Με τις αποσκευές του πλήρεις από κροκοδείλια δάκρυα για τις γερμανικές θηριωδίες επί Κατοχής, επισκέπτεται την Ελλάδα ο Γερμανός Πρόεδρος Γιοάκιμ Γκάουκ.
Στους μαρτυρικούς τόπους όπου θα βρεθεί, ένας προσομοιωτής τύψεων καρφιτσωμένος στο μέρος της καρδιάς θα ορίζει τις συσπάσεις του προσώπου του. Κι ένα γονατογράφημα με ανέξοδες συγγνώμες που αποστήθισε καθ’ οδόν θα υπαγορεύει τις δηλώσεις του.
Αλλά μέχρις εκεί η καλή του διάθεση. Διότι, όπως διευκρίνισε, δεν μπορεί να αποστεί από τις θέσεις της κυβέρνησής του στο θέμα των επανορθώσεων.
Μωρέ, να γινόμουν για μια στιγμή η Μέρκελ ή ο Ρεν… Κι έτσι όπως το αίμα στους κροτάφους μου θολώνει το μυαλό, ν’ άπλωνα το χέρι και ν’ άρπαζα τα χρήματα που αντιστοιχούν σε αυτές τις εύκολες συγγνώμες. Με το ίδιο νταηλίκι με το οποίο άρπαξαν και αυτοί σε μία νύχτα μέσα τις καταθέσεις από τις τράπεζες της Κύπρου. Ή τις οικονομίες των Ελλήνων ομολογιούχων και τις αποταμιεύσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία της Ελλάδας, σε συννενόηση κι εγώ με τους Αναστασιάδηδες και τους Σαμαροβενιζέλους.
Αλλά μακριά από μένα τούτα. Και τέτοια πράγματα δεν μπορώ να επιβάλλω. Είθε να μπορέσει ο Μανώλης Γλέζος.
Όσο όμως και αν δεν μπορώ να τα επιβάλλω, όσο και αν δεν είμαι για ν’ αρπάζω το βιός άλλων ανθρώπων, υπάρχει την ίδια ώρα κάτι που μπορώ ωστόσο να ζητήσω ο μικρός από την εξοχότητα του Γερμανού Προέδρου. Κάτι μάλιστα για το οποίο καθόλου δεν χρειάζεται να βάλει η χώρα του το χέρι στην τσέπη, μια και αυτό είναι όλο κι όλο το πρόβλημά του. Δυό λόγια να πει μόνο, και τίποτε περισσότερο. Για να μάθει τουλάχιστον να μην τα έχει αυτά και τόσο εύκολα, να τα μοιράζει μαζί με καθρεφτάκια.
Να πάει, λοιπόν, πίσω και να πει στο λαό του ότι η Γερμανία, ο καλός ο μαθητής, είχε κλέψει από την Ελλάδα, τον κακό το μαθητή, το βιβλίο από την αρχή της χρονιάς. Και, σαν να μην έφθανε αυτό, σαν να μην έφθανε που της στέρησε το βιβλίο, της έβαλε το βράδυ πριν από τις εξετάσεις και λάθος σκονάκι μες την τσάντα –εκείνο εκεί το σκονάκι για την άνωση και τα υποβρύχια…
Αυτά να πάει και να πει.
Αν κοτάει.
Τότε μπορεί ο λόγος του ακόμα και να με χορτάσει. Και ίσως να μην λέμε πια μετά «Τάδε έφη Ζαρατούστρας», αλλά «τάδε έφη Γκάουκ».