Ψυχρολουσία προκάλεσε η δήλωση του Γιώργου Σταθάκη, βουλευτή Χανίων και υπεύθυνου του τομέα Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, σε εκδήλωση του tvxs.gr στις 13 Φεβρουαρίου με θέμα «Παραγωγική Ανασυγκρότηση: Η πρόκληση της επόμενης μέρας», όπου προανήγγειλε αύξηση της φορολογίας. Τα λόγια του ήταν τα εξής: «Η Ελλάδα έχει μια μόνιμη τρύπα στη φορολόγηση των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, θα τολμούσα να πω πιο πολύ των φυσικών προσώπων, παρά των επιχειρήσεων. Άρα η ιδέα για λιγότερους φόρους είναι παραπλανητική, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση της φορολογίας προκάλεσε σοκ όχι μόνο στους οπαδούς και ψηφοφόρους του κόμματος, αλλά και σε πολύ περισσότερους πολίτες που προσδοκούσαν ότι μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα μείωνε τα υπέρμετρα και κοινωνικά άδικα φορολογικά βάρη που έχουν επιβάλει τα Μνημόνια τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αν ο στόχος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα και να φτάσουν στο 42%-43% του ΑΕΠ, όπου βρίσκονται σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως με βεβαιότητα δήλωσε ο Γ. Σταθάκης, τότε δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για κατάργηση ή έστω σημαντική μείωση του φόρου στην ακίνητη περιουσία, που από το 2009 μέχρι φέτος έχει αυξηθεί περισσότερες από επτά φορές, όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε, ή στον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών πουέχει τσακίσει τη ζήτηση, καθιστώντας το πετρέλαιο θέρμανσης είδος πολυτελείας. Σε αυτή την περίπτωση τα φορολογικά έσοδα θα μειώνονταν ως ποσοστό του ΑΕΠ και έτσι το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ να γίνουμε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα (με κριτήριο το ποσοστό των φορολογικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ και όχι τίποτε άλλο όπως, για παράδειγμα, οι μισθοί) θα απομακρυνόταν…
Η εναγώνια προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα ξεκινά από τη δήλωση πίστης που έχει καταθέσει στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Η εξίσωση των δημοσίων δαπανών με τα έσοδα όμως δεν συνιστά απλώς νοικοκύρεμα, συνιστά τη διαιώνιση της λιτότητας, Μνημόνιο με… πολιτικά. Επιλέγοντας ο ΣΥΡΙΖΑ να σεβαστεί και να εφαρμόσει κατά γράμμα τις οδηγίες του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία, στην πράξη όχι μόνο δεν πρόκειται να επαναπροσληφθούν οι σχολικοί φύλακες που απολύθηκαν, να επιστρέψουν οι απολυμένοι καθηγητές στα σχολεία ή να επανέλθουν οι μισθοί στα επίπεδα του 2009, έστω και σε βάθος χρόνου, αλλά επιπλέον θα αυξηθούν και οι φόροι που πλη-ρώνουμε. Τότε το διαθέσιμο εισόδημα θα δεχτεί περαιτέρω μειώσεις, δεδομένου ότι το σημερινό πλεόνασμα αποτελεί εικονική πραγματικότητα. Για να γίνει πραγματικό και διατηρήσιμο, από τη στιγμή που δεν συζητείται η δημιουργία ελλειμμάτων, θα πρέπει ακόμη και να ολοκληρωθούν οι 11.000 απολύσεις στο δημόσιο τομέα που εξήγγειλε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, για το τρέχον έτος, κατ” εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα.
Αντιλαϊκή η φορολογία στην Ελλάδα
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως η φορολογία που ήδη εφαρμόζεται στη χώρα είναι εξόχως αντιλαϊκή. Παρότι γενικά η φορολογία θεωρείται, τουλάχιστον στα εγχειρίδια, εργαλείο αναδιανομής μέσω της αναλογικά υψηλής επιβάρυνσης των πλουσίων, στην Ελλάδα και κατ” εξαίρεση των όσων συνέβαιναν στη Δυτική Ευρώπη οι μισθωτοί ήταν τα μόνιμα υποζύγια, με τα μεσαία στρώματα να φοροδιαφεύγουν εκ παραδόσεως και τα υψηλά λόγω χαμηλών φορολογικών συντελεστών – θεσμοθετημένα δηλαδή. Αυτή η κατάσταση εντάθηκε μετά το 2009, ενώ από φέτος οδηγείται σε παροξυσμό. Αφορμή είναι η κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 5.000 ευρώ και πολλών φοροαπαλλαγών και η επιβολή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ του ετήσιου εισοδήματος.
Η διαίσθηση όλων πως αν πρέπει να γίνει ένα σχόλιο για τη φορολογία στην Ελλάδα, τουλάχιστον από έναν αριστερό οικονομολόγο, οφείλει να σχετίζεται με την αντιλαϊκότητα του φορολογικού συστήματος και όχι με την ανάγκη αύξησής της επιβεβαιώνεται πλήρως από τα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν για τη χώρα.
Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκδοση της Eurostat Taxation Trends in the European Union (έκδοση 2013), τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, ανερχόμενα για το 2011 στο 32,4% του ΑΕΠ, όντως υπολείπονται του αριθμητικού μέσου όρου των δεκαεπτά κρατών-μελών της Ευρωζώνης, που φτάνει το 36,7%. Δεδομένης, ωστόσο, της απόκλισης, που ξεκινά από το 26% του ΑΕΠ στη Λετονία και φτάνει στο 47,7% στη Δανία, η απόσταση των ελληνικών επιδόσεων από τις μέσες τιμές της Ευρωζώνης δεν είναι σημαντική. Σημαντικές, αντίθετα, είναι άλλες διαφορές που παρατηρούνται όταν συγκρίνουμε την ελληνική φορολογία με την ευρωπαϊκή, γιατί όλες οι αποκλίσεις υπογραμμίζουν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της. Για παράδειγμα, ενώ η έμμεση φορολογία αντιπροσωπεύει το 33% στο σύνολο των φόρων στην Ευρωζώνη, στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 40,1%. Διαφορά που εν μέρει εξηγείται από τον αυξημένο βασικό συντελεστή ΦΠΑ που έχει η χώρα μας (23%) σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (21,3%).
Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι οι φόροι στην κατανάλωση (ΦΠΑ, καύσιμα, τσιγάρα) είναι αντιστρόφως προοδευτικοί, καθώς πλήττουν ομοιόμορφα όλα τα εισοδήματα, ενώ, αν ο φόρος που αναλογεί σ” ένα βιβλίο ή σ” ένα πακέτο τσιγάρα εξεταστεί ως ποσοστό στο εισόδημα ενός ανέργου κι ενός βιομήχανου, ο δεύτερος φαίνεται ο πιο ευνοημένος. Για το λόγο αυτό η υψηλή έμμεση φορολογία δηλώνει κατά τεκμήριο αντιλαϊκή φορολογία, ενώ η υψηλή άμεση φορολογία, τις περισσότερες φορές ή με μια πρώτη ματιά, δηλώνει φιλολαϊκή φορολογία.
Δεν εκπλήσσει έτσι που το μερίδιο της άμεσης φορολογίας στο σύνολο των φόρων στη χώρα μας (27,1%) είναι κάτω του μέσου όρου της Ευρωζώνης (30,9%), με αποτέλεσμα η Ελλάδα να προσεγγίζει περισσότερο τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου παρατηρούνται τα αρνητικά ρεκόρ στην άμεση φορολογία (Λιθουανία 17%, Ουγγαρία 18,7%, Βουλγαρία 18,9%, Σλοβακία 19,1%, Εσθονία 20%, Τσεχία 21,1%, Ρουμανία 21,2%, Σλοβενία 21,2%, Πολωνία 21,7%, Λετονία 26,8% και Γαλλία 26,9%). Αυτές ακριβώς οι χώρες, που έχουν το χαμηλότερο ποσοστό άμεσης φορολογίας στη συνολική, προφανώς έχουν το υψηλότερο ποσοστό έμμεσης φορολογίας στη συνολική φορολογία. Πολλές από τις χώρες με χαμηλή άμεση φορολογία (Λιθουανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία) έχουν ήδη επιβάλει τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή που έχει υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει και ο Αντώνης Σαμαράς. Πρόκειται για την επιτομή του αντιλαϊκού φόρου, καθώς όλοι, από το μικρομάγαζο μέχρι την πολυεθνική, κι από τον άνεργο μέχρι τον ζάπλουτο, φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή στο όνομα της απλούστευσης. Το ζητούμενο φυσικά, μιλώντας για τα νομικά πρόσωπα, είναι να ευνοηθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και να βγουν από τη μέση οι μικρές..
Μισθωτοί και συνταξιούχοι, οι… προνομιούχοι
Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας του ελληνικό φορολογικού συστήματος φαίνεται επίσης από την αυξημένη, στο πέρασμα το χρόνου, συμμετοχή των μισθωτών και τω συνταξιούχων στο σύνολο των φόρων και από τη συρρίκνωση του μεριδίου των νομικών προσώπων. Όπως προκύπτει από τα ετήσια Στατιστικά Δελτία Φορολογικών Δεδομένων που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το 2006 κατέβαλαν το 48,26% των συνολικών φόρων, το 2007 το 50,09%, το 2009 το 52,59% και το 2011 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) το 55,09%. Περιττό, δε, να ειπωθεί πως αυτή την περίοδο που η συμμετοχή μισθωτών και συνταξιούχων στα φορολογικά βάρη αυξάνει, η θέση τους στο προϊόν περιορίζεται. Με βάση ευρωπαϊκές μετρήσεις (Statistical Annex of European Economy, φθινόπωρο 2012), το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ την προαναφερόμενη περίοδο (2006-2011) μειώθηκε από 60,7% σε 60,3%, ενώ μισθοί και συντάξεις έχουν καταγράψει ελεύθερη πτώση.
Με βάση τα παραπάνω, αν κάτι χρειάζεται το φορολογικό σύστημα είναι μια εκ θεμελίων αναμόρφωση στην κατεύθυνση ελάφρυνσης των μισθωτών και των λαϊκών στρωμάτων γενικά. Το πρώτο βήμα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει την ακύρωση όλων των φορολογικών αλλαγών των τελευταίων ετών. Σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να επανέλθει καταρχάς το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ, ως ένα μέτρο που θα ελαφρύνει τα πιο φτωχά στρώματα που δοκιμάζονται, να μειωθεί ο ΦΠΑ στα προ κρίσης επίπεδα και, φυσικά, να αυξηθούν οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν επί της ουσίας συνέχιση της πολιτικής των Μνημονίων!