Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Οι μικρομέγαλοι


       
Μάταια προσπαθώ να κουλαντρίσω εντός μου ότι τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που δικαιούνται όλα κι όλα σε τούτη τη ζωή, νέα παιδιά τα δαπανούν για να εκφράσουν αγανάκτηση απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Δυσκολεύομαι που τα βλέπω να βγαίνουν στην τηλεόραση και να διηγούνται «το δράμα τους», για να ταΐσουν τελικά την ανησυχία της Όλγας Τρέμη –όχι όμως την ανησυχία της για το ακαδημαϊκό εξάμηνο, όπως διατείνεται, αλλά την ανησυχία της για πρόσθετες ρυτίδες, που αίφνης εξ αυτού της αναλογούν, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας.
Ύστατη παρηγοριά μου η ελπίδα ότι, όταν σβήνουν τα φώτα, τα παιδιά αυτά, δεν μπορεί, ξεκαρδίζονται και πάνε γι άλλα… Αλλά δεν τα κόβω για τέτοια, δυστυχώς.
Είναι τα πρωτότοκα του φόβου. Τα εκμεταλλεύονται εκείνοι ακριβώς που επέβαλαν τις φοβικές συνθήκες, και τους τον ενέσπειραν. Και τι κρίμα… Ο φόβος που τους ενέσπειραν τα νίκησε πολύ νωρίς: Αν, όπως λένε, θέλουν πράγματι να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους μιαν ώρα αρχύτερα, είναι μόνο για να σπεύσουν να διεκδικήσουν μια συνθηκολογημένη θέση μέσα του –ει δυνατόν επίζηλη κιόλας.
Αλλοίμονο, δεν προβλέπεται, όμως, πια γι αυτά μια τέτοια θέση. Περιέργως, δεν ακούν που τους το ξεκαθαρίζουν οι ίδιοι εκείνοι, που τους παρέχουν ευκαιριακά το σύντομο και πρόσκαιρο βήμα της διαμαρτυρίας τους. Ούτε καν βλέπουν γύρω τους. Μόνο τα τυφλώνει η εκπνοή ενός μικροαστικού αταβισμού, που βιώνουν ως επαγγελματική αγωνία –θεατρική όμως και τούτη, από στήθους.
Εντούτοις, σαν ηχογραφημένος υποβολέας που ήδη βγήκε στη σύνταξη, ένα-ένα το καθένα τους συντηρούν τα υπολείμματα ενός πεθαμένου μικροαστού που τρέφεται ακόμα και μετά θάνατον με υποσχέσεις, και πιστεύει μέσα από το μνήμα ότι, αφού αυτές δίνονται δημόσια με τη μορφή ενός πτυχίου ή και μιας δημόσιας δήλωσης, ίσως να τηρηθούν κάποια στιγμή, στο εξής έστω χάρη στη θεά τύχη, αν συμβεί αυτή να κλείσει πονηρά το μάτι…
Σε πρόωρη γήρανση από την αποχύμωση, λοιπόν, προβάλλουν αδαμιαία ως αυτονόητο ίνδαλμά τους τον απόλυτα παραδομένο άνθρωπο που, όταν κοιτάζει γύρω του, δεν βλέπει στους προδομένους της τάξης του παρά οχλήσεις της δικής του… ευάλωτης μετριότητας.
Και όπως το υπό απόσυρση πρότυπο, έτσι και οι απόγονοί του παραμυθιάζονται, ετεροχρονισμένα αυτοί αλλά πεισματικά, ότι ισόβιος φόβος και ισόβια μετριότητα μπορούν ακόμα και σήμερα να διασκεδασθούν μ’ ένα πιστοποιητικό, πλέον λιγότερο χρήσιμο απ’ όσο το χαρτί του αστίατρου για τα κορίτσια, που παίρνουν την απόφαση και βγαίνουν, όσα ποτέ, στο πεζοδρόμιο!
Το ευτύχημα, ωστόσο, δεν είναι ότι είναι λίγα αυτά τα παιδιά της κάλπικης φοιτητικής αγωνίας, αλλά ότι είναι πάντως αρκετά, ώστε τα πιο θαρραλέα ανάμεσά τους, τουλάχιστον εκείνα που για μια φευγαλέα στιγμή βρήκαν το σθένος, παραμέρισαν τις συγγενείς αναστολές τους και βγήκαν δημόσια με το θάρρος της νιότης τους, ν’ ανακαλύψουν, εξίσου νωρίς με το φόβο, και την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης.
Είναι βέβαιον ότι τους μέλλει να την αποζητήσουν την αλληλεγγύη, διότι με τέτοια θάρρετα που παίρνουν σε μια κοινωνία κατατρομαγμένη θα την χρειασθούν –την ίδια αλληλεγγύη, εννοείται, που προς το παρόν τόσο επιδερμικά υποτιμούν, απαξιώνουν, περιφρονούν και προσπερνούν με απάθεια και αμεριμνησία· την ίδια αλληλεγγύη που με ξέχειλη εγωπάθεια και ιδιοτέλεια στερούν ψυχρά από τους απεργούς και τους την αρνούνται, καθώς πολύ άδικα και αλόγιστα τους καταμαρτυρούν το ήδη κλεμμένο μέλλον τους.
Το δυστύχημα όμως είναι ότι, δαπανώντας έτσι κακόφωνα τα λίγα τους λεπτά δημοσιότητας, τούτοι οι κακέκτυποι και άχαροι Μπέντζαμιν Μπάτον των ημερών μας, ταυτοχρόνως καίνε και χαραμίζουν της ζωής τους το κομμάτι το πιο γλυκό –όσο και άκρως δυσαναπλήρωτο: Την αυθεντική δικαιολογία που πηγαίνει με την ηλικία τους, σαν την αναπολήσουν κάποτε…