Για τρεις μέρες κυριάρχησε στην πολιτική ζωή η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ολοκληρώθηκε όπως ήταν αναμενόμενο με την καταψήφιση της από τη βουλή, σχεδόν χωρίς απώλειες από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που στηρίζουν την κυβέρνηση. Κατά τη διαδικασία αυτή τέθηκαν από πολλές πλευρές πλήθος ερωτημάτων: Για ποιο λόγο κατατέθηκε; Τι επεδίωκε η αξιωματική αντιπολίτευση; Είχε υπόνοιες ότι ήταν δυνατό να ανατραπεί η κυβέρνηση με την ψήφο της βουλής; Σε τελική ανάλυση τι απέδωσε στο κόμμα που την κατέθεσε ή στα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση;
Φυσικά θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ περίμενε καταψήφιση και πτώση της κυβέρνησης. Εκτός του γεγονότος ότι ποτέ αυτό δεν συνέβη μετά τη δικτατορία, δεν υπήρχαν και οι ελάχιστες ενδείξεις γι' αυτό, ούτε οι όποιες προϋποθέσεις. Στην καλύτερη περίπτωση να επεδίωκε αφενός μεν να πιέσει για ταύτιση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και κάποια όξυνση των αντιθέσεων που αναπτύσσονται από ένα τέτοιο ενδεχόμενο στο εσωτερικό των δύο κομμάτων, να αναγκάσει τους βουλευτές και των δύο κομμάτων που δηλώνουν δυσαρεστημένοι, διαφοροποιημένοι, ή οτιδήποτε άλλο να ταυτιστούν με την κυβέρνηση. Τώρα αν αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφέρει το ΣΥΡΙΖΑ ή όχι είναι άλλο ζήτημα και αφ’ ετέρου να αναγκάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης που κρατούν μεσοβέζικη στάση απέναντι στην κυβέρνηση να πάρουν ανοιχτά θέση στηρίζοντας ή καταψηφίζοντας την με φανερό στόχο να οξυνθεί η αντιπαράθεση στις γραμμές τους. Στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται κυρίως για τη ΔΗΜΑΡ. Τα αποτελέσματα της πρότασης δυσπιστίας σε αυτούς τους τομείς θα φανούν ολοκληρωμένα το επόμενο διάστημα.
Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε και αυτές τις πλευρές, αυτές τις κοινοβουλευτικές τακτικές κινήσεις και επιδιώξεις, θεωρούμε όμως ότι είναι ήσσονος σημασίας. Το κύριο είναι αν με την τριήμερη συζήτηση και τις στοχεύσεις της γίνεται ένα βήμα μπροστά στο να συνειδητοποιήσει ο εργαζόμενος λόγος καλύτερα την κατάσταση, να ξεπεράσει την απογοήτευση του που οδηγεί μεγάλο τμήμα του σε ιδιώτευση, να δυναμώσει ο αγώνας εναντίον της κυβέρνησης, της τρόικας και της πολιτικής που εφαρμόζουν και να διεκδικηθεί η ανατροπή της πολιτικής αυτής. Κάτι τέτοιο σε καμιά περίπτωση δεν συνέβη, όπως δεν συνέβη και σε ολόκληρη την περίοδο από τις εκλογές του 2012 και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν πρόκειται να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ανάπτυξη του κινήματος και των αγώνων, στην κινητοποίηση του λαού. Εξάλλου ο Α. Τσίπρας το είπε καθαρά στη βουλή: Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να ακυρώσει το μνημόνιο, μπορεί να το ακυρώσει ο λαός με την ψήφο του. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά προσπάθεια, καμιά πρόθεση να αναπτυχθεί το εργατικό και το λαϊκό κίνημα και οι αγώνες. Όλα υποτάσσονται στην αύξηση των ψήφων και στην επιδίωξη της νίκης στις εκλογές. Όλα πρέπει να υποταχθούν στην ανατροπή υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ της ισορροπίας μεταξύ του και της ΝΔ, που εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις καιρό τώρα, μια ισορροπία των δύο κομμάτων σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Οι λόγοι που κινείται η ΝΔ σε πολύ χαμηλά επίπεδα είναι κατανοητοί. Είναι οι τεράστιες ακροβασίες της μετά το 2009 και ιδιαίτερα η καταστροφική για τον εργαζόμενο λαό πολιτική που ακολουθεί και θα ακολουθήσει και στο μέλλον αν εκλεγεί. Θεωρούμε όμως ότι και για το ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανείς οι λόγοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ δύο δρόμους έχει για να επιδιώξει την εκλογική νίκη. Είτε να πείσει με την τακτική του ευρύτερα τμήματα των ενδιάμεσων μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που δυσπιστούν και φοβούνται, όπως και τμήματα του κεφαλαίου και του ξένου παράγοντα ότι η νίκη του δεν θα φέρει ανατροπές, αλλά θα είναι σε λογικά και αποδεκτά πλαίσια, είτε με μια ξεκάθαρη πολιτική γραμμή, χαράσσοντας ριζοσπαστική και φιλολαϊκή προοπτική να επιδιώξει τη συσπείρωση ευρύτατων τμημάτων της εργατικής τάξης και των εργαζομένων που συνθλίβονται και μαζί πολιτικών συσπειρώσεων και συλλογικοτήτων που υπήρχε και υπάρχει δυνατότητα να συσπειρωθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Είναι φανερό ότι ο Α. Τσίπρας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξαν εδώ και καιρό το πρώτο δρόμο. Να διεκδικήσουν την κυβέρνηση με τις ευλογίες ή την ανοχή του αστικού κατεστημένου που πλέον δεν μπορεί να στηρίζεται μονοσήμαντα στη Ν.Δ. και τους συμμάχους της και έχει απόλυτη ανάγκη από ένα δεύτερο κομματικό σχηματισμό για να λειτουργήσει η εναλλαγή στην κυβέρνηση και ο εγκλωβισμός του εργαζόμενου λαού.
Αυτή η επιλογή φυσικά προϋποθέτει και την αντίστοιχη πολιτική γραμμή και θέσεις, πολιτική αποδεκτή ή έστω ανεκτή από το κεφάλαιο και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Αυτή την πολιτική σταδιακά διαμορφώνει, όχι χωρίς αντιστάσεις και συγκρούσεις και χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμη, από πριν τις εκλογές του 2012 ακόμη. Από την καταγγελία και τη μονομερή απόρριψη του μνημονίου η ηγεσία του πέρασε στη διαπραγμάτευση και τη συμφωνία με τους δανειστές και την ΕΕ, από τη μονομερή διαγραφή του χρέους πέρασε στην επιδίωξη της διαγραφής από τους δανειστές κάποιου μέρους του, από την ακύρωση όλων των μέτρων που πήραν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στη σταδιακή τροποποίηση τους και όλα αυτά μέσα στην ευρωζώνη και στην ΕΕ όχι σε σύγκρουση μαζί τους, αλλά σε αγαστή συμφωνία και σύμπνοια.
Το περιεχόμενο της ομιλίας του Α. Τσίπρα στη βουλή είναι ενδεικτικό των προσανατολισμών της ηγεσίας του. Θα αναφέρουμε ορισμένες πλευρές. Κεντρική θέση σε όλη του την ομιλία έχει η προσπάθεια να μειώσει και να απαξιώσει τον πρωθυπουργό με βασικό μοτίβο «αποτύχατε σε όλα, φύγετε» και φυσικά η όλη στάση του Αντώνη Σαμαρά απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν απαράδεκτη, στάση και συμπεριφορά που ταιριάζουν σε γήπεδο. Τίθεται όμως το ερώτημα αν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του απέτυχαν ή υλοποίησαν ακριβώς τους στόχους που είχαν θέσει;
Σε καμιά περίπτωση δεν αρνήθηκε ο Α. Τσίπρας και δεν κατήγγειλε τις βασικές απαιτήσεις της τρόικας απέναντι στη χώρα και το λαό. Η τοποθέτησή του ήταν: Βρισκόμαστε σε ύφεση ή σε μη βιώσιμη ανάπτυξη, δεν μπορεί η ελληνική οικονομία να πληρώσει ούτε ένα ευρώ για τόπους και χρεολύσια…. Χρέος αυτών που κυβερνούν είναι πρωτίστως να μην πεθαίνει ο κόσμος από την πείνα, να μπορούν να εμβολιαστούν όλα τα παιδιά στα σχολεία. Χρειάζεται μια κυβέρνηση που θα πράξει το αυτονόητο. Θα ακυρώσει όλους τους μνημονιακούς νόμους και θα ψηφίσει νέους που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Όταν δηλαδή κατά τον Α Τσίπρα η οικονομία της χώρας ανακάμψει σ' ένα βαθμό και η πείνα και η εξαθλίωση απομακρυνθούν κάπως, τότε θα υλοποιήσει η χώρα τις υποχρεώσεις της απέναντι στους διεθνείς τοκογλύφους. Τότε θα ψηφίσει νέους νόμους ώστε να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Όλοι αντιλαμβανόμαστε τι είδους ανάκαμψη και παραγωγική ανασυγκρότηση εννοεί και υπέρ τίνων θα λειτουργήσει αυτή. Σε καμιά περίπτωση υπέρ των εργαζομένων, αντίθετα, όλα θα υπηρετούν τα κέρδη και τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Άλλωστε αυτή την ανάπτυξη και αυτή την παραγωγική ανασυγκρότηση τη ζήσαμε δεκαετίες τώρα.
Ενδιαφέρον έχει η απάντηση του στο ερώτημα της κυβέρνησης, που είναι και ερώτημα όλων «που θα βρείτε τα λεφτά». Ποιος θα πληρώσει δηλαδή το κόστος της εξόδου από την κρίση με βάση την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση του ήταν αφοπλιστική. «Αυτοί που τα φάγανε μαζί ρωτούν πού θα βρούμε τα λεφτά» και στη συνέχεια απαριθμεί: Από το λαθρεμπόριο των καυσίμων και των τσιγάρων, από τα πλαστά τιμολόγια, από χαριστικές κυβερνητικές πράξεις υπέρ του κεφαλαίου, από διάφορα σκάνδαλα κ.λπ. Τίποτε άλλο. Σε τελική ανάλυση φτάνει ο περιορισμός της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και της ρεμούλας για να ανακάμψει και να βγει από την κρίση η χώρα. Ποιά κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν μίλησε για όλα αυτά και φυσικά τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε καλά. Μόνο μια ορισμένη μείωση της κλοπής των δημοσίων οικονομικών και όλα θα μπουν στον ίσιο δρόμο. Φτάνουν όμως για να χρηματοδοτηθεί η πολιτική που θα ανορθώσει το λαϊκό εισόδημα, θα στηρίξει την παιδεία και την υγεία, θα χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια και τους δήμους, θα αυξήσει τις συντάξεις στις εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους συνταξιούχους και θα δώσει επιδόματα στο ενάμισι εκατομμύριο ανέργους; Μόνο αν πληρώσουν οι έχοντες, οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, οι εφοπλιστές και οι μεγαλοεισαγωγείς κ.λπ., μόνο τότε μπορεί να χρηματοδοτηθεί η έξοδος από την κρίση υπέρ του λαού. Αυτούς όμως ο Α. Τσίπρας, τουλάχιστον ένα μέρος τους, επιδιώκει να τους προσελκύσει ως συμμάχους και υποστηρικτές του για να έρθει στην κυβέρνηση. Φιλολαϊκή πολιτική και προστασία και αύξηση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου δεν συμβιβάζονται. Ή θα πληρώσει την κρίση το κεφάλαιο ή ο εργαζόμενος λαός.
Όσον αφορά τις αιτίες της κρίσης ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του: Ξέρετε τη χώρα δεν την έριξαν στο βράχια μονάχα οι κυβερνήσεις, αλλά και αυτοί που κυβερνούσαν τόσα χρόνια χωρίς να φαίνονται. Είναι το τρίγωνο της αμαρτίας: Χρεοκοπημένες τράπεζες που στηρίζουν χρεοκοπημένους καναλάρχες για να στηρίξουν τη χρεοκοπημένη πολιτική. Να λοιπόν ποια είναι η πηγή της κακοδαιμονίας, οι τράπεζες και οι καναλάρχες που στηρίζουν την εφαρμοζόμενη πολιτική και τα κόμματα που την ασκούσαν. Ως εκεί, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει το σύνολο της αστικής τάξης που θησαύρισε από τον ιδρώτα του λαού δεκαετίες τώρα, δεν υπάρχει η ΕΕ και η ευρωζώνη, που λειτουργώντας απέναντι στη χώρα ως ιμπεριαλιστές επικυρίαρχοι απομύζησαν τεράστιους πόρους υπέρ των πολυεθνικών και των ιμπεριαλιστικών κρατών, δεν υπάρχει το τεράστιο χρέος της χώρας που χρόνια τώρα απομυζά αμύθητους πόρους για την εξυπηρέτηση του, δεν υπάρχουν οι υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ κατά πρώτο και κύριο λόγο που λειτουργούν ως θηλιά στο λαιμό του λαού κ.λπ. Όλα αυτά ο Α. Τσίπρας θέλει να τα ξεχάσει, δεν θέλει να τα βάλει στο τραπέζι. Θέλει να βλέπει μόνο πολιτική και οικονομική διαφθορά και κατασπατάληση για να έχει τη δυνατότητα να απαντά με μια εκδοχή περισσότερο τίμιας διαχείρισης. Διότι η απάντηση με ολοκληρωμένο τρόπο για τις αιτίες που οδήγησαν τη χώρα ως εδώ σημαίνει την ανάγκη ολοκληρωτικής ρήξης με το καπιταλιστικό προσανατολισμό της χώρας. Αυτό όμως δεν είναι αριστερή πολιτική, αλλά μια εκδοχή διαχείρισης λιγότερο νεοφιλελεύθερη ίσως από αυτή της κυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και μάλιστα με την έγκριση της Κομισιόν και της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας.
Από την τοποθέτηση του Α. Τσίπρα στη βουλή αλλά και παλιότερες τίθεται μείζον θέμα για την αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστούν οι θέσεις που διατυπώνει για την ανάγκη σύγκρουσης με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, για εθνικοποιήσεις, για έξοδο από την ευρωζώνη στην προοπτική εξόδου από την ΕΕ, έστω με δειλό τρόπο και όχι ξεκάθαρα, με την πολιτική γραμμή που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Και για πόσο καιρό μπορεί να γίνεται αυτό; Πόσο μπορεί η προοπτική της εκλογικής νίκης και της εισόδου στην κυβέρνηση να συγκαλύπτει τις αντιθέσεις και να συντηρεί την υπομονή και τις αντοχές, όταν η υπόσκαψη του κύρους της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη γεγονός.
Από τα άλλα κόμματα - ΔΗΜΑΡ και Ανεξάρτητοι Έλληνες- δεν μπορεί να απαιτήσει κανείς ένα καθαρό φιλολαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό λόγο. Είναι πέρα από το χαρακτήρα και την πολιτική τους. Εντύπωση όμως προκαλεί η τοποθέτηση της επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ. Ενώ σωστά χαρακτηρίζει την πρόταση μομφής και τη στόχευση της δεν αναφέρει το παραμικρό, δεν δίνει την παραμικρή απάντηση στους εργαζόμενους της χώρας ποιά είναι η διέξοδος, ποιος είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν, ποια πρακτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν από την επόμενη κιόλας μέρα, ώστε να δυναμώσουν αγώνες και η αποτελεσματικότητά τους, να ανέβει η συσπείρωση και η ενότητα των εργαζομένων, ώστε να αμφισβητήσουν την πολιτική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του. Γιατί δεν είναι λύση, ή μάλλον είναι ουτοπική η πρόσκληση να συσπειρωθούν εργαζόμενοι τώρα κιόλας γύρω από το ΚΚΕ, να παραμερίσουν τις απόψεις, τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και τις διαφωνίες με το ΚΚΕ και να αποδεσμευτούν από τα κόμματα τους, για να επιδιωχθεί στο μέλλον η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική προοπτική της χώρας. Με αυτή την τακτική η ηγεσία του ΚΚΕ απογοητεύει περισσότερο το λαό, στρώνει το έδαφος για την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και ενισχύει την κρίση στο ίδιο το κόμμα
Η λύση δεν βρίσκεται σε τακτικές που κινούνται εντός των ορίων της αποδοχής του κεφαλαίου ή του μοναχικού δρόμου της συσπείρωσης για τη διεκδίκηση της επαναστατικής ανατροπής. Βρίσκεται στην πλατεία συσπείρωση της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, εναντίον του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των συμμάχων του και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών σε ενιαίο μέτωπο στη βάση του αγώνα για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου και την έξοδο από την κρίση υπέρ του λαού, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για βαθιές αλλαγές με προοπτική το σοσιαλισμό. Ενιαίο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που διεκδικεί την επιβίωση του λαού, αντιμάχεται την κυριαρχία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για ριζικές αλλαγές και κατευθύνει σε τελική ανάλυση την πάλη στην ανατροπή του καπιταλισμού. Όλες οι άλλες πρακτικές που ζήσαμε οδηγούν από τον ένα ή τον άλλο δρόμο στην απογοήτευση του λαού και στη στερέωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Π. Μ.
http://ergatikosagwnas.gr/EA