Printer-friendly version
Florin Poenaru
Ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ξεκίνησε την καριέρα του ως κακοποιός και παρέμεινε κακοποιός και ως πολιτικός ηγέτης. Το καθεστώς του ήταν διεφθαρμένο, πατριαρχικό, αυταρχικό, ανεπαρκές και ταξικά προκατειλημμένο. Σίγουρα έπρεπε να φύγει.
Αλλά όποιος ζητωκραυγάζει για την αποπομπή του μετά την ψηφοφορία του Σαββάτου στο ουκρανικό κοινοβούλιο είναι πλήρως λανθασμένος. Αποπέμφθηκε όχι ως αποτέλεσμα ενός λαϊκού ξεσηκωμού αλλά μετά από μηχανορραφίες των παρασκηνίων και κρυφές πολιτικές ίντριγκες. Ο ουκρανικός λαός γενικά και όσοι διαδήλωαν επί εβδομάδες στην πλατεία Maidan εξαιρέθηκαν από τις πολιτικές μανούβρες και συμφωνίες αν και ήταν οι πρώτοι που δέχτηκαν τις σφαίρες του φονικού τρόπου με τον οποίο ο Πρόεδρος αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις. Επομένως, τα γεγονότα στην Ουκρανία προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με ένα πραξικόπημα και όχι σε μια δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση.
Ενώ κανείς δεν θα πρέπει να νοιάζεται πολύ για τον αποπεμφθέντα Γιανουκόβιτς υπάρχουν πολλά ζητήματα που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν κριτικά. Το να τα κρύψουμε κάτω απ’ το χαλί και να γιορτάσουμε τη νίκη του λαού εναντίον μιας διεφθαρμένης μαριονέτας των διεφθαρμένων ολιγαρχών είναι θεωρητικά αδύναμο και πολιτικά αντιδραστικό.
Δύο πτυχές φαίνεται να έχουν ξεχαστεί ξαφνικά. Η πρώτη, ότι ο Γιανουκόβιτς ήταν ένας δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος. Ως παρατηρητής των εκλογών στο Κίεβο κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2010 θυμάμαι την συμφωνία μεταξύ όλων των διεθνών παρατηρητών διαφόρων αποχρώσεων ότι οι εκλογές ήταν ελεύθερες και δίκαιες και σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιημένες. Ο Γιανουκόβιτς διαδοχικά νίκησε την Τιμοσένκο και το πολιτικό της στυλ. Ενώ δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι, λίγοι αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα. Μετά τις διαπραγματεύσεις της Παρασκευής, ο Γιανουκόβιτς συμφώνησε να παραμείνει στο μονοπάτι των εκλογών και έλαβε σοβαρά υπόψη το αίτημα των διαδηλωτών να προκηρύξει πρόωρες εκλογές το Νοέμβριο. Ενώ κανονικά δεν έχω σε υψηλή εκτίμηση τη φιλελεύθερη-δημοκρατική ιδέα των εκλογικών κύκλων και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παραμένει προτιμότερη από τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας που γίνεται μέσω αδιαφανών πολιτικών χειρισμών από κομμάτια των τοπικών ελίτ χωρίς λαϊκή εντολή. Η κατάσταση στην Ουκρανία είναι αρκετά παρόμοια με αυτή στην Αίγυπτο όπου ο στρατός υποστήριξε ένα πραξικόπημα εναντίον ενός δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου. Αυτό που ακολούθησε, φυσιολογικά, ήταν περισσότερος αυταρχισμός και κατάχρηση της κρατικής εξουσίας και όχι περισσότερη λαϊκή δημοκρατία και λαϊκός έλεγχος. Επομένως, αυτό στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες είναι το ακόλουθο παράδοξο που κρύβεται προσεκτικά από τον κυνισμό: ενώ ρητορικά η εξουσία των ανθρώπων στους δρόμους εγκωμιάζεται, στην πράξη αυτοί είναι ντε φάκτο αποκλεισμένοι από κάθε πολιτική απόφαση. Υποβιβάζονται σε παθητικές μάζες, είτε καλούνται να αντιμετωπίσουν την παλιά κυβέρνηση είτε να επευφημήσουν την καινούρια. Αυτό είναι χειρότερο απ’ το να ρίχνεις μια ψήφο και να παίζεις το παλιό, καλό παιχνίδι της δημοκρατίας.
Ένα δεύτερο σημείο που επίσης λησμονάται είναι ότι αυτές οι διαδηλώσεις δεν άρχισαν ως μια απλή αντίδραση στην εξουσία του Γιανουκόβιτς και δεν είχαν ευθείες κοινωνικές ρίζες ή σκοπούς. Το πρόσχημά τους ήταν η άρνηση της διοίκησης του Γιανουκόβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας. Χωρίς κανένα ίχνος αμφιβολίας, η Συμφωνία ήταν καταστροφική για την Ουκρανία και προσέφερε λίγα οφέλη στους απλούς Ουκρανούς πολίτες. Αλλά πέρα απ’ αυτό το θεωρητικό σημείο, το γεγονός παραμένει ότι ο Γιανουκόβιτς έδρασε σε συμφωνία με την πλειονότητα των ψηφοφόρων του -τους βιομηχανικούς και αγροτικούς ψηφοφόρους της Ανατολικής Ουκρανίας- που απλά θα έχαναν αν η Συμφωνία υπογραφόταν. Διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό όπως ήταν το καθεστώς του Γιανουκόβιτς, παρ’ όλα αυτά μέσω της προεδρείας του εκπροσωπούσε έστω και σε μικρό βαθμό, τα ιδιαίτερα συμφέροντα ενός μεγάλου μέρους της μετα-κομμουνιστικής ουκρανικής εργατικής τάξης. Δεν βλέπω καμία ανησυχία σχετικά με την πολιτική εκπροσώπηση αυτών των ανθρώπων που είναι τώρα αναγκασμένοι να αποδεχθούν μια πολιτική απόφαση που έχει παρθεί στο Κίεβο με την αρετή της δύναμης/βίας. Στην Αριστερά, με το να αποδεχόμαστε επιπόλαια την εκδίωξη του Γιανουκόβιτς επειδή ήταν διεφθαρμένος, δεχόμαστε απλά τη γλώσσα και την πολιτική των φιλελεύθερων-συντηρητικών τοπικών και διεθνών δυνάμεων και εκπίπτουμε της γλώσσας της τάξης και της ταξικής πολιτικής. Σίγουρα, ο Γιανουκόβιτς δεν ήταν κανένας ήρωας της εργατικής τάξης, αλλά η εκδίωξή του από την εξουσία θα έπρεπε να μας αναγκάσει να προωθήσουμε με ακόμα πιο επείγοντα τρόπο μια ταξική οπτική που είναι απολύτως απούσα. Η πολιτιστική συζήτηση που βλέπει μια θεμελιώδη ρήξη μεταξύ δυο Ουκρανιών και ο συντηρητικός λόγος που μιλάει μόνο για (ισότιμα) διεφθαρμένους ηγέτες και ολιγάρχες, διανθισμένος με έναν ρατσιστικό τόνο που αντιπραθέτει την πολιτισμένη ΕΕ με την αυταρχική, δικτατορική Ρωσία, πέτυχαν να εξαλείψουν τις ταξικές κατηγορίες και μαζί με αυτές τους συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Δυστυχώς, πολλοί παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων των όσων κλίνουν προς τ’ αριστερά, αποπροσανατολίστηκαν από αυτές τις ιδεολογικές περιπλοκές. Ενστικτωδώς πήραν το μέρος των ανθρώπων της πλατείας Maidan αλλά ξέχασαν να σημειώσουν ότι αυτό δεν ήταν ένα κίνημα με ταξική βάση και συγκεκριμένους κοινωνικούς στόχους. Η σύνθεση της διαδήλωσης ήταν περισσότερο ετερογενής, το μήνυμά της θολό ή αρκετά συντηρητικό πριν να υποβιβαστεί σε απλά αντιδραστική, θρησκευτική και εξτρεμιστική υστερία. Ακόμα περισσότερο, η ισχύς των νεοφασιστικών και ακροδεξιών ομάδων υποβιβάστηκε ή απλά αναφέρθηκε μέσα στ’ άλλα, χωρίς να σημειωθεί ότι στην πραγματικότητα αυτές οι ομάδες αποτέλεσαν την αρχηγική δύναμη στην πλατεία Maidan και ακόμα και οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν λίγο ή καθόλου έλεγχο πάνω τους. Παρά το ξεκάθαρο μήνυμα από αναρχικές και αριστερές φωνές σχετικά με τις βίαιες τακτικές τους και τους τρομακτικούς πολιτικούς στόχους τους, ο ρόλος τους ακόμα παραβλέπεται. Μετά την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας στο Κίεβο, οι φήμες λένε ότι κομμάτια αυτών των στρατιωτικών ομάδων θα ενσωματωθούν στις επίσημες δομές της αστυνομίας. Οι δεσμοί μεταξύ της ακροδεξιάς και της αστυνομίας στην Ουκρανία θα είναι τόσο ισχυροί όσο αυτοί στην Ελλάδα, όπου η Χρυσή Αυγή έδρασε με ασυλία για πολλά χρόνια μέσω της αστυνομικής προστασίας.
Κατευθείαν μετά τα γεγονότα του Σαββάτου, υπήρξαν δύο ειδών αντιδράσεις. Πρώτα, υπήρξε ο συντηρητικός εορτασμός της λεγόμενης νίκης που επαινούσε αυτά τα γεγονότα ως την κατάλληλη εκπλήρωση της Πορτοκαλί Επανάστασης του 2004. Εντούτοις, όταν η Victoria Neuland, η Γιούλια Τιμοσένκο ή ο Μανουέλ Μπαρόζο χαιρετίζουν την κινητοποίηση του λαού, ο καθένας πρέπει να γνωρίζει ότι κάτι πολύ ύποπτο συμβαίνει. Δεύτερον, υπήρξε η φιλελεύθερη αντίδραση, η οποία, ενώ σε μεγάλο βαθμό συμφωνούσε με την εκδίωξη του Γιανουκόβιτς, παρ’ όλα αυτά εξέφρασε κάποιες ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο που αυτή επετεύχθη, ιδιαίτερα σχετικά με την παλιά, καλή φιλελεύθερη αρχή του διαχωρισμού των κρατικών εξουσιών. Άλλοι παγιδεύτηκαν σε γεωπολιτικές εικασίες.
Ως συνήθως αυτό που έλειπε ήταν η τρίτη θέση που πρότεινα προηγουμένως: δηλαδή μια ταξική οπτική. Με ή χωρίς τον Γιανουκόβιτς το γεγονός παραμένει ότι οι εργάτες στην Ουκρανία συνεχίζουν να παραμένουν διαιρεμένοι από εθνικές και πολιτιστικές διαχωριστικές γραμμές, τεχνητά σχηματισμένες από πολιτικούς επιχειρηματίες, οι οποίοι με τη σειρά τους κινητοποιούνται για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η εκδίωξη Γιανουκόβιτς λίγο αλλάζει αυτή την κατάσταση είτε επαναφέροντας ταξικές κατηγορίες είτε καθιστώντας δυνατή την εμφάνιση αριστερών πολιτικών κομμάτων που είναι ικανά να ακολουθήσουν μια ταξική πολιτική από κάτω προς τα πάνω. Αντιθέτως, η νέα κατάσταση ενδυναμώνει τους νεο-φασίστες εγκληματίες και τους πολιτικούς σπόνσορές τους -ντόπιους και διεθνείς- οι οποίοι τώρα περιδιαβαίνουν τους δρόμους αναζητώντας πολιτική εκδίκηση και το ξερίζωμα κάθε πιθανής αριστερής αντιπολίτευσης.
Επομένως, η αληθινά κριτική στάση για τους ανθρώπους της αριστεράς δεν είναι ούτε να πάρουν το μέρος κάποιου σ’ αυτήν τη σύγκρουση, ούτε απλά να κρατήσουν μια απόσταση ασφαλείας απ’ αυτήν διακηρύσσοντας ότι οι δύο πλευρές είναι παρόμοιες. Αντιθέτως, θα πρέπει να επικρίνουμε ορμητικά την πλατεία Maidan και ιδιαίτερα τα πραγματικά, πρακτικά, πολιτικά της αποτελέσματα. Αντί απλά να φετιχοποιούμε την παρουσία του κόσμου στους δρόμους -όπως κάνουν οι συντηρητικοί- μία κριτική οπτική θα πρέπει να αμφισβητεί την ίδια την κοινωνική βάση και τους πολιτικούς στόχους των μαζικών συγκεντρώσεων. Όπως έγραψε κάποτε ο Λένιν, δεν θα πρέπει να κάνουμε ποτέ θεωρητικές παραχωρήσεις χάριν της δημοτικότητας. Αυτό παραμένει ένα ακόμη πιο αυστηρό καθήκον σήμερα.
Μετάφραση: Γιώργος Μιχαηλίδης