφρική, και δημιουργεί επαφές μαζί τους, μέσο του Ινδού πολιτικού, δικηγόρου Γκοκχάλε.

Τον Ιούνιο του 1903 ο Γκάντι αρχίζει να εκδίδει την εφημερίδα «Ινδική Γνώμη» που θα γίνει το όργανο για τη διάδοση των ιδεών του και του προγράμματος του. Όταν όμως θα ξεσπάσει η μαύρη πανούκλα στο Γιοχάννεσμπουργκ, ο Γκάντι εγκαταλείπει όλες του τις δραστηριότητες και προσπαθεί να οργανώσει νοσοκομεία και χώρους που θα ανακουφίζονται οι άρρωστοι τις Ινδικής συνοικίας.

Εκείνη την εποχή γοητεύεται από τις ιδέες του Ράσκιν, όπως τις ανέπτυσσε στο βιβλίο του, «Ως το τέλος», και αντιλαμβάνεται την αξία της χειρονακτικής εργασίας. Αποφασίζει να ιδρύσει μια αγροτική αποικία, στην οποία να κατοικούν όλοι οι συνεργάτες του και παράλληλα να στεγαστούν οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Ινδική Γνώμη».

Θα οργανωθεί η φάρμα στο Φοίνικα, έτσι ώστε, όλοι που θα παρέμειναν εκεί, να έπαιρναν τα ίδια χρήματα και να είχε ο καθένας από ένα μικρό κομμάτι γης, για να το καλλιεργεί.

Ο Γκάντι θα αξιώσει τις πιο ταπεινές δουλειές. Είχε αναλάβει αποκλειστικά την καθαριότητα στις τουαλέτες και το σκούπισμα των δρόμων. Εργάζεται εντατικά. Νηστεύει και επεξεργάζεται τις νέες ιδέες του. Αναζητά μια κοινωνία με πραγματική ισότητα και γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες. Η «μίνι δημοκρατία» που εκφράζει η κοινότητα «Φοίνικας» στηρίζεται στην αρχή: – το ατομικό καλό βρίσκεται μέσα στο κοινό καλό-. Την απαρτίζουν έξη οικογένειες που είναι όλοι στενοί συνεργάτες του.

«Βραχμαχάρυα», Όρκος αγνότητας

Το 1906 θα «ξεσπάσει» η περίφημη εξέγερση των Ζουλού, εναντίων των Άγγλων. Ο Γκάντι προθυμοποιείται αμέσως να ξαναφτιάξει μια ομάδα εθελοντών, ένα νέο υγειονομικό σώμα. Όταν πάει στο πεδίο των μαχών, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ξεσπάσει καμιά εξέγερση. Έχουν όμως οι λευκοί εξαπολύσει, τρομερό κυνηγητό, εναντίων των Ζουλού.

Οι φρικαλεότητες που θ’ αντικρύσει θα τον αγγίξουν ως τα μύχια της ψυχής του. Σ’ αυτή, τη συγκλονισμένη από πόνο ψυχή, θα πέσει λίγο αργότερα ο σπόρος της «Σατυαγκράχα», (αναζήτηση της Αλήθειας, αντίσταση χωρίς βία). Αποτροπιασμένος από την αγριότητα που εκδηλώνει ο άνθρωπος, θα θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία για το καλό του συνόλου. Συνειδητοποιεί όμως ότι αν ήθελε να υπηρετήσει με αφοσίωση την ανθρωπότητα, έπρεπε να ενστερνιστεί την ιδέα της «Βραχμαχάρυα» της μεγάλης εγκράτειας, δηλαδή την ερωτική αποχή.

Στην Αυτοβιογραφία του γράφει: « Έβλεπα πως θα μου παρουσιαζόταν πολλές ευκαιρίες, να επιτελέσω το καθήκον μου. Διαπίστωσα όμως, πως δεν θα υπηρετούσα τον σκοπό μου σωστά, αν είχα αφοσιωθεί στην οικογένεια μου, στην γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Μ’ άλλα λόγια δεν μπορούσα να κάνω μια σαρκική και μια πνευματική ζωή.

Ανακοινώνει στους συνεργάτες του τις απόψεις του για την «Βραχμαχάρυα» και μερικοί αποφάσισαν να την υιοθετήσουν, παρότι εξέφρασαν τις μεγάλες δυσκολίες ενός τέτοιου σκοπού. Ο Ίδιος ο Γκάντι αποφασίζει να την τηρήσει σε όλη του τη ζωή. «Πρέπει όμως να ομολογήσω», γράφει στην Αυτοβιογραφία του, «πως δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε, το μέγεθος και το μεγαλείο της υποχρέωσης που αναλάμβανα».

Για να μπορέσει να κυριαρχήσει στη φύση του και να αποκτήσει αυτοκυριαρχία, εφαρμόζει μια προσεκτική διατροφή και υιοθετεί τη νηστεία σαν μέσο κάθαρσης με συνέπεια την καλή υγεία. Συνεχώς «πειραματιζόταν» ώστε να μπορέσει να συντηρεί το «ζώο άνθρωπος» ενώ ταυτόχρονα θα εξύψωνε το νου, πάνω από τη κατάσταση του ζώου. Πιστεύει ότι η πραγματική ζωή αρχίζει μόλις το σώμα ικανοποιήσει τις ανάγκες του. «Όμως δεν ζούμε για να καλοπιάνουμε το σώμα», έλεγε, «ούτε του παρέχουμε πολυτελή διαβίωση και τροφή. Η ψυχή έχει ανάγκη από ένα απλό κατάλυμα και ένα ελαφρύ ένδυμα. Όταν το σώμα απορροφά τις περισσότερες προσπάθειες του ανθρώπου, το πνεύμα εξασθενεί και ο άνθρωπος ρέπει προς το ανικανοποίητο».

Η ιδέα της «Βραχμαχάρυα*» είναι για τον Γκάντι κάτι περισσότερο από σεξουαλική αποχή. Προς το «άσραμ» του το 1906 γράφει: «Ας θυμηθούμε την ετυμολογική σημασία της λέξεως «χάρυα», η οποία σημαίνει κανόνας ζωής. Η «Βραχμαχάρυα», δηλώνει τη συμπεριφορά, μέσα στα πλαίσια της αναζητήσεως του Βράχμα, δηλαδή της Αλήθειας. Από την πρώτη αυτή σημασία, εξαρτάται και η άλλη, η πιο περιορισμένη, της κυριαρχίας όλων των αισθήσεων. Πρέπει λοιπόν, να αφήσουμε κατά μέρος τον ατελή ορισμό, που περιορίζεται μόνο στο σεξουαλικό πρόβλημα». (Σύμφωνα με τον ινδουϊσμό ο άνθρωπος διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα δύναμης, την οποία αναλώνει είτε σε σεξουαλική δραστηριότητα, είτε σε πνευματική ανύψωση). Οριοθετεί τη στάση του, θέτοντας σαν θεμέλιο λίθο της προσπάθεια του την «Βραχμαχάρυα».

Η Γέννηση της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα»

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1906, θα μιλήσει για πρώτη φορά για την ιδέα της «Σατυαγκράχα*» - αναζήτηση της Αλήθειας και της «Αχίμσα*» - άσκηση της μη βίας. Τη θέτει σε εφαρμογή τον επόμενο χρόνο, όταν η Κυβέρνηση ζητά με νόμο, να εφοδιαστούν με δελτίο ταυτότητας όλοι οι κάτοικοι ασιατικής προελεύσεως. Ένα μέτρο που θεωρήθηκε, ότι παραβίαζε την ατομική αξιοπρέπεια.

Οι διαδηλωτές, σύμφωνα με τις αρχές της «Σατυαγκράχα» έπρεπε ν’ αρνηθούν την καταγραφή τους στα βιβλία της αστυνομίας, όμως να δεχθούν με ευπείθεια την φυλάκιση, αφού παραβίαζαν τον νόμο. Είχαν λάβει αυστηρές εντολές να μη κακοποιήσουν όσους ήθελαν να προσέλθουν για καταγραφή. Η κυβέρνηση μετά από μια σειρά προειδοποιήσεις, άρχισε τις συλλήψεις.

Οι κρατούμενοι, ανάμεσα τους και ο Γκάντι, γέμισαν τις φυλακές. Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αναγκάστηκε να υποσχεθεί ότι, θα αρθεί ο νόμος, αν οι Ινδοί πήγαιναν αυθόρμητα να δηλώσουν τα ονόματα τους. Οι κρατούμενοι πίστεψαν την υπόσχεση της Κυβέρνησης και το έπραξαν, όμως ο νόμος δεν ανακαλέστηκε.

Η επιτυχία της διαδήλωσης έγινε γνωστή, ταυτόχρονα και το όνομα του Γκάντι, σε όλο τον κόσμο. Ο Γκοκχάλε, ο αρχηγός του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, στην Ινδία, αρχίζει έκτοτε να παρακολουθεί προσεχτικά τις κινήσεις του. Διαδίδει τις ιδέες του Γκάντι και υποστηρίζει τις πρακτικές του.

Την εποχή αυτή ο Γκάντι εμπνέεται από το βιβλίο του Τολστόι, «ο Θεός είναι μέσα μας» και αρχίζει μια αλληλογραφία, με τον Ρώσο συγγραφέα. Ιδρύει μια νέα κοινότητα, την οποία ονομάζει προς τιμή του, «Φάρμα Τολστόι». Τα 50-60 άτομα που ζουν εκεί, έχουν κοινό συσσίτιο και μοιράζονται εξ ίσου, τα αγαθά της κοινότητα, σύμφωνα με τις ιδέες του ηγέτη τους.

Τον Οκτώβριο του 1912 επισκέπτεται την Ν. Αφρική και τη «Φάρμα Τολστόι» ο Ινδός πολιτικός Γκοκχάλες. Από την Κυβέρνηση θα δεχτεί τιμές και υποσχέσεις, για καλλίτερες συνθήκες των Ινδών. Οι υποσχέσεις όμως δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Απεναντίας, η κυβέρνηση ζητά από τους μετανάστες, των οποίων είχε λήξει η πενταετή τους σύμβαση εργασίας, να πληρώσουν ένα αρκετά μεγάλο ποσόν, αν ήθελαν να παραμείνουν, ως ελεύθεροι εργάτες. Μ’ αυτό τον τρόπο τους ανάγκαζε ουσιαστικά, να παραμείνουν σε ισόβια δουλεία ή παρά τη θέληση τους, να επαναπατρισθούν.

Η αδικία της κυβέρνησης κορυφώνεται, με την εξαγγελία της ακύρωσης των γάμων, που δεν είχαν γίνει σύμφωνα με το τυπικό της χριστιανικής εκκλησίας. Μια ενέργεια που στρέφοντα κυρίως κατά των Ινδών, οι οποίοι παντρευόταν σύμφωνα με τη θρησκεία τους. Έτσι οι μεν γυναίκες, με την απόφαση αυτή, χαρακτηριζόταν παλλακίδες, τα δε παιδιά νόθα. Οι αδικίες είχαν συσσωρευτεί! Είχαν φέρει όμως στο πλευρό του Γκάντι και άλλες κοινωνικές ομάδες. Συμπορευόταν τώρα μαζί του οι μεταλλωρύχοι και οι γυναίκες.

Μια μαζική απεργία των μεταλλωρύχων και μια πορεία 6.000 αποφασισμένων Ινδών αρχίζει. Μια ομάδα, ανάμεσα τους και η γυναίκα του Γκάντι, Καστουρμπάϊ, προσπαθούν να περάσουν παράνομα, από το Ντάρμπαν στο Τράασβαλτ, με σκοπό να αναγκάσουν τις αρχές να τους συλλάβει. Όπως ήταν αναμενόμενο «οι πρωτοπόροι» έτσι έγιναν γνωστοί, συνελήφθησαν και κλείστηκαν στις φυλακές. Το παράδειγμα τους το ακολούθησαν και άλλοι, με μεγάλη συμμετοχή γυναικών.

Οι φυλακές γεμίζουν ξανά και η απεργία θορυβεί το Λονδίνο. Οι ανταποκριτές στέλνουν ευμενή σχόλια, στις εφημερίδες τους, για τους αποσκελετωμένους απεργούς και τον μικρόσωμο στρατηγό της ειρήνης.

Η ινδική κοινότητα, με την καθοδήγηση του Γκάντι, θα αντέξει όλες τις στερήσεις, τις τιμωρίες και τις φυλακίσεις, ακόμα και το εκτελεστικό απόσπασμα.

Ο Γκάντι θα γίνει τακτικός θαμώνας των φυλακών. Θα είναι όμως ένα πρότυπο κρατουμένου, ο οποίος προσφέρει τις υπηρεσίες του, σε όλους όταν τις χρειαστούν.

Στο τέλος, και μετά από πιέσεις της Ινδίας και της Αγγλίας, το 1914, η Κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, θα αναγκαστεί να κάμει σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις των Ινδών. Οι συνομιλίες γίνονται μεταξύ Γκάντι και του στρατηγού Γιαν Κρίστιαν Σμάρτς. Παρά τα αντίθετα συμφέροντα που εκπροσωπούν οι δυο άνδρες, ο Σμάρτς δηλώνει αργότερα: « Η μοίρα με προόριζε να είμαι αντίπαλος ενός ανθρώπου, για τον οποίο έτρεφα την πιο μεγάλη εκτίμηση»

Μετά την ανακωχή των δυο πλευρών, ο Γκάντι, μαζί με την οικογένεια του, θα επιστρέψει οριστικά στην Ινδία.

Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Ν. Αφρική, οι αγώνες , οι νηστείες, οι φυλακίσεις, θα εξαγνίσουν την προσωπικότητα του Γκάντι. Θα τον βοηθήσουν να γίνει μια βαθιά μετάλλαξη μέσα του. Πολλοί είπαν ότι αυτά που έδωσε η Ν. Αφρική στο Γκάντι είναι πολύ περισσότερα, απ’ ότι αυτός της πρόσφερε, στην εικοσάχρονη παραμονή του εκεί. Το ομολογεί ο ίδιος: «Τώρα κατανοώ πως τα κύρια περιστατικά που έζησα με οδήγησαν με ένα μυστικό τρόπο στην «Σατυαγκράχα», στην αναζήτηση της Αλήθειας».

Ο άτολμος δικηγόρος επιστρέφει στην Ινδία ως «Μαχάτμα»

Στην Ινδία τον υποδέχονται ως μια εξέχουσα προσωπικότητα. «Σε χαιρετώ, Μεγάλη Ψυχή» θα πει ο ποιητής Ταγκόρ και το πλήθος του κόσμου τον επευφημεί. Θα παραμείνει όμως μακριά από την πολιτική δράση για τρία χρόνια. Περιοδεύει στην Ινδία και προσπαθεί να μάθει από τους απλούς ανθρώπους, την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα.

Αρχίζει ένα νέο αγώνα όταν οι Άγγλοι, με το νομοσχέδιο Ράουλατ (Rowlatt) εξουσιοδοτούν τις αστυνομικές αρχές, να φυλακίζουν όσους θεωρούσαν ύποπτους για ανταρσία.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 1919 ο Γκάντι προσκαλεί είκοσι προσωπικότητες από την Ινδική κοινότητα και με όρκο εγκαινιάζουν μια μεγάλη εκστρατεία της «Σατυαγκράχα». «Διακηρύσσουμε με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι σε περίπτωση που τα νομοσχέδια γίνουν νόμοι και έως ότου καταργηθούν, θα αρνηθούμε στους νόμους αυτούς κάθε πολιτική υπακοή, καθώς και σε όλους τους άλλους νόμους, που η επιτροπή θα κρίνει αργότερα, ότι πρέπει να απορριφθούν. Διακηρύσσουμε ότι στον αγώνα μας θα ακολουθήσουμε πιστά την αλήθεια και θα απόσχουμε από πράξεις βίας σε βάρος προσώπων και πραγμάτων».

Για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί η «Σατυαγκράχα» σε έδαφος της Ινδίας. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του εμπνευστή της, η τακτική ήταν: Να επιδιώκει κανείς την επανόρθωση της αδικίας, χωρίς να προξενήσει βία και να αισθανθεί μίσος για τον αντίπαλο. Το άτομο αντιστέκεται στους άδικους νόμους, χωρίς όμως να αντιδρά στις ποινές που επιβάλλονται σ’ όποιον τους παραβαίνει. (Είναι ένας ασύλληπτος, εύστροφος και επιτυχής συνδυασμός νομιμότητας και παρανομίας).

Στους απεργούς ο Γκάντι αναλύει τις προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση του στόχου τους: 1) Σε καμιά περίπτωση προσφυγή στη βία, 2) καμιά κακοποίηση απεργοσπαστών, 3) δυσπιστία στις προσφορές και στις ελεημοσύνες, 4) καμιά υποχώρηση όσο κι αν κρατήσει η απεργία. Για να εξοικονομούν οι απεργοί τα αναγκαία για τη συντήρηση τους, έπρεπε να το κάνουν με οποιαδήποτε άλλη έντιμη εργασία.

Η πράξη αυτή προκαλεί πολιτικό σεισμό. Την άνοιξη του 1919 η Ινδία συγκλονίζεται από ένα ανέλπιστο ξύπνημα. Οι Άγγλοι αντιδρούν με άγριες συμπλοκές.

Εξουσιοδοτούν τον διοικητή της φρουράς, στρατηγό Ντάϊερ, να κατευνάσει το απεργιακό κύμα. Ο στρατηγός διατάσσει, τους 50 στρατιώτες του, να ανοίξουν ασταμάτητο πυρ, εναντίον των 10.000 χιλιάδων ατόμων που βρισκόταν συγκεντρωμένοι, σε ένα κλειστό σχετικά χώρο. Τετρακόσιοι Ινδοί σκοτώνονται, στην καθιστική ειρηνική διαδήλωση στο Αμριτσάρ και 1400 τραυματίζονται.

Η βία που έχει ξεσπάσει αναγκάζει τον Γκάντι να αναστείλει την απεργία. Περίλυπος, επισκέπτεται το τόπο της τραγωδίας και ανακοινώνει πέντε μέρες απεργία πείνας, για εξιλέωση και καθαρμό. Τα γεγονότα στο Αμριτσάρ τον απομακρύνουν οριστικά από τους
Άγγλους.

Ο Γκάντι ο νέος αρχηγός για την Ινδία

Οι Μουσουλμάνοι της Ινδίας, μετά την δυσαρέσκεια τους για τους σκληρούς όρους που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι, μετά το Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, στη Τουρκία, σχετικά με τις αρμοδιότητες του Χαλίφη ( πνευματικού αρχηγού ολόκληρου του Ισλάμ), τέθηκαν στο πλευρό του Γκάντι.

Το φθινόπωρο του 1920, στην έκτατη συνεδρίαση των πολιτικών ηγετών, θα βρει τον Γκάντι να είναι η δεσπόζουσα πολιτική φυσιογνωμία, με πανεθνική επιρροή. Χάρις σ’ αυτόν, το ινδικό κόμμα, «Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο», θα αποκτήσει δύναμη και θα επηρεάζει, με τις αποφάσεις του, όλη την Ινδική Χερσόνησο.

Προτείνει τη, μη συνεργασία, με τις Αγγλικές αρχές και ζητά από τους πολιτικούς, να επιστρέψουν όλους τους τίτλους και τις διακρίσεις, που τους έχουν απονεμηθεί από τους Άγγλους αποικιοκράτες. Τους υποδείχνει να είναι οι πρωτοπόροι σε μια συνεχιζόμενη αντίσταση.

Οι Αρχές της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα» μεταδίνονται σε όλες τις πόλεις και στα χωριά. Ταυτόχρονα αρχίσει ένα μπαράζ μποϊκοτάζ σε όλα τα βρετανικά προϊόντα. Ο Γκάντι υιοθετεί το ινδικό Χαντάρ, ένα λευκό βαμβακερό ένδυμα, και δίνει πρώτος το παράδειγμα, μαθαίνοντας να γνέθει με τη «χάρκα», ρόκα. Χιλιάδες λαού θα μιμηθούν τον τρόπο που ντύνεται.

Σε μια συμβολική πράξη, την 1 Αυγούστου 1921, θα στηθεί ένας τεράστιος σωρός με πολύτιμα υφάσματα που δεν είχαν παραχθεί στην Ινδία. Ιερουργώντας σαν μεγάλος ιερέας, ο Γκάντι θα βάλει φωτιά και στις φλόγες του οι Ινδοί θα δηλώσουν την αποφασιστικότητα τους.

Οι εργαζόμενοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, νομοθετικά σώματα, και στις δικαστικές αρχές, που υποστηρίζονται από τις Αγγλικές αρχές, θα συμμετάσχουν στο μποϊκοτάζ. Ολόκληρη η Ινδία είναι σε μια εγρήγορση! Μια έκρηξη ενθουσιασμού δονείται απ’ άκρη σε άκρη.

Οι Βικτωριανοί αποικιοκράτες θα απαντήσουν με βίαιες συλλήψεις. Χιλιάδες οπαδοί του Γκάντι οδηγούνται στις φυλακές, οι οποίοι δέχονται αδιαμαρτύρητα τις τιμωρίες.

Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, ο Γκάντι θα στείλει τελεσίγραφο στον Αντιβασιλέα, ζητώντας μέσα σε 15 ημέρες, να παραχωρηθεί η αυτονομία της Ινδίας. Σ’ αυτό το διάστημα όμως, εκδηλώνεται έντονη βία από τον ινδικό όχλο, εναντίον Άγγλων αστυνομικών. Εγκλώβισαν και έκαψαν δέκα οκτώ άτομα.

Τα έκτροπα αναγκάζουν τον Γκάντι να αποσύρει το τελεσίγραφο και ανακοινώνει την αναστολή της «Σατυαγκράχα», παρά την έντονη διαμαρτυρία πολλών μελλών του Εθνικού Κογκρέσου.

Ο Ινδός ηγέτης συλλαμβάνεται. Στο δικαστήριο, αρχίζοντας την απολογία του, συμφώνησε με τον εισαγγελέα, ο οποίος τον κατηγορούσε για τα επεισόδια σε βάρος των αστυνομικών. Τελειώνοντας είπε: «Για όλα αυτά, κύριε δικαστά, δεν σας μένει τίποτε άλλο παρά να δώσετε την παραίτηση σας, διαχωρίζοντας τη θέση σας από το σύστημα που υπηρετείτε αυτή τη στιγμή. Αν όμως πιστεύετε σ’ αυτό το σύστημα, πρέπει να μου επιβάλετε τη μεγίστη των ποινών»

Ο δικαστής εντυπωσιάζεται από το μεγαλείο και τη στάση του Ινδού Σωκράτη. Όσοι από τους μαθητές του παρευρίσκοντο στη αίθουσα, στο τέλος τις διαδικασίας, έπεσαν στα πόδια του Μαχάτμα κλαίγοντας. Οι δημοσιογράφοι, στις ανταποκρίσεις τους, αναφέρουν το θαυμασμό και το σεβασμό τους, για τον ειρηνιστή άγιο της Ινδίας. Η φήμη του έχει τιναχθεί στα ύψη! Θα του απαγγελθεί φυλάκιση για έξι χρόνια.

«Στα ξενοδοχεία της Αυτού Μεγαλειότητας» όπως αποκαλούσε τις φυλακές

Ο Μαχάτμα στη φυλακή μελετά κείμενα όλων των θρησκειών. Γράφει την «Αυτοβιογραφία» του και « Η Σατυαγκράχα στην Ν. Αφρική». Αυτοσυγκέντρωση και γνέψιμο με τη ρόκα, γεμίζουν τις ώρες του. «Είμαι ευτυχής σαν ένα πουλάκι, που νοιώθει ότι ο χρόνος δεν πάει χαμένος» γράφει σε ένα φίλο του.

Μετά από δύο χρόνια φυλάκισης, η εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στην οποία υποβλήθηκε, γίνεται αιτία αποφυλάκισης του. Θα βρει το κόμμα του Κογκρέσου διασπασμένο. Η ενότητα μεταξύ Ινδών και Μουσουλμάνων έχει χαθεί. Μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων έχει ξεσπάσει αιματηρή συμπλοκή. Ο Γκάντι κηρύσσει απεργίας πείνας τριών εβδομάδων, με αίτημα να ακολουθήσει ο λαός το δρόμο της μη βίας.

Θα παραμείνει έξω από τα πολιτικά δρώμενα, για ένα χρόνο, παρατηρώντας σιωπηλά τις έριδες που έχουν ξεσπάσει, μεταξύ των τάσεων, στο Ινδικό Κογκρέσο. Ζει στο κοινόβιο το οποίο έχει ιδρύσει, στο Σαμπαρμάτι. Μαζί του μένουν περίπου εκατό άτομα, τα οποία με την καθοδήγηση του, επιδίδονται σε νηστείες και προσευχές. Με τη δική τους βοήθεια, αρχίζει μια νέα προσπάθεια για την εκπαίδευση των «ανέγγιχτων», των εκτός κάστας Ινδών. Προσπαθεί να τους μάθουν κανόνες υγιεινής, να γνέθουν και να διαβάζουν. Αφιερώνει αρκετό από το χρόνο του γράφοντας άρθρα στην εφημερίδα «Νέα Ινδία», αναλύοντας τις αρχές της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα».
Ο Γκάντι έχει μαθήτριες και στενές συνεργάτριές του γυναίκες. Η χειραφέτηση της γυναίκας στην Ινδία, είναι δικό του έργο. Με τον όρκος της «Βραχμαχάρυα», της σωματικής εγκράτειας, τον οποίο τήρησε με αυστηρή προσπάθεια, όπως εξομολογείται στην αυτοβιογραφία του, δεν θέλησε να απομακρύνει το ωραίο φύλλο από κοντά του. Γράφει: «Ανάμεσα μας δεν υπάρχει τίποτα, που να μας κάνει ξένους ή εχθρούς».

Οι Πορείες στα σπλάχνα της Ινδίας

Ανίκανα τα μέλη του Κογκρέσου να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές διαμάχες, θα στραφούν και πάλι στον Μαχάτμα. Του παραχωρούν την προεδρία του κόμματος το 1925. Δεν δέχεται αρχικά, όμως καταλαβαίνει ότι μόνο υπό την δική του ηγεσία θα επανέλθει η ενότητα στο κόμμα και την αναλαμβάνει για λίγο χρονικό διάστημα.

Επιστρέφει μετά από μερικούς μήνες στην ατμόσφαιρα του «άσραμ» στο Σαμπαρμάτι. Συνεχίζει τις μελέτες και τα πειράματα του για υγιεινή ζωή.

Οι νέες ταραχές, 86 νεκροί και 750 τραυματίες, μεταξύ Ινδών και Μουσουλμάνων, τον αναστατώνουν. Αποφασίζει να κηρύξει μια νέα απεργία πείνας 21 ημερών, για «να εξιλεώσει τα παραπτώματα και τις αδυναμίες του λαού του». «Ο πιο φλογερός πόθος μου» θα δηλώσει αργότερα, «ήταν να στερεώσω, στην ανάγκη και με το αίμα μου, τις δυο κοινότητας».

Μετά τη λήξη της απεργίας, ο Γκάντι, με μια μικρή ομάδα από το Άσραμ του, θα οργώσει στη κυριολεξία τη χώρα. Χιλιάδες Ινδοί τον ακολουθούν στις πορείες του. Νύχτα μέρα μια αδιάκοπη λατρεία εκφράζεται προς τον Μαχάτμα. Διασχίσει την Ινδία, διδάσκοντας τα πλήθη που καταφτάνουν από παντού για να τον ακούσουν. Με πόδια γυμνά, με απλή λινή ενδυμασία, απευθύνεται σ’ αυτούς με μάτια γεμάτα καλοσύνη. Μιλά στους ακροατές του σαν να μιλά σε παιδιά. Τα λόγια του είναι ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Είναι ένας δάσκαλος που μοιάζει με τον Χριστό ή τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, θα πουν.

Όταν η Αγγλική Κυβέρνηση ανακοινώνει την συγκρότηση μιας επιτροπής, τη γνωστή ως επιτροπή Σάϊμον, για την μεταρρύθμιση του Συντάγματος, και η Ινδία δεν εκπροσωπείται από κανένα Ινδό, ο Γκάντι θα αξιώσει στο συνέδριο του Ινδικού Κόμματος την πλήρη ανεξαρτησία της Ινδίας. Ζητά από τον λαό συστράτευση για το σκοπό αυτό.

Η αφορμή για να εκδηλωθεί μια πανινδική εκδήλωση θα δοθεί όταν η Αποικιακή Κυβέρνηση αποφάσισε να διπλασιάσει το φόρο του αλατιού. Ο Γκάντι κηρύσσει μια πανεθνική πορεία ανυπακοής. Η πανστρατιά της Σατυαγκράχα θα κάνει τη πιο θεαματική και την πιο πετυχημένη πορεία της. Την περίφημη «πορεία του Αλατιού». Αποφασίζετε η πορεία να καλύψει 390 χλμ.

Ο Γκάντι παραγγέλνει με τους αγγελιοφόρους του στα πλήθη: «Ο Μαχάτμα σας ζητεί κανένα επεισόδιο να μην διαταράξει την έναρξη της ιερής λιτανείας. Καμιά εχθρική φωνή να μην ακουστεί, αλλά μόνο λόγια πίστεως και θρησκευτικές προσευχές. Όποιος φορεί ρούχα ξενικής κατασκευής να τα πετάξει στο σωρό και εκεί να καούν. Από σήμερα οι Ινδοί πρέπει να έχουν ένα μόνο ένδυμα, κι αυτό είναι το μπαμπακερό Χαντάρ. Ας είναι η πίστη κι η σταθερότητα μας όμοια με τη δική του και η νίκη θα μας χαμογελάσει»..

«Μπροστά στην παντοδυναμία του Άγγλου γίγαντα η παρέλαση των Μαρτύρων, η πορεία τους προς τις αλυκές, ήταν η μόνη δυνατή στρατηγική. Εναντίον των νόμων και των πολυβόλων, της Αποικιοκρατίας, ορθώθηκε όλη η φιλοσοφία και η πανάρχαια αγιότητα των ινδικών μύθων. Μπροστά στη δολιότητα, που αρνιόταν την αυτοκυβέρνηση στον ινδικό λαό, προβάλει με τα εμβλήματα της προγονικής θρησκείας, η μεγαλοπρέπεια μιας θρησκευτικής χορογραφίας, που θα άφηνε τον κόσμο κατάπληκτο» γράφει, η εφημερίδα Ιλ. Πόπολο ντ’ Ιτάλια.

Θα συλληφθούν πάνω από εξήντα χιλιάδες άτομα και θα οδηγηθούν στις φυλακές. Ακολουθούν απεργίες πείνας , διαμαρτυρίες, συζητήσεις και ανακωχές.

Αυτό το διάστημα ο Γκάντι θα οργανώσει δυναμικές εκστρατείες, και θα δώσει μεγάλες μάχες για να έχουν και οι κατώτερες τάξεις, «τα παιδιά του Θεού» όπως τους ονόμαζε, τα ίδια συνταγματικά δικαιώματα. Το 85% του πληθυσμού είναι αναλφάβητο. Αφοσιώνεται στην εκπαίδευση εκπροσώπων των κατωτέρων τάξεων και προσπαθεί να συμβάλλει στην κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της χώρας, ενθαρρύνοντας της οικοτεχνίες.

Η Ινδία ανεξάρτητη χώρα

Μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μάρτιο του 1942 ο Γκάντι θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με την Αγγλική εξουσία της Ινδίας. Οι Βρετανοί κάτω από την πίεση του πολέμου, αντιδρούν βίαια και φυλακίζουν όλη την ηγεσία του Κόμματος του Κογκρέσου, αποφασισμένοι να το συντρίψουν οριστικά.

Ο λαός εκδηλώνει άγριες εξεγέρσεις, οι οποίες καταπνίγονται ανελέητα. Τεράστιο το χάσμα που δημιουργείται πια, μεταξύ Ινδών και Άγγλων. Μια μόνο φράση δονείται σε ολόκληρη τη χώρα. Quit India!.... Φύγετε από την Ινδία!.... Ζητούν άμεση παράδοση της εξουσίας και καθολική ανεξαρτησία.

Νέες απεργίες πείνας από τον Γκάντι στις φυλακές όπου βρίσκεται. Αυτή τη περίοδο, και ενώ ήταν φυλακισμένη, πεθαίνει η σύζυγος του Καστουρμπαϊ σε ηλικία 74 ετών. «Δεν μπορούσε να βρει καλλίτερο θάνατο» θα πει ο Γκάντι, «έδωσε τη ζωή της για την ελευθερία»

Με το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά την παράδοση της Ιαπωνίας , τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου 1947, μετά από διαβουλεύσεις, η Ινδία μπαίνει στην αναμονή της ανεξαρτησίας της. Όμως προκύπτει μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι Μουσουλμάνοι, με αρχηγό τους τον Αλή Τζιννάχ, και με την βοήθεια των Άγγλων, πιστοί στο δόγμα, «διαίρει και βασίλευε», ζητούν τη δημιουργία χωριστού μουσουλμανικού Κράτους. Ο Γκάντι προσπαθεί να μεταπείσει τον μουσουλμάνο ηγέτη, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πικραμένος, θα αρνηθεί να πάρει μέρος στους εορτασμούς για την ανεξαρτησία της Ινδίας.

Αμέσως μετά, αρχίζει μια ανακατάταξη των πληθυσμών, στην περιοχή του νέου κράτους Πακιστάν, και στην Ινδική χερσόνησο. Σ’ αυτήν την ανταλλαγή, ξεσπούν άγριες συμπλοκές μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Μια αποχαλινωμένη φρίκη αρχίζει. Οι ωμότητες έδιναν αφορμή για άλλες ωμότητες. Μισό εκατομμύριο νεκροί και αμέτρητοι τραυματίες ο απολογισμός.

Τα γεγονότα βυθίζουν τον Γκάντι σε βαθιά θλίψη. Αφιερώνει τις τελευταίες δυνάμεις του, ν’ αποτρέψει τη βία κηρύσσοντας αδιάκοπα την ειρήνη και στα δύο στρατόπεδα. Στη προσπάθεια του να ειρηνεύσει τα πράγματα, αρχίζει μια μέχρι θανάτου, απεργίας πείνας. Ήταν η εικοστή. Σταματά την απεργία μόνο όταν οι αρχηγοί και από τις δύο πλευρές θα τον διαβεβαιώσουν ότι υπάρχει τάξη και νομιμότητα.

Το τέλος

Λίγες μέρες μετά , την ώρα τις καθιερωμένης καθημερινής προσευχής του Γκάντι, θα γίνει απόπειρα εναντίον του με χειροβομβίδα. Απτόητος συνεχίζει την προσευχή του.

Η ώρα όμως του τέλους έχει σημάνει. Στις 30 Ιανουαρίου 1948 , 78 χρόνων πια, υποβασταζόμενος από τις δύο νεαρές κοπέλες που τα τελευταία χρόνια ήταν οι «πατερίτσες»του, όπως έλεγε, θα ξεκινήσει για τον απογευματινό του περίπατο. Πλήθος κόσμου τον περιμένει καθημερινά για να του υποβάλει τα σέβη του.

Μέσα από το πλήθος ξεκόβει ένας γεροδεμένος τριανταπεντάχρονος βραχμάνος Ινδός, ο Ναθουράμ Βιναγιακ Γκόντσε, έρχεται σιμά του, υποκλίνεται και στη συνέχεια πυροβολεί το γυμνό στήθος του. Ο Μεγάλος ηγέτης, πριν ξεψυχήσει, βρήκε το χρόνο να τον συγχωρήσει και αφού επικαλέστηκε το όνομα Ράμα, όπως από παιδί αποκαλούσε το Θεό, λύγισε τα γόνατα και ξεψύχησε.

Η «πένθιμη πυρά» άναψε το απόγευμα, στις 31 Ιανουαρίου, μπροστά στα εκατομμύρια πλήθη που τον αποχαιρετούσε με βουβά δάκρυα, ψάλλοντας αποσπάσματα από την Μπαγκαβάντ Γκιτά. Πάνω από τα κεφάλια τους πετούσαν καταδιωκτικά και τετρακίνητα βομβαρδιστικά. Μια ατελείωτη, μεγαλοπρεπή νεκρική πομπή αποχαιρετά την μεγαλύτερη μορφή του 19ου αιώνα.

Ο Αλπέρτ Αϊνστάιν, μεγάλος θαυμαστής του Γκάντι, είδε στη μη βία του Γκάντι, το πιθανό αντίδοτο στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου.

Ο Αρχισυντάκτης των Απάντων του Γκάντι, «Συνοπτικές Εργασίες» ο κ. Πατέλ λέει: «Είναι άλλο πράγμα ο Γκάντι ως πολιτικό πρόσωπο και άλλο ως άτομο, ως πιστός που ψάχνει για το Θεό. Βρέθηκε στη πολιτική σκηνή κάτω από την πίεση ιστορικών συγκυριών, η φύση του όμως ήταν φύση αγίου ανθρώπου»

Εκατοντάδες οργανώσεις προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις ιδέες του, πολλά κινήματα επικαλέστηκαν το όνομα του, όμως δεν βρέθηκαν άτομα να έχουν το ανάστημα του. Οι μόνες εξαιρέσεις, που πλησίασαν τις ιδέες του είναι ο μεταρρυθμιστής μαθητής του, Βινόμπα Μπάβε (Vinobe Bhave) στις Ινδίες και ο υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων των νέγρων, Μάρτιν Λούθερ Κίγκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σήμερα υπάρχουν πάνω από 400 βιογραφίες του. Ωστόσο όπως είπε ο Τζαβαχαρχάλ Νεχρού «Κανένας δεν μπορεί να γράψει για τη ζωή ενός μεγάλου ανθρώπου, τόσο μεγάλου όσο ο Γκάντι, αν δεν είναι ο ίδιος τόσος μεγάλος όσο ο Γκάντι»

Για επίλογο θα χρησιμοποιήσουμε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Γκάντι στον απεσταλμένο της “Neue Freie Pnesse’’ στις 4 Ιανουαρίου 1932.

« Οι πολιτικοί πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για ν’ αποφευχθεί η μεγάλη συμφορά ενός νέου πολέμου. Θα ένιωθα ευτυχία να πιστέψω, ότι η σημερινή ειρήνη οφείλεται στις ειρηνιστικές προσπάθειες των ανθρώπων. Είναι όμως ειρήνη που μάλλον την χρωστάμε στις περιστάσεις, στην έλλειψη λ.χ. των απαραίτητων πόρων για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Και οι λαοί δεν μπορούν ν’ ασκήσουν κανέναν έλεγχο σ’ αυτές τις συνθήκες. Μόνο ο αφοπλισμός θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο από τον μεγάλο κίνδυνο που τον απειλεί».

Μήπως ήρθε η στιγμή να αναλογιστεί η ανθρωπότητα ότι οι ιδέες του Γκάντι είναι απαραίτητες για να βγούμε από τη βαθιά κρίση που μας έχει οδηγήσει η απειλητική έξαρση της τεχνολογίας, και ο τρόμος των πυρηνικών οπλοστασίων;

Ο σημερινός πολιτισμός, μόνο κατ’ όνομα είναι πολιτισμός. Έχει ανυψώσει ως μοναδικό σκοπό της ζωής, την καλοπέραση, το δυνατό αυτοκίνητο, το κομψό κινητό, τα φανταχτερά ρούχα των υψηλών τιμών. Δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τους θησαυρούς που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή. Παραπλανά τους ανθρώπους και τους υποδουλώνει με την συνεχή αναζήτηση του χρήματος, τους κάνει ανίκανους και ανικανοποίητους. Τους στερεί την ήρεμη ζωή και κάθε μέσον δημιουργικής έκφρασης και εντιμότητας.

Μακράκη Σοφία

Βιβλιογραφία:

-Αυτοβιογραφία του Γκάντι - εκδ. Ιάμβλιχος
-Θρησκεία και Αλήθεια - Οικονομία και Ηθική (Συγγ. Γκάντι. Εκδ. Mikromega)
-Εγκυκλοπαίδεια: Πάπυρος Larous Britannica
-Μαχάτμα Γκάντι - του Βεντ Μεχτά εκδ. Κάκτος
-Γκάντι - εκδ. Φυτράκη
-Γκάντι και Μαρξ
Από παλαιότερα άρθρα & από πολλές ιστοσελίδες του διαδικτύου.

της Σοφίας Μακράκη

* Η Μακράκη Σοφία είναι δασκάλα της ΙΚΕΜΠΑΝΑ
Πηγή:
Μαχάτμα Γκάντι: 60 χρόνια “απουσίας”
Της Σοφίας Μακράκη*


http://www.patris.gr/articles/126456/69696