Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΙΩΝΙΣΤΙΚΟ – ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ : ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΧΑΑΒΑΡΑ (HAAVARA AGREEMENT)

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥΣ ΣΙΩΝΙΣΤΕΣ ΑΡΧΙΦΑΣΙΣΤΕΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΛΑΟΥ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΙΑΝ ΤΟΥ ΑΙΜΟΔΙΨΗ ΣΙΩΝΙΣΤΗ ''ΘΕΟΥ''  ΙΕΧΩΒΑ)





ΜΕΡΟΣ Α’
«ΙΛΙΑΔΑ» : Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,  με την  επίδραση της Ρατσιστικής Αντιεβραϊκής Προπαγάνδας που  κορυφώθηκε στα Πανεπιστήμια, εμφανίστηκε διόγκωση του Αντισημιτισμού στη Γερμανία. Από το 1921, η Ένωση Γερμανών Φοιτητών, «The Deutscher Hochschulring», απέκλειε τους Εβραίους από μέλη της.
 Μέχρι οι μπυραρίες να γίνουν κατ’ αποκλειστικότητα Φυλετικές, επέτρεπαν την είσοδο στους Εβραίους που είχαν προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό. Ο αποκλεισμός των Εβραίων από τις μπυραρίες αμφισβητήθηκε από την τότε Κυβέρνηση και η Κοινωνική Διαμάχη οδήγησε σε Δημοψήφισμα, στο οποίο το 76% των φοιτητών ψήφισαν υπέρ του αποκλεισμού … !!!!
Ταυτόχρονα οι Ναζιστικές εφημερίδες έκαναν λόγο για Μποϊκοτάζ εναντίον των εβραϊκών επιχειρήσεων,  μια πρακτική κατά των Εβραίων που εξαπλώθηκε  για να φτάσει να γίνει το σύνηθες χαρακτηριστικό της γερμανικής Πολιτικής στις Διοικητικές Περιφέρειες την δεκαετία του 1920, μέχρι του σημείου που τα Δεξιά Γερμανικά Κόμματα να αποκλείουν την συμμετοχή των Εβραίων.
Από το 1931 οι Μελανοχίτωνες τραμπούκοι των SA, που εκείνη την περίοδο ξεπερνούσαν σε μέλη τα τρία εκατομμύρια, ήταν επιφορτισμένοι να συγκρούονται στους ταραγμένους δρόμους των γερμανικών πόλεων με Κομμουνιστές, Σοσιαλδημοκράτες, Συνδικαλιστές κλπ, και απαγόρευαν την είσοδο σε εβραϊκά καταστήματα, σπάζοντας τα παράθυρα και τις πόρτες και απειλώντας συστηματικά τους Εβραίους ιδιοκτήτες καταστημάτων.
Τα Χριστούγεννα του 1932 , η κεντρική υπηρεσία του Ναζιστικού Κόμματος οργάνωσε ένα  Πανεθνικό Αντιεβραϊκό Μποϊκοτάζ.
Επιπλέον , οι γερμανικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι μεγάλοι οργανισμοί , όπως Τράπεζες , Ασφαλιστικές Εταιρείες και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις όπως η Siemens πχ, αρνούνταν να προσλαμβάνουν Εβραίους .
Πολλά ξενοδοχεία , εστιατόρια και καφετέριες απαγόρευαν την είσοδο σε Εβραίους.
Σε απάντηση οι Εβραίοι κήρυξαν Μποϊκοτάζ κατά των γερμανικών προϊόντων τον Μάρτιο του 1933 τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.


Το πρωτοσέλιδο της λονδρέζικης εφημερίδας Daily Express στις 24 Μαρτίου 1933 κυκλοφόρησε με τον τίτλο «J U D E A   D E C L A R E S   W A R   O N   G E R M A N Y», Η ΙΟΥΔΑΙΑ ΚΗΡΥΞΕ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ,  «ΕΒΡΑΙΟΙ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΝΩΘΕΙΤΕ», «ΜΠΟΫΚΟΤΑΖ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», θέματα που αναπτύσσονταν στα κύρια άρθρα που συνεχίστηκαν και στην δεύτερη σελίδα:
Μαζικές διαδηλώσεις  σε  Λονδίνο , Νέα Υόρκη, Παρίσι , Βαρσοβία.
Οι Ισραηλίτες όλου του κόσμου ενώνονται για να δηλώσουν έναν οικονομικό και δημοσιονομικό πόλεμο ενάντια στη Γερμανία.
Δέκα τέσσερα εκατομμύρια Εβραίοι, διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, ενώνονται μαζί σαν ένας άνθρωπος, για να κηρύξουν τον Πόλεμο στις γερμανικές διώξεις των ομοθρήσκων τους, και για να σταθούν στο πλευρό των εξακοσίων χιλιάδων Εβραίων της Γερμανίας, οι οποίοι τρομοκρατούνται από τον Χιτλερικό Αντισημιτισμό και να υποχρεώσουν την Φασιστική Γερμανία να θέσει τέρμα στην εκστρατεία βίας και καταστολής που στρέφεται κατά της Εβραϊκής Κοινότητας.
Την 1η Απριλίου του 1933, οι Ναζί πραγματοποίησαν την πρώτη Πανεθνική, Προγραμματισμένη Δράση τους εναντίον των Εβραίων : Ένα Μποϊκοτάζ με στόχο εβραϊκές επιχειρήσεις και επαγγελματίες , σε απάντηση στο εβραϊκό Μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων .


Έξω από το πολυκατάστημα Tietz στο Βερολίνο την 1η Απριλίου 1933.

Στο παρασκήνιο από τον Μάρτιο του 1933 ο Πολωνός Σιωνιστής Εβραίος Σαμ Κοέν εκπροσώπησε τα Σιωνιστικά Συμφέροντα σε άμεσες διαπραγματεύσεις με τους Ναζί.
Από τον Μάιο του 1933 άρχισε να λειτουργεί η Σιωνιστική επιχείρηση φύτευσης εσπεριδοειδών, Hanotea, ο πραγματικός σκοπός της οποίας ήταν η μεταφορά Γερμανο-Εβραϊκών Κεφαλαίων από την Γερμανία στην Παλαιστίνη με την ταυτόχρονη μετανάστευση των Γερμανών Εβραίων στην Παλαιστίνη, με την βοήθεια της Φασιστικής Χιτλερικής Γερμανικής Κυβέρνησης.
Η εταιρεία Hanotea έπαιρνε χρήματα από τους υποψήφιους μετανάστες με τα οποία αγόραζε γερμανικά προϊόντα τα οποία έστελνε στην Παλαιστίνη μαζί με τους μετανάστες. Στην Παλαιστίνη, οι έμποροι εισαγωγείς αγόραζαν τα γερμανικά προϊόντα από τους μετανάστες και με αυτόν τον τρόπο οι Γερμανο-Εβραίοι μετανάστες είχαν ρευστοποιημένα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κάποτε στην Γερμανία.

Η ρύθμιση αυτή μέσω της εταιρείας Hanotea λειτούργησε με επιτυχία και άνοιξε τον δρόμο για την μετέπειτα συμφωνία μεταφοράς Haavara (Haavara Agreement).
 


Aliyah Bet ("παράνομη" μετανάστευση) το πλοίο "Parita," μετέφερε 850 Εβραίους πρόσφυγες και όταν προσάραξε σε μια αμμουδιά στα ανοικτά των ακτών του Τελ Αβίβ, οι Βρετανοί συνέλαβαν τους επιβάτες και τους έκλεισαν στο στρατόπεδο κράτησης  Atlit. Παλαιστίνη, 21 Αυγ. 1939



 Η συμφωνία HaavaraTHE HAAVARA AGREEMENT

Η  «HAAVARA» ,  ήταν μια εταιρεία για τη μεταφορά της Εβραϊκής Ιδιοκτησίας από τη Ναζιστική Γερμανία στην Παλαιστίνη . Η εταιρεία «Εμπιστοσύνη και Μεταφορά, Office Haavara Ltd», ιδρύθηκε στο Τελ Αβίβ, μετά από Συμφωνία με τη Γερμανική Κυβέρνηση του Χίτλερ, στις 25  Αυγούστου του 1933, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, επιτρέποντας τη μεταφορά των Κεφαλαίων - Περιουσιών τους με τη μορφή Γερμανικών Εξαγωγών αγαθών .

Τα ποσά που έπρεπε να μεταφερθούν πληρώθηκαν από τους υποψήφιους μετανάστες στο λογαριασμό μιας Εβραϊκής Εταιρείας για λογαριασμό τρίτων (PALTREU - Palestina Treuhandstelle zur Beratung deutscher Juden - Παλαιστίνη γραφείο εμπιστοσύνης για τη διαβούλευση των Γερμανών Εβραίων) στη Γερμανία και χρησιμοποιούνταν για την αγορά αγαθών, τα οποία η Haavara στη συνέχεια πωλούσε στην Παλαιστίνη .





Τα έσοδα καταβλήθηκαν στους μετανάστες που ζούσαν στην Παλαιστίνη σε παλαιστινιακό Νόμισμα. Η συναλλαγματική ισοτιμία ρυθμιζόταν από καιρό σε καιρό από την Haavara σύμφωνα με την επιβάρυνση εξαιτίας της επιβολής επιδότησης που χορήγησε η Haavara πριμοδοτώντας τους Παλαιστίνιους εισαγωγείς , για να αντισταθμίσει την επιδείνωση της αξίας του γερμανικού μάρκου , έτσι ώστε τα γερμανικά αγαθά να μπορούν να ανταγωνιστούν με άλλες εισαγωγές .

Κατά συνέπεια, η επακόλουθη επιβάρυνση που βάραινε τους μετανάστες , αυξήθηκε από 6 % το 1934 σε 50% το 1938 . Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της μεταφοράς, 1.000 παλαιστινιακές Λίρες (τότε 4.990 δολάρια ) το πλήρωνε κάθε Εβραίος απαραίτητα, για να εξασφαλίσει ένα Πιστοποιητικό μετανάστευσης «Κεφαλαίου», επιβαλλόμενου υποχρεωτικά από την  Βρετανική Διοίκηση.

Η μεταφορά , η οποία αποδυνάμωσε το Μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων που εκδηλώθηκε από πολλές εβραϊκές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, συνάντησε την έντονη αντίθεση . Η διαμάχη διευθετήθηκε στο Σιωνιστικό Συνέδριο της Λουκέρνης το 1935, το οποίο αποφάσισε με Συντριπτική Πλειοψηφία Υπέρ της μεταφοράς και τοποθέτησε την εταιρεία Haavara υπό την εποπτεία του Εβραϊκού Πρακτορείου .

Η συμφωνία Haavara έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε Εβραίο να μεταναστεύσει από τη Γερμανία με όλα σχεδόν τα υπάρχοντα και την προσωπική του περιουσία, με την προϋπόθεση ότι οι Εβραίοι θα έπρεπε πρώτα να καταθέσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους σε μία από τις δύο Εβραϊκής Ιδιοκτησίας Τράπεζες στη Ναζιστική Γερμανία, οι οποίες είχαν Υποκαταστήματα στο Τελ Αβίβ και στην Ιερουσαλήμ.
Τα γερμανικά κεφάλαια των δύο αυτών Εβραϊκών Πιστωτικών Ιδρυμάτων. ήταν εγγυημένα από την Κυβέρνηση του 3ου Ράιχ. Ακόμη και μετά τον Πόλεμο αυτά τα περιουσιακά στοιχεία ήταν στην απόλυτη διάθεση των Εβραίων ιδιοκτήτων ή των αντιπροσώπων τους.  Αν ένας Εβραίος δεν επιθυμούσε να μεταναστεύσει αμέσως θα μπορούσε παρ όλα αυτά να μεταφέρει όλα τα προσωπικά περιουσιακά του στοιχεία στη Παλαιστίνη, όπου θα διασφαλίζονταν από έναν διαχειριστή, όσο ο ίδιος παρέμενε στη Γερμανία για αόριστο χρόνο , πάντα όμως με τελικό στόχο τη μετανάστευση του. Όλο αυτό το διάστημα , η προσωπική του περιουσία ήταν ασφαλής εκτός της Γερμανίας.



Γερμανοί Εβραίοι, που αναγκάστηκαν λόγω συνθηκών να μεταναστεύσουν, περιμένοντας στο γραφείο του Hilfsverein der Deutschen Juden (Οργανισμός ανακούφιση των Γερμανών Εβραίων). Στον τοίχο είναι ένας χάρτης της Νότιας Αμερικής και ένα σημάδι για μετανάστευση προς την Παλαιστίνη. Βερολίνο, Γερμανία, 1935.
- YIVO Ινστιτούτο για την εβραϊκή έρευνα, Νέα Υόρκη

Ακόμη και οι φτωχότεροι Εβραίοι που δε διέθεταν 1.000 λίρες Αγγλίας ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη με πιστώσεις που παρέχονταν μέσω της Haavara. Οι Βρετανικές Αρχές γενικά απαιτούσαν σαν ελάχιστο περιουσιακό στοιχείο για κάθε μετανάστη στην Παλαιστίνη το ποσό των 1.000 λιρών , στη περίπτωση που δεν διέθετε το αποκαλούμενο πιστοποιητικό του εργαζομένου.
Μόνο ένας περιορισμένος αριθμός από αυτά τα πιστοποιητικά ήταν διαθέσιμα και εκδόθηκαν μόνο για άτομα με ειδικές δεξιότητες εργασίας. Επιπλέον, οι Εβραίοι που μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη είχαν εξαιρεθεί από το λεγόμενο «φόρο πτήσης Ράιχ», τον οποίο όλοι οι Γερμανοί που μετανάστευαν έπρεπε να πληρώσουν . Παρ ΄όλα αυτά οι εβραϊκές εταιρείες οι οποίες διοργάνωναν τις μεταφορές χρέωναν τους μετανάστες με ένα σταθερό ποσοστό επί του συνόλου των περιουσιακών τους στοιχείων.




Γερμανοεβραίοι στο Βερολίνο πριν ξεκινήσει η απάνθρωπη Οδύσσεια τους. 

Η συνολική μεταφορά ανήλθε σε 8.100.000 LP ( παλαιστινιακές Λίρες, τότε 40.419.000 δολάρια ), συμπεριλαμβανομένων LP 2.600.000 (τότε $ 13.774.000 ) που παρασχέθηκαν από τη γερμανική Reichsbank σε συντονισμό με την εταιρεία Haavara.
Διαμέσου της εταιρείας Haavara μεταβιβάστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των Γερμανο-εβραίων, ρευστοποιημένα, αξίας πάνω από 6.000.000 λίρες Αγγλίας, τα οποία όχι μόνο σώθηκαν αλλά και αποτέλεσαν την «μαγιά» πάνω στην οποία χτίστηκε η οικονομία του Κράτους του Ισραήλ στα Παλαιστινιακά Εδάφη. 

Η Συμφωνία μεταφοράς  Haavara ήταν ένας σημαντικός παράγοντας σύμφωνα με τον οποίο κατέστη δυνατή η μετανάστευση των περίπου 60.000 Γερμανών Εβραίων στην Παλαιστίνη κατά τα έτη 1933 έως 1939 , και μαζί με τα χρήματα που επενδύονταν από τους ίδιους τους μετανάστες , στην παροχή κινήτρων για την επέκταση των γεωργικών διακανονισμών και τη γενική οικονομική ανάπτυξη . 

 Η Haavara συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και παρά τις προσπάθειες μερικών στελεχών του Ναζιστικού Κόμματος να σταματήσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητές της, ο Χίτλερ συνέχισε να την υποστηρίζει μέχρι το 1939.

Μετά την εισβολή στην Πολωνία και την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, η πρακτική συνέχιση της συμφωνίας Haavara έγινε αδύνατη.
Το 1940 η ομάδα Σιωνιστών «Λεχί» συναντήθηκε με τον
επικεφαλή του τμήματος Μέσης Ανατολής του υπουργείου Εξωτερικών , Werner Otto von Hentig , ο οποίος  υποστήριξε  την πολιτική της συγκέντρωσης Εβραίων στην Παλαιστίνη, οι οποίοι του πρότειναν άμεση στρατιωτική συνεργασία με τους Ναζί προκειμένου να συνεχιστεί η μεταφορά των Εβραίων της Ευρώπης στην Παλαιστίνη.


 Ομάδα Εβραίων εποίκων στον Εβραϊκό οικισμό στην ανατολική πλευρά της Θάλασσας της Γαλιλαίας, Ein Gev (Ain Geb), στην Παλαιστίνη. 1934-1939.


The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine























Σύμφωνα με τον Εβραίο συγγραφέα Edwin Black και στο βιβλίο του «Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ», ο αριθμός των Εβραίων που τελικά μεταφέρθηκαν είναι 55.οοο και το χρηματικό ποσό ανέρχεται σε 100.000.000 δολάρια ΗΠΑ.

Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου του καταλήγει με τη δήλωση ότι η συνεχιζόμενη οικονομική σχέση μεταξύ της Εβραϊκής Κοινότητας της Παλαιστίνης και της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας ήταν «ένας απαραίτητος παράγοντας για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ ».

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία αμέσως μετά τη  Νύχτα των κρυστάλλων , ο Χίτλερ διέταξε τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα για την οργάνωση της μετανάστευσης το ταχύτερο δυνατόν, των Εβραίων από τη Γερμανία . 

Ο Göring δημιούργησε τη Κεντρική Υπηρεσία  του Ράιχ  για την Εβραϊκή Μετανάστευση ("Reichszentrale fuer die juedische Auswanderung") με υπεύθυνο το Reinhard Heydrich . Η υπηρεσία αυτή συντόνισε τα  διάφορα Κυβερνητικά Τμήματα που είχαν εμπλακεί με την εβραϊκή μετανάστευση.

Απλοποίησε τις  επίσημες διαδικασίες για την εβραϊκή μετανάστευση, αλλά η εργασία της συναντούσε εμπόδια από την  απροθυμία όλων σχεδόν των χωρών να δεχτούν Εβραίους. Η μόνη χώρα στην οποία οι Εβραίοι θα μπορούσαν  να μεταναστεύσουν ακόμα εύκολα ήταν η Παλαιστίνη, υπό την προϋπόθεση, ότι ο καθένας  από αυτούς διέθετε  χίλιες λίρες στερλίνες  , σύμφωνα με τις εκεί απαιτήσεις των   βρετανικών  αρχών . Παρά τους ευνοϊκούς όρους της συμφωνίας Haavara ή της Σύμβασης Μεταβίβασης, μόνο λίγοι Γερμανοεβραίοι εξέφρασαν επιθυμία να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη.

Εκείνες τις ημέρες η Παλαιστίνη βρισκόταν στην αρχή της ανάπτυξής της. Ήταν ακόμα μια αγροτική χώρα με πολύ μικρή βιομηχανία.
Μόνο μετά την άφιξη χιλιάδων Γερμανών Εβραίων με τα κεφάλαια και την πείρα τους άρχισε πραγματικά εκεί η βιομηχανική ανάπτυξη . Κατά κανόνα οι Εβραίοι της Γερμανίας γενικά απασχολούνταν με το εμπόριο, τη βιομηχανία ή τα ελεύθερα επαγγέλματα. Γι αυτούς οι ευκαιρίες στην Παλαιστίνη ήταν ελάχιστες ή μηδαμινές. Για παράδειγμα, την δεκαετία του 1930 δεν υπήρχε ουσιαστικά, καμία οικονομική δομή στην Παλαιστίνη.
Δεν υπήρχε η αγορά χρήματος, ούτε  χρηματιστήριο, ούτε επενδυτική πίστη. Πώς θα μπορούσαν οι επιχειρηματίες να λειτουργούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Επειδή ήταν τόσο λίγοι οι Εβραίοι που ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη, έγιναν ιδιαίτερες προσπάθειες  για να ανοίξουν οι  πόρτες άλλων χωρών, αλλά αυτό αποδείχθηκε πολύ δύσκολο.

Τα Έθνη που ευημερούσαν  δεν ήθελαν  Εβραίους  μετανάστες  και οι  φτωχές χώρες δεν προσέλκυαν το ενδιαφέρον τους.  Το καλοκαίρι του 1938 συστάθηκε μια Διακυβερνητική Επιτροπή Προσφύγων  από τον  αμερικανικό δικηγόρο George Rublee που έγινε και πρόεδρος σ’ αυτήν. Τον Ιανουάριο του 1939 (δηλαδή, μετά τη Νύχτα των κρυστάλλων ),  ο Rublee και η γερμανική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με την οποία όλοι  οι Γερμανοεβραίοι    θα μπορούσαν  να μεταναστεύουν στη χώρα της επιλογής τους. Το ενδιαφέρον είναι, ότι  ο πατέρας ενός μελλοντικού Αμερικανού προέδρου και ο πατέρας ενός μελλοντικού Γερμανού Προέδρου ήταν αυτοί που σχεδόν τορπίλισαν  αυτή τη συμφωνία: ο Josäph Kennedy, ο Πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βρετανία, και ο Ernst von Weizsaecker, ο Υφυπουργός του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών και  πατέρας ενός από τους προέδρους της μετα ναζιστικής Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. 

Ο Αδόλφος Χίτλερ παρενέβη προσωπικά στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και για να σωθεί η συμφωνία  ανέθεσε στον Πρόεδρο της Reichsbank Hjalmar Schacht να μεταβεί στο  Λονδίνο και να  διαπραγματευτεί με τον Rublee.

Ο Rublee αργότερα  την αποκάλεσε  «συγκλονιστική συμφωνία» και ήταν πράγματι συγκλονιστική «στα χαρτιά».
Ειδικές ρυθμίσεις μεταξύ της Διακυβερνητικής Επιτροπής και των Κυβερνήσεων των διαφόρων χωρών θα εγγυόντουσαν   την οικονομική ασφάλεια των  Εβραίων μεταναστών .
Στρατόπεδα κατάρτισης  θα δημιουργούνταν  για να προετοιμάσουν τους μετανάστες Εβραίους πάνω στις  νέες θέσεις εργασίας στις μελλοντικές  πατρίδες τους.
Οι Εβραίοι που είχαν ηλικία μεγαλύτερη από τα 45 χρόνια  θα μπορούσαν  είτε να μεταναστεύσουν είτε να παραμείνουν στη Γερμανία.
Εάν αποφάσιζαν  να παραμείνουν , θα απαλλάσσονταν από διακρίσεις και περιορισμούς.
Θα ήταν σε θέση να ζουν και να εργάζονται οπουδήποτε θέλουν.
Η κοινωνική τους ασφάλιση θα ήταν εγγυημένη από την κυβέρνηση του Ράιχ, στο βαθμό που ίσχυε και για κάθε Γερμανό πολίτη.
Όπως αργότερα επεσήμανε ο  Rublee δεν υπήρξαν ουσιαστικά επεισόδια εναντίον των Εβραίων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της υπογραφής της συμφωνίας και το ξέσπασμα του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939.

Η Κεντρική Υπηρεσία του Ράιχ για την εβραϊκή μετανάστευση, η οποία διοργανώθηκε λίγο μετά τη Νύχτα των κρυστάλλων, βασίστηκε στις διατάξεις του σχεδίου Rublee. Παράλληλα ιδρύθηκε μια  εβραϊκή οργάνωση , η Ένωση των Εβραίων του Ράιχ στη Γερμανία ("Reichsvereinigung der Juden in Deutschland"). Έργο της ήταν να συμβουλεύει τους Εβραίους για όλα τα ζητήματα της μετανάστευσης και να ενεργεί  για λογαριασμό των Εβραίων με το Κεντρικό Γραφείο του Ράιχ. Οι δύο οργανισμοί συνεργάστηκαν στενά για τη διευκόλυνση της μετανάστευσης των Εβραίων όσο το δυνατόν περισσότερο. Επιπλέον, τα SS και ορισμένες άλλες Εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις συνεργάστηκαν  με Σιωνιστικές οργανώσεις για τη διευκόλυνση της μετανάστευσης των Εβραίων. 

Οι Εβραϊκές ομάδες εκτίμησαν πολύ τη συνεργασία των SS. Για παράδειγμα, τα SS δημιούργησαν κέντρα κατάρτισης όπου οι μελλοντικοί 
μετανάστες Εβραίοι διδάχτηκαν  νέες δεξιότητες και επαγγέλματα  που θα τους προετοίμαζαν να αντιμετωπίσουν  τις  νέες ζωές τους. Με τη βοήθεια της συμφωνίας μεταφοράς Haavara και του  σχεδίου Rublee, εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι μετανάστευσαν από την Ευρώπη προς την Παλαιστίνη. Τον Σεπτέμβριο του 1940 το εβραϊκό πρακτορείο ειδήσεων στην Παλαιστίνη, "Palcor," ανέφερε ότι 500.000 Eβραίοι   μετανάστες είχαν ήδη φθάσει από το γερμανικό Ράιχ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Αυστρίας, της Σουδητίας, Βοημίας, Μοραβίας και Πολωνοκρατούμενης Γερμανίας.


    Hebrew Technical Institute. Apprentices working in the workshops. Haifa, Palestine. 1920-1933. Εβραϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Οι μαθητευόμενοι εργάζονται στα εργαστήρια. Χάιφα, Παλαιστίνη. 1920-1933. 

Ο Kurt Tuhler, ένας από τους ηγέτες της γερμανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας , έπεισε τον Baron von Leopold Mildenstein των SS για να γράψει φιλοσιωνιστικό άρθρο σε εβραϊκή εφημερίδα. Ο Baron von Leopold Mildenstein συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι πρώτα θα επισκεφθεί την Παλαιστίνη. Δύο μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία 30 Ιανουαρίου 1933, οι δύο άντρες πήγαν στην Παλαιστίνη.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το βρετανικό περιοδικό History today No. 1, 1980. Στη δημοσίευσή του συγκεκριμένα λέει :
«Το 1933 ένας αξιωματικός SS  ο Baron von Leopold Mildenstein και ένας εκπρόσωπος της Σιωνιστικής Ομοσπονδίας της Γερμανίας Kurt Tuhler έκαναν ένα κοινό ταξίδι έξι μηνών στην Παλαιστίνη για να μελετήσουν «την σιωνιστική ανάπτυξη επί τόπου».  Ο Baron von Leopold Mildenstein έμεινε στην Παλαιστίνη για έξι μήνες.
Μετά την επιστροφή από το ταξίδι του , ο Baron von Leopold Mildenstein έγραψε ένα άρθρο – Ύμνο υπέρ του Σιωνιστικού εποικισμού της Παλαιστίνης. Μέχρι που έπεισε και τον Goebbels  να βάλλει μια λεπτομερή έκθεση σχετικά με την σιωνιστική αποικία.
Συνολικά ο Mildenstein  έγραψε μια σειρά από δώδεκα άρθρα, στην Der Angriff, την εφημερίδα του Goebbels, που ήταν το κύριο όργανο της ναζιστικής προπαγάνδας, με τον τίτλο «The Nazi goes to Palestine».

Στη μνήμη αυτής της αποστολής  ο Goebbels έφτιαξε ένα μετάλλιο, στη μία πλευρά του οποίου ήταν ο αγκυλωτός σταυρός και από την άλλη το Σιωνιστικό Αστέρι και η επιγραφή : «The Nazi goes to Palestine».



Ο ίδιος εξέφρασε τον ειλικρινή θαυμασμό του για το « πρωτοποριακό πνεύμα και τα επιτεύγματα των Εβραίων εποίκων ».

Σύμφωνα με τον ίδιο, " είναι απαραίτητο να υποστηριχθεί  πλήρως ο Σιωνισμός , για να βοηθηθεί τόσο ο Εβραϊκός λαός όσο και όλος ο Κόσμος . "
Προφανώς , προκειμένου να διαιωνίσουν τη μνήμη ενός κοινού ταξιδιού, ενός Ναζί μαζί με ένα Σιωνιστή ,  το
Der Angriff που ήταν το κύριο όργανο της ναζιστικής προπαγάνδας,  κυκλοφόρησε  αυτό το μετάλλιο, στο οποίο όπως βλέπουμε Συμβάλλονται επαμφοτερίζοντα  η Σβάστικα με το Αστέρι του Δαβίδ.»"





Σε συνέντευξη που έδωσε μετά τον πόλεμο , ο πρώην επικεφαλής της Σιωνιστικής Ομοσπονδίας της Γερμανίας Hans Fridental είπε :
" Η Γκεστάπο έκανε τα πάντα σε εκείνες τις ημέρες για να εξασφαλιστεί η μετανάστευση , ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη . Συχνά λαμβάναμε τη βοήθειά τους όταν χρειαζόμασταν κάτι από τις άλλες εξουσίες που σχετίζονται με τη μετανάστευση ».

Ο Joseph Burg στο The Toronto Star ( 31 του Μάρτη 1988 ) έγραψε :
" Ο Σιωνισμός ήθελε να θυσιάσει όλους τους Εβραίους της Ευρώπης στο Σιωνιστικό Κράτος. Όλα έγιναν για τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ, και αυτό ήταν δυνατό μόνο με τη βοήθεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου . Η Wall Street και μεγάλοι Εβραίοι τραπεζίτες  βοήθησαν την Πολεμική προσπάθεια και από τις Δύο Πλευρές . "
Τον Φεβρουάριο του 1950 , ο Robert Williams, αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού των Η.Π.Α κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημοσίευσε ένα άρθρο στην εφημερίδα The Williams Intelligence Summary για «την Συνωμοσία του Jace Warburg εναντίον του χριστιανικού κόσμου».  Ανέφερε ότι η χήρα του στρατηγού Λούντεντορφ αφηγήθηκε τους λόγους για τους οποίους ο σύζυγός της απομακρύνθηκε από τον Χίτλερ .
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στις αρχές του καλοκαιριού του 1929 ο James Warburg έκανε μια συμφωνία με την Οικονομική Κοινότητα της Αμερικής ,  με την επιδίωξη να επιτύχουν τον αποκλειστικό έλεγχο επί της Γερμανίας πυροδοτώντας την έναρξη της  «Εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης» εκεί .
Το έργο του Warburg ήταν να βρει  έναν κατάλληλο άνθρωπο στη Γερμανία , και ήρθε σε επαφή με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος αργότερα, μέχρι τις 30 του Ιανουαρίου 1932, έλαβε από αυτόν ποσό ύψους 27 εκατομμυρίων δολαρίων και στη συνέχεια ένα άλλο 7.000.000 δολαρίων, τα οποία του έδωσαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την κίνηση του.
Στο βιβλίο τους οι  Webster Tarpley και Anton Chaitkin «Τζορτζ Μπους : μη εξουσιοδοτημένη βιογραφία», στο δεύτερο κεφάλαιο που ονομάζεται «Project Χίτλερ» αναφέρουν ότι ο Εβραίος  τραπεζίτης Max Warburg, στις 27 Μαρτίου 1933 έγραψε στους Αμερικανούς  χορηγούς του ότι «η κυβέρνηση του Χίτλερ ωφελεί  την Γερμανία».
Έτσι, ο ίδιος, μεταξύ άλλων, αναφέρει :
"Κατά τους τελευταίους μήνες, τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από ό,τι περιμέναμε ...
Αλλά υποφέρουμε εξαιτίας της προπαγάνδας κατά της Γερμανίας, που προκαλείται από ορισμένες δυσάρεστες συνθήκες . Αυτά τα περιστατικά αποτελούν φυσική συνέπεια της προεκλογικής εκστρατείας υψηλής έντασης, για τα οποία υπερέβαλαν πάρα πολύ στον ξένο Τύπο .
Η κυβέρνηση είναι σταθερά προσηλωμένη στην εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και της τάξης στη Γερμανία και είμαι απόλυτα βέβαιος ότι από αυτή την άποψη δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε".
Αυτή ήταν μια σφραγίδα της έγκρισης για τον Χίτλερ, που δίνεται από έναν από τους πιο διάσημους Εβραίους .
Στις 29 Μαρτίου του 1933, δηλαδή , δύο ημέρες μετά την επιστολή αυτή , ο γιος του Max Warburg , Erich , έστειλε ένα τηλεγράφημα στον ξάδελφό του, Frederick Warburg, ο οποίος ήταν ο διευθυντής της σιδηροδρομικής εταιρείας Gariman . Ζήτησε από τον Frederick να «χρησιμοποιήσει την επιρροή του» για να σταματήσει η Αντί - Ναζιστική δραστηριότητα στην Αμερική, συμπεριλαμβανομένων των «τρομακτικών»  ειδήσεων ​​και της εχθρικής προπαγάνδας στον ξένο τύπο, μαζικές συγκεντρώσεις , κλπ.
Ο
Frederick έσπευσε να απαντήσει και σε τηλεγράφημα προς τον Erich είπε :
«Δεν είναι Αρμόδιες Ομάδες εδώ που απαιτούν ένα Μποϊκοτάρισμα των γερμανικών προϊόντων , αλλά μόνο Συγκεκριμένα Άτομα.»
Στις 31 Μαρτίου 1933, η Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή, που ελεγχόταν από τον Warburg και η μασονική στοά B'nai B'rith, που σε μεγάλο βαθμό επηρεαζόταν από το περιβάλλον του Εβραίου επιχειρηματία και εκδότη της εφημερίδας The New York Times, Arthur Ochs Sulzberger, δημοσίευσαν στην The New York Times μια επίσημη κοινή δήλωση των δύο οργανισμών, η οποία συνέστηνε «να μην ενθαρρύνεται κανένα μποϊκοτάζ κατά της Γερμανίας » , και έδινε επίσης συμβουλές για να «μην υποστηρίζουν παρόμοιες κινητοποιήσεις και να μην προβαίνουν σε άλλες παρόμοιες μορφές προπαγάνδας».
Η Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή και η B'nai B'rith συνέχισαν αυτήν την σκληρή γραμμή καταστολής ενάντια σε όλες τις επιθέσεις κατά του Χίτλερ σε όλη τη δεκαετία του '30, εθελοτυφλώντας για τον αγώνα που ξεκίνησε από πολλούς Εβραίους και Αντιφασίστες .
Οι Σιωνιστές τραπεζίτες Ρότσιλντ και Warburg παρεμπόδιζαν, όχι μόνο την εμφάνιση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με το πώς ο Χίτλερ, χρησιμοποιώντας στο στρατό του Φασίστες  Κακοποιούς, τρομοκρατούσε τους Γερμανούς, που ήθελαν να εμποδίσουν την εκλογή του το 1933, αλλά ήταν και οι Κύριοι Χρηματοδότες και υποστηρικτές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία .


 Το περιοδικό Time Magazine στο τεύχος του την 2α Ιανουαρίου 1939 ανακήρυξε τον Αδόλφο Χίτλερ «Άνθρωπο της Χρονιάς» για το έτος 1938.
Η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία ελέγχεται μέχρι και σήμερα από τους Rothschilds, αντάμειψε τον Χίτλερ για τη εισβολή  στην Πράγα, παρέχοντάς του τα τσέχικα αποθέματα χρυσού που είχαν αποθηκευτεί στο Λονδίνο .
Στις 28 Αυγούστου 1937 ένας από του τελευταίους Καγκελάριους της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Heinrich Bruening , απέστειλε την ακόλουθη επιστολή προς τον Winston Churchill :
«Δεν μου αρέσει και δεν θέλω, για προφανείς λόγους , να αποκαλυφθεί η πληροφορία ότι τον Οκτώβριο του 1928 οι Μεγαλύτεροι και πιο Τακτικοί Χρηματοδότες για το Ναζιστικό Κόμμα ήταν τα Κύρια Στελέχη των Δύο Μεγαλύτερων Τραπεζών του Βερολίνου, και οι δύο Εβραίοι, ένας από τους οποίους είναι ο γνωστός Σιωνιστής Ηγέτης της Εβραϊκής Θρησκείας  στη Γερμανία».
Τα έγγραφα του Bruening αποθηκεύονται τώρα στο Syracuse University (ΗΠΑ , New York ), συμπεριλαμβανομένου και αυτού, με τον Τσώρτσιλ , το οποίο αντιγράφηκε διά χειρός από τον Βρετανό συγγραφέα David Irving, ο οποίος εργάστηκε για την βιογραφία του Βρετανού πολιτικού, Winston Churchill .
Στην επιστολή του προς τον Daniel Longwell στις 7 Φεβρουαρίου 1948 ο Bruening έγραψε ότι τα τάγματα  SA και τα SS, πριν από το 1933, ήταν κυρίως εξοπλισμένα με περίστροφα και πολυβόλα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ . Και αυτή η επιστολή έχει τώρα αποθηκευτεί, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστήμιου της Κολούμπια .

Από τα Πρακτικά Δικών της Νυρεμβέργης, τόμος 1, κεφάλαιο VIII, προκύπτει ότι μία σειρά από τραπεζίτες, βιομηχάνους, εφοπλιστές, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και πολυεθνικές χρηματοδότησαν-προώθησαν-συνεργάστηκαν με τον Αδόλφο Χίτλερ!
Τραπεζίτες:
1. H Union Banking Corp. – UBC της γνωστής οικογένειας των Thyssen και Harriman ξέπλενε χρήματα των Ναζί. Για την δημιουργία της συμμετείχαν η Τράπεζα του Αugust Thyssen με αρχηγείο στο Βερολίνο, και η Τράπεζα Βορ Χάντελ (Ολλανδία) που ανήκε στην Harriman & Co. Η Harriman & Co δημιουργήθηκε από τον αυτοκράτορα των σιδηροδρόμων William Averell Harriman και τον Prescott Bush ορίζοντας ως πρόεδρο τον τραπεζίτη Max Warburg. Οι Χάριμαν –Τίσεν, με την UBC, ήταν από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος. Πρόεδρος της UBC ήταν ο Πρέσκοτ Μπους. O τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, όπως και ο πατέρας του (πρώην διευθυντής της CIA, αντιπρόεδρος, και πρόεδρος) έφτασαν στα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα των ΗΠΑ χάρη στην συμβολή του πρόγονού τους Πρέσκοτ Μπους. Μαζί του συνεργάστηκε και η οικογένεια Ντάλες όπου του παρείχαν νομική υποστήριξη αλλά και διαπλοκή. Διαπλοκή μέσω της Wall Street με την συμμετοχή της οικογένειας Βάρμπουργκ και του μεγιστάνα πρόεδρου της Γερμανικής Κοινοπραξίας Χάλυβα, Κλαρενς Ντίλον. Διαπλοκή μέσω των μυστικών υπηρεσιών αφού ήταν οι ιδρυτές της CIA. Η Οικογένεια Thyssen επισήμως εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα το 1931, ενώ επί ιδρύσεως του κόμματος «δώρισε» 25.000 USD. Η UBC έγινε το μυστικό κανάλι που προστάτευε το Ναζιστικό κεφάλαιο που διέφευγε από την Γερμανία προς τις ΗΠΑ διαμέσου της Ολλανδίας.
2. Η αμερικανική τράπεζα Kuhn, Loeb&Co., επικεφαλής της οποίας, ήταν ο αδελφός του Max Warburg, Felix Warburg
3. Μέσα από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας των ΗΠΑ πάνω από 30 εκατ USD κατευθύνθηκαν προς το «Ταμείο του Χίτλερ». Ο Paul Warburg θεωρείται ο εμπνευστής της (ιδιωτικής) Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας των ΗΠΑ!!!
4. H γνωστή προσφάτως και σκανδαλωδώς πτωχευμένη τράπεζα των αδελφών Lehman είχε κάνει τεράστιες επενδύσεις μέσω δανείων στην Ναζιστική Γερμανία.
5. Η ελβετική «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» που χρηματοδότησε τον Χίτλερ.
6. Η Deutsche Bank που χρηματοδότησε τη δημιουργία και λειτουργία των ναζιστικών φούρνων του Άουσβιτς αλλά και τον προσηλυτισμό των νέων στο ναζισμό.
7. Η τράπεζα Chase Manhattan την οποία εκπροσωπούσε ο John McCloy (ταυτόχρονα ήταν και νομικός εκπρόσωπος εταιρειών συμφερόντων Ροκφέλερ). Ο McCloy ως Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία μετά τον πόλεμο, φρόντισε να παραγραφούν τα αδικήματα των στελεχών των εταιρειών δυτικών συμφερόντων και δεν τιμωρήθηκε ούτε ο ίδιος, όπως ήταν φυσικό, για τις σχέσεις του με τον ναζισμό. O McCloy ήταν από το 1947 ο πρόεδρος και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Βιομήχανοι:
1. Στις 26 Γενάρη 1934, σε ομιλία του, ο Κρουπ, επικεφαλής της γνωστής πολυεθνικής και των Γερμανών βιομηχάνων είπε: «Ο εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε τον Γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνιστικού δόγματος) που ήταν βασικά εχθρικό τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Ο Αδόλφος Χίτλερ επέστρεψε τον εργάτη στο έθνος του. Τον μετέτρεψε σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και συνεπώς σύντροφο μας (σ.σ. σύντροφο των βιομηχάνων)»! Ο ίδιος κύριος, ο κύριος Κρουπ, ένα χρόνο νωρίτερα, στη μυστική σύσκεψη της 20ής Φλεβάρη 1933, ήταν ένας εκ των παρευρισκομένων βιομηχάνων, τραπεζιτών κτλ. που έδωσαν στους παριστάμενους Χίτλερ και Γκέρινγκ την τελική τους έγκριση για την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί. Ο «κύριος» Κρουπ το 1940 παρέλαβε από τα χέρια του Χίτλερ το χρυσό παράσημο του ναζιστικού κράτους. Η σημερινή Κρουπ είναι αυτή στην οποία οι κυβερνήσεις της Ελλάδας έχουν ξεπουλήσει τα ναυπηγεία της χώρας. Μόνο από ένα εργοστάσιο της «Κρουπ», της σημερινής «Κρουπ» με τις 670 θυγατρικές σε όλο τον κόσμο, από το εργοστάσιο που ξέχασαν να βομβαρδίσουν οι Αμερικάνοι στο Έσσεν, οι ναζί χρηματοδοτήθηκαν μέχρι το 1945 με το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 4.738.446 μάρκων.
2. Η εταιρεία I.G. Farben (Interessen – Gemeinschaft Farbenindustrie Aktiengesellschaft), το τεραστίων διαστάσεων βιομηχανικό συγκρότημα της οποίας κατασκευάστηκε από κρατούμενους του Άουσβιτς. Περισσότεροι από 25.000 άνθρωποι πέθαναν στη διάρκεια της κατασκευής του. Στη Φάρμπεν δούλευαν 85.000 κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η Φάρμπεν κατασκεύασε το Κυκλώνιο Β. Ήταν το αέριο που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων στα κρεματόρια. Δείτε την κοινοπραξία του βασικού πυλώνα χρηματοδότησης του Χίτλερ: AGFA (Aktien-Gesellschaft für Anilin-Fabrikation), με έδρα το Βερολίνο, Cassella (Leopold Cassella & Co.) με έδρα τη Φρανκφούρτη, BASF (Badische Anilin und Soda Fabrik), με έδρα το Λούντβιχσχάφεν, Bayer, με έδρα το Λεβερκούζεν (η γνωστή φαρμακοβιομηχανία), Farbwerke Hoechst (σήμερα γνωστή ως Sanofi-Aventis, μετά την κατάργηση του εμπορικού ονόματος Hoechst ), με έδρα τη Φρανκφούρτη-Χέξτ (Frankfurt-Höchst), Chemische Werke Hüls, με έδρα το Μαρλ (Marl) (Προσχώρησε το 1938, μετά την ίδρυσή της), Chemische Fabrik Kalle, με έδρα το Βισμπάντεν-Μπίμπριχ (Wiesbaden-Biebrich).
3. Οι εταιρείες Kuhlmann (Γαλλία), Imperial Chemical Industries(γνωστότερης σαν ICI) της Βρετανίας, Standard Oil (NJ), DuPont και Dow Chemical των ΗΠΑ συνεργάζονται ΑΜΕΣΑ με την Φάρμπεν! Το 1928, ο Herry Ford (General Motors) και η American Standart Oil Company (Rockfellers) συγχωνεύτηκαν με την IG FARBEN. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν πάνω από 100 αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες είχαν θυγατρικές και συνεργάζονταν με τη ναζιστική Γερμανία.
4. Η General Motors στα εργοστάσια της οποίας κατασκευάστηκαν χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για τον γερμανικό στρατό. «Ό,τι συμφέρει την General Motors συμφέρει την Αμερική», έλεγε ο Αϊζενχάουερ. Το αμερικανικό κράτος αποζημίωσε με 33 εκατ. δολάρια την General Motors για τις ζημιές που υπέστησαν τα εργοστάσια της σε Γερμανία και Αυστρία στον πόλεμο.
5. Το 1/3 των φορτηγών της Βέρμαχτ το κατασκεύασε η αμερικανική πολυεθνική «Ford». Οι μισοί «εργαζόμενοι» της εταιρείας ήταν σκλάβοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο πρόεδρος της «Ford», ο «κύριος» Ford, το 1938 γιόρτασε τα 75α γενέθλιά του παραλαμβάνοντας από τους Γερμανούς πρόξενους στο Ντιτρόιτ το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού.
6. Οι 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας το 1933 τροφοδότησαν το αποκαλούμενο και «Ταμείο του Χίτλερ» με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3 εκατ. μάρκων. Ήταν στις εκλογές του '33 που οι Ναζί πήραν το 44% των ψήφων. Στα εργοστάσια αυτών καταδικάστηκαν σε υποχρεωτική εργασία οι κρατούμενοι από το Μαουτχάουζεν.
7. Η Standard Oil (η σημερινή Exxon-Mobil), συμφερόντων Ροκφέλερ, στη διάρκεια του πολέμου, προμήθευε με καύσιμα και τον Άξονα… Τα Γερμανικά αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν αν δεν τους προμήθευε ο Rockefeler μέσω της Standard Oil ένα ειδικό πρόσθετο στο καύσιμο… Ο μεγάλος βομβαρδισμός του Λονδίνου δεν θα είχε επιτευχθεί αν η Standard Oil δεν πουλούσε αυτό το πρόσθετο έναντι 20 εκατ. USD.
8. Η ΙΒΜ, ο πρόεδρος της οποίας, Τ. Γουώτσον, τιμήθηκε προσωπικά από τον Αδόλφο Χίτλερ, για τις «υπηρεσίες» του στο Γ' Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού το 1937.
9. Η Siemens που με πρόταση και χρηματοδότηση του επικεφαλής της στην Αθήνα, συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας το 1943.
10. Η ΙΤΤ (η σημερινή ΑΤ&Τ) και η General Electric, για την μηχανοργάνωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.


ΜΕΡΟΣ Β’
«ΟΔΥΣΣΕΙΑ» : ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΙΣ ΣΥΜΛΗΓΑΔΕΣ ΤΗΝ ΣΚΥΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΥΒΔΗ

Διάφοροι παράγοντες καθόρισαν την μεταναστευτική ροή των Εβραίων από τη Γερμανία . Σε αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνονται ο βαθμός των πιέσεων, αποκλεισμού από την δημόσια ζωή-ταπεινώσεων-εξευτελισμών-φυλακίσεων-δολοφονιών,  που ασκούνταν για τον εξανδραποδισμό των μελών της εβραϊκής κοινότητας στη Γερμανία και την προθυμία των άλλων χωρών να υποδεχτούν Εβραίους μετανάστες . Ωστόσο , εν όψει της αύξησης της κρατικής ναζιστικής καταστολής και εξαιτίας του φυσικού ενστίκτου επιβίωσης διαλέγοντας την ζωή από τα καθημερινά ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια από τα τάγματα SA, πολλοί Εβραίοι έφυγαν από την Γερμανία . Μέχρι τον Οκτώβριο του 1941, η ναζιστική γερμανική πολιτική ενθάρρυνε επίσημα την εβραϊκή μετανάστευση . Σταδιακά , όμως , οι Ναζί προσπάθησαν να στερήσουν από τους Εβραίους που διέφευγαν από τη Γερμανία την περιουσία τους , επιβάλλοντας όλο και πιο βαρύ φόρο μετανάστευσης και περιορίζοντας το ποσό των χρημάτων που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο εξωτερικό από τις γερμανικές τράπεζες .
Τον Ιανουάριο του 1933 υπήρχαν περίπου 523.000 Εβραίοι στη Γερμανία , αριθμός που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της χώρας . Ο εβραϊκός πληθυσμός κατοικούσε κυρίως στις αστικές περιοχές και περίπου το ένα τρίτο των Γερμανών Εβραίων ζούσαν στο Βερολίνο.  Η αρχική αντίδραση των Γερμανών Εβραίων στην εξαγορασμένη κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί ήταν ένα σημαντικό κύμα μετανάστευσης ( 37.000-38.000 ), προς τις  γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες Γαλλία , Βέλγιο , Ολλανδία, Δανία , Τσεχοσλοβακία και Ελβετία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες αργότερα πιάστηκαν από τους Ναζί μετά την κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης τον Μάιο του 1940. Οι Γερμανοί Εβραίοι που ήταν πολιτικοποιημένοι και άρα σίγουροι στόχοι  ήταν από τους πρώτους που μετανάστευσαν. Άλλα μέτρα που ώθησαν τους Γερμανούς Εβραίους να μεταναστεύσουν στα πρώτα χρόνια της βασιλείας των Ναζί ήταν η απόλυση των Εβραίων από τη δημόσια διοίκηση και το ναζιστικό μποϊκοτάζ των ιδιόκτητων εβραϊκών καταστημάτων .
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών σημειώθηκε μείωση του αριθμού των μεταναστών . Η τάση αυτή μπορεί εν μέρει να οφειλόταν στη» σταθεροποίηση»  της εγχώριας πολιτικής κατάστασης , αλλά επίσης προκλήθηκε από την ταυτόχρονα αυστηρή εφαρμογή των αμερικανικών περιορισμών μετανάστευσης, καθώς και από την αυξανόμενη απροθυμία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και των αποικιών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας να αποδεχθούν επιπλέον Εβραίους πρόσφυγες .
Παρά το πέρασμα των Νόμων της Νυρεμβέργης τον Σεπτέμβριο του 1935 και στα μετέπειτα 400 συναφή διατάγματα που στερούσαν από τους Γερμανούς Εβραίους τα ατομικά, πολιτικά, νομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα, η δυνατότητα των Εβραίων να μεταναστεύουν διατηρήθηκε με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σταθερή.
Τα γεγονότα του 1938 προκάλεσαν μια δραματική αύξηση της μετανάστευσης των Εβραίων. Η προσάρτηση της Αυστρίας τον  Μάρτιο από τους Ναζί, η αύξηση των προσωπικών επιθέσεων κατά των Εβραίων κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού , το εθνικό πογκρόμ της  « Νύχτας των Κρυστάλλων » τον Νοέμβριο και η επακόλουθη κατάσχεση της εβραϊκής ιδιοκτησίας,  όλα αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν πλημμύρα αιτήσεων θεώρησης μετανάστευσης. Παρά το γεγονός ότι η εύρεση ενός προορισμού αποδείχθηκε δύσκολη, περίπου 36.000 Εβραίοι από τη Γερμανία και την Αυστρία το 1938 και 77.000 το 1939 μετανάστευσαν.
Η ξαφνική πλημμύρα των μεταναστών δημιούργησε ένα σημαντικό πρόβλημα με τους πρόσφυγες. Ο Πρόεδρος Franklin D. Roosevelt συγκάλεσε διάσκεψη στην πόλη Εβιάν, στη  Γαλλία, τον Ιούλιο του 1938. Παρά την συμμετοχή εκπροσώπων από 32 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, του Καναδά και της Αυστραλίας, μόνο η Δομινικανή Δημοκρατία συμφώνησε να δεχθεί επιπλέον πρόσφυγες . Τα δεινά των Γερμανών - Εβραίων προσφύγων, οι οποίοι διώκονταν τόσο  στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό σαν ανεπιθύμητοι και κάτω από αδιάκοπο καθεστώς εκβιασμών, καταδεικνύεται επίσης από το ταξίδι του «Σαιντ Λούις ».
Κατά τη διάρκεια του 1938-1939 , σε ένα πρόγραμμα που είναι γνωστό ως το Kindertransport , το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνώρισε 10.000 ασυνόδευτα παιδιά των Εβραίων σε επείγουσα βάση .
Το 1939 πρώτη φορά οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής δήλωσαν ότι συμπληρώθηκε η συνδυασμένη γερμανο- αυστριακή ποσόστωση υποδοχής Εβραίων προσφύγων. Ωστόσο , το όριο αυτό δεν θα μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να καλύψει την ζήτηση  αφού μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 1939, 309.000 Εβραίοι από την Γερμανία, την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία  είχαν υποβάλλει αίτηση  για τις διαθέσιμες στο πλαίσιο της ποσόστωσης 27.000 άδειες εισόδου στις ΗΠΑ .
Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1939, περίπου 282.000 Εβραίοι είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία και 117.000 την ναζιστοκρατούμενη  Αυστρία . Από αυτούς, περίπου 95.000 μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, 60.000 στην Παλαιστίνη, 40.000 στη Μεγάλη Βρετανία, και περίπου 75.000 στην Κεντρική και Νότια Αμερική , οι περισσότεροι από τους οποίους εγκαταστάθηκαν στην Αργεντινή, την Βραζιλία, την Χιλή και την Βολιβία. Περισσότεροι από 18.000 Εβραίοι γλύτωσαν από το γερμανικό Ράιχ βρίσκοντας καταφύγιο στην Σαγκάη την οποία είχε αποσπάσει η Ιαπωνία από την κατοχή της Κίνας .
Στο τέλος του 1939 , περίπου 202.000 Εβραίοι παρέμειναν στη Γερμανία και 57.000 στη ναζιστοκρατούμενη Αυστρία, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι.
 Μέχρι τον Οκτώβριο του 1941, που η μετανάστευση των Εβραίων επίσημα απαγορεύτηκε,  ο αριθμός των Εβραίων στη Γερμανία είχε μειωθεί σε 163.000, οι οποίοι δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα και τα γκέτο κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος .


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ST . LOUIS

Στις 13 Μαΐου του 1939, η γερμανική γραμμή του Ατλαντικού, St. Louis απέπλευσε από το Αμβούργο της Γερμανίας, για την Αβάνα στην Κούβα. Στο ταξίδι ήταν 938 επιβάτες, ένας από τους οποίους δεν ήταν πρόσφυγας . Σχεδόν όλοι οι Εβραίοι προσπάθησαν να ξεφύγουν από το Τρίτο Ράιχ . Οι περισσότεροι ήταν Γερμανοί πολίτες, κάποιοι ήταν από την Ανατολική Ευρώπη  και ορισμένοι  ήταν επίσημα χαρακτηρισμένοι ως  « απάτριδες ».
Η πλειοψηφία των Εβραίων επιβατών είχαν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου (βίζα) στις ΗΠΑ, και είχαν προγραμματίσει να μείνουν στην Κούβα μόνο μέχρι να μπορούν να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες . Αλλά από τη στιγμή που το Σεντ Λούις απέπλευσε, υπήρχαν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συνθήκες στην Κούβα μπορούσαν να εμποδίσουν την αποβίβαση των επιβατών. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον , το προξενείο των ΗΠΑ στην Αβάνα , ορισμένες εβραϊκές οργανώσεις και φορείς των προσφύγων είχαν όλοι επίγνωση της κατάστασης . Οι ίδιοι οι επιβάτες δεν είχαν ενημερωθεί.  Οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ευρώπη .
Από τη «Νύχτα των κρυστάλλων », ευρύτερα γνωστή ως  " Night of Broken Glass ",  το ναζιστικό πογκρόμ κατά των Γερμανών Εβραίων της 9 - 10 Νοεμβρίου 1938, η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε να επιταχυνθεί ο ρυθμός της αναγκαστικής μετανάστευσης των Εβραίων.  Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Προπαγάνδας ήλπιζε να εκμεταλλευτεί την απροθυμία των άλλων εθνών να δώσουν άσυλο στον μεγάλο αριθμό των Εβραίων προσφύγων, για να δικαιολογήσει  τις στοχευμένες διώξεις κατά των Εβραίων  και τις πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος, τόσο στην εγχώρια αγορά της Γερμανίας όσο και σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Οι ιδιοκτήτες του Σαιντ Λούις , το Hamburg- Amerika Line, ήξερε πριν ακόμη το πλοίο αποπλεύσει ότι οι επιβάτες του δεν μπορούσαν να αποβιβαστούν στην Κούβα . Οι επιβάτες,  οι οποίοι κατείχαν πιστοποιητικά αποβίβασης και τις θεωρήσεις διέλευσης που εκδίδονται από τον Κουβανό Γενικό Διευθυντή της Μετανάστευσης , δεν ήξεραν ότι ο Πρόεδρος της Κούβας Federico Laredo Bru είχε εκδώσει ένα διάταγμα μόλις μια εβδομάδα πριν το πλοίο αποπλεύσει που ακύρωσε όλα τα πιστοποιητικά αποβίβασης που εκδόθηκαν πρόσφατα . Για να εισέλθει κάποιος στην Κούβα ήταν απαραίτητη γραπτή άδεια από τους Κουβανούς Υφυπουργούς Κράτους και Εργασίας και την καταβολή ενός ομολόγου αξίας πεντακοσίων δολαρίων $ 500. Από την καταβολή των πεντακοσίων δολαρίων απαλλάσσονταν οι τουρίστες προς τις ΗΠΑ.
Το ταξίδι του Σαιντ Λούις προσέλκυσε την προσοχή πάρα πολλών μέσων ενημέρωσης . Πριν ακόμη το πλοίο αποπλεύσει από το Αμβούργο, δεξιές εφημερίδες της Κούβας αποδοκίμασαν την επικείμενη άφιξή του και απαίτησαν από την κουβανική κυβέρνηση να σταματήσει την αποδοχή Εβραίων προσφύγων . Πράγματι, οι επιβάτες έπεσαν θύματα της πικρής φαγωμάρας που διεξαγόταν στο εσωτερικό της κουβανικής κυβέρνησης . Ο Γενικός Διευθυντής του γραφείου μετανάστευσης  της Κούβας, Manuel Benitez Gonzalez , υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό δημόσιο έλεγχο για την παράνομη πώληση των πιστοποιητικών αποβίβασης . Κατ’ επάγγελμα πωλούσε τα εν λόγω έγγραφα για $ 150 ή περισσότερο και , σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ΗΠΑ , είχε συσσωρεύσει μια προσωπική περιουσία των $ 500.000 έως $ 1.000.000 . Αν και ήταν προστατευόμενος του Κουβανού Αρχηγού του Στρατού ( και μελλοντικού προέδρου ) Μπατίστα , ο Manuel Benitez Gonzalez αδικαιολόγητα πλούτιζε μέσω της διαφθοράς και της κατάχρησης της εξουσίας του αξιώματός του και τροφοδότησε με τόση δυσαρέσκεια την κουβανική κυβέρνηση γύρω από το πρόσωπό του όση αρκούσε για να επιφέρει την παραίτησή του .
Περισσότερο και από τα χρήματα , ο πραγματικός αγώνας στην Κούβα γινόταν για την αναρρίχηση σε αξιώματα σχετιζόμενα με διαπλεκόμενα συμφέροντα που προϋπέθεταν χρηματισμό και την εσωτερική πάλη για την εξουσία. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η  Αμερική γενικότερα, η  Κούβα αγωνίστηκε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης . Πολλοί Κουβανοί αγανάκτησαν με τον σχετικά μεγάλο αριθμό προσφύγων,  συμπεριλαμβανομένων των  2.500 Εβραίων, τους οποίους η κυβέρνηση είχε ήδη υποδεχθεί  στη χώρα, επειδή ανταγωνίζονταν για τις λιγοστές θέσεις εργασίας .
Η εχθρότητα προς τους μετανάστες τροφοδοτούνταν τόσο από τον αντισημιτισμό όσο και από την ξενοφοβία . Και οι δύο παράγοντες, της ναζιστικής Γερμανίας και τα φασίζοντα δεξιά κινήματα ιθαγενών κατέκριναν στις δημοσιεύσεις τους και στις διαδηλώσεις τους την υποδοχή των Εβραίων μεταναστών, υποστηρίζοντας ότι οι εισερχόμενοι Εβραίοι ήταν κομμουνιστές . Δύο από τις εφημερίδες, η «Diario de la Marina», ιδιοκτησία της οικογένειας Rivero  και η «Avance» , ιδιοκτησία της οικογένειας Zayas, είχαν υποστηρίξει τον Ισπανό Φασίστα ηγέτη Φράνκο, ο οποίος, μετά από τον τριετή εμφύλιο πόλεμο, είχε μόλις ανατρέψει την Ισπανική Δημοκρατική Κυβέρνηση την άνοιξη του 1939 με τη βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας . Οι αναφορές σχετικά με την επικείμενη άφιξη των Εβραίων προσφύγων  τροφοδότησε μεγάλη αντισημιτική διαδήλωση στην Αβάνα, στις 8 Μαΐου, πέντε ημέρες πριν το πλοίο Σαιντ Λούις αποπλεύσει από το Αμβούργο. Η συγκέντρωση, η μεγαλύτερη αντισημιτική διαδήλωση στην ιστορία της Κούβας, χρηματοδοτήθηκε από τον Grau San Martin , πρώην πρόεδρο της Κούβας . Ο εκπρόσωπος του Grau,  Primitivo Rodriguez κάλεσε τους Κουβανούς να « πολεμήσουν τους Ιουδαίους μέχρι που και ο τελευταίος Εβραίος να πεταχτεί έξω από την Κούβα» .  Η εκδήλωση συγκέντρωσε 40.000 θεατές. Χιλιάδες περισσότεροι άκουγαν από το ραδιόφωνο.
Όταν το πλοίο St. Louis έφτασε στο λιμάνι της Αβάνας , στις 27 Μαΐου , η κουβανική κυβέρνηση ενέκρινε την αποβίβαση 28 επιβατών: 22 από αυτούς ήταν Εβραίοι και είχαν έγκυρες θεωρήσεις των ΗΠΑ.  Από τους υπόλοιπους 6, οι 4 ήταν Ισπανοί και οι 2 Κουβανοί πολίτες και είχαν έγκυρα έγγραφα εισόδου. Επιπλέον ένας επιβάτης, μετά την αποτυχημένη απόπειρα να αυτοκτονήσει, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στην Αβάνα . Από τους υπόλοιπους 908 επιβάτες (ένας επιβάτης είχε πεθάνει από φυσικά αίτια καθ 'οδόν ) - συμπεριλαμβανομένου ενός μη πρόσφυγα , Ούγγρου Εβραίου επιχειρηματία ο οποίος περίμενε να του δοθεί θεώρηση εισόδου στην Κούβα και διέθετε μόνο την θεώρηση διέλευσης από την Κούβα που εκδίδονταν από τον υπόδικο Gonzales, οι 743 Εβραίοι επιβάτες περίμεναν να λάβουν την βίζα των ΗΠΑ . Η κουβανική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους δεχθεί ή να τους επιτρέψει να αποβιβαστούν από το πλοίο .
Μετά την άρνηση της Κούβας εισόδου στους Εβραίους επιβάτες του πλοίου Σαιντ Λούις, ο τύπος σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, έκανε γνωστή την ιστορία σε εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Αν και οι αμερικανικές εφημερίδες απεικόνιζαν γενικά τα δεινά των επιβατών με μεγάλη συμπάθεια,  μόνο λίγοι δημοσιογράφοι και συντάκτες πρότειναν ότι οι πρόσφυγες πρέπει να γίνουν δεκτοί στις Ηνωμένες Πολιτείες .
Στις 28 Μαΐου, μια μέρα μετά που το Σαιντ Λούις ελλιμενίστηκε στην Αβάνα, ο  Lawrence  Berenson, δικηγόρος που εκπροσωπούσε την Εβραϊκή Κοινή Επιτροπή Διανομής ( JDC ) με έδρα τις ΗΠΑ, έφθασε στην Κούβα για να διαπραγματευθεί εξ ονόματος των επιβατών του Σαιντ Λούις . Ο πρώην πρόεδρος του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κούβα, Μπέρενσον είχε εκτενή επιχειρηματική εμπειρία στην Κούβα. Συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Bru, αλλά δεν κατάφερε να τον πείσει να δεχθεί τους επιβάτες στην Κούβα . Στις 2 Ιουνίου, ο Bru διέταξε το πλοίο να απομακρυνθεί από τα χωρικά ύδατα της Κούβας. Παρ 'όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, καθώς το Σαιντ Λούις έπλεε αργά προς το Μαϊάμι . Ο Bru προσφέρθηκε να δεχθεί τους επιβάτες, αν η JDC Jewish Joint Distribution Committee κατέθετε ένα ομόλογο αξίας τετρακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων δολαρίων$ 453,500 ( $ 500 ανά επιβάτη ). Ο Berenson έκανε μια αντιπροσφορά, αλλά ο Bru απέρριψε την πρόταση και διέκοψε τις διαπραγματεύσεις .
Το Σαιντ Λιούις έπλεε τόσο κοντά στη Φλόριντα που οι Εβραίοι επιβάτες έβλεπαν τα φώτα του Μαϊάμι. Ορισμένοι επιβάτες στο Σαιντ Λούις προσπάθησαν με τον ασύρματο του πλοίου να επικοινωνήσουν με τον Πρόεδρο Franklin D. Roosevelt ζητώντας καταφύγιο. Ο Roosevelt δεν απάντησε ποτέ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο Λευκός Οίκος είχαν αποφασίσει να μην λάβουν έκτακτα μέτρα για να επιτρέψουν στους πρόσφυγες να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες . Ένα τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στάλθηκε σε έναν επιβάτη το οποίο δήλωσε ότι οι επιβάτες πρέπει να « περιμένουν την σειρά τους  στη λίστα αναμονής και να πληρούν τις προϋποθέσεις για την απόκτηση  των θεωρήσεων μετανάστευσης  για  να γίνουν αποδεκτοί στις Ηνωμένες Πολιτείες».       Διπλωμάτες των ΗΠΑ στην Αβάνα παρενέβησαν για μια ακόμη φορά προκειμένου η Κυβέρνηση της Κούβας να δεχθεί τους Εβραίους επιβάτες σε μια «ανθρωπιστική» βάση, αλλά χωρίς επιτυχία .
Στην Μεταναστευτική και Εθνικιστική Πράξη του 1924 των ΗΠΑ καθορίζονται οι ποσοστώσεις και περιορίζεται αυστηρά ο αριθμός των μεταναστών που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο.
Το 1939 , η ετήσια ποσόστωση της συνδυασμένης μετανάστευσης γερμανο- αυστριακής προέλευσης ήταν 27.370 και οι θέσεις καλύφθηκαν αμέσως. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μια λίστα αναμονής τουλάχιστον αρκετών χρόνων.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν μόνο να χορηγήσουν θεώρηση για τους επιβάτες του πλοίου
St. Louis, στερώντας την πολυπόθητη βίζα από τους χιλιάδες Γερμανούς Εβραίους που ήδη ήταν πιο ψηλά στη λίστα αναμονής .
Η κοινή γνώμη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αν και φαινομενικά έτρεφε συμπάθεια για τα δεινά των προσφύγων και επέκρινε τις πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος του  Χίτλερ, συνέχισε να υποστηρίζει τους περιορισμούς μετανάστευσης .
Η Μεγάλη Ύφεση είχε αφήσει εκατομμύρια ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες άνεργους  και οι Αμερικανοί πολίτες φοβόντουσαν τον ανταγωνισμό για τις λιγοστές διαθέσιμες θέσεις εργασίας .
Επίσης τροφοδότησε τον αντισημιτισμό, την ξενοφοβία, τον πρωτογονισμό και τον απομονωτισμό.
 Μια δημοσκόπηση του περιοδικού Fortune σε αυτό το χρονικό διάστημα έδειξε ότι το 83 τοις εκατό των Αμερικανών αντιτίθενται στην χαλάρωση των περιορισμών σχετικά με τη μετανάστευση.
Ο Πρόεδρος Ρούσβελτ θα μπορούσε να εκδώσει μια «executive order»,   εκτελεστική εντολή προκειμένου να δεχθεί τους Εβραίους πρόσφυγες του πλοίου Σεντ Λούις, αλλά αυτή η γενική εχθρότητα προς τους μετανάστες, τα κέρδη από την πολιτική του απομονωτισμού που προπαγάνδισαν οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου και επικράτησαν στις εκλογές του 1938 και το προσεκτικό ζύγισμα του Ρούσβελτ, ο οποίος θα έβαζε υποψηφιότητα για μια άνευ προηγουμένου τρίτη θητεία ως πρόεδρος, ήταν μεταξύ των πολιτικών σκοπιμοτήτων που αντιστρατεύονταν στη λήψη μιας τέτοιας εξαιρετικής απόφασης ενάντια στο λαϊκό έρεισμα.
Ο Roosevelt δεν ήταν μόνος στην απροθυμία του να αμφισβητήσει τη διάθεση του έθνους, για το θέμα της μετανάστευσης.
Τρεις μήνες πριν τον απόπλου του St . Louis,  ηγέτες του Κογκρέσου και των δύο παρατάξεων των ΗΠΑ απέρριψαν στην επιτροπή ένα νομοσχέδιο που υποστηρίχτηκε από τον Γερουσιαστή Robert Wagner ( DN.Y. ) και από τον Εκπρόσωπο Edith Rogers ( R-Mass. ). Αυτό το νομοσχέδιο θα επέτρεπε την αποδοχή 20.000 παιδιών Εβραίων από τη Γερμανία πάνω από την υφιστάμενη ποσόστωση .
Δύο μικρότερα πλοία που μετέφεραν Εβραίους πρόσφυγες κατέπλευσαν στην Κούβα τον Μάιο του 1939. Το γαλλικό πλοίο , η Φλάνδρα , με 104 επιβάτες και το βρετανικό σκάφος Orduña, με 72 επιβάτες. Όπως και με το Σεντ Λούις , στα πλοία αυτά δεν δόθηκε άδεια να δέσουν στην Κούβα.
Η Flandre επέστρεψε πίσω στην αφετηρία της στη Γαλλία, ενώ η Orduña  περιπλανήθηκε σε διάφορα λιμάνια των χωρών της Λατινικής Αμερικής.  Οι επιβάτες του αποβιβάστηκαν τελικά στις ΗΠΑ- στην ελεγχόμενη Ζώνη της Διώρυγας του Παναμά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποδέχθηκαν τελικά τους περισσότερους από τους 72 Εβραίους πρόσφυγες.
Μετά την άρνηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επιτρέψουν στους επιβάτες να αποβιβαστούν, το Σαιντ Λούις έπλευσε πίσω στην Ευρώπη στις 6 Ιουνίου 1939.
Οι επιβάτες όμως δεν επέστρεψαν στη Γερμανία.
 Εβραϊκές οργανώσεις και  κυρίως η Jewish Joint Distribution Committee, διαπραγματεύτηκαν με τέσσερις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την εξασφάλιση θεώρησης εισόδου για τους επιβάτες :
η Μεγάλη Βρετανία πήρε 288 επιβάτες 
η Ολλανδία υποδέχθηκε 181 επιβάτες
το Βέλγιο πήρε 214 επιβάτες 
Και 224 επιβάτες βρήκαν τουλάχιστον προσωρινό καταφύγιο στη Γαλλία.
Από τους 288 επιβάτες που έγιναν δεκτοί από τη Μεγάλη Βρετανία, όλοι έζησαν πολλά χρόνια μετά το τέλος του  Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από έναν, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής το 1940.
 Από τους 619 επιβάτες, οι οποίοι επέστρεψαν στην Ευρώπη, 87 Εβραίοι πρόσφυγες (ποσοστό 14%) κατάφεραν να μεταναστεύσουν πριν από τη γερμανική εισβολή της Δυτικής Ευρώπης τον Μάιο του 1940.
Οι 532 Εβραίοι επιβάτες του Σεντ Λούις παγιδεύτηκαν όταν η Γερμανία κατέλαβε τη Δυτική Ευρώπη .
Ακριβώς πάνω από το μισό, 278 επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
254 έχασαν τη ζωή τους :
84 που κατέφυγαν στο Βέλγιο 
84 που είχαν βρει καταφύγιο στην Ολλανδία , και
86 που είχαν εισαχθεί στη Γαλλία .


ΜΕΡΟΣ Γ’
«ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑ»:
Ο ΔΟΚΤΟΡ ΣΑΧΤ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟ-ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ

Όταν στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας, μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να επαναφέρει τον Χιάλμαρ Σαχτ ( Horace Greely Hjalmar Schacht, 1877 - 1970) στην προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας Reichsbank στις 17 Μαρτίου 1933, θέση που διατήρησε μέχρι και τις 20 Ιανουαρίου 1939, ακόμη και ταυτόχρονα με τα καθήκοντά του ως Υπουργός Οικονομικών από το 1934 μέχρι το 1937 στην κυβέρνηση του Χίτλερ.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Σαχτ υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του Τραπεζικού Επιτρόπου του κατεχόμενου Βελγίου την περίοδο 1914 - 15 στρατηγού φον Λουμ (General von Lumm), ο οποίος τον απέλυσε όταν ανακάλυψε ότι ο Σαχτ είχε χρησιμοποιήσει την "Dresdner Bank", τον προηγούμενο εργοδότη του, για να διοχετεύσει 500 εκ. βελγικά φράγκα σε ομόλογα ως πληρωμή των γερμανικών απαιτήσεων.
Το 1916 διορίστηκε διευθυντής της Γερμανικής Εθνικής Τράπεζας, όπως είχε ονομαστεί το τραπεζικό ίδρυμα που προέκυψε από τη συγχώνευση της "Darmstädter" και της "Nationalbank (Danatbank)".
Το 1923 ο Σαχτ διορίστηκε επίτροπος συναλλάγματος και από τη θέση αυτή διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στη σταθεροποίηση του καλπάζοντος πληθωρισμού εκείνης της περιόδου, δημιουργώντας το "Rentenmark" (όρος που θα μπορούσε να αποδοθεί ως "μάρκο εξασφάλισης χρέους"), το οποίο είχε ως υποστήριξη, αντί του χρυσού, εθνικά κτήματα και βιομηχανικές εγκαταστάσεις με ισοτιμία 1 τρισεκατομμύριο παλαιά μάρκα έναντι ενός Rentenmark. Το νέο νόμισμα έγινε αποδεκτό από τους πολίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λόγω του αντικρίσματος που προσέφερε και περιόρισε σημαντικότατα τον πληθωρισμό της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1923 ο Σαχτ αποκλήθηκε "σωτήρας του μάρκου" και, μολονότι η αρχική του υποψηφιότητα είχε απορριφθεί λόγω του παραπτώματός του το 1915, τελικά η ενέργειά του αυτή του απέφερε την προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1930. Από τη θέση αυτή διαπραγματεύτηκε σθεναρά τις δανειακές υποχρεώσεις της Γερμανίας και το 1929 συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της κατάρτισης του "Νέου Σχεδίου", ενός προγράμματος για την αναδιάρθρωση των γερμανικών αποζημιώσεων. Επιστρέφοντας από τη σύνοδο των διαπραγματεύσεων έσπευσε να απαρνηθεί το Σχέδιο, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τους συντρόφους του εθνικιστές. Μετά τη Διάσκεψη της Χάγης το 1930 παραιτήθηκε από την θέση του και κατηγόρησε ανοικτά την γερμανική κυβέρνηση για τη συνέχιση της καταβολής αποζημιώσεων, εκδίδοντας ένα φυλλάδιο με τίτλο "Το τέλος των Επανορθώσεων" (1931) και δημοσιεύοντας ανάλογα άρθρα. Τον Οκτώβριο του 1931 διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στο σχηματισμό του "Μετώπου του Χάρτσμπουργκ", ένα χαλαρό συνασπισμό μεταξύ βιομηχάνων, συντηρητικών εθνικιστών και του Χίτλερ, ενώ το 1932 συνέστησε στον τότε Πρόεδρο της δημοκρατίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να ονομάσει καγκελάριο τον Χίτλερ.
Ο Σαχτ το 1934 έγινε επί τιμή μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Στην υπουργική θέση θήτευσε ως το 1937. Ως Υπουργός Οικονομικών ήταν υπεύθυνος για τα προγράμματα εξάλειψης της ανεργίας αλλά και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας κατά παράβασιν της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Ωστόσο, ο Χέρμαν Γκαίρινγκ είχε αυτοδιοριστεί γενικός εποπτεύων της οικονομίας και σύντομα οι δύο άνδρες ήρθαν σε σύγκρουση, η οποία οδήγησε τελικά στην παραίτηση του Σαχτ από τη θέση του Υπουργού, κατ' απαίτηση του Γκέρινγκ, και αντικαταστάθηκε από τον Βάλτερ Φουνκ (Walther Funk). Καθώς αντιτάχθηκε και στο πρόγραμμα επανεξοπλισμών, μαζί με τον επίτροπο τιμών Δρα. Καρλ Γκέρντελερ, λόγω των υπέρογκων δαπανών που απαιτούσε και οι οποίες πίστευε ότι θα επέφεραν πληθωρισμό, συνέταξε ένα υπόμνημα με το οποίο εξέφραζε την αντίθεσή του. Ως συνέπεια αυτού του υπομνήματος, αποπέμφθηκε και από τη θέση του Προέδρου της Ράιχσμπανκ το 1939.
Ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, ο Σαχτ συνελήφθη κατ' εντολή του Χίτλερ εξαιτίας του γεγονότος  ότι ο Σαχτ είχε επαφές με τους αντιχιτλερικούς κύκλους ήδη από το 1934 κυρίως λόγω των σχέσεών του με τον Γκέρντελερ, ενώ συναντιόταν τακτικά και με τον Χανς Γκισέβιους (Hans Gisevius), επίσης ενεργό μέλος των αντιχιτλερικών κινήσεων.
Ωστόσο είχε παραμείνει αμέτοχος σε όλες τις ενέργειες των αντιστασιακών ήδη από το 1941. Ο Σαχτ παρέμεινε φυλακισμένος αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ και στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ για να μεταφερθεί τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου, κατά το τέλος Απριλίου του 1945 μεταφέρθηκε στο Τιρόλο μαζί με άλλους 140 επώνυμους κρατουμένους από την SS και εγκαταλείφθηκαν εκεί.
Ο Σαχτ συνελήφθη από τους Συμμάχους στο Νίντεντορφ του νότιου Τιρόλου και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου αθωώθηκε και, το 1946, αφέθηκε ελεύθερος, παρά το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν την καταδίκη του ισχυριζόμενοι ότι ήταν ο οικονομικός κινητήριος μοχλός της Ναζιστικής Γερμανίας. Ο Σαχτ αντέτεινε τον εγκλεισμό του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, υποστηριζόμενος από τους Βρετανούς, τελικά αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες.
Το 1948 και το 1950 διώχθηκε από γερμανικά δικαστήρια αποναζιστικοποίησης. Αρχικά καταδικάστηκε (1948) σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος, ενώ το 1950 αθωώθηκε.
Το 1953, ίδρυσε δική του τράπεζα στο Ντίσελντορφ, την Deutsche Außenhandelsbank Schacht & Co.
Διετέλεσε, επίσης, οικονομικός σύμβουλος αρκετών χωρών.
Παρέμεινε διευθυντής της Τράπεζας ως το 1963, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Η ίδρυση και λειτουργία της τράπεζας αυτής από τον Σαχτ είχε έμμεσο αποτέλεσμα την δημιουργία του ομοσπονδιακού γερμανικού νόμου "περί προστασίας της προσωπικότητος":
Σε περιοδικό της εποχής δημοσιεύτηκε άρθρο σχετικό με την τράπεζα και τον ιδρυτή της Σαχτ, στο οποίο αναφέρονταν αρκετά ψευδή στοιχεία.
Ο Σαχτ αρχικά ζήτησε από το περιοδικό, μέσω του δικηγόρου του, να δημοσιεύσει σχετική επανόρθωση, αλλά το περιοδικό αντ' αυτού δημοσίευσε την επιστολή του δικηγόρου στη στήλη "Επιστολές αναγνωστών", εμφανίζοντάς τον να ενεργεί για λογαριασμό του, ως απλός αναγνώστης, και όχι ως εντολοδόχος του Σαχτ.
Ο δικηγόρος τότε κατέφυγε προσωπικά στο τοπικό δικαστήριο, κατηγορώντας το περιοδικό για παραβίαση της προσωπικότητάς του και του πελάτη του. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο το περιοδικό τόσο από αστική όσο και από ποινική άποψη. Το περιοδικό κατέθεσε έφεση και το Εφετείο (Oberlandesgericht) έκρινε ότι δεν υπήρχε ποινική ευθύνη, υπήρχε όμως αστική. Το ομοσπονδιακό δικαστήριο (Bundesgerichtshof, BGH) αποφάνθηκε τελικά ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν άσχετο αν ο εναγόμενος ήταν ή όχι ένοχος εγκλήματος: Η προσωπικότητα του ενάγοντος είχε θιγεί και το δικαίωμα της προσωπικότητας ήταν αναφαίρετο σε οποιονδήποτε, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ο Σαχτ απεβίωσε στο Μόναχο στις 3 Ιουνίου 1970.

Ο Hjalmar Schacht σε στάση προσοχής (κέντρο) με τον Adolf Hitler το 1936. 



Ο Hitler με τον Πρόεδρο της Τράπεζας του Ράιχ (Reichsbank) και μετέπειτα Υπουργό Οικονομικών Hjalmar Schacht στις 5 Μαϊου 1934.


Ο Hjalmar Schacht, ο Υπουργός Οικονομικών του Hitler σε συνάντηση με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Franklin Delano Roosevelt το 1936.





Hjalmar Schacht, Hoover, and R. Hugh Wilson

Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Γερμανός Χέρμπερτ Χούβερ (31ος πρόεδρος των ΗΠΑ,1929-1933), ο υπουργός Οικονομικών Hjalmar Schacht, και ο Αμερικανός πρέσβης R. Hugh Wilson.
 Η αφορμή ήταν μια δεξίωση γιατον 
Hoover στο Carl-Schurz-Haus, στο Βερολίνο στις 8 Μαρτίου 1938.
Η Βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας συνέβαλε στη δημιουργία του ναζιστικού καθεστώτος του Χίτλερ. Οι Βρετανοί άρχισαν κρυφά την χρηματοδότηση του Εθνικού Σοσιαλιστικού Γερμανικού  Εργατικού Κόμματος, μέσω των στενών επαφών μεταξύ του Βρετανού Λόρδου Norman Montagu (Montagu Collet Norman, 1st Baron Norman )και του προέδρου της Τράπεζας του Γερμανικού Ράιχ (Reichsbank)  Hjalmar Schacht, ο οποίος είχε την υποστήριξη όλων των μεγάλων βιομηχάνων στη Γερμανία. Τα μέλη της πλουσιότερης τάξης της βρετανικής κοινωνίας που ταυτόχρονα έχαιραν της υποστήριξης του Στέμματος και απολάμβαναν τα προνόμια των βασιλικών τίτλων και τιμών τα οποία ταυτόχρονα τους προστάτευαν, κρυφά υποστήριξαν τον Χίτλερ, συμπεριλαμβανομένων του Βρετανού Πρωθυπουργού Neville Chamberlain, που έμεινε αλησμόνητος κυρίως για την φράση «Ειρήνη για την εποχή μας» στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 από την ομιλία του σχετικά με τη συμφωνία του Μονάχου και την αγγλο-γερμανική δήλωση, του Βρετανού μεγιστάνα του Τύπου Lord Beaverbrook , του Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Montagu Norman και κυρίως του βασιλιά Edward VIII.
Το απόλυτο σχέδιο ήταν να εμπλακούν οι Γερμανοί φασίστες σε ένα αιματηρό αδιέξοδο με την κομμουνιστική Ρωσία, ενώ οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να εδραιώνουν την κυριαρχία τους στο κόσμο, ειδικά στη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκεται το κύριο μέρος των αποθεμάτων του πετρελαίου.
Μόλις ο Χίτλερ πήρε την εξουσία , ο Λόρδος
Norman Montagu και η Τράπεζα της Αγγλίας χρηματοδότησαν το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ με άφθονα κεφάλαια και μάλιστα ο Βρετανός τραπεζίτης επισκέφτηκε τον Χίτλερ τον Μάιο του 1934.



Οι Edward VIII και Wallis Simpson, ο Duke(δούκας) και η Duchess(δούκισσα) με τον Adolf Hitler, στο εξοχικό του Χίτλερ στο Obersalzberg στην Βαυαρία το 1937.
Η Βασίλισσα Ελίζαμπεθ ήρθε στην εξουσία, επειδή ο θείος της, Βασιλιάς Edward VIII, ήταν υποστηρικτής των Ναζί.
Η αλήθεια είναι ότι δεν εγκατέλειψε το στέμμα του για την αγάπη, αλλά γιατί οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να έχουν Βασιλιά, που υποστήριξε απροκάλυπτα την αυξανόμενη ναζιστική απειλή.


Ο Edward κατά την διάρκεια επιθεώρησης διμοιρίας των SS με τον Robert Ley το 1937. Ο Robert Ley  (15 Φεβρουαρίου 1890 - 25 Oκτωβρίου 1945) ήταν Ναζί πολιτικός και επικεφαλής του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου από το 1933 μέχρι το 1945 όταν αυτοκτόνησε εν αναμονή της δίκης της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου.

.

  
Οι Hjalmar Schacht της Reichsbank ( αριστερά) και Montagu Norman της Τράπεζας της Αγγλίας ( δεξιά) τον Μάιο του 1934.



ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΜΠΑΤΑΛΑ