Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί δε θέλουν τη νεολαία στο σχολείο: Μια σύντομη απάντηση στον υπουργό Παιδείας













Γιώργος Καλημερίδης
Το 1947, ο τότε καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (ΧΑΝ) και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών επί χούντας, Αμίλκας Αλιβιζάτος, έγραφε σε σχέση με τα τότε προβλήματα της “εθνικής μας παιδείας” ότι: “Η δημοτική και μέση εκπαίδευσις απολύτως πανεπιστημιακά προσανατολισμένη προητοίμαζε τη μαθητιώσαν νεολαίαν αποκλειστικώς δια το Πανεπιστήμιον, και τούτο επέμεινεν η μόνη ελπίς (επαγγελματική ελπίς) δια την σπουδάζουσαν νεολαίαν μας επί δημιουργία αφορήτου πληθωρισμού επιστημόνων δευτέρας και τρίτης ποιότητος”.1

Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος, με άρθρο του στα “Νέα” (21.12.2013) με το τίτλο “Το μεγάλο στοίχημα της εκπαίδευσης”, συνεχίζει τους προβληματισμούς του Αλιβιζάτου, ενός από τους βασικούς ιδεολογικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, γράφοντας: “Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο σχεδόν κάθε οικογένειας ήταν η εισαγωγή των παιδιών της στο Πανεπιστήμιο, και πολλές φορές, η μετέπειτα πρόσληψη στο δημόσιο τομέα (..) Δεν μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε να «παράγουμε» ανέργους πτυχιούχους, τη στιγμή που επαγγελματικοί κλάδοι ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Η υπεραπαραγωγή επιστημόνων, το υπερτροφικό Πανεπιστήμιο, η πτώση της ποιότητάς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω μαζικοποίησής της και η έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση είναι επιχειρήματα που καταγράφονται σε όλη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης τουλάχιστον από τα μέσα του 19ο αιώνα και μετά2. Τα συγκεκριμένα ιδεολογήματα ουδέποτε ασφαλώς αθώα και ουδέτερα ήταν. Στην πραγματικότητα το διακύβευμα τους ήταν πάντα πολιτικό και σχετιζόταν άμεσα με την προσπάθεια μετασχηματισμού ή εμπέδωσης, από την πλευρά της εκάστοτε αστικής πολιτικής εξουσίας, μιας ιδιαίτερης σχέσης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων με τη γνώση και την απασχόληση.
Πίσω από τις γενικές αναφορές στην οικονομική ανάκαμψη κρύβονταν οι ουσιαστικές πολιτικές στοχεύσεις της άρχουσας τάξης: η προώθηση μιας αριστοκρατικής αντίληψης για το σχολείο (μικρή αλλά “ποιοτική” μέση και ανώτερη εκπαίδευση), η νομιμοποίηση νέων εξεταστικών τεχνολογιών που αναπόφευκτα συνόδευαν τη σχετική συζήτηση, η επικύρωση των μορφωτικών ανισοτήτων ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των φυσικών κλίσεων και προδιαθέσεων των μεμονωμένων ατόμων και η δικαίωση του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και του διαχωρισμού διανοητικής–χειρωνακτικής εργασίας, μέσω φαινομενικά αντικειμενικών εξεταστικών δοκιμασιών ή ατομικών επιλογών. Ο σημερινός υπουργός Παιδείας είναι σε αυτό το σημείο αποκαλυπτικός, αν και ιστορικά καθόλου πρωτότυπος: “Το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους”.
Θα ήταν χρήσιμο ασφαλώς να μας εξηγήσει ο υπουργός γιατί τα “παιδιά που δε θέλουν να συνεχίσουν την τυπική μεταγυμνασιακή εκπαίδευση” προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την εργατική τάξη; Ή αντίστοιχα γιατί οι γόνοι της αστικής τάξης και των διάφορων μεσοαστικών στρωμάτων δεν έχουν αυτή τη φυσική κλίση προς πιο “πρακτικές” μορφές εκπαίδευσης; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ρητορικά, αλλά ουσιαστικά για την τρέχουσα εκπαιδευτική αντιπαράθεση. Το ζήτημα της πρόσβασης στη μόρφωση, όπως μας διδάσκει η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, ήταν πάντα και παραμένει ασφαλώς, ένα βαθύτατα ταξικό ζήτημα. Οι κλίσεις και οι προδιαθέσεις των μεμονωμένων ατόμων διαμορφώνονται μέσα στο συγκεκριμένο, κάθε φορά, πλαίσιο των αστικών σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Ας μη γελιόμαστε, επομένως, η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε μια ατελείωτη ειδική οικονομική ζώνη απαιτούν και προϋποθέτουν την ενδυνάμωση της ταξικής επιλογής στην εκπαίδευση και την επανεπικύρωση, με δυσμενέστερους για την εργατική τάξη όρους, των κοινωνικών ιεραρχήσεων στο πεδίο του σχολείου. Οι ιδεολογίες της “κοινωνίας της γνώσης” και η καθολική πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση λόγω “πληροφορικής επανάστασης” δυστυχώς μας τελείωσαν, λόγω καπιταλιστικής κρίσης, άρα πρέπει να επιστρέψουμε στην παλιά αριστοκρατική αντίληψη για την δημόσια εκπαίδευση: “κάθε κοινωνική τάξη, το σχολείο της”. Εδώ συναντιέται αναπόφευκτα ο κύριος Αρβανιτόπουλος με τον Αμίλκα Αλιβιζάτο.
Θα περίμενε κάποιος ότι ένας υπουργός που πριν μερικούς μήνες διάλυσε ουσιαστικά το υπάρχον τεχνικό-επαγγελματικό δίκτυο εκπαίδευσης, στέλνοντας στη διαθεσιμότητα 2.500 εκπαιδευτικούς να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Η νέα ωστόσο μνημονιακή ηγεσία του υπουργείο Παιδείας δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς και δηλώνει με τρομερή άνεση ότι υπάρχουν “επαγγελματικοί κλάδοι που ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Ζητούν τώρα επιτακτικά ή αναμένουμε να ζητήσουν; Αφήνουμε στην άκρη τους λεκτικούς ακροβατισμούς και την έλλειψη σαφήνειας στη διατύπωση, απαράδεκτο ελάττωμα προφανώς για πρώην πανεπιστημιακό που θέλει να αξιολογήσει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και πληροφορούμε τον υπουργό Παιδείας ότι το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα πλησιάζει, αν δεν έχει ξεπεράσει το 60% και ότι σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ το 16,9% των νέων έως 24 ετών δε βρίσκεται ούτε στην απασχόληση, ούτε στην εκπαίδευση ή κατάρτιση. H Ελλάδα τοποθετείται στις πρώτες θέσεις εντός της «ΕΕ των 28» αναφορικά με τους NEETs (young people not in education, employment or training), όπου με τον όρο NEETs, περιγράφεται ο νεανικός πληθυσμός μίας χώρας, ηλικίας 15 έως 24 ετών, που απέχει από κάθε διαδικασία εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, δηλαδή είναι «απών» από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους. Η ελληνική νεολαία βιώνει συνεπώς τον καιάδα του μορφωτικού και εργασιακού αποκλεισμού.
Με αυτή την εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα θέλει, ουσιαστικά, να “παίξει” ο υπουργός Παιδείας, καλλιεργώντας τη ψευδαίσθηση ότι η νεανική ανεργία οφείλεται στην έλλειψη σύνδεσης της εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου. Διαφορετικά διατυπωμένο, η νεανική ανεργία είναι για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και των συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών , αλλά της έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από την πλευρά των ανέργων. Μόλις αποκατασταθεί αυτή η αναντιστοιχία εκπαίδευσης – καπιταλιστικής οικονομίας, η αναπτυξιακή δυναμική θα επανέλθει στο φυσικό της δυναμισμό. Το δάχτυλο της εξουσίας στοχοποιεί τα θύματα και δικαιώνει ιδεολογικά τους θύτες.
Η σημερινή προώθηση της μαθητείας δεν σχετίζεται, όμως, με το δικαίωμα στην απασχόληση. Επιδιώκει να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τη νέα γενιά των αποκλεισμένων δεκαεξάχρονων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, χωρίς κανένα σοβαρό παιδαγωγικό πρόσχημα, τροφοδοτώντας την αγορά εργασίας με φτηνό εργατικό δυναμικό και αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης και της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο ιδεολογικός έλεγχος της νέας εργατικής δύναμης είναι ο στόχος και όχι η αποκατάσταση των προ κρίσης επιπέδων απασχόλησης. Χωρίς ασφαλώς να ξεχνάμε ότι η κατάρτιση είναι πάντα και μια αξιόλογη αγορά για τις διάφορες ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις. Ο κύριος υπουργός γνωρίζει πολύ καλά τον εκπαιδευτικό όμιλο “Ακμή” και όχι μόνο .
Η ηγεσία του υπουργείο Παιδείας θέλει να πιστεύει ότι τόσο εύκολα θα τελειώσει με τη νέα γενιά της εργατικής τάξης. Εμείς εκτιμούμε ότι από εδώ θα ξεπηδήσουν οι “νεκροθάφτες της αστικής αθλιότητας” που θα ανοίξουν ένα μεγάλο παράθυρο ελπίδας για όλη την ελληνική κοινωνία. Ας μη βιάζονται επομένως, το μέλλον διαρκεί πολύ...
1. Αλέξης Δημαράς (2005) “Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε” τόμος β. Εκδ. Εστία.
2. Ενδεικτικά οι εξαιρετικές εργασίες του Χ. Νούτσου “Προτείνω την απόλυσιν” εκδ. Βιβλιόραμα και “Ιδεολογία και Εκπαιδευτική Πολιτική” εκδ. Θεμέλιο.