Ένα πλοιάριο γεμάτο προβοκάτορες και πράκτορες ξένων δυνάμεων εισέρχεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα και περιμένει να εμφανιστεί σκάφος του λιμενικού σώματος. Μόλις πλησιάζει το σκάφος, οι πράκτορες αναποδογυρίζουν το σκάφος τους, πέφτουν στη θάλασσα κι εμποδίζουν τους λιμενικούς να τους περισυλλέξουν. Στη διάρκεια της κακοκαιρίας πνίγονται δώδεκα άτομα και οι υπόλοιποι – κουρασμένοι από τη μάχη με τα κύματα και τους λιμενικούς- περισυλλέγονται και μεταφέρονται στον Πειραιά.
Εκεί, θέτουν σε εφαρμογή το… δεύτερο μέρος της αποστολής τους: κλαίγοντας, ισχυρίζονται πως οι άνδρες του λιμενικού προσπάθησαν με βία να τους εμποδίσουν να ανεβούν στα σωστικά πλοιάρια επιχειρώντας με υπερβάλλοντα ζήλο να τους απωθήσουν προς τα τουρκικά χωρικά ύδατα. Η συνέχεια γνωστή: η Διεθνής Αμνηστία, ο επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Νιλς Μουίζνιεκς και άλλοι ανθέλληνες εγείρουν «εκ του μη όντως» πολιτικό θέμα στην Ελλάδα. Αυτά πάνω-κάτω μας είπε ο υπουργός Ναυτιλίας.
Ας μας συγχωρηθεί η παραπάνω «αφήγηση» που προσβάλλει τη νοημοσύνη και τη μνήμη των αθώων θυμάτων. Επειδή αρκετά παίξαμε κι εμείς με τη λογική και την ανθρώπινη αντοχή στη φρίκη, ας μη μείνουμε άλλο στο χυδαίο επίπεδο του Μ. Βαρβιτσιώτη.
Το έγκλημα –γιατί, όπως κι αν το μασκαρέψουν, τέτοιο είναι- στο Φαρμακονήσι ήταν προσχεδιασμένο και άρτια εκτελεσμένο. Κι αν δεν ήταν το συγκεκριμένο πλοιάριο με αυτούς τους πρόσφυγες, θα ήταν κάποιο άλλο σήμερα, αύριο ή σε λίγες μέρες. Είναι παρόμοιας φύσης με τα εγκλήματα που γίνονται στα ναρκοπέδια του Έβρου, το άλλο σφαγείο πολιτικών προσφύγων. Είναι εγκλήματα που απορρέουν από τη κτηνώδη αντίληψη που βάζει την ανθρώπινη ζωή χαμηλότερα από τις στατιστικές προτιμώντας να θάβει νεκρούς μετανάστες παρά «να ταΐζει ζωντανούς». Κι αυτή η πολιτική δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, αλλά πολιτική όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πετά αλόγιστα χρήματα για μηχανισμούς καταστολής της μετανάστευσης αντί να τα προωθεί σε κοινωνικές πολιτικές σε όφελος των λαών της.
Η ελληνική πλευρά έχει πλήρως υιοθετήσει τη σκληρή γραμμή θανάτου και κάνει ό,τι μπορεί για να την εφαρμόζει. Καθόλου τυχαία δεν είναι η ανοχή της –αν όχι η ενθάρρυνσή της- στον εκφασισμό των σωμάτων ασφαλείας με τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής (όχι μόνο με φυσικά πρόσωπα αλλά κυρίως με τη ρατσιστική της νοοτροπία). Κι όσα δακρύβρεχτα «ρεπορτάζ» με «ήρωες» λιμενικούς που «έχασαν μανούλα στο Σαμίνα» κι αν μας αραδιάσουν, να μας συμπαθούν αλλά δεν τους πιστεύουμε. Κι αν ακόμα υπήρχε το τεκμήριο της αμφιβολίας, που λένε οι νομικοί, αυτό πηγαίνει προς τη μεριά των θυμάτων κι όχι του μηχανισμού καταστολής γιατί κανείς –εκτός ίσως του Βαρβιτσιώτη- δεν μπορεί να δεχτεί πως οι κατατρεγμένοι, μέσα στον πόνο τους, βρήκαν το κουράγιο να διαβάλλουν τους λιμενικούς.
Το Φαρμακονήσι είναι η ελληνική Lampedusa. Είναι ένα έγκλημα, μια κτηνωδία, στίγμα στη χώρα και τον πολιτισμό της. Τελικά, σε βάρος του ελληνικού λαού καθώς μετά από καιρό κανείς δεν θα λέει πως το έγκλημα διαπράχτηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που το κάλυψε πολιτικά μέσω του ανεκδιήγητου Βαρβιτσιώτη ο οποίος μένει στη θέση του για να προκαλεί κι άλλο το περί δικαίου αίσθημα. Όχι πως μια αποπομπή του θα διέσωζε κάτι περισσότερο από τα προσχήματα, αλλά ούτε και γι αυτά δεν ενδιαφέρθηκαν.
Αυτή τη ντροπή, το «φαρμακονήσιον άγος»[1] μόνο ο λαός μπορεί να το ξεπλύνει. Και θα το κάνει!
Το σκίτσο είναι του Βαγγέλη Χερουβείμ
[1] Λογοπαίγνιο με τον όρο «Κυλώνειον άγος». Με το όνομα Κυλώνειον άγος έμεινε γνωστή στην ιστορία μια σειρά από δεινά και θεομηνίες που έπληξαν την αρχαία Αθήνα και αποδόθηκαν στην οργή των θεών για τη σφαγή των οπαδών του Κύλωνα.
Ο Κύλων, εκμεταλλευόμενος την δημοτικότητά που είχε αποκτήσει, επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Μαζί με τον αδελφό του και τους οπαδούς του κατέλαβε την Ακρόπολη. Όμως οι Αθηναίοι με επικεφαλής τον επώνυμο άρχοντα Μεγακλή πολιόρκησαν την Ακρόπολη και ανάγκασαν τον Κύλωνα και τον αδελφό του να διαφύγουν στα Μέγαρα, τους δε οπαδούς του να καταφύγουν ικέτες στον βωμό της Πολιάδος Αθηνάς. Τότε όσοι κατέφευγαν στους βωμούς θεωρούνταν προστατευόμενοι των θεών και συνεπώς ήταν απαραβίαστοι. Όμως, οι οπαδοί του Μεγακλή, ενώ τους υποσχέθηκαν πως αν βγουν από το ιερό δεν θα τους πείραζαν, παραβαίνοντας το πανελλήνιο εκείνο ιερό έθιμο, τους σκότωσαν τη στιγμή που κατέβαιναν από την Ακρόπολη. Η δολοφονία των ικετών προκάλεσε τη φρίκη των Αθηναίων και τη γενική κατακραυγή και εκτός της Αθήνας. Η ντροπή αυτή ονομάστηκε «Κυλώνειον άγος». Η Αθήνα πέρασε πολλά δεινά από την οργή των θεών (επιδημία λοιμού που θεωρήθηκε «θεία δίκη») μέχρι την κάθαρση της από το φιλόσοφο και ιερέα Επιμενίδη.