Όλοι μιλάνε για το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, θεωρώντας την περικοπή των δημοσίων δαπανών, άρα και των ψηγμάτων κοινωνικής πολιτικής, προϋπόθεση για τη μείωσή του και το συμμάζεμα των δημοσιονομικών. Τι γίνεται όμως με το εξίσου δυσθεώρητο ιδιωτικό χρέος, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η ευημερία των καπιταλιστικών κοινωνιών τις προηγούμενες δεκαετίες;
Του ΜΩΥΣΗ ΛΙΤΣΗ
Η αδυναμία αποπληρωμής των ιδιωτικών χρεών(νοικοκυριά, επιχειρήσεις) που συσσωρεύτηκαν κυρίως τη δεκαετία του ευρώ και του φθηνού δανεισμού στα περισσότερα κράτη μέλη της ευρωζώνης, εγκυμονεί μία ακόμη ωρολογιακή βόμβα για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Παράλληλα η υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων θέτει για μία ακόμη φορά το ζήτημα της σχέσης μεταξύ πίστης και ανάπτυξης στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η χορήγηση πιστώσεων ήταν από τις απαρχές του καπιταλισμού, την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης, βασικός μοχλός ανάπτυξης και ανάληψης ρίσκου για τις δραστηριότητες της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων που ξανοίγονταν στα πέρατα του κόσμου.
Σήμερα η μαζική χορήγηση πιστώσεων έχει βασικό κίνητρο τη διατήρηση της καταναλωτικής ευμάρειας(πριν την κρίση) και τη δημιουργία χρηματιστηριακών φουσκών μέσω των οποίων συντηρείται η όποια ανάπτυξη. Τα καταναλωτικά και πάσης φύσεως άλλα δάνεια-όλοι θυμόμαστε πως χτύπαγε το τηλέφωνο πριν την κρίση από εκπροσώπους πρόθυμων τραπεζών να «βοηθήσουν» με παροχές πιστωτικών καρτών κλπ-λειτουργούσαν ως «αποζημίωση» για τη συνεχή καθήλωση των εισοδημάτων στον αναπτυγμένο κόσμο. Πώς να αγοράσεις σπίτι, αυτοκίνητο και υπηρεσίες, πώς να αναπτύξεις τη δραστηριότητα της επιχείρησής σου(ειδικά μιας «ελληνικού» τύπου μικρομεσαία επιχείρηση), χωρίς πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, ο οποίος δινόταν αβέρτα τις εποχές των παχιών αγελάδων;
Τα Ερωτήματα του...Εκόνομιστ
«Υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν για όλα αυτά τα κρατικά ομόλογα που αγόρασαν οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια. Αλλά τα βασικότερα αμφιλεγόμενα περιουσιακά στοιχεία που έχουν κρυφτεί κάτω από το χαλί της Ευρώπης είναι ιδιωτικά: επισφαλή δάνεια που δόθηκαν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις», έγραφε χαρακτηριστικά προ ημερών ο «Εκόνομιστ»(26/10/2013).
«Η Ευρώπη θεωρούνταν πάντοτε ότι αντιμετωπίζει μία κρίση δημόσιου χρέους και όντως είναι έτσι. Αλλά οι αιτίες τη ευρώ-καταστροφής δεν οφείλονται τόσο στην κυβερνητική ανηθικότητα όσο στον υπερβολικό ιδιωτικό δανεισμό».
Το ιδιωτικό χρέος(επιχειρήσεις και νοικοκυριά) στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, ξεπερνούσε το 200% του ΑΕΠ πριν την κρίση και ήταν μεγαλύτερο από αυτό αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών όπως οι ΗΠΑ(175%) και η Βρετανία(205%).
Το πρόβλημα με το χρέος των επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερο στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία, όπου όπως το ίδιο το ΔΝΤ αναφέρει, το 50%, το 40% και το 30% του χρέους αντίστοιχα, οφείλεται από επιχειρήσεις οι οποίες αδυνατούν πλέον να ξοφλήσουν του τόκους με βάση τα προ φόρων έσοδά τους. Ως εκ τούτου οι επιχειρήσεις αυτές αδυνατούν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. «Πρόκειται για επιχειρήσειςZόμπι, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτές στην Ιαπωνία τη δεκαετία του ‘90».
Το χρέος των νοικοκυριών είναι ιδιαιτέρως μεγάλο στην Ιρλανδία-ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ, αλλά και στην Ολλανδία, χώρα που έχει «χαρτογραφηθεί» από τους διεθνείς οργανισμούς ως πιθανή εστία μιας νέας διεθνούς οικονομικής αναταραχής, λόγω της εκεί στεγαστικής φούσκας.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ορίσει ως μη βιώσιμο το ιδιωτικό χρέος που ξεπερνά το 160% του ΑΕΠ. Ο Εκόνομιστ θεωρεί ως πιο ρεαλιστικό ένα ποσοστό της τάξης του 200% του ΑΕΠ. Ποσοστό το οποίο ξεπερνούν πολλές χώρες μέλη της ευρωζώνης όπως για παράδειγμα η Ολλανδία, όπου το ιδιωτικό χρέος ξεπερνά το 220% του ΑΕΠ, λόγω του ότι τα ολλανδικά νοικοκυριά χρωστούν πάρα πολλά σε στεγαστικά δάνεια-το χρέος των νοικοκυριών ανέρχεται σε 128% του ΑΕΠ.
Στη μικρή Μάλτα το ιδιωτικό χρέος αγγίζει το 220% του ΑΕΠ, στην Κύπρο και την Ιρλανδία-χώρες που «διασώθηκαν» λόγω του προβλήματος του δημόσιου χρέους από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ- το ιδιωτικό χρέος ξεπερνά το 300% του ΑΕΠ. Στην Πορτογαλία ανέρχεται σε 255%, στην Ισπανία σε 215%.
Φυσικά η πολιτική της σκληρής λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία της καγκελαρίου Μέρκελ, επιτείνει το πρόβλημα. Χωρίς ανάπτυξη δεν παράγονται εισοδήματα. Χωρίς εισοδήματα δεν μπορούν να ξοφληθούν τα δάνεια, χωρίς την εξόφληση των δανείων η οικονομική θέση των τραπεζών είναι επισφαλής, τα νοικοκυριά επιβαρύνονται με το κόστος διάσωσης το οποίο γίνεται αποκλειστικά από χρήματα των φορολογουμένων και όχι από κεφάλαια των μετόχων και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται…
Αμερικανό-γερμανικές αντιθέσεις
Με αυτό το υπόβαθρο και την ανησυχία ότι η κρίση του ευρώ θα επανέλθει σύντομα με νέα δριμύτητα, ξέσπασε ο αμερικανό-γερμανικός πόλεμος. Όχι αυτός των παρακολουθήσεων, με Ευρωπαίους και Αμερικανούς να καμώνονται την αθώα περιστερά μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις, αλλά ο άλλος: Οι ευθείς βολές της Ουάσιγκτον κατά της οικονομικής πολιτικής του Βερολίνου, καθώς οι Αμερικανοί έχοντας «εξαντλήσει» τα δισεκατομμύρια δολάρια που τύπωνε αφειδώς η Fed από το 2008 μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων, πιέζει τη Γερμανία να ξοδέψει τα πλεονάσματά της για να πάρει μπρος η ευρωπαϊκή και κατ’ επέκταση αμερικανική οικονομία.
«Η αμερικανική απόφαση να αναφέρει ανοικτά τη Γερμανία στην έκθεση, δείχνει τη βαθιά απογοήτευση που υπάρχει σχετικά με τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης μεταξύ των διαμορφωτών της διεθνούς πολιτικής, οι οποίοι βρίσκουν πολύ δύσκολο το πώς χώρες της περιφέρειας όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν αν η Γερμανία δεν δημιουργήσει ζήτηση για τις εξαγωγές τους», έγραφαν οι «Financial Times»(31/10/2013), σχολιάζοντας την είδηση ότι έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών κατηγορεί ευθέως τη Γερμανία για την ακολουθούμενη αδιέξοδη πολιτική στην ευρωζώνη.
«Η Γερμανία διατήρησε ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών καθ' όλη τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην ευρωζώνη και το 2012, το ονομαστικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Κίνας», γράφει η έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
«Η ισχνή αύξηση της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία και η εξάρτηση από τις εξαγωγές, έχει πλήξει την εξισορρόπηση σε μία περίοδο που άλλες χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται υπό τρομερή πίεση να περιορίσουν τη ζήτηση και να συμπιέσουν τις εισαγωγές για να προσαρμοστούν».
Με άλλα λόγια αντί της περιώνυμης σύγκλισης που θα έφερνε η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση, δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Εκεί βρίσκεται η καρδιά του σημερινού προβλήματος της ευρωπαϊκής κρίσης. Οι χώρες με πλεονάσματα(πχ. Γερμανία) πρώτα υπερχρέωσαν μέσω των τραπεζών τους τις αδύναμες οικονομικά χώρες όπως η Ελλάδα, επαινώντας μέχρι προ τίνος τις οικονομικές επιδόσεις «ντριμ τιμ» ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του 4% και ύστερα ζητούν από τον κόσμο «που ζει πάνω από τις δυνατότητες του» να πληρώσει τα σπασμένα, στο όνομα μιας υποτιθέμενης μελλοντικής… ανάπτυξης.
Πηγές: