Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Στα σκαλάκια

Art work Alex Ferreira

της Αννίτας Λουδάρου

Κρατούσα σφιχτά το βιβλίο που είχα μόλις αγοράσει. Περνώντας έξω από το νοσοκομείο είδα τον Γιάννη τον Αλβανό ψιλικατζή να κάθεται στα σκαλάκια έξω από το ψιλικατζίδικο. Με κέρασε τσιγάρο. Κάπνιζε κι αυτός. Μια καθαρή εικόνα ανθρώπου της βιοπάλης.

- Εσύ βρε Γιάννη αφού είσαι Αλβανός πως λέγεσαι Γιάννης ;
-Τι να σου πω ξέρω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια το συνήθισα κι εγώ.

Κουβέντα στην κουβέντα φθάσαμε στα ψυχικά βάρη του ανθρώπου. Γενικά στην αρχή. Τα προβλήματα και τ΄αδιέξοδα μας. Πρώτα μιλήσαμε για τα δικά μου. Που ήμουν αυτή που είχα την δυνατότητα να περπατώ αγκαλιά μ΄ενα βιβλίο. Ενώ εκείνος από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μέσα σε λίγα τετραγωνικά, άπλωνε τα χέρια του παίρνοντας λεφτά και δίνοντας πράγματα. Που και που μονάχα καθόταν στα σκαλάκια. Το έβρισκε άδικο αυτό. Το παραδέχτηκε. Παραδέχτηκε επίσης πως δεν είχε φίλους να μιλήσει γι΄όλα αυτά. Γιατί χωρίς χρόνο πως να έχεις φίλους ;
Πολύ γρήγορα φθάσαμε και στα δικά του ψυχικά προβλήματα. Τα ψυχικά προβλήματα διακόπτονταν από διάφορες μάρκες τσιγάρων, από εφημερίδες και περιοδικά, σοκολάτες, μέχρι και προφυλαχτικά. Ο Γιάννης έδινε, έπαιρνε τα χρήματα, έδινε τα ρέστα και ό,τι του είχε ζητηθεί και κατέβαινε πάλι στα σκαλάκια.

Τα ψυχικά βάσανα όλο και μεγάλωναν χωρίς ποτέ να γίνονται συγκεκριμένα. Όλο και περισσότερο καταλάβαινα πως κάτι παραπάνω ήθελε να μου πει, αλλά δεν ήξερα τι. Την στιγμή που ήρθε ένας πελάτης και του ζήτησε spray για κουνούπια, μου έσπρωξε ένα χαρτί. Σ΄ένα παλιό διπλωμένο λογαριασμό της ΔΕΗ είχε σημειώσει τις συμβουλές ενός ψυχολόγου. Είχε υπογραμμίσει την λέξηεκδραμάτιση. Δεν έφθαναν τα βάσανα του, τον βασάνιζαν και οι λέξεις.

Θυμήθηκα τότε πως προχθές την ώρα που γύρναγα από τη δουλειά, στα σκαλάκια έξω από την εκκλησία, καθόταν ένας αγουροξυπνημένος ρακένδυτος άνθρωπος. Το πρόσωπο του ήταν όμορφο και χαμογελαστό. Μια σακούλα δίπλα στα πόδια του, στο τελευταίο σκαλί, έμοιαζε να είχε μέσα όλο το σπίτι του. Στο μέτρο ένας κάδος. Στα μάτια του έβλεπα πως κάπου, κάπως, κάποτε είχε περάσει μια γεμάτη ζωή. Δεν θυμάμαι τι είπα, πάντως μου απάντησε υποφέρω εδώ, θέλω να φύγω. Του έδωσα τα προτελευταία μου λεφτά.

Ντυμένη με μια ψεύτική ψυχραιμία τον ρώτησα αν είχε φάει τίποτα,
-Όχι μου απάντησε. Αλλά θα φάω το βράδυ... 
....και με μια σχεδόν χαρούμενη κίνηση μου έδειξε τον κάδο. Νομίζω έβγαλα μια κραυγή. Άρχισα να μασάω τα λόγια μου, όπως φαντάζομαι σε λίγες ώρες θα μασούσε τα μασημένα φαγητά που θα έβρισκε στον κάδο.

Εδώ μπροστά μου είχα ολοζώντανο, στο φυσικό του μέγεθος ένα από τους φτωχούς ήρωες των παιδικών μου βιβλίων. Ένας άγνωστος που μου είχε κολλήσει το στομάχι του στ΄αυτί μου.

Δεν τελειώνει πουθενά αυτή η ιστορία. Πάντα οι άνθρωποι θα κουρνιάζουν σε σκαλάκια. Θα δίνουν και θα παίρνουν με τα χέρια για να ζήσουν. Και πάντα ακόμα και μέσα από έναν βρώμικο κάδο, ένα χέρι θα θελήσει να πιάσει το δικό σου. Και εσύ θα πρέπει να βρεις πως να μην παραμείνεις ο σχεδόν που ζει το παραλίγον κάτι.
Αυτό είναι όλο.