Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Το αµαρτωλό τρίγωνο της κλεπτοκρατίας

mitarakis_0Με αφορμή τις δηλώσεις του κ. Μηταράκη που θέλει «κατάλληλη προσφυγή των επενδυτών στη δικαιοσύνη», ένα άρθρο της Βάλιας Μπαζού που δημοσιεύτηκε στοΠΡΑΣΙΝΟ ΠΟΝΤΙΚΙ στις 7-2-2013. Για να γίνει κατανοητό που θέλει να μας μπλέξει ο γελαστός κ. Μηταράκης…
Το κλειστό κλαµπ που κερδοσκοπεί µε την ανάπτυξη «βιοµηχανίας αγωγών» εναντίον κρατών που λαµβάνουν µέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, της δηµόσιας υγείας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Και η Ελλάδα στο στόχαστρο.

Έκθεση – σοκ αποκαλύπτει την απόλυτη συνταγή κερδοσκοπίας και την αφαίµαξη δηµόσιου χρήµατος, µέσω της ανάπτυξης «βιοµηχανίας» αγωγών εναντίον των χωρών που λαµβάνουν µέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, της δηµόσιας υγείας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, ακόµα και µέτρων στο πλαίσιο της αντιµετώπισης της ένδειας των πολιτών λόγω της οικονοµικής κρίσης!
Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία, όπως θα δούµε στη συνέχεια, βρίσκονται η Ελλάδα και η Αργεντινή, που έχουν µπει στο στόχαστρο του «αµαρτωλού τριγώνου» και αντιµετωπίζουν, ήδη, αγωγές, µε το σκεπτικό ότι οι επενδυτές πλήττονται από τέτοιου είδους µέτρα αφού µπορεί να έχουν αντίκτυπο στα κέρδη τους και άρα για αυτό θα πρέπει να αποζηµιωθούν µε µυθώδη ποσά που βγαίνουν από το δηµόσιο ταµείο.
Ερευνητές δύο οργανώσεων, του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών (Corporate Europe Observatory – CEO) και του Transnational Institute, προχώρησαν σε ενδελεχή έρευνα και παρουσίασαν στα τέλη Νοεµβρίου του 2012 έκθεση µε τίτλο «Profiting from injustice», στην οποία αποκαλύπτουν τον τρόπο λειτουργίας του αµαρτωλού τριγώνου της κλεπτοκρατίας σε παγκόσµιο επίπεδο.
Πρόκειται για µια κλειστή ελίτ, ένα κλειστό κλαµπ που αποτελείται από την crème de la crème των επενδυτών, των µεγάλων διεθνών δικηγορικών εταιρειών και εξαιρετικά µικρού αριθµού διαιτητών – δικηγόρων που αναλαµβάνουν τις υποθέσεις ιδιωτικής διαιτησίας µεταξύ κρατών και ξένων επενδυτών.
Οι επιστήµονες στην έκθεσή τους κάνουν λόγο για τη δηµιουργία µέσα σε δυο δεκαετίες ενός παντοδύναµου διεθνούς επενδυτικού «καθεστώτος» που, µέσα από την καθιέρωση ενός θολού και δαιδαλώδους συστήµατος προστασίας των επενδύσεων, καταφέρνει να παγιδεύει τα κράτη και να κερδοσκοπεί θέτοντας το εταιρικό κέρδος πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώµατα, τη δηµόσια υγεία και το περιβάλλον, πάνω από την κυριαρχία των κρατών και το δικαίωµά τους να νοµοθετούν προς όφελος του δηµόσιου συµφέροντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερις από τις µεγαλύτερες υποθέσεις όπου εταιρείες -κολοσσοί στράφηκαν κατά χωρών αξιώνοντας τεράστιες αποζηµιώσεις αφορούν αγωγές για διαφυγόντα κέρδη εξαιτίας της αυστηρής νοµοθεσίας για το κάπνισµα και αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών για τη λειτουργία εργοστασίων λιθάνθρακα. Χωρίς καµιά αιδώ, εταιρείες – κολοσσοί προσέφυγαν ακόµα και κατά κρατών που αποφάσισαν να απαγκιστρωθούν από την πυρηνική ενέργεια αλλά ακόµα και κατά της Νοτίου Αφρικής για τη Συνθήκη που θεσπίζει µέτρα για την άρση των ανισοτήτων του καθεστώτος του Απαρτχάιντ! Και βέβαια, από το αµαρτωλό τρίγωνο δεν θα µπορούσε να ξεφύγει η χώρα µας.
Η Ελλάδα στο στόχαστρο
Όπως αναφέρεται στην έκθεση των δύο οργανώσεων, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον αλλά και τη στενή παρακολούθηση των εξελίξεων από μεγάλα διεθνή δικηγορικά γραφεία. Μέλημά τους ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων των πελατών τους, τους οποίους συμβούλευσαν να προετοιμαστούν προκειμένου να προχωρήσουν στην προσφυγή σε επενδυτική διαιτησία ώστε να υπερασπιστούν τα κέρδη τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η γερμανική νομική εταιρεία Luther συμβούλευσε τους πελάτες της ότι, όταν τα κράτη είναι απρόθυμα να πληρώσουν, είναι δυνατή η κατάθεση αγωγής βασισμένης στις διεθνείς επενδυτικές συμβάσεις. Η Luther προέκρινε ότι η “ρυπαρή οικονομική συμπεριφορά της Ελλάδας” παρέχει μια σταθερή βάση για την επιδίωξη αποζημίωσης για τους δυσαρεστημένους επενδυτές, αποζημιώσεις που καταβάλλονται τελικά από τους Έλληνες φορολογούμενους».
Τον Μάρτιο του 2012, επισημαίνεται στην έκθεση, και έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ε.Ε., των τραπεζών, των ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ., έγινε δεκτή η αλλαγή των όρων αποπληρωμής του χρέους. «Λίγο μετά, πολλά δικηγορικά γραφεία ανακοίνωσαν ότι θα επιδιώξουν εκατομμύρια σε αποζημίωση για λογαριασμό των δανειστών, αρνούμενα να αποδεχθούν την ανταλλαγή χρέους».
Λίγους μήνες μετά, η γερμανική δικηγορική εταιρεία Gröpper Köpke ανακοίνωσε ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα 110 ατόμων που έχουν στην κατοχή τους ομόλογα του ελληνικού κράτους και τα οποία χάνουν με το κούρεμα ώς και το 90% των επενδύσεών τους και γι’ αυτό προτίθεται να αξιώσει αποζημίωση από το ελληνικό κράτος ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της δικηγορικής εταιρείας, η επιβολή του «κουρέματος» με νόμο ο οποίος έχει αναδρομική ισχύ αποτελεί πράξη «απαλλοτρίωσης χωρίς καταβολή αποζημίωσης» και έρχεται σε αντίθεση με την ελληνογερμανική σύμβαση για την προστασία των επενδύσεων. Η εν λόγω νομική εταιρεία γνωστοποιεί ακόμη ότι ήδη συνεργάζεται με δικηγόρους στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ελλάδα, επειδή σε αυτές τις χώρες θα γίνουν οι προσφυγές κατά του ελληνικού Δημοσίου. Κατασχέσεις ελληνικής δημόσιας περιουσίας ζητάνε και άλλοι πιστωτές σε ΗΠΑ, Βρετανία κ.λπ.
Το ζήτημα, βέβαια, εδώ δεν είναι η στρατηγική που ακολουθούν οι νομικές εταιρείες και οι αξιώσεις που έχουν οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων, αλλά το γεγονός ότι εξαιτίας μιας περίεργης αίσθησης του δικαίου που υπάρχει με βάση τις επενδυτικές διμερείς συμφωνίες, αξίωση αποζημίωσης και με σχεδόν πάντα εξασφαλισμένη επιτυχία έχουν μόνο οι ιδιώτες ξένοι επενδυτές και όχι, για παράδειγμα, οι Έλληνες μικροομολογιούχοι που καταστράφηκαν ούτε καν τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που απειλούνται με κατάρρευση. Θέμα τίθεται επίσης και από το γεγονός ότι ακόμα και μέτρα διά χειρός τρόικας, που υποτίθεται ότι λαμβάνονται για να μην καταρρεύσει μια χώρα και συμπαρασύρει και την ευρωζώνη, μέτρα, δηλαδή, που προβάλλονται ως αναγκαία για τη διάσωση όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των Ευρωπαίων πολιτών, θεωρούνται, σύμφωνα με το «δίκαιο του επενδυτή», ζημιογόνα και οι φορολογούμενοι πολίτες καλούνται να πληρώσουν και πάλι το πανάκριβο «μάρμαρο».
Οι µεγαλύτερες αγωγές εταιρειών εναντίον κρατών
Οι πλέον συζητηµένες αγωγές εταιρειών εναντίον κρατών, σύµφωνα µε την έκθεση «Profiting from injustice» των CEO και Transnational Institute, είναι τέσσερις και αποκαλύπτουν µε τον πιο απτό τρόπο το πώς λειτουργεί το «δίκαιο του επενδυτή» αλλά και το αµαρτωλό τρίγωνο που κερδοσκοπεί σε βάρος των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό, µάλιστα, ότι στο στόχαστρο δεν µπαίνουν µόνο αδύναµα, υπό ανάπτυξη κράτη, αλλά ισχυρότατες χώρες που παίζουν στις µεγάλες «σκακιέρες», όπως η Αυστραλία και η Γερµανία. Από το ιδιότυπο κερδοσκοπικό δίχτυ δεν θα µπορούσε βέβαια να ξεφύγει και η Αργεντινή για µέτρα που πήρε εξαιτίας της χρεοκοπίας της χώρας.
Αναλυτικά οι τέσσερις µεγαλύτερες αγωγές είναι:
1] Philip Morris κατά δηµόσιας υγείας
Πρόκειται για µια από τις µεγαλύτερες δικαστικές διαµάχες ανάµεσα στον παγκόσµιο γίγαντα της καπνοβιοµηχανίας, τη Philip Morris, που έχει στραφεί κατά της Αυστραλίας και της Ουρουγουάης. Βασιζόµενη στις διµερείς επενδυτικές συµβάσεις, η Philip Morris προχώρησε σε αγωγές εναντίον των δύο χώρων υποστηρίζοντας ότι η νοµοθεσία κατά του καπνίσµατος που έχουν υιοθετήσει απειλεί τα κέρδη της. Η εταιρεία στράφηκε κατά των δύο χωρών γιατί αποφάσισαν να τοποθετήσουν στα πακέτα των τσιγάρων µεγάλες προειδοποιητικές ετικέτες για τις θανατηφόρες συνέπειες του καπνίσµατος, ρύθµιση που, σύµφωνα µε τη Philip Morris, εµποδίζει την αποτελεσµατική προβολή των εµπορικών σηµάτων της εταιρείας και προκαλούν σηµαντικές απώλειες στο µερίδιο της αγοράς προϊόντων καπνού.
2] Vattenfall κατά προστασίας του περιβάλλοντος
Το 2009 η σουηδική εταιρεία ενέργειας Vattenfall, και µια από τις µεγαλύτερες στον κόσµο, έκανε αγωγή στην κυβέρνηση της Γερµανίας ζητώντας 1,4 δισεκατοµµύρια ευρώ συν τους τόκους ως αποζηµίωση για τους περιβαλλοντικούς όρους που επιβλήθηκαν για τη λειτουργία εργοστασίου παραγωγής ενέργειας της εταιρείας µε άνθρακα. Η αγωγή τελικά διευθετήθηκε εξωδίκως αφού οι γερµανικές αρχές δέχθηκαν να κάνουν εκπτώσεις στα περιβαλλοντικά στάνταρ για τη λειτουργία του εργοστασίου επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις από τη λειτουργία του εργοστασίου της εταιρείας στις όχθες του ποταµού Έλβα και στην άγρια πανίδα και χλωρίδα της περιοχής.
Το 2012 η Vattenfall έκανε νέα αγωγή κατά της γερµανικής κυβέρνησης απαιτώντας αποζηµίωση ύψους 3,7 δισεκατοµµυρίων δολαρίων για διαφυγόντα κέρδη που σχετίζονται µε τη λειτουργία δύο πυρηνικών εργοστασίων της εταιρείας έπειτα από την απόφαση της Γερµανίας να προχωρήσει στη σταδιακή κατάργηση της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια µετά το τροµακτικό πυρηνικό δυστύχηµα στη Φουκουσίµα.
Οι δύο αγωγές της εταιρείας στηρίχθηκαν στο πλαίσιο που διέπει τη Συνθήκη για τον Ενεργειακό Χάρτη, η οποία περιλαµβάνει διµερείς συµβάσεις για την προστασία των επενδυτών.
3] Επενδυτές κατά της άρσης των ανισοτήτων του Απαρτχάιντ
Το 2007 Ιταλοί επενδυτές έκαναν αγωγή στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής στρεφόµενοι κατά του νόµου για την άρση των ανισοτήτων. Σύµφωνα µε τις προβλέψεις του Black Economic Empowerment Act , προβλέπονται συγκεκριµένα µέτρα για την άρση των ανισοτήτων που είχε επιβάλει το καθεστώς του Απαρτχάιντ αποκλείοντας ολοκληρωτικά από κάθε πεδίο της οικονοµικής ζωής οµάδες πολιτών µε κριτήριο φυλετικό. Για παράδειγµα, προβλέπει κίνητρα για την απασχόληση, την ανάπτυξη, την απόκτηση ιδιοκτησίας και γενικότερα την κοινωνικοοικονοµική ανάπτυξη. Οι Ιταλοί επενδυτές βάσει αυτής της νοµοθεσίας όφειλαν να δώσουν µέρος των µετοχών τους σε µαύρους επενδυτές. Η αγωγή στηρίχθηκε σε διµερείς επενδυτικές συµβάσεις που είχε υπογράψει η Νότιος Αφρική µε την Ιταλία και το Λουξεµβούργο και τελικά η υπόθεση έκλεισε το 2010 αφού οι Ιταλοί επενδυτές έλαβαν νέες άδειες που προέβλεπαν ότι θα διέθεταν εξαιρετικά µικρότερο ποσοστό από τις µετοχές τους.
4] Επενδυτές κατά παγώµατος τιµολογίων νερού – ηλεκτρικού
Πρόκειται για µια από τις πιο πολυσυζητηµένες και σκληρές δικαστικές διαµάχες µεταξύ της Αργεντινής και 40 εταιρειών, ανάµεσά τους 5 πολυεθνικών – κολοσσών που δραστηριοποιούνται στους τοµείς της ενέργειας και της διαχείρισης δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης.
Οι 40 εταιρείες προχώρησαν σε καταιγισµό αγωγών εκατοντάδων δισεκατοµµυρίων όταν η κυβέρνηση της Αργεντινής, στην προσπάθειά της να αντιµετωπίσει την οικονοµική ένδεια των πολιτών την περίοδο 2001-2002, αποφάσισε να παρέµβει και να «παγώσει» τα τιµολόγια του νερού και του ηλεκτρισµού.
Οι υπηρεσίες, όµως, κοινής ωφέλειας είχαν ιδιωτικοποιηθεί µε εντολή του ∆ΝΤ, µε αποτέλεσµα οι εταιρείες να καταθέσουν αγωγές εκατοντάδων δισεκατοµµυρίων ευρώ για διαφυγόντα κέρδη στηριζόµενες και πάλι σε διµερείς επενδυτικές συµβάσεις που τους προστάτευαν.
Πώς λειτουργεί το κλειστό κλαμπ
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελίτ που έχει δημιουργηθεί από δικηγορικές εταιρείες, επενδυτές και διαιτητές, για να μπορέσει να μεγαλουργήσει, βασίστηκε στην απουσία ενός δικαίου που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των διεθνών οικονομικών σχέσεων, αφού ούτε τα εθνικά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα αλλά ούτε υπάρχει διεθνές δικαστήριο που να ασχολείται με υποθέσεις διαφορών μεταξύ κρατών και ξένων ιδιωτικών εταιρειών.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, εδώ και δυο δεκαετίες με αιχμή τις δυτικές κυβερνήσεις και υπό την πίεση εταιρειών που έκαναν «επέλαση» στις αναπτυσσόμενες χώρες, στηρίχθηκε και τελικά επιβλήθηκε ένα σύστημα διεθνούς διαιτησίας για τις επενδύσεις με το επιχείρημα ότι πρόκειται για ένα δίκαιο και ουδέτερο σύστημα επίλυσης διαφορών το οποίο θα προστατεύει τις εταιρείες και τις επενδύσεις τους από τη διαφθορά και την προκατάληψη των εθνικών δικαστηρίων.
Για να επιτευχθεί το σύστημα διαιτησίας των επενδύσεων, απαιτείται η υπογραφή διμερούς σύμβασης, διεθνών επενδυτικών συμφωνιών που υπογράφονται μεταξύ κρατών και καθορίζουν τα δικαιώματα των επενδυτών στη χώρα που γίνεται η επένδυση.
Σε περίπτωση αντιδικίας τη διευθέτηση αναλαμβάνουν δικηγόροι που εκτελούν χρέη διαιτητών επενδύσεων και επί της ουσίας αποτελούν ή καλύτερα θα έπρεπε να αποτελούν τους θεματοφύλακες, τους εγγυητές του συστήματος. Ύστερα από δυο δεκαετίες, όμως, το αποτέλεσμα αυτού του συστήματος είναι ότι οι διεθνείς επενδυτικές συμφωνίες χρησιμοποιούνται από τις ισχυρές εταιρείες για να σύρουν στα δικαστήρια κυβερνήσεις εάν η πολιτική τους αλλάξει ακόμα και σε θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος σε περίπτωση που θεωρήσουν ότι οι αλλαγές επηρεάζουν τα κέρδη τους.
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι έχει αναπτυχθεί μια ιδιότυπη «βιομηχανία» αγωγών που για την κοινή γνώμη βρίσκεται ακόμα στο σκοτάδι και η οποία επωφελείται από την τρομακτική αύξηση της εκδίκασης τέτοιων υποθέσεων, αύξηση που είναι ευθέως ανάλογη με τον μεγάλο αριθμό διμερών επενδυτικών συμφωνιών που υπογράφονται αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία των δύο οργανώσεων, μόνο το 2011 έφτασαν τις 3.000.
Σύμφωνα με τους ερευνητές των δύο οργανώσεων, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτής της «βιομηχανίας» παίζουν οι διαιτητές που απέχουν πολύ από την εικόνα του παθητικού παράγοντα του επενδυτικού δικαίου. Πρόκειται, όπως αναφέρεται στην έκθεση, για υψηλού επιπέδου ενεργητικούς παίκτες, οι περισσότεροι με ισχυρές προσωπικές και εμπορικές διασυνδέσεις με πολυεθνικές εταιρείες και εξέχοντα ρόλο στον ακαδημαϊκό κόσμο, που υπερασπίζονται σθεναρά το διεθνές καθεστώς των επενδύσεων. Έτσι, αντί να λειτουργούν ως δίκαιοι και ουδέτεροι διαμεσολαβητές, επί της ουσίας δρουν για τη διαιώνιση του καθεστώτος του ιδιότυπου δικαίου των επενδύσεων, ενώ ιεραρχούν τα δικαιώματα των επενδυτών σε βάρος των δημοκρατικά εκλεγμένων εθνικών κυβερνήσεων και των κυρίαρχων κρατών.
Συγκοινωνούντα δοχεία
Το τρίγωνο της κλεπτοκρατίας λειτουργεί με τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, αφού δικηγόροι εταιρειών που έχουν συμβάλει στη σύνταξη των επενδυτικών συμφωνιών, μεταπηδούν και γίνονται διαιτητές ή αναλαμβάνουν θέσεις – κλειδιά σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες και αντίστροφα.
Τέτοιου είδους «µετεγγραφές» παρατηρούνται ακόµα και για συµβούλους που εργάζονταν για λογαριασµό κρατών και βρέθηκαν από την αντίπαλη πλευρά ως «εγκέφαλοι» των δυσβάσταχτων αγωγών.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, µια πολύ µικρή οµάδα δικηγόρων αλλάζει συνεχώς ρόλους δρώντας πότε ως διαιτητές, πότε ως σύµβουλοι και πότε ως µάρτυρας ο ένας στις υποθέσεις διαιτησίας του άλλου. Το γεγονός αυτό, επισηµαίνεται στην έκθεση, «έχει αυξήσει τους φόβους ακόµα και µέσα στον νοµικό κόσµο για σύγκρουση συµφερόντων». Στην έκθεση αναφέρεται σαφώς ότι οι διαιτητές έχουν την τάση να υπερασπίζονται τα δικαιώµατα των ιδιωτών επενδυτών και όχι του δηµόσιου συµφέροντος, «αποκαλύπτοντας µια εγγενή προ-εταιρική προκατάληψη. Αρκετοί επιφανείς διαιτητές ήταν µέλη διοικητικών συµβουλίων πολυεθνικών εταιρειών, συµπεριλαµβανοµένων και εταιρειών που έχουν στραφεί κατά αναπτυσσοµένων χωρών».
Σε πολλές περιπτώσεις, αναφέρουν οι επιστήµονες των δύο οργανώσεων, που η αντιδικία αφορούσε το δηµόσιο συµφέρον, όπως στην περίπτωση της Αργεντινής µε τα µέτρα που είχαν ληφθεί κατά της οικονοµικής κρίσης, οι διαιτητές περιορίστηκαν στο να τονίσουν τα διαφυγόντα κέρδη των εταιρειών ενώ «δικηγορικές εταιρείες µε εξειδικευµένα τµήµατα διαιτησίας αναζητούν κάθε ευκαιρία για να µηνύσουν χώρες και να ενθαρρύνουν αγωγές κατά των κυβερνήσεων που βρίσκονται σε κρίση, όπως πρόσφατα την Ελλάδα και τη Λιβύη, καθώς και την προώθηση της χρήσης των πολλαπλών επενδυτικών συνθηκών για να εξασφαλίσει τα καλύτερα πλεονεκτήµατα για τις επιχειρήσεις».
Παράλληλα, δικηγόροι που λειτουργούν ως σύµβουλοι κυβερνήσεων σε υποθέσεις επενδύσεων, συµπεριλαµβανοµένων των ελίτ της διαιτησίας, έχει παρατηρηθεί ότι προωθούν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων την υιοθέτηση της διαιτησίας από τα κράτη και στην προσπάθειά τους αυτή υποβαθµίζουν τον κίνδυνο που κρύβει αυτή η διαδικασία για µια χώρα.
Σύµφωνα µε την έκθεση, η ίδια αυτή κλειστή οµάδα χρησιµοποιεί την επιρροή της και λειτουργεί ως ισχυρό λόµπι και κατά οποιασδήποτε προσπάθειας αναµόρφωσης του διεθνούς επενδυτικού συστήµατος, ειδικά στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ κατάφεραν να αποτρέψουν αλλαγές που είχε προτείνει ο Οµπάµα την πρώτη φορά που εκλέχθηκε πρόεδρος. Όπως επισηµαίνουν οι ερευνητές, «το σύστηµα συγκοινωνούντων δοχείων υπάρχει και µεταξύ δικηγόρων επενδύσεων και κυβερνητικών στελεχών που χαράσσουν πολιτική η οποία ενισχύει ένα άδικο για τους πολίτες επενδυτικό καθεστώς». Έτσι, το αµαρτωλό αυτό τρίγωνο όχι µόνο επιδιώκει µε κάθε ευκαιρία να µηνύει και να οδηγεί στα δικαστήρια κυβερνήσεις, αλλά πρωτοστατεί και ενάντια σε κάθε προσπάθεια αναµόρφωσης του διεθνούς επενδυτικού συστήµατος.
Τα οικονοµικά του συστήµατος
Σύµφωνα µε τα στοιχεία που συνέλεξαν οι ερευνητές του CEO και του Transnational Institute, ο αριθµός των επενδυτικών υποθέσεων που έφτασαν σε διαιτησία εκτινάχθηκε τις τελευταίες δυο δεκαετίας από 38 υποθέσεις το 1996 σε 450 το 2011. Στα ύψη εκτινάχθηκε και το ποσό των διεκδικήσεων αφού, µόνο για την περίοδο 2009-2010, σε 151 υποθέσεις διαιτησίας οι εταιρικές απαιτήσεις κατά κρατών ξεπερνούσαν τα 100 εκατοµµύρια δολάρια. Το µέσο κόστος για µια νοµική διαφορά ανάµεσα σε έναν επενδυτή και ένα κράτος είναι 8 εκατοµµύρια δολάρια, ποσό που φτάνει ακόµα και τα 30 εκατοµµύρια δολάρια σε κάποιες περιπτώσεις. Οι δικηγορικές εταιρείες που αποτελούν την ελίτ του κλάδου χρεώνουν 1.000 δολάρια την ώρα για κάθε δικηγόρο τους που συµµετείχε στις οµάδες χειρισµού των υποθέσεων.
Το άκρως περίεργο είναι ότι η διεθνής βιοµηχανία διαιτησίας επενδύσεων κυριαρχείται από µια πολύ µικρή κοινότητα δικηγορικών εταιρειών και διαιτητών.
Όπως επισηµαίνεται στην έκθεση, τρεις δικηγορικές εταιρείες, σύµφωνα µε στοιχεία που οι ίδιες παρουσίασαν – Freshfields (Μ. Βρετανία), White & Case (ΗΠΑ) και King & Spalding (ΗΠΑ) -, χειρίστηκαν το 2011 τις 130 από τις συνολικά 450 επενδυτικές συµφωνίες που έφτασαν σε διαιτησία. Πολύ υψηλές αµοιβές απολαµβάνουν και οι διαιτητές, αφού έχει αναφερθεί σε µια, τουλάχιστον, περίπτωση, ποσό 1 εκατοµµυρίου δολαρίων. Και ο κλάδος αυτός αποτελεί µια κλειστή οµάδα αφού µόλις 15 διαιτητές, οι περισσότεροι από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, αποφάσισαν για το 55% όλων των γνωστών επενδυτικών συµφωνιών για τις οποίες υπήρξε νοµική διαµάχη!
Μια ιδιορρυθµία του συστήµατος είναι επίσης ότι τα δικαστικά έξοδα δεν χρεώνονται στον αντίδικο που έχασε την υπόθεση, αλλά επιµερίζονται και στα δυο µέρη, µε αποτέλεσµα οι φορολογούµενοι, χάσουν -κερδίσουν, να πληρώνουν εκατοµµύρια σε δικαστικά έξοδα.