Όσο ψάχνει κανείς, βρίσκει. Ο Στράτος Δορδανάς έψαξε για τους δωσίλογους της Θεσσαλονίκης και το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο «Έλληνες εναντίον Ελλήνων», Εκδόσεις επίκεντρο, 2006. Με το βιβλίο αυτό μαθαίνουμε ποιοι ήταν οι δωσίλογοι της Θεσσαλονίκης, πόσοι ήταν, ποιες ήταν οι διαφοροποιήσεις τους, τι ακριβώς έκαναν και ποια τύχη τους περίμενε μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Ο Δορδανάς χρησιμοποιεί τον υπότιτλο «ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944», παρ’ όλο που και ο ίδιος δεν τον θεωρεί ικανοποιητικό: οι ένοπλες ομάδες στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία δεν είχαν καμιά σχέση με την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, ούτε λογοδοτούσαν σε αυτήν. Η εξάρτηση τους ήταν αποκλειστικά από τους Γερμανούς, οι οποίοι τις εξόπλιζαν και τις έλεγχαν, για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους στη σφηκοφωλιά της Μακεδονίας, την οποία, ας μη ξεχνάμε ότι διεκδικούσαν οι σύμμαχοί τους Βούλγαροι. Ακόμα περισσότερο, στη Θεσσαλονίκη ευδοκίμησε ένα φρούτο που δεν πρόκοψε ιδιαίτερα αλλού: κάποιοι «ηγέτες» του δωσιλογικού χώρου ήταν όχι απλά τυχοδιώκτες ή αντικομμουνιστές, αλλά εθνικοκοσοσιαλιστές. Ταυτίζονταν δηλαδή και ιδεολογικά με το Τρίτο Ράιχ. Τα ένοπλα αυτά μορφώματα βρισκόντουσαν συνήθως σε αντιπαράθεση και με τους ελληνικούς κατοχικούς θεσμούς (πχ τη Χωροφυλακή ή τις πολιτικές διοικήσεις διάφορων περιοχών). Στην πραγματικότητα, με το πανίσχυρο άλλοθι της προσήλωσης στο Τρίτο Ράιχ, δρούσαν ως ομάδες αδίσταχτων κακοποιών εις βάρος του πληθυσμού και δεν έδιναν λογαριασμό πουθενά. Με προτεραιότητα την προσπάθεια εξόντωσης των «κομμουνιστών», βεβαίως, η οποία όμως δε μπορούσε να σταθεί σε οποιονδήποτε σοβαρό έλεγχο, καθώς οι ίδιοι διάλεγαν τους «στόχους», οι ίδιοι ήταν εκτελεστικά όργανα και δικαστές, οι ίδιοι ήταν οι βασανιστές αλλά και οι δήμιοι των θυμάτων τους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις εγκληματικές δωσιλογικές συμμορίες (Πούλου, Βήχου, Δάγκουλα κλπ) οι οποίες δεν ξεπέρασαν ποτέ τις λίγες εκατοντάδες ενόπλων και σπιούνων και του πραγματικά μαζικού ένοπλου (με Γερμανικά όπλα) αντικομουνιστικού κινήματος (ποντιακού, κυρίως) των τριών Παπαδόπουλων, που είχε τραγική κατάληξη στην πολυαίμακτη μάχη του Κιλκίς.
Είμαι σίγουρος ότι έχετε ήδη μπερδευτεί. Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά.
Οι σημαντικότεροι δωσίλογοι στην κατοχική Θεσσαλονίκη
1. Γεώργιος Πούλος
Καταγόταν από τον Πλάτανο της ορεινής Ναυπακτίας. Απότακτος αντισυνταγματάρχης, βενιζελικός. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στο κίνημα του 1935. Μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, ως εθνικοσοσιαλιστής πλέον, με μηδαμινά αποτελέσματα. Σχημάτισε στη Θεσσαλονίκη μια ομάδα ενόπλων τραμπούκων, από 120 περίπου μέλη, τα οποία επιδόθηκαν κυρίως σε πλιάτσικο, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να τους διαλύσουν. Η συνεργασία όμως με τον Πούλο συνεχίστηκε. Το καλοκαίρι του ’43 ο Πούλος εγκαταλείπει την «πολιτική» και στρέφεται στον ένοπλο αγώνα κατά του ΕΛΑΣ στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, επικεφαλής 300 περίπου ανδρών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν τυχοδιώκτες. Οι άντρες αυτοί κατατάχτηκαν για τα προνόμια που εξασφάλιζαν και δευτερευόντως εξαιτίας του μαχητικού αντικομμουνισμού τους, σε συνδυασμό με τον αντισλαυϊσμό και αντιβουλγαρισμό. Πολλοί ήταν άνεργοι Θεσσαλονικείς, που δελεάστηκαν από το συσσίτιο, το μισθό, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (και για τις οικογένειες) και τα λοιπά προνόμια. Το σώμα του Πούλου διακρίθηκε για τη σκληρότητα εναντίον των αμάχων και για το πλιάτσικο στο οποίο επιδόθηκε. Οι Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν, τον ανεχόντουσαν αλλά και τον περιφρονούσαν. Την ίδια περιφρόνηση προς τον Πούλο έδειχναν οι ελληνικές κατοχικές αρχές (πχ ο Χρυσοχόου, η αστυνομία της Θεσσαλονίκης κλπ) αλλά και οι Άγγλοι. Ένας μικρός αριθμός ενόπλων του Πούλου παρέμεινε εντός της Θεσσαλονίκης, όπου συνελάμβανε και βασάνιζε «κομμουνιστάς», οι οποίοι στη συνέχεια οδηγούνταν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς».
Ο Πούλος και οι άντρες τους ακολούθησαν συντεταγμένοι τους αποχωρούντες Γερμανούς και πολέμησαν για λογαριασμό του Τρίτου Ράιχ σε βορειότερα κλίματα. Επέστρεψε στην Ελλάδα για να δικαστεί ως δωσίλογος και μετά τη δίκη του εκτελέστηκε.
2. Γεώργιος Σπυρίδης
Πόντιος πρόσφυγας. Ήταν εγκατεστημένος στη Δράμα, όπου δραστηριοποιήθηκε ως Γερμανόφιλος πριν τον πόλεμο, ως αρχηγός κόμματος. Ο «αρχηγός» ήταν πολιτικά εντελώς ασήμαντος, κατάφερε όμως να αναγνωριστεί στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές της κατοχικής περιόδου ως αρχηγός του δεύτερου φιλοναζιστικού κόμματος (το πρώτο ήταν του Πούλου). Η καριέρα του τελείωσε σύντομα και άδοξα, καθώς βρέθηκε στο Γεντί Κουλέ, καταδικασμένος για καταχρήσεις. Φεύγοντας οι Γερμανοί τον ελευθέρωσαν και τον πήραν μαζί τους, αλλά αργότερα ξαναβρέθηκε, άθελά του, στην Ελλάδα για να δικαστεί ως δωσίλογος.
3. Γρηγόριος Παζιώνης
Δραμινός κι αυτός, ήταν υπαρχηγός του Σπυρίδη και τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του «κόμματος» μετά τη φυλάκισή του. Μισούσε θανάσιμα τη Βουλγαρία (ο πατέρας του είχε πεθάνει αιχμάλωτος των Βουλγάρων, σε καταναγκαστικά έργα και ο ίδιος υπήρξε όμηρος, σε σκληρές συνθήκες) και είχε προσανατολιστεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή προς τη Γερμανία. Το 1929 εκλέχτηκες δήμαρχος Δράμας και αργότερα διορίστηκε νομάρχης Χαλκιδικής και Έβρου. Με την κατοχή ήρθε στη Θεσσαλονίκη, διορισμένος σε ανώτερη υπαλληλική θέση και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά. Σε αντίθεση με τον Σπυρίδη ήταν πολιτικά συγκροτημένος, αλλά κι αυτός επιδόθηκε στην κλοπή και στους εκβιασμούς των πολιτών, εκμεταλλευόμενος τη θέση του. Ταυτόχρονα, καλλιεργούσε το «κόμμα» του και τις σχέσεις του με τους Γερμανούς, στους οποίους πρότεινε τη δημιουργία εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του ’44 μπήκε κι αυτός στο Γεντί Κουλέ και λίγο αργότερα ακολούθησε τους αποχωρούντες Γερμανούς. Δικάστηκε ως δωσίλογος, αλλά δεν μπόρεσα να εντοπίσω την ποινή που του επιβλήθηκε.
4. Διονύσιος Αγάθος.
Κερκυραίος. Αντίθετα με τους Σπυρίδη και Ποζιώνη, αυτός ήταν εκτός από Γερμανόφιλος και Βουλγαρόφιλος (σερσέ λα φαμ, η γυναίκα του ήταν Βουλγάρα). Συνταγματάρχης του Μηχανικού, πολέμησε στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε θάνατο και γλίτωσε την εκτέλεση λόγω της κατάρρευσης του μετώπου. Ήταν πολλά χρόνια πριν τον πόλεμο πράκτορας των Γερμανών, με τους οποίους συνεργάστηκε αμέσως στη Θεσσαλονίκη, σε Γραφείο Πληροφοριών (αντικατασκοπίας). Το μπουμπούκι αυτό κατέδιδε Έλληνες, τους οποίους οι Γερμανοί φυλάκιζαν. Στη συνέχεια έπαιρνε από τους οικείους τους λίρες, για να τους απελευθερώσει. Υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του σημαντικότερου (πλην, αφανούς) δωσίλογου της Θεσσαλονίκης, του Λάσκαρη Παπαναούμ, περί του οποίου στη συνέχεια. Όταν φυλακίστηκε και ο Παζιώνης, ο Αγάθος ανέλαβε αρχηγός, τρίτος κατά σειρά, του φιλοναζιστικού «κόμματος». Δικάστηκε ως δωσίλογος, αλλά δεν μπόρεσα να εντοπίσω την ποινή που του επιβλήθηκε.
5. Βασίλειος Έξαρχος
Kαθηγητής Θεολογικής του ΑΠΘ. Αθηναίος, με καταγωγή από το Καλέντζι Ιωαννίνων. Συνεργάστηκε με τους Γερμανούς ως μεταφραστής, αλλά και ως προπαγανδιστής. Ανέλαβε αρχηγός κέντρου Θεσσαλονίκης του φιλοναζιστικού «κόμματος» ΕΕΕ. Ήταν ο σοβαρότερος ίσως Έλληνας ιδεολόγος εθνικοσοσιαλιστής. Τον Αύγουστο του ’44, μετά από πέντε μήνες «πολιτικής» δράσης ως αρχηγός του κέντρου πόλεως, κατέφυγε στην Αθήνα. Προφανώς είναι αυτός που ενέπνευσε την καρικατούρα του δωσίλογου καθηγητή της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ στο μυθιστόρημα «απόψε δεν θα έχουμε φίλους» ( 1)
6. Νικόλαος Ζωγράφος
Από τη Βέροια, δικηγόρος, εθνικοσοσιαλιστής. Τον αναφέρω γιατί έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο στους «πολιτικούς» κύκλους των δωσίλογων και γιατί από το καλοκαίρι του ’43 βρέθηκε επικεφαλής ενός γραφείου πληροφοριών υπό την αιγίδα των ΕΕΕ Αθηνών. Κυρίως όμως διότι το Σύνδεσμό του στελέχωσαν άνθρωποι της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης της Θεσσαλονίκης, μεταξύ αυτών βιομήχανοι, πολιτευτές, δικηγόροι, γιατροί, έμποροι, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, μηχανικοί (Δορδανάς, σελ. 141). Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να τη δούμε αυτή τη λίστα της μεγαλοαστικής και αστικής Θεσσαλονίκης…
7. Αντώνιος Βήχος
Μεταλλειολόγος, από την Κερατέα Αττικής. Μόλις ο Πούλος αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη, τον αντικατάστησε σχηματίζοντας ένοπλη ομάδα από 500-700 άτομα, σύμφωνα με τον Χρυσοχόου. 200 έμεναν εντός της Θεσσαλονίκης και οι υπόλοιποι 500 ήταν εγκατεστημένοι στα χωριά δυτικά, περί τον Αξιό. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών του Βήχου αμφισβητείται από άλλες πηγές, οι οποίες τονίζουν ότι ο Βήχος «είχε» μονάχα περί τους 50 και οι υπόλοιποι ανήκαν σε άλλους οπλαρχηγούς, δηλαδή στους τρεις Παπαδόπουλους (της Κοζάνης, του Κιλκίς και του Κούκου). Σύντομα έπεσε διχόνοια στην ομάδα Βήχου, η οποία άρχισε να φυλλορροεί, ειδικά από τους αξιωματικούς που είχαν αρχικά προσχωρήσει. Στο μεταξύ, μέσα στη Θεσσαλονίκη οι ένοπλοι του Βήχου επιδόθηκαν σε πλιατσικολογία («αναγκαστικές εισφορές») αλλά και συλλήψεις και εκτελέσεις, συνήθως μετά από φριχτά βασανιστήρια, τα οποία γινόντουσαν στο άντρο της δωσιλογικής συμμορίας, Πολωνίας 20 (Αλεξάνδρου Σβώλου, σήμερα). Την ίδια συμπεριφορά έδειχναν και οι «Βηχικοί» στην επαρχία, ενώ η οργάνωση είχε τις χειρότερες δυνατές σχέσεις με την αστυνομία της πόλης. Ο Βήχος, ο οποίος είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι κρέμασαν το πρωτοπαλίκαρό του Αϊβαλιώτη στον Άγιο Αθανάσιο. Ο Βήχος μεταφέρθηκε στη Γερμανία και επέστρεψε στην Ελλάδα για να δικαστεί, ως δωσίλογος. Στην ηγεσία τον διαδέχτηκε, για τον ελάχιστο χρόνο που απέμενε, ο έφεδρος Ταγματάρχης Πέτρος Ιωαννίδης, από την Καβάλα, ο οποίος στα 1961 οδηγήθηκε στη φυλακή καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη, ως δωσίλογος. Οι άντρες του Βήχου, μετά το απαραίτητο κοσκίνισμα, εντάχτηκαν στις ομάδες των τριών Παπαδόπουλων. Ο ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατος) με επικεφαλής τον τουρκόφωνο πόντιο Κυριάκο Παπαδόπουλο, ήταν από το καλοκαίρι του ’44 ως το τέλος η κύρια ελληνική ένοπλη δύναμη που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, μέσα και έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Βήχος πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1948 στην Αθήνα από παθολογικά αίτια. Επάνω στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του κάποιος έγραψε με κόκκινη μελάνη τη φράση «λειτουργία της Θείας Δίκης ως προς τον Βήχον». (2)
8. Κυριάκος Παπαδόπουλος (Κισά Μπατζάκ)
Εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Γιατί αν όλοι οι προηγούμενοι υπηρέτησαν τους Γερμανούς με τη θέλησή τους, σε ένα συνδυασμό απατεωνίστικου καιροσκοπισμού και ιδεολογίας, ο Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδαρος) τους προσέγγισε κάτω από την αδήριτη ανάγκη της σύγκρουσής του με τον ΕΛΑΣ. Είναι αστείο ακόμα και να ειπωθεί ότι ο τουρκόφωνος αυτός επαγγελματίας πολεμιστής (ήταν οπλαρχηγός στον Πόντο) είχε την παραμικρή ροπή προς τον εθνικοσοσιαλισμό, τον οποίο πιθανότατα δεν καταλάβαινε. Είναι γεγονός όμως ότι ενόψει του μείζονος (κατ’ αυτόν) καθήκοντος, δηλαδή της αντιπαράθεσης με τον ΕΛΑΣ, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και μάλιστα λίαν επωφελώς γι’ αυτούς, καθώς δεν ήταν στρατηλάτης της φακής, όπως ο Πούλος ή ο Βήχος, αλλά πραγματικός, σκληροτράχηλος πολεμιστής. Επέκτεινε έτσι την προσωπική του τραγωδία σε χιλιάδες τουρκόφωνους (κυρίως) πόντιους που τον ακολούθησαν και σφαγιάστηκαν στο Κιλκίς, ακολουθώντας πιστά τις επιλογές των αρχηγών τους και κυρίως τις δικές του.
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Δυτικό Πόντο, όπου και σχημάτισε την πρώτη αντάρτικη ομάδα. Υπήρξε επικεφαλής του ποντιακού αντάρτικου ως το τέλος. Στα 1924 εγκαταστάθηκε στον Κούκο της Πιερίας. Στην αρχή της κατοχής πήγε στην Ήπειρο για να αγοράσει όπλα που είχε εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός. Λέγεται ότι έφερε περί τα 1500 όπλα στην Πιερία, αριθμός που φαντάζει υπερβολικός. Δείχνει ωστόσο την απόφαση των τουρκόφωνων ποντίων να υπερασπιστούν μόνοι τους, με το όπλο στο χέρι, τα χωριά τους και τις οικογένειές τους.
Ο ΕΛΑΣ, όπως και η ΠΑΟ, προσπάθησε να εντάξει τον Παπαδόπουλο στις γραμμές του, γεγονός που θα σήμαινε ταυτόχρονη ένταξη και όλου του τουρκόφωνου ποντιακού στοιχείου της περιοχής. Η προσπάθεια όμως έγινε άτσαλα, με τον συνήθη τρόπο του ΕΛΑΣ, χωρίς να δίνεται κανένα περιθώριο αυτονομίας στις κινήσεις και τη διοίκηση. Από την πλευρά του οπλαρχηγού υπήρχε ήδη έντονη εχθρότητα προς τους Ρώσους κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν βοηθήσει τον Κεμάλ, εις βάρος του δικού του αγώνα. Για τους λόγους αυτούς, ο αρραβώνας με τον ΕΛΑΣ δεν έγινε ποτέ. Και σα να μην έφτανε αυτό, στο τέλος μιας συνάντησης στελεχών του ΕΛΑΣ με τον Κισά Μπατζάκ, έγινε μια αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του. Ακολούθησαν εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και ΠΑΟ, από την άνοιξη ως το φθινόπωρο του 1943, με επικράτηση του ΕΛΑΣ και αποχώρηση των άλλων αντιεαμικών από την περιοχή. Ωστόσο, ο Κισά Μπατζάκ παρέμεινε επιτόπου, ως επικεφαλής όσων ένοπλων αντι-εαμικών είχαν απομείνει.
Τότε μπήκαν στο παιγνίδι οι Γερμανοί. Ο Κισα Μπατζάκ τους ζήτησε να μην έρθουν στον Κούκο, ο οποίος ήταν γεμάτος όπλα, για να μπορέσει να συνεχίσει την άμυνά του έναντι του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί συμφώνησαν ευχαρίστως, χωρίς όμως να δώσουν πρόσθετο οπλισμό, όπως ζητούσε ο πόντιος οπλαρχηγός. Κάτι που έκαναν αργότερα, όταν ο Κούκος κατόρθωσε να αποκρούσει τις πρώτες επιθέσεις του ΕΛΑΣ, στο τέλος του 1943. Αποχωρώντας οι Ελασίτες πήραν μαζί τους περίπου 150 ομήρους, μεταξύ των οποίων η γυναίκα και η κόρη του Κισά Μπατζάκ. Η μάχη κράτησε από τις 17 έως τις 24 Νοεμβρίου 1943, οπότε επενέβησαν οι Γερμανοί υπέρ των αμυνομένων. Ένα μήνα αργότερα οι Γερμανοί απελευθέρωσαν τους ομήρους που είχε πάρει ο ΕΛΑΣ, εκτός από 8 που εκτελέστηκαν. Μεταξύ των 8 ήταν η γυναίκα και η κόρη του πόντιου αρχηγού.
Μετά από όλα αυτά ο Κισά Μπατζάκ βρέθηκε πολύ ενισχυμένος. Μπόρεσε να επεκτείνει την «άμυνα» εναντίον του ΕΛΑΣ σε πολλά χωριά της περιοχής, στα οποία δημιουργήθηκαν αντικομμουνιστικές επιτροπές, οι οποίες εξοπλίστηκαν και σχημάτισαν μεταξύ τους δίκτυο. Το άμεσο όφελος για τους Γερμανούς ήταν προφανές: ο ΕΛΑΣ δεν μπορούσε πλέον να απειλεί την Κατερίνη και τη σιδηροδρομική γραμμή, ενώ και οι γραμμές ανεφοδιασμού του έγιναν επισφαλείς. Σε μια από τις τοπικές συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ σκοτώθηκε και ο γιος του Κισά Μπατζάκ, γεγονός που αντί να κάμψει σκλήρυνε ακόμα περισσότερο το φρόνημα του οπλαρχηγού.
Το καλοκαίρι του ’44 ο Κισά Μπατζάκ, αδιαμφισβήτητος πλέον αρχηγός των αντιεαμικών δυνάμεων που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, μετέφερε την έδρα του στη Θεσσαλονίκη και από εκεί διηύθυνε τον πόλεμο κατά του ΕΛΑΣ σε ολόκληρη την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, βρέθηκε χρόνος για μια επίσκεψη στη Βιένη (!) και, φυσικά, για συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, μετά την απόπειρα δολοφονίας του. Αλλά, οι Γερμανοί αποχωρούσαν. Έτσι, το τέλος του καλοκαιριού βρήκε τον Κισα Μπατζάκ να διαπραγματεύεται την ένταξή του στον ΕΔΕΣ, προκειμένου να σώσει την κατάσταση: ο ΕΛΑΣ περίμενε έτοιμος να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς και η κυβέρνηση του Καΐρου είχε καταδικάσει απερίφραστα τους συνεργάτες των Γερμανών.
Οι διαπραγματεύσεις με τον ΕΔΕΣ παραλίγο να πετύχουν, αλλά απέτυχαν – και ο βασικός λόγος ήταν η συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία, ως μείζων πολιτικός στόχος, επέβαλε στους Άγγλους την (καιροσκοπική και ανειλικρινή) καταδίκη των “Ταγμάτων”. Ο επίλογος γράφτηκε στο Κιλκίς (3), όπου μετά τη μάχη, προσπαθώντας να οδηγήσει εκτός μια μεγάλη ομάδα ανδρών του, ο Κισά Μπατζάκ τραυματίστηκε και αυτοκτόνησε.
Δε μπορεί κανείς να μη σκεφτεί ότι αν οι διαπραγματεύσεις με τον ΕΛΑΣ, για την ένταξη του Κυριάκου Παπαδόπουλου, άρα και των χιλιάδων ένοπλων τουρκόφωνων ποντίων, είχαν ευτυχή κατάληξη, η ιστορία της Αντίστασης και του Εμφυλίου πιθανόν να ήταν εντελώς διαφορετική, στην Κεντρική Μακεδονία. Σήμερα το όνομά του βρίσκεται επικεφαλής της λίστας με τους «φονευθέντες» στο ηρώο του Κούκου (4)
9. Αντώνιος Δάγκουλας
Ο Δάγκουλας ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, βενιζελικός. Ήταν, προπολεμικά, αυτοκινητιστής στα Γρεβενά. Ξεκίνησε εντασσόμενος στον ΕΛΑΣ, αλλά αποχώρησε. Χαρακτηρίστηκε έτσι «αντιδραστικός» και επιχειρήθηκε η εξόντωσή του, χωρίς επιτυχία. Οι Γερμανοί τον έφεραν στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του ’44, όπου τέθηκε επικεφαλής της πλέον κακόφημης ομάδας, των «Δαγκουλαίων». Η ομάδα τους, γύρω στα 100 άτομα, είχε άμεση σχέση με τις Γερμανικές αρχές, από τις οποίες εξοπλίστηκε και «εκπαιδεύτηκε» για 15 μέρες, στο γήπεδο της ΧΑΝΘ. Είχαν δήθεν αστυνομικά καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν εκτελεστικό απόσπασμα. Δε δίσταζαν δε να ξυλοφορτώνουν ακόμα και αστυνομικά όργανα. Βασικός τους στόχος, βέβαια, ήταν το ΕΑΜ. Οι Δαγκουλαίοι έκαναν μαζικές δολοφονίες το καλοκαίρι του ‘44 και μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών, είτε στην κοίτη του Γαλλικού ποταμού, είτε αλλού. Η ομάδα αυτή έκανε και μπλόκα: Νέα Ευκαρπία, 31 Ιουλίου – 14 εκτελέσεις. Καλαμαριά, 13 Αυγούστου – 11 εκτελέσεις. Κάτω Τούμπα, 24 Σεπτεμβρίου – 7 εκτελέσεις. Επιδρομή 4ης Οκτωβρίου – 5 εκτελέσεις. Εννοείται ότι οι εγκληματίες αυτοί δεν παραμελούσαν καθόλου το πλιάτσικο, εις βάρος των θυμάτων τους, αλλά και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ας μη θεωρηθεί όμως ότι οι 100 Δαγκουλαίοι ήταν μόνοι ή ξεκάρφωτοι: είχαν πολιτικές επαφές με τον εσμό των φιλοναζιστών της Θεσσαλονίκης, αλλά και με πολύ «καλό κόσμο», σύμφωνα τουλάχιστον με τις καταθέσεις που δόθηκαν στο δικαστικό τμήμα του ΕΛΑΣ, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Ότι υπήρχε σχέση συνευθύνης με κόσμο πέρα από την ομάδα είναι προφανές. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα τέτοιο λουλούδι.
Όσο για το Δάγκουλα, πέθανε νοσηλευόμενος (τραυματίας) και το πτώμα του διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
10. Τα μικρά πιράνχας του δωσιλογισμού
Τα ονόματα Κυλινδρέας (από τη Σμύρνη), Γραμματικόπουλος (πρόσφυγας από την Τραπεζούντα) Σούμπερτ (Γερμανός υπαξιωματικός), Βασιλείου (από το Ηράκλειο Κρήτης) δεν μας λένε πολλά. Όλοι αυτοί όμως έδρασαν επικεφαλής μικρών ή μεγαλύτερων ομάδων, στο πλευρό των Γερμανών και ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας υπέφερε πολύ από αυτούς. Οι περισσότεροι είχαν κακό τέλος. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Ξενοφών Γιοσμάς, ο οποίος έγινε πασίγνωστος αργότερα, με την εμπλοκή του στη δολοφονία του Λαμπράκη. Ακολούθησε κι αυτός τους Γερμανούς, έγινε και «υπουργός» της «κυβέρνησης» Τσιρονίκου στη Βιέννη, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, φυλακίστηκε και πήρε χάρη (μετατροπή της ποινής σε ισόβια) από τον Βασιλέα Γεώργιο Β’, στα 1950. Τη επόμενη χρονιά αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει συνολικά τρία (ή πέντε) χρόνια στη φυλακή. Πέθανε από εγκεφαλικό, στα 1975.
11. Λάσκαρης Παπαναούμ
Αφανής, πλην όμως ο σημαντικότερος δωσίλογος από όσους έδρασαν στη Θεσσαλονίκη. Καταγόταν από το Μοναστήρι, γιος δασκάλου, έμπορος ο ίδιος, έζησε προπολεμικά στη Γερμανία και πήρε γυναίκα Γερμανίδα (όπως και στην περίπτωση του Διονύσιου Αγάθου, σερσέ λα φαμ…). Από το 1938 είχε διοριστεί στο Γραφείο Αλλοδαπών της Αστυνομίας και ήταν πληροφοριοδότης των Γερμανών. Λέγεται ότι τη μέρα εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων ο Παπαναούμ ανέβηκε σε ένα τανκ και γύρισε όλη την πόλη, πανηγυρίζοντας για το «ευτυχές» γεγονός.
Εξαρχής εργάστηκε ως αξιωματικός στη Γερμανική αντικατασκοπεία, δημιουργώντας ένα δίκτυο πρακτόρων σε όλη τη Μακεδονία. Καταδίωξε τους Άγγλους στρατιώτες που είχαν απομείνει σε ελληνικό έδαφος, αλλά και τους «αγγλόφιλους». Φυσικά, η δράση του ως επικεφαλής της αντικατασκοπίας ήταν έντονη μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης: το δίκτυο των πρακτόρων του εντόπιζε και συλλάμβανε τους υπόπτους, οι οποίοι στη συνέχεια παραδίνονταν στους Γερμανούς.
Ο Παπαναούμ χρησιμοποίησε τη θέση του και την ισχύ του για να πλουτίσει, καθώς παράλληλα ασκούσε και το ευγενές επάγγελμα του μεγαλο-μαυραγορίτη. Αλλά το πεδίο στο οποίο διακρίθηκε ήταν άλλο: υπήρξε ο πρώτος (και ίσως ο μόνος) Έλληνας που έθεσε δημόσια, με αρθρογραφία, το «Εβραϊκό ζήτημα» – και μάλιστα κατηγορούσε τις Γερμανικές αρχές κατοχής για την ανοχή τους απέναντι στους Εβραίους της πόλης! Οι Γερμανοί αξιωματούχοι πικαρίστηκαν, αλλά το κατάπιαν. Άλλωστε, πολλοί από αυτούς έπαιρναν γενναίες μίζες από τα κέρδη του Παπαναούμ στη μαύρη αγορά.
Βέβαια, οι Γερμανοί δεν περίμεναν τον Παπαναούμ να τους καθοδηγήσει στο θέμα των Εβραίων – στις αρχές του 1943 άρχισαν τα πρώτα περιοριστικά και καταπιεστικά μέτρα, τα οποία ολοκληρώθηκαν με τη μεταφορά ολόκληρης της Εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα του θανάτου. Και τότε ήρθε η ώρα για τον σκοτεινό Παπαναούμ να πλουτίσει πραγματικά: έπεσε σαν το κοράκι πάνω στις εγκαταλειμμένες περιουσίες των Εβραίων και ιδιοποιήθηκε τις σημαντικότερες εβραϊκές επιχειρήσεις, από τις οποίες αποκόμισε εκατοντάδες χιλιάδες λίρες (μόνο από τη λεηλασία του καταστήματος υαλικών Μπενρουμπή, η λεία υπολογίστηκε σε περισσότερες από 150.000 λίρες). Το ίδιο συνέβη με όλα τα σημαντικά στελέχη του δωσιλογικού εσμού της Θεσσαλονίκης, τα οποία μοιράστηκαν μεταξύ τους τις επιχειρήσεις και τα σημαντικότερα καταστήματα, ενώ τα «μικρά πιράνχας» μοιράστηκαν τα ευτελέστερα μερίδια, από τις 2000 περίπου εβραϊκές επιχειρήσεις και καταστήματα.
Η εκμετάλλευση των καταδιωκόμενων Εβραίων πήρε και μιαν άλλη μορφή: οι πράκτορες του Παπαναούμ τους έπιαναν, αυτοί έδιναν μεγάλα ποσά για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και στη συνέχεια παραδίνονταν στους Γερμανούς. Κοντά στον Λάσκαρη, έγινε πάμπλουτος από τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών και ο αδερφός του Ηφαιστίωνας Παπαναούμ. Αυτός έμεινε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών και μάλλον δεν τον ενόχλησε κανείς.
Ο Παπαναούμ αποχώρησε και αυτός μαζί με τους Γερμανούς, μεταφέροντας μαζί του μεγάλο μέρος της λείας που είχε αποσπάσει από Έλληνες και Εβραίους και όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε ποτέ, αλλά έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Γερμανία, η οποία υπήρξε εξαιρετικά στοργική μαζί του, καθώς του πρόσφερε και την Γερμανική υπηκοότητα! Ίσως εξαιτίας της σωστής χρήσης των εβραϊκών λιρών, ίσως λόγω της Γερμανίδας συζύγου του, ίσως γιατί οι Γερμανοί είδαν στο πρόσωπό του έναν «δικό τους» και τον προστάτεψαν. Ίσως για όλους αυτούς τους λόγους μαζί.
Επίλογος
Είδαμε τα σημαντικότερα πρόσωπα του δωσιλογισμού που έδρασαν στη Θεσσαλονίκη. Με την εξαίρεση του Κισά Μπατζάκ (Κυριάκου Παπαδόπουλου) ο οποίος συνιστά ειδική περίπτωση, όλοι οι υπόλοιποι συνδύαζαν χαρακτηριστικά υποκόσμου (ήταν δηλαδή κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου, ληστές, κλεπταποδόχοι, εκβιαστές κλπ – ακόμα και οι αρχηγοί «κομμάτων», ακόμα και ο «ιδεολόγος» Παπαναούμ), με έναν ακραίο αντικομμουνισμό. Οι μισοί περίπου ήταν πρόσφυγες, οι υπόλοιποι από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Κανένας δεν ήταν από καταγωγή Θεσσαλονικιός!
Μαζί με τους άντρες τους ήταν συνολικά λίγες εκατοντάδες (δεν συμπεριλαμβάνω τους ένοπλους του Παπαδόπουλου, ο οποίος άλλωστε έδρασε κυρίως εκτός Θεσσαλονίκης). Δεν ήταν πολλοί, αλλά δεν ήταν και λίγοι.
Τα θύματά τους ήταν εκατοντάδες ή μάλλον χιλιάδες. Πιθανότατα τα περισσότερα από αυτά δεν είχαν σχέση με το ΕΑΜ ή άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Αλλά όταν αυτό το αποφάσιζαν οι άντρες του Βήχου ή του Δάγκουλα, δεν μπορούσε κανείς να περιμένει τίποτα διαφορετικό.
Η ελίτ της Θεσσαλονίκης συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και με τους δωσίλογους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Χειροπιαστή απόδειξη υπάρχει στη λίστα των συνεργατών του Νικόλαου Ζωγράφου. Αλλά το έκανε με… διακριτικότητα, φροντίζοντας να μην εκτεθεί κανένα από τα μέλη της ανεπανόρθωτα.
Και οι επίσημες ελληνικές κατοχικές αρχές, πολιτικές και αστυνομικές; Η δράση τους στο θέμα της Μακεδονίας (εναντίον των Βουλγάρων) η παρουσία τόσων κραυγαλέων περιπτώσεων δωσιλογισμού, όπως τις είδαμε, οι απευθείας επαφές τους με την κυβέρνηση του Καΐρου και το Συμμαχικό Στρατηγείο, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις της ταραγμένης εκείνης περιόδου, τους άφησαν στο απυρόβλητο. Το «δικαστικό» του ΕΛΑΣ είχε έτοιμη μια μεγάλη και πλήρη λίστα με ονόματα (Χρυσοχόου, Σιμωνίδης, ηγεσία αστυνομίας Θεσσαλονίκης, στελέχη του κατοχικού κρατικού μηχανισμού κλπ), με δεδομένο ότι όλοι αυτοί συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς σε ένα τουλάχιστον ειδικό θέμα: κατά του ΕΑΜ. Η λίστα αυτή έμεινε ανενεργή.
Σε κάθε περίπτωση, τα ερωτήματα και οι απορίες, ειδικά για τη στάση της Θεσσαλονικιώτικης ελίτ, παραμένουν ακόμα αναπάντητα. Ελπίζω, όχι για πάντα.
Παραπομπές
1. Απόψε δεν έχουμε φίλους:http://panosz.wordpress.com/2010/07/23/suigeneris/
3. Ο Ποντιακός Εμφύλιος: http://panosz.wordpress.com/2008/10/03/kilkis/
4. Κούκος μόνος: http://panosz.wordpress.com/2010/01/26/civil_war-41/