«Πονάει η ψυχή μου όταν ακούω το πριόνι», λέει και βουρκώνει, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του στο βουνό. Μας κερνάει βιολογικό κρασί και καρύδια απ” τα χωράφια του. «Τα κληρονόμησα απ” τον παππού μου, ανήκουν στην οικογένειά μου από την τουρκοκρατία και μετά». Από αυτά τα χωράφια ζει. Προμηθεύει με κάστανα, καρύδια, κεράσια, ακτινίδια και μέλι τα γύρω χωριά και τη Θεσσαλονίκη. Για τα εργοτάξια της Eldorado Gold, σχολιάζει: «Είμαι στο στόμα του λύκου, και κινδυνεύω να με καταπιεί».
Τις προάλλες κόντεψε να ρθει στα χέρια μ” έναν τοπογράφο, που χωρίς ειδοποίηση πετσόκοψε ένα δέντρο απ” το χωράφι του. «Μου είπε πως θα πάρω λεφτά. Δεν τα θέλουμε τα λεφτά τους. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν δεν έχεις ζωή;».
Στον Κάκκαβο, ο Γ. Καλύβας ανέβηκε πρώτη φορά όταν ακόμα πήγαινε Γυμνάσιο. «Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας που λέμε». Είχε προλάβει να αγαπήσει το μέρος όμως πρώτα από τις ιστορίες της μάνας του. «Παλιά ζούσαν αρκετές οικογένειες στις Σκουριές, με τα ζώα και τις καλλιέργειές τους. Έφτιαχναν μόνες του το ψωμί, έτρεφαν κανένα γουρουνάκι ή κανά γίδι, ωστόσο δεν άντεξαν πολύ. Για πολλά χρόνια έρχονταν την άνοιξη και κόσμος απ” τη Μεγάλη Παναγία που έβαζε φασολιές ή καλαμποκιές κι έμενε». Τα κτήματα με τον χρόνο εγκαταλείφθηκαν. Το χειρότερο όμως, ήταν ότι πουλήθηκαν στη ΤVX στις αρχές του ’90 και κάποια τώρα. «Τότε δεν ήξερε ο κόσμος τι συνέβαινε. Προσέφεραν λεφτά κι εκείνοι το έβλεπαν σαν ευκαιρία». Μπροστά στην προοπτική για «μεγάλη ζωή», ο ίδιος επέλεξε να μη βάλει την υπογραφή του σε μια διαφαινόμενη από τότε καταστροφή.
Στο χωράφι, ο Γ. Καλύβας αφιερώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας. Σκάλισμα, ξεχορτάριασμα, πότισμα είναι οι βασικές ασχολίες. Το φθινόπωρο, «τρυγάω τα μελίσσια» από τα πεύκα, ενώ πάντα προσέχει να μην έχει κάτω από τις καρυδιές πέτρες, «γιατί τα καρύδια πρέπει να πέσουν και να σπάσουν φυσιολογικά». Όταν τελειώνει, διαβάζει. Τον τελευταίο καιρό, τα ποιήματα του Λειβαδίτη του δίνουν δύναμη και θάρρος. Η ζωή του έχει αλλάξει σημαντικά μέσα σε λίγους μήνες. «Για να πάω στη Μεγάλη Παναγιά κάνω ολόκληρο κύκλο. Με πληγώνει η ασχήμια κι η καταστροφή που προκαλούν. Στην καρδιά του δάσους μπήγεται ένα μαχαίρι. Ένα δάσος που σε κάθε 20 μέτρα βλέπεις 20 διαφορετικά είδη». Οι επισκέψεις από την αστυνομία έχουν γίνει πια μέρος της ρουτίνας. «Είναι «προληπτικές». Παράλληλα όμως έχουν αυξηθεί κι οι… επισκέψεις από τα ζώα. «Πριν δυο βδομάδες άκουγα την μπουλντόζα να δουλεύει κι ένα κοπάδι με αγριογούρουνα 20-25 ήρθε προς το σπίτι. Μου έκαναν ζημιά τ” άτιμα, γιατί μου έφαγαν τα καρύδια, αλλά δεν φταίνε αυτά, όπως κι άλλα ζώα κι έχουμε πολλά, αγριόγατες, ασβούς, ζαρκάδια, μετατοπίζονται γιατί χάσανε τον βιότοπό τους». Για πρώτη φορά είδε επίσης το ποτάμι με αφρούς. Στο ίδιο ποτάμι, ο κόσμος τα καλοκαίρια κάνει μπάνιο. «Μπορεί το βουνό να μην κατοικείται, αλλά έχει. Υπάρχουν πολλοί που έρχονται για μανιτάρια, να πάρουν κανά ξεράδι για το τζάκι ή για κυνήγι».
Ο Κάκκαβος, Άκαβος όπως τον λένε οι ντόπιοι γιατί δεν πιάνει ποτέ φωτιά, είναι κι ένας ιστορικός τόπος, μ” εμβληματικό του χαρακτηριστικό την αντίσταση. «Στη Χαλιάβρα, οι Τούρκοι έσφαξαν το μισό χωριό», ενώ στην κορυφή του βουνού «ήταν ένα από τα στρατηγεία των ανταρτών του ΕΑΜ». Στον αγώνα για «μια εξόρυξη που δεν θα γίνει ποτέ», ο Γ. Καλύβας συμμετέχει κανονικά. «Έχουμε φάει ξύλο από τα ΜΑΤ κι έχουμε κινδυνεύσει. Είναι μεγάλη υπόθεση ότι τόσοι άνθρωποι και χωριά αντιστέκονται». Παρομοιάζει το κράτος με μητριά των παραμυθιών. Όπως όμως στα παραμύθια, το τέλος είναι ευχάριστο, έτσι ελπίζει πως κι ο αγώνας που δίνεται για ν” αποτραπεί μια τεράστια οικολογική και οικονομική καταστροφή θα είναι νικηφόρος.