Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, τα ξένα χρηματιστηριακά ταμεία που επενδύουν σε ρωσικές μετοχές κατέγραψαν καθαρή εισροή κεφαλαίων ύψους 340 εκατομμυρίων δολαρίων. Συγκριτικά με το προηγούμενο διάστημα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Από τις αρχές Ιανουαρίου μέχρι την 1η Μαρτίου, τα Ταμεία είχαν καταγράψει καθαρή εκροή κεφαλαίων 425 εκατ. δολαρίων. Αυτή η ισχυρή αντιστροφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος συνέβη αμέσως μετά την 1η Μαρτίου, όταν το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας επέτρεψε στον πρόεδρο Β. Πούτιν να μπορεί να χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας, αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Την πρώτη ημέρα συναλλαγών μετά την απόφαση της Άνω Βουλής (3 Μαρτίου), η ρωσική χρηματιστηριακή αγορά κατέγραψε πτώση κατά 11%.
Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε ρωσικές μετοχές. Από τις αρχές Μαρτίου, τα ρωσικά αμοιβαία προσέλκυσαν 196 εκατομμύρια δολάρια. Επίσης, παρατηρήθηκε εισροή κεφαλαίων στα Ταμεία ρωσικών ομολόγων, σημειώνει ο επικεφαλής του τμήματος επενδυτικής τραπεζικής της «Lanta –Bank», Ολέγκ Ποντίμνικοφ. Μια τόσο μεγάλη εισροή κεφαλαίων, δεν έχει παρατηρηθεί σχεδόν ένα χρόνο. Μέχρι τις αρχές της Ανοιξης, οι πελάτες είχαν κάνει αναλήψεις περισσότερων χρημάτων από αυτά που είχαν τοποθετήσει στη ρωσική αγορά.
Τζόγος πάνω στην κρίση της Ουκρανίας
Τα χρήματα επιστρέφουν στη Ρωσία χάρη στις κινήσεις των κερδοσκόπων, οι οποίοι τρέχουν για να επωφεληθούν από τους υποτιμημένους ρωσικούς τίτλους, δήλωσε ο Βλαντίμιρ Οσακόβσκι, της Bank of America Merrill Lynch, που επικοινωνεί με επενδυτές από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πελάτες της αμερικανικής τράπεζας έχουν ήδη βγει για «κυνήγι ευκαιριών» στη Ρωσία. Κάποιοι ψάχνουν ευκαιρίες για να αγοράσουν μετοχές σε τιμές που βρίσκονται στο ναδίρ και ορισμένοι επενδυτές, ενδιαφέρονται επίσης για τη δυνατότητα χορήγησης δανείων σε ρωσικές εταιρείες.
Τη δραστηριότητα των αμερικανών επενδυτών που «ρίχνουν» χρήματα σε ρωσικές μετοχές, την επιβεβαίωσε πρακτικά και ο ίδιος ο Λευκός Οίκος. Όπως δημοσίευσε το Reuters, ο εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Jay Carney στις 19 Μαρτίου, κάλεσε τις αμερικανικές εταιρείες να μην αγοράζουν ρωσικές μετοχές, στο φόντο της πολιτικής έντασης που συνδέεται με την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Ο Carney μάλιστα, για να πείσει, υποστήριξε ότι η ενσωμάτωση της Κριμαίας θα έχει -δήθεν- αρνητικές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, καθώς θα υπάρξουν ενδεχόμενες απώλειες σαν αποτέλεσμα των κυρώσεων.
«Οι ξένοι επενδυτές αγοράζουν ρωσικές μετοχές κυρίως, λόγω της σημαντικής μείωσης της αξίας τους από την επίδραση της γεωπολιτικής σύγκρουσης, με την ελπίδα μιας σημαντικής αύξησης της αξίας των τίτλων στο μέλλον», λέει ο αναλυτής της MFX Broker Σεργκέι Νεκράσοφ. Αλλά αυτό θα είναι αδύνατο να συμβεί, εάν πρόκειται να αποφασιστεί η επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ως εκ τούτου, η αγορά πιστεύει ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα παραμείνουν συμβολικές και δεν θα είναι τόσο αυστηρές όσο είναι οι οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στο Ιράν, είπε στις Financial Times ο στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan, Νικόλαος Πανηγυρτζόγλου.
Περιορισμένες κυρώσεις
Η ρωσική χρηματοπιστωτική αγορά δεν αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τόσο υψηλή μεταβλητότητα, που προκαλείται από μια απότομη αύξηση των εντάσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Στην πρόσφατη ιστορία της Ρωσίας, είχαμε τουλάχιστον ένα ακόμη κάπως παρόμοιο επεισόδιο: Στη διάρκεια των στρατιωτικών ενεργειών στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία, τον Αύγουστο του 2008.
Διαβάστε επίσης:
«Η αντίδραση της αγοράς ήταν από πολλές απόψεις παρόμοια», εξηγεί στη RBTH ο Μαξίμ Πετρονέβιτς, αναπληρωτής επικεφαλής του Κέντρου Οικονομικών Προγνώσεων της «Gazprombank» (ΚΟΠ). «Έτσι, η υποτίμηση του ρουβλιού το 2014 ήταν 1,9% , ενώ τον Αύγουστο του 2008 έφτασε μέχρι και 2,8%. Η πτώση των δεικτών του χρηματιστηρίου στη σημερινή κατάσταση είναι μεγαλύτερη, 12% έναντι πτώσης 6,5% το 2008. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από το έδαφος της Ουκρανίας μεταφέρεται το 80% των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου προς την ΕΕ, καθώς και στην ευρύτερη διασπορά των ρωσικών επιχειρήσεων σήμερα».
Και ο Γιεγκόρ Σούσιν, επικεφαλής εμπειρογνώμονας του ΚΟΠ, προσθέτει: «Οι αγορές καθόρισαν τους κινδύνους από την – τυχόν - αποστολή στρατευμάτων στο έδαφος της ανατολικής Ουκρανίας. Αυτό θα είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις και θα επιδείνωνε την ήδη τεταμένη κατάσταση». Σύμφωνα με τον ίδιο, οι επενδυτές φοβήθηκαν για πιο αυστηρές κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, καθώς και για την ανάπτυξη ενός εμπορικού πολέμου σε πλήρη κλίμακα, στην περίπτωση της επιβολής το ίδιο σκληρών απαντητικών κυρώσεων από την πλευρά της Ρωσίας. «Αλλά αυτό δεν συνέβη. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ περιορίστηκαν σε κυρώσεις που στοχεύουν σε συγκεκριμένους ιδιώτες και όχι σε μέτρα που να απειλούν την οικονομία ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Επιπλέον, οι κυρώσεις αυτές δεν είναι τέτοιες που να προβλέπονται σκληρά αντίμετρα από τη Ρωσία», εξηγεί ο Σούσιν.
Με βάση την εμπειρία του 2008, οι εμπειρογνώμονες προβλέπουν μια ταχεία ανάκαμψη της αγοράς στη Ρωσία. «Λαμβάνοντας υπόψη τα σήματα που έρχονται από τους πολιτικούς, μπορούμε να αναμένουμε μια σταδιακή εξομάλυνση της κατάστασης, αν και η επιφυλακτικότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Και αν υποθέσουμε, ότι ο ιστορικός παραλληλισμός με τα γεγονότα του 2008 είναι σωστός, η αγορά να ανακτήσει γρήγορα τις απώλειες και θα επιστρέψει στα σταθερά, πιο λογικά για την οικονομική συγκυρία επίπεδα. Τον Αύγουστο του 2008, η αγορά επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς, έχοντας ανακάμψει πλήρως, μια εβδομάδα μετά το τέλος των εχθροπραξιών», λέει ο Πετρονέβιτς.
Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκε υλικό από την εφημερίδα «Vzgliad».