Εγώ έγραψα για το νερό και για το χρόνο
περίγραψα το πένθος και το μαύρο μέταλλό του,
έγραψα για τον ουρανό και για τα μήλα,
και τώρα γράφω για το Στάλινγκραδ.
Με το μαντήλι της έχει φυλάξει η νύφη
του ερωτευμένου μου έρωτα τη λάμψη,
Πάνω στο χώμα είναι η καρδιά μου, τώρα,
στο φως και στον καπνό του Στάλινγκραδ.
Αγγιξα με τα χέρια το σκισμένο
σωκάρδι της γαλάζιας δύσης:
τώρα καθώς το πρωινό της ζωής γεννιέται
τ’ αγγίζω στον ήλιο του Στάλινγκραδ.
Ξέρω πως ο αιώνιος νέος με τα εφήμερα φτερά του,
σαν ένας κύκνος δεμένος,
το γνώριμο του πόνο ξεδιπλώνει
με την κραυγή μου αγάπης για το Στάλινγκραδ.
Αφήνω την ψυχή μου όθε μ’ αρέσει.
Εμένα δεν με τρέφουν κουρασμένα
χαρτιά μουτζουρωμένα και μελάνι.
Γεννήθηκα να τραγουδήσω το Στάλινγκραδ.
Ήταν μαζί με τους αθάνατους νεκρούς σου
στα τρυπημένα τείχη σου η φωνή μου,
κ’ ήχησε σαν καμπάνα ή σαν αγέρας
κοιτάζοντάς σε να πεθαίνεις, Στάλινγκραδ.
Πολεμιστές Αμερικάνοι τώρα
λεφούσια, άσπροι και μαύροι
σκοτώνουνε στην έρημο το φίδι.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.
Γυρίζει στα παλιά οδοφράγματα ή Γαλλία
με μια σημαία τρικυμίας στημένη
πάνω σε δάκρυα που μόλις εστεγνώσαν.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.
Τα τρομερά λιοντάρια της Αγγλίας
πάνω απ’ την άγρια θάλασσα πετώντας
στη μαύρη γη καρφώνουνε τα νύχια.
Τώρα δεν είσαι μόνο Στάλινγκραδ.
Μόνο οι δικοί σου δεν είναι θαμμένοι
στο χώμα των βουνών της τιμωρίας:
εκεί το κρέας των πεθαμένων τρέμει
που αγγίξανε το μέτωπό σου, Στάλινγκραδ.
Νικημένα φεύγουνε των εισβολέων τα χέρια,
και δίχως φως τα μάτια του στρατιώτη,
πλημμυρισμένα με αίμα τα παπούτσια
που πάτησαν την πόρτα τη δίκη σου, Στάλινγκραδ.
Με περηφάνεια είναι το ατσάλι σου φτιαγμένο,
η χαίτη σου από φωτεινούς πλανήτες,
οι επάλξεις σου είναι από καρβέλια μοιρασμένα,
το μέτωπό σου σκοτεινιασμένο, Στάλινγκραδ.
Η πατρίδα σου είναι από σφυριά και δάφνες,
στο χιονισμένο μεγαλείο σου είναι το αίμα,
πάνω στο χιόνι είναι η ματιά του Στάλιν,
με το αίμα σου πλεγμένη, Στάλινγκραδ.
Οι δάφνες, τα μετάλλια που οι νεκροί σου
απόθεσαν στο τρυπημένο στήθος
της γης, και τη συγκίνηση όλης
της ζωής και του θανάτου, Στάλινγκραδ.
Η βαθιά πίστη που τώρα ξαναφέρνεις
στην καρδιά του κουρασμένου ανθρώπου
με τη γενιά των ρούσων καπετάνιων
από το αίμα σου βγαλμένων Στάλινγκραδ.
Η ελπίδα που γεννιέται μες στους κήπους
σαν το λουλούδι που προσμένουμε του δέντρου,
σελίδα χαραγμένη με τουφέκια,
τα γράμματα απ’ το φως σου, Στάλινγκραδ.
Τον Πύργο σου που ανέβασες στα ύψη,
τους ματωμένους πέτρινους βωμούς σου,
τους υπερασπιστές της ώριμης ηλικίας,
τους γιούς της σάρκας της δικής σου, Στάλινγκραδ.
Τους παθιασμένους σου αετούς των βράχων,
τα μέταλλα που βύζαξε ή ψυχή σου,
τους χαιρετισμούς με δάκρυα δίχως τέλος
και τα κύματα της αγάπης, Στάλινγκραδ.
Τα κόκκαλα καταραμένων δολοφόνων
τα σφαλισμένα μάτια του εισβολέα,
και τους καταχτητές καταδιωγμένους
πίσω απ’ τη λάμψη τη δική σου, Στάλινγκραδ.
Αυτοί που ταπεινώσαν την Αψίδα
και πέρασαν τα νερά του Σηκουάνα
με την ιδία τη συγκατάθεση του σκλάβου,
εμείνανε στο Στάλινγκραδ.
Αυτοί που στην ωραία Πράγα,
πάνω σε δάκρυα, σε σιωπή και προδοσία
περάσανε πατώντας τις πληγές της,
πεθάνανε στο Στάλινγκραδ.
Αυτοί που στις ελληνικές σπηλιές
λερώσαν τον κρυστάλλινο σπασμένο σταλαχτίτη
και τη γαλάζια κλασσική του ακρίβεια,
πού είναι χαμένοι τώρα, Στάλινγκραδ;
Αυτοί που γκρέμισαν στην Ισπανία και κάψαν
κι αφήσαν την καρδιά άλυσσοδεμένη
της μάνας των δρυών και πολεμάρχων,
στά πόδια σου σαπίζουν, Στάλινγκραδ.
Εκείνοι που στην Όλλανδία ραντίσαν
τουλίπες και νερό με ματωμένη λάσπη,
κι άπλωσαν το σπαθί και το μαστίγιο,
τώρα αναπαύονται στο Στάλινγκραδ.
Εκείνοι που στης Νορβηγίας την άσπρη νύχτα
με ούρλιασμα τσακαλιού ξαμολημένου
κάψαν την παγωμένη άνοιξή της,
βουβάθηκαν στο Στάλινγκραδ.
Τιμή σ’ εσέ γι’ αυτό που ο αγέρας φέρνει,
γι’ αυτό που τραγουδήθηκε, γι’ αυτό που τραγουδιέται,
τιμή για τα παιδιά σου, τις μανάδες
και για τους εγγονούς σου, Στάλινγκραδ.
Τιμή στον πολεμάρχο της ομίχλης,
τιμή στον κομισσάριο, στο στρατιώτη,
τιμή στον ουρανό του φεγγαριού σου,
τιμή στον ήλιο το δικό σου, Στάλινγκραδ.
Φύλα μου ένα τουφέκι κ’ ένα αλέτρι,
κ’ ένα κομμάτι αφρού να μου φυλάξεις,
κ’ ένα κόκκινο στάχυ από τη γη σου,
μαζί μου να τα βάλουνε στο μνήμα,
για να γνωρίζουν, αν ποτέ αμφιβάλουν,
πως αν και δεν πολέμησα μαζί σου,
πως πέθανα αγαπώντας σε, πως μ’ είχες αγαπήσει·
αυτό το μαύρο ρόδι αφήνω στην τιμή σου,
αυτόν τον ύμνο αγάπης για το Στάλινγκραδ.
ΦΩΤΟ mypoeticside.com